ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ: ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΥΡΩ ΤΙ;









H Ευρώπη στο σταυροδρόμι. Για τις καταιγιστικές αλλαγές που δεν έχουν έρθει ακόμα

του Δημήτρη Λένη  
01.02.12
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 29 / Φεβρουάριος 2012

Κανονικά, τους απρόβλεπτους λαβύρινθους που ακολουθεί η ιστορία μιας χώρας τούς χαράζει πρώτα και κύρια η εξέλιξη της ταξικής πάλης στο εσωτερικό της. Η αλληλεπίδραση ενός κοινωνικού σχηματισμού με τον εξωτερικό περίγυρο εξαρτάται από το δυναμισμό ή την αδυναμία που επιδεικνύουν οι παραγωγικές σχέσεις στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού, οι εσωτερικές του αντιφάσεις. Κανονικά• γιατί η στρατηγική απόφαση της ελληνικής αστικής τάξης για πρόσδεση στον ιμπεριαλιστικό μηχανισμό μεταβίβασης εξουσίας που καταλήγει να είναι το ευρώ έχει αλλάξει την ισορροπία των αντιθέσεων στη χώρα, μεταφέροντας σε έναν βαθμό (και μάλλον προσωρινά) το βάρος λήψης αποφάσεων σε κέντρα αποστειρωμένα από την όποια πίεση της εγχώριας ταξικής πάλης, στοιχείο και αυτό της διαδικασίας που η κυρίαρχη γλώσσα αποκαλεί «παγκοσμιοποίηση».

Έτσι οι εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας είναι ασυνήθιστα ευαίσθητες σε σχέση με τις εξελίξεις στο εξωτερικό. Εξελίξεις που για το 2012, ακόμα και από τους πιο πεπεισμένους απολογητές του συστήματος, δεν προβλέπονται καθόλου θετικές οι εφεδρείες του συστήματος κοντεύουν να εξαντληθούν από τον προηγούμενο γύρο του 2008. Έτσι, η ανάλυση του τι πρέπει να γίνει στη χώρα μας είναι πραγματικά αδύνατο να γίνει χωρίς εκτίμηση για την πορεία της γενικευμένης κρίσης που συνεχίζεται και οξύνεται στο ιμπεριαλιστικό κέντρο και που ενδεχομένως έχει αρχίσει να εξαπλώνεται στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και τις ανερχόμενες χώρες. Το κείμενο αυτό προσπαθεί να ανιχνεύσει τις διαφαινόμενες στρατηγικές διεξόδους για τις μεγάλες ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, για να φανεί πιο καθαρά ότι μονόδρομος για την εργασία στην Ελλάδα δεν είναι η παραμονή στο ευρώ, αλλά η έξοδος από αυτό.
Ο Τιτανικός που τον λένε Ευρώπη
Για να ξεπεράσει τα τρέχοντα προβλήματά της και να συνεχίσει να υπάρχει και να «ανθεί» με την τρέχουσα μορφή της η ευρωζώνη θα έφτανε να γίνει μία και μόνο απλή κίνηση συγκεκριμένα, θα αρκούσε ο Άι-Βασίλης να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πρόεδρος της ΕΚΤ και καγκελάριος της Γερμανίας ταυτόχρονα, κάτι που δυστυχώς απαγορεύεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Αν δεν γίνει αυτό, το στοίχημα των ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών είναι χαμένο.
Το αδιέξοδο των ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών, πέρα από τους πολιτικούς ανταγωνισμούς, την ανισόμετρη ανάπτυξη και τις τεράστιες ανισότητες στο εσωτερικό της ευρωζώνης, οφείλεται επίσης και στο γεγονός ότι το ευρωπαϊκό κεφάλαιο έχει την ιστορία απέναντί του. Το κέντρο της παραγωγής έχει πια φύγει από τη γερασμένη Ευρώπη. Ήδη το ΑΕΠ της Βραζιλίας ξεπέρασε το ΑΕΠ της Ιταλίας και σύντομα θα ξεπεράσει και της Γαλλίας. Και η όλο και πιο γερασμένη δημογραφικά Ευρώπη εμφανίζεται συστημικά ανίκανη σε επίπεδο παραγωγής να ξεπεράσει το αδιέξοδο, κάνοντας αυτό που πάντα ως τώρα γινόταν στην ιστορία του καπιταλισμού εισάγοντας νέες μορφές παραγωγής, νέες μεθόδους, νέες παραγωγικές δυνάμεις. Τίποτα τέτοιο δεν φαίνεται δυνατό στο άμεσο μέλλον οι νέες τεχνολογίες δεν αναπτύσσονται τόσο στην Ευρώπη όσο στις ΗΠΑ και την Ασία.
Η Γερμανία...
Η γερμανική πρόταση για φυγή προς τα μπρος ήταν η μείωση του εργατικού μισθού, η αύξηση της απόλυτης υπεραξίας. Το σχέδιο αυτό έδωσε πρόσκαιρα φτερά στο γερμανικό κεφάλαιο. Τα γερμανικά προϊόντα έγιναν πιο φτηνά στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς να χρειαστούν νέες επενδύσεις στη Γερμανία (αύξηση της οργανικής σύνθεσης), όπως φαίνεται και στο σχήμα 1 (οι δείκτες του 2012 και 2013 αποτελούν εκτιμήσεις της Eurostat). Η Γερμανία όλη την περίοδο του ευρώ δεν επένδυε σε εξοπλισμό, επειδή απλώς δεν χρειαζόταν. Οι επενδύσεις στη χώρα ήταν οι χαμηλότερες στην ευρωζώνη. Τα γερμανικά κέρδη πήγαν σε πιο κερδοφόρες επενδύσεις, όπως οι φούσκες της Wall St., η ισπανική οικοδομή (οι επενδύσεις στην Ισπανία έφτασαν στο 30% του ΑΕΠ, σχήμα 1), σε ελληνικούς δρόμους, αεροδρόμια, φτηνό χρήμα για δημόσιο και ιδιωτικό χρέος στις χώρες του Νότου. Η κρίση ήταν η στιγμή της αλήθειας για τα «εκπατρισμένα» γερμανικά κεφάλαια που άρχισαν να φεύγουν πανικόβλητα από τον Νότο και να γυρίζουν στο Κέντρο. Η διαδικασία αυτή όμως δεν είναι αρκετά γρήγορη και, κυρίως, είναι επισφαλής. Οι επενδύσεις κατάρρευσαν στον Νότο (ειδικά στην Ελλάδα), χωρίς να φτάσουν σε επίπεδα που να εγγυώνται ανάκαμψη στον Βορρά. Ο Νότος, σε συνθήκες κρίσης, δεν μπορεί να συνεχίζει να αγοράζει γερμανικά προϊόντα, άρα ο γερμανικός αστισμός αντιμετωπίζει ένα αδιέξοδο μέχρι τώρα οι επενδύσεις στη Γερμανία δεν χρειάζονταν• τώρα, με τις πωλήσεις να μειώνονται, οι επενδύσεις δεν συμφέρουν.
Οι γερμανοί κεφαλαιοκράτες, όσο κρατάει η αβεβαιότητα, πιστεύουν ότι επειδή παράγουν εργαλειομηχανές υψηλής ποιότητας, δεν θα χάσουν διεθνή πελατεία, είτε στις ΗΠΑ είτε στην Κίνα. Δεν φαίνεται να τα λογαριάζουν σωστά. Οι Κινέζοι όχι μόνο έχουν μειώσει την εξάρτησή τους από τους Γερμανούς, αλλά τους «χτυπάνε» πλέον στα ίσα. Ήδη απειλούν το μεγαλύτερο γερμανικό μονοπώλιο, τις εργαλειομηχανές της αυτοκινητοβιομηχανίας. Πρόσφατα η Ford, που, όπως λέει με δικαιολογημένο κομπασμό και η Λαϊκή Ημερησία (311211), «πάνε πάνω από 20 χρόνια που δεν έχει αγοράσει εξοπλισμό από άλλη χώρα εκτός της Γερμανίας», έκλεισε μια μεγάλη δουλειά για τα αμερικανικά της εργοστάσια, στα οποία θα εγκαταστήσει πέντε νέες γραμμές παραγωγής κατασκευασμένες από κινεζική εταιρεία. Τα γερμανικά λιμνάζοντα κεφάλαια σύντομα θα αναγκαστούν να ψάξουν να βρουν άλλους προορισμούς εύκολου κέρδους, δημιουργώντας νέες φούσκες. Και όλα αυτά, χωρίς την απολύτως αναγκαία στρατιωτική ισχύ για να υποστηρίξει τα επεκτατικά τους σχέδια... Το επιθετικό γερμανικό «σχέδιο» που εκφράζεται από την Μέρκελ είναι πολύ πιθανό ότι σύντομα θα πρέπει να επαναξιολογηθεί.
...και οι άλλοι
Η Γαλλία πάλι, ο άλλος πόλος της ΕΕ, είναι ζαλισμένη και μπερδεμένη από τις προοπτικές υποβάθμισης της θέσης της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Έχοντας παλιότερα θέσει για τον εαυτό της τον στρατηγικό στόχο να είναι το πολιτικό και στρατιωτικό αντίβαρο στη Γερμανία, έχει γνωρίσει τη συντριβή. Ο στρατός της απέδειξε στη Λιβύη την ανικανότητά του σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις• το βιομηχανικό της κεφάλαιο δείχνει πλέον και αυτό να χάνει τον ανταγωνισμό με τον γερμανικό γίγαντα• ο τραπεζικός της τομέας φούσκωσε πέρα από κάθε φαντασία (οι γαλλικές τράπεζες έχουν ενεργητικό 300% του ΑΕΠ. Συγκριτικά, οι αμερικανικές είναι στο 100% του ΑΕΠ και οι γερμανικές στο 150%). Και το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος τα δάνεια των γαλλικών τραπεζών να αποδώσουν, είναι δηλαδή χρεοκοπημένες. Ο πανικός του Σαρκοζί και η συνθηκολόγησή του στις απαιτήσεις της Μέρκελ, αυτή την αιτία έχουν, ότι προσπαθεί να εξασφαλίσει την κάλυψη της Γερμανίας για να κρατήσει το ΑΑΑ της Γαλλίας. Το σχέδιο αυτό έχει κοντά ποδάρια.
Την ίδια στιγμή η Βρετανία όλο και περισσότερο απομακρύνεται από το καράβι που βουλιάζει. Ο Κάμερον προτίμησε την «ευρω-απομόνωση» παρά να διακυβεύσει έστω κι ένα μικρό κομμάτι των κερδών του Σίτι (που, ας μην το ξεχνάμε, είναι επίσης ο κύριος διαχειριστής των ευρωπαϊκών χρεών). Το βρετανικό κεφάλαιο θα προτιμήσει να κάνει δουλειές με ανερχόμενες αγορές έστω και αν κάτι τέτοιο σημαίνει ότι δεν θα είναι αυτό που καθορίζει την πορεία των πραγμάτων. Αλλά ο βρετανικός ιμπεριαλισμός έχει μάθει ιστορικά να διαχειρίζεται την ήττα του. Η πορεία της Βρετανίας είναι μια εικόνα από το μέλλον της Ευρώπης από ηγέτης του παγκόσμιου καπιταλισμού, ο ξεδοντιασμένος βρετανικός λέων έγινε μεταπολεμικά κολαούζος των ΗΠΑ για να καταντήσει μια αποβιομηχανοποιημένη δευτεροκλασάτη ιμπεριαλιστική δύναμη, με συνεχώς καθοδική πορεία τα τελευταία 100 χρόνια...
Κρίση, το άλλο όνομά σου είναι ευρώ...
Η Ευρώπη, επίκεντρο στη δεύτερη φάση της πιθανότατα μεγαλύτερης κρίσης στην ιστορία του καπιταλισμού, βρίσκεται επομένως και αυτή σε ένα σταυροδρόμι. Μόνο που μπροστά της δεν βλέπει καθόλου ευκαιρίες, μόνο κινδύνους και παρακμή. Μπορεί να ελπίζει μόνο σε ένα θαύμα, δηλαδή η κρίση να χτυπήσει έντονα κάποιον από τους ανταγωνιστές της, δημιουργώντας έτσι ευκαιρίες, πριν καταρρεύσει η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία ή κάποιος άλλος.
Η συσσώρευση χρόνιων αντιφάσεων στην ευρωζώνη, σε επίπεδο διαμόρφωσης πολιτικής, συμπυκνώθηκε σε μια ασταθή, «αναρχο-καπιταλιστική» συνθήκη η προφανής, πλέον, αποτυχία του προηγούμενου καθεστώτος συσσώρευσης και η κρίση ερμηνεύονται από τους παρόντες ηγέτες ως αποτυχία των όποιων υπολειμμάτων «κρατισμού» είχαν μείνει ζωντανά. Τη «λύση» θα τη δώσει η περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών, η περαιτέρω σμίκρυνση του κράτους, η καταστροφή και των τελευταίων στοιχείων δημόσιας επένδυσης που είχαν απομείνει, η υποχώρηση ακόμα και του επιτελικού κράτους-στρατηγείου από το ρόλο του.
Η νεοφιλελεύθερη καθήλωση της γερμανικής πολιτικής στους αριθμούς είναι σύμπτωμα του πολιτικού-οικονομικού αδιεξόδου. Είναι αδύνατο για τα ευρωπαϊκά κέντρα να συνειδητοποιήσουν ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι μοχλός, κουμπί που το ελέγχουν οι κυβερνώντες κατά βούληση. Το δημόσιο χρέος είναι μια σχέση μεταξύ του δημόσιου τομέα (του κράτους, ως πεδίου συμβιβασμού ταξικών συμφερόντων) και του χαοτικού, απρόβλεπτου ιδιωτικού τομέα, ο οποίος φυσικά δεν επιδέχεται τέτοια όρια – αν τον πολυζορίσεις, παίρνει τα λεφτά και τρέχει, χρεοκοπώντας... Τα αυστηρά όρια (που επιχειρείται να επιβληθούν με λιτότητα) δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, εφόσον, εξ ορισμού, δεν περιλαμβάνουν και το στοιχείο του συμβιβασμού με τις υποτελείς τάξεις.
Σε συγκυρία οξείας κρίσης, αυτή η «στρατηγική»... έλλειψης στρατηγικής και παραχώρησης της πολιτικής εξουσίας στους «τεχνοκράτες» των τραπεζών, στις ίδιες τις «αγορές» προσωποποιημένες, ενέχει τον προφανή κίνδυνο της κατάρρευσης. Το «αόρατο χέρι» δεν είναι ιδιαίτερα ικανό στο να κρατάει το τιμόνι στη φουρτούνα, όταν δηλαδή χρειάζεται μακροπρόθεσμη στοχοθεσία και όχι βραχυπρόθεσμη κερδοσκοπία. Το πιθανό κέρδος που διαβλέπει το κεφάλαιο από αυτή την πολιτική δεν είναι, όμως, η έκρηξη της κερδοφορίας σε βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα (χρειάζονται χρόνια καταστροφής κεφαλαίων μέχρι να επανακάμψει η κερδοφορία), αλλά η τελική συντριβή των πολιτικών αντιστάσεων.
Μπορεί να επιτύχει αυτή η πολιτική; Το σύστημα του ευρώ, με την όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιφάσεων που προκαλεί, το κάνει απίθανο. Ποτέ, κανένα σύστημα νομισματικής ολοκλήρωσης (τέτοιο ήταν ο κανόνας του χρυσού) δεν επιβίωσε όταν το χτύπησε κρίση. Εξάλλου, υπάρχουν βαθιοί, δομικοί λόγοι που κάθε αναπτυγμένο καπιταλιστικό κράτος στην ιστορία είχε το δικό του νόμισμα – το ότι ήταν υπεύθυνο πρώτα αυτό το ίδιο (και όχι οι εξωτερικοί παράγοντες, όπως στην περίπτωση του ευρώ) για τη διαχείριση των εσωτερικών του αντιθέσεων.
Εν τούτοις, το κεφάλαιο έχει πολιτικές εφεδρείες. Σε περίπτωση επιδείνωσης των οικονομικών μεγεθών δεν μπορεί να αποκλειστεί η επιστροφή συντηρητικών, κεϋνσιανού τύπου πολιτικών που θα κάνουν «οικονομία δυνάμεων» για το κεφάλαιο, με λελογισμένη αναδιανομή του πλούτου, διάλυση ή αναμόρφωση της ευρωζώνης (με γερμανικό πυρήνα), προστατευτισμό, ενδεχομένως εθνικισμό. Και ταυτόχρονα, το γεγονός ότι υπάρχουν «σεβάσμιες» φωνές στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό που ζητούν η Γερμανία να αναλάβει τις ευθύνες της και να μην επαναλάβει τα καταστροφικά λάθη του παρελθόντος, όπως και η κατάρρευση στις δημοσκοπήσεις του έξαλλου συνεταίρου της Μέρκελ, των Φιλελεύθερων, δείχνουν προς μια πιο ευρωπαϊκή τέτοιου τύπου λύση. Και οι δύο λύσεις θα είναι λύσεις ανάγκης• δεν είναι θέμα αν θα υπάρξει μια υποβάθμιση μεσομακροπρόθεσμα της Ευρώπης, αλλά πόσο μεγάλη θα είναι.
Σε κάθε περίπτωση όμως, το παράθυρο ευκαιρίας της Αριστεράς για ανατροπή του σκηνικού είναι στενό. Το σύστημα τώρα μπαίνει στην περίοδο μέγιστης αστάθειάς του, διεθνώς και όχι μόνο στην ευρωζώνη. Η αδυναμία της εργασίας να αντιδράσει τώρα θα σημάνει την ιστορικών διαστάσεων ήττα της και οριστική υποταγή της στο κεφάλαιο. Αντίθετα, το σπάσιμο του αδύναμου κρίκου στον ζουρλομανδύα της ευρωζώνης μπορεί να λειτουργήσει ως θρυαλλίδα για την απελευθέρωση των αντιστάσεων στο σύνολο των χωρών της, αν όχι κι αλλού.

Τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς… (σημειώσεις για ένα εναλλακτικό παραγωγικό πρότυπο)

του Παναγιώτη Σωτήρη  
01.02.12
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 29 / Φεβρουάριος 2012



Σήμερα στην Ελλάδα δεν βιώνουμε απλώς την επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών. Ζούμε την κρίση ενός ολόκληρου «αναπτυξιακού παραδείγματος» που στηρίχτηκε στην πρόσδεση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την επέκταση στα Βαλκάνια, τα υπερκοστολογημένα έργα, την επισφάλεια, τη διαμόρφωση «μεσαίων στρωμάτων» προσκολλημένων στον «εκσυγχρονισμό», το χαμηλό μισθολογικό κόστος και την υπερεκμετάλλευση της μεταναστευτικής εργασίας, την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής, την τροφοδότηση του καταναλωτικού ευδαιμονισμού από το φτηνό δανεισμό και τις ανεξέλεγκτες εισαγωγές.
Η απάντηση των αστικών δυνάμεων είναι η συλλογική ενοχή («μαζί τα φάγαμε») και η τεράστια υποτίμηση της εργατικής δύναμης, για να γίνουμε χώρα φτηνού εργατικού δυναμικού προσανατολισμένη στις εξαγωγές, παραβλέποντας ότι ανάπτυξη μέσω εξαγωγών και χαμηλού κόστους εργασίας, σε περιβάλλον άρσης των προστατευτικών μηχανισμών, συνεπάγεται βίαιη επιδείνωση των όρων εργασίας, των κοινωνικών συνθηκών και του περιβάλλοντος.
Οι ορθές οριοθετήσεις, όπως είναι η παύση πληρωμών στο χρέος, η έξοδος από το ευρώ, η εθνικοποίηση των τραπεζών και η αναδιανομή εισοδήματος, δεν αρκούν. Απέναντι στην ιδεολογική τρομοκρατία ότι αυτά σημαίνουν καταστροφή, πρέπει να πούμε ότι «υπάρχει ζωή μετά το ευρώ» δίνοντας συγκεκριμένες απαντήσεις πάνω στο τι, πώς και από ποιους μπορεί να παράγεται και να καταναλώνεται σε αυτή τη χώρα.
Αφετηρίες για μια διαφορετική πορεία
Αφετηρία μας είναι ότι η ρήξη με τους μηχανισμούς διεθνοποίησης του κεφαλαίου και η άρνηση προτεραιότητας της καπιταλιστικής κερδοφορίας μπορεί να δώσει δυναμική αυτοδύναμης κοινωνικής ανάπτυξης. Αυτό δεν είναι απομονωτισμός, αλλά διαπίστωση ότι κάθε προσπάθεια ανάπτυξης μέσω διεθνούς ανταγωνιστικότητας θα συνεπάγεται εσωτερίκευση πιέσεων για μεγαλύτερη καπιταλιστική παραγωγικότητα, για αναδιαρθρώσεις στην οργάνωση εργασίας και για μονόπλευρο προσανατολισμό προς τους εξαγωγικούς κλάδους, με αποτέλεσμα την απαξίωση άλλων σημαντικών τομέων.
Η Ελλάδα διαθέτει ορυκτό πλούτο και σημαντικότατο παραγωγικό δυναμικό σε κλάδους όπως τα τρόφιμα, η κλωστοϋφαντουργία, η επεξεργασία υλικών με υψηλή προστιθέμενη αξία, η αμυντική βιομηχανία (με όλες τις δυνατότητες που έχει η μη στρατιωτική χρήση), η φαρμακοβιομηχανία, η χημική βιομηχανία, η ναυπηγική. Ακόμη και χωρίς τεράστιες επενδύσεις, η Ελλάδα μπορεί να καλύπτει μεγάλο μέρος των διατροφικών αναγκών της, των αναγκών σε ένδυση, των περισσότερων δομικών υλικών (είτε ως πλήρη παραγωγή είτε ως σημαντική επεξεργασία), των φαρμάκων και του υγειονομικού υλικού, έχει υποδομές για την παραγωγή οχημάτων δημόσιας χρήσης, σιδηροδρομικού υλικού, πλοίων όλων των κατηγοριών, επισκευής αεροσκαφών, διαθέτει σημαντικές παραγωγικές δυνατότητες και σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας. Η έμφαση στην αυτοδύναμη ανάπτυξη, ιδίως με νομισματική πολιτική που δεν θα αναπαράγει τον παραλογισμό του ευρώ, θα επιτρέψει και εξαγωγές, με έμφαση στην ποιότητα των προϊόντων, το άνοιγμα σε άλλες συναλλαγές εκτός των ορίων της ΕΕ και μια πολιτική διακρατικών συμφωνιών για την προμήθεια καυσίμων και μέρους των τροφίμων.
Ταυτόχρονα, η στροφή προς τη δημόσια ιδιοκτησία θα ανοίξει δρόμους μετασχηματισμού. Η υποχρεωτική ιδιωτικοποίηση και «απελευθέρωση» των υποδομών σήμαινε απλώς ένα μεγάλο πάρτι για τους «επενδυτές». Η δράση του ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος αποτέλεσε βασικό παράγοντα της κρίσης. Η δημόσια ιδιοκτησία, ο κοινωνικός και εργατικός έλεγχος των τραπεζών και όλων των στρατηγικών επιχειρήσεων που αφορούν τις κοινωφελείς υποδομές είναι αποφασιστικό εργαλείο για την απασχόληση, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, τη μείωση του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών, την προστασία του περιβάλλοντος, την απαλλαγή από τη υπερβολική χρήση του ΙΧ, την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως οι διαρκείς αυξήσεις των τιμών ή η απομόνωση ολόκληρων περιοχών επειδή οι εφοπλιστές ή οι αεροπορικές εταιρείες δεν τις κρίνουν συμφέρουσες.
Η δημόσια ανάληψη των έργων υποδομής και η εθνικοποίηση του κατασκευαστικού κλάδου, που άνθισε απομυζώντας δημόσια δαπάνη, μπορεί να προσφέρει εξοπλισμό και εργατικό δυναμικό με τεράστια πείρα και γνώση για την κατασκευή αναγκαίων έργων. Η ανάγκη για διατροφική ποιότητα και επάρκεια απαιτεί διαφορετική αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή. Ένα σύγχρονο συνεταιριστικό κίνημα, με κατάλληλη δημόσια ενίσχυση, που θα διεκδικήσει το σπάσιμο των εμπορικών κυκλωμάτων και την άμεση πρόσβαση στον καταναλωτή, με έμφαση σε ποιοτικά αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, μπορεί να καλύψει σημαντικές ανάγκες, να ρίξει το κόστος για τον καταναλωτή και να βελτιώσει το αγροτικό εισόδημα χωρίς την καταφυγή στις Ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.
Κυρίαρχη κατεύθυνση πρέπει να είναι η αυτοδιαχείριση, η αυτοδιεύθυνση, ο κοινωνικός και εργατικός έλεγχος. Μέσα σε μια διαδικασία ρήξης πολλές επιχειρήσεις θα κλείσουν ή θα τις διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι, ιδίως εάν αναλογιστούμε τα χρέη τους. Η ανάληψή τους, χωρίς αποζημίωση των ιδιοκτητών, από τους εργαζομένους τους θα ανοίξει νέες δυνατότητες για την παραγωγή χρήσιμων αγαθών, ιδίως εάν διαμορφώσουμε εναλλακτικά δίκτυα διανομής προϊόντων. Ένα κύμα αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων μαζί με την επέκταση ενός δημόσιου τομέα εθνικοποιημένων επιχειρήσεων με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο θα ανοίξει δρόμους συνολικότερης αμφισβήτησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων προς όφελος των κοινωνικών αναγκών.
Η αποκέντρωση οφείλει να είναι βασική πλευρά της διαδικασίας. Η μείωση των ενεργειακών αναγκών, η ισόρροπη προς το περιβάλλον ανάπτυξη, η υπεράσπιση τοπικών παραγωγικών δυνατοτήτων, η ανάπτυξη μη εμπορευματικών δικτύων διανομής απαιτούν νέα έμφαση στο τοπικό επίπεδο και εξασφάλιση της παραμονής των ανθρώπων στις περιοχές τους. Η αλλαγή του ενεργειακού προτύπου είναι επιτακτική ιδίως από τη στιγμή που θα πρέπει να περιορίζεται η εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα. Πρωτίστως, χρειάζεται μείωση των ενεργειακών αναγκών, αποκέντρωση, προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας, αποφυγή ενεργειοβόρων δραστηριοτήτων. Αυτά μόνο σε ένα ριζικά τροποποιημένο περιβάλλον κοινωνικής συμμετοχής και δημόσιας ιδιοκτησίας μπορούν να προχωρήσουν. Σε αυτό το πλαίσιο όντως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να αποτελέσουν πεδίο δημόσιας επένδυσης, αλλά με όρους δημοκρατικού σχεδιασμού, ομαλής κατανομής μέσα στο χώρο, σεβασμού στο περιβάλλον, συζήτησης και απόφασης των ίδιων των κατοίκων.
Όλα αυτά απαιτούν και μια νέου τύπου συμμαχία ανάμεσα στην εργασία και τα μικροαστικά στρώματα. Σήμερα η κυρίαρχη πολιτική ετοιμάζεται να συντρίψει σημαντικό μέρος των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών επιχειρήσεων, ιδίως μέσα από παρατεταμένη ύφεση. Τα στρώματα αυτά μπορούν να αποτελέσουν κομμάτι ευρύτερης κοινωνικής συμμαχίας, υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχονται στοιχεία μετασχηματισμού του ρόλου τους: θα τους δοθεί η δυνατότητα επιβίωσης, απαλλαγής από μορφές ανταγωνισμού που τους αποδιαρθρώνουν, ένταξης σε εμπορικά δίκτυα που δεν θα μετακυλύουν τεράστιο κόστος στους καταναλωτές, ορθολογικής φορολόγησης. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να αποδεχτούν ότι δεν θα μπορούν να στηρίζονται ούτε στην υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, ούτε στην αξιοποίηση του προνομιακού ρόλου τους έναντι του καταναλωτή.
Μια πολιτική αναδιανομής πλούτου προς αναγκαίες κοινωνικές δραστηριότητες θα δώσει άλλη διάσταση στην αναβαθμισμένη παροχή δημόσιας υγείας, παιδείας, πρόνοιας, πολιτισμού, ενημέρωσης. Η υπέρβαση των σημερινών ελλειμμάτων και ταξικών ανισοτήτων στην πρόσβαση, η συλλογική εμπιστοσύνη στο πολύτιμο δυναμικό που υπάρχει σε αυτούς τους χώρους, το σπάσιμο όλων των μορφών άμεσης και έμμεσης ιδιωτικοποίησης μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες αλλαγές. Αυτό δεν πρέπει να το δούμε μόνο ως επένδυση σε εξοπλισμό ή προσωπικό, αλλά και ως μια διαφορετική κατεύθυνση: έμφαση στην πρόληψη, την πρωτοβάθμια υγεία και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και όχι στην «επισκευή» της εργατικής δύναμης (άλλωστε ξέρουμε ότι καθαυτή η μετάβαση σε μια δικαιότερη κοινωνία με μικρότερο άγχος θα βελτιώσει την υγεία), προτεραιότητα στη βελτίωση της πρόσβασης στην παιδεία και την κοινωνικοποίηση της γνώσης (αναγκαία συνθήκη του μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων) και όχι σε μεμονωμένους πόλους «αριστείας», μαζική πρόσβαση και ενίσχυση του πολιτισμού και της έρευνας.
Είναι εφικτό να μπουν φραγμοί στην ανεξέλεγκτη τουριστική μονοκαλλιέργεια, στον μαζικό, εμπορευματοποιημένο και «υψηλού εισοδήματος» τουρισμό και να δοθεί έμφαση στον τουρισμό ως κοινωνικό δικαίωμα, στη συνύπαρξη με άλλες παραγωγικές δραστηριότητες, στην ανάδειξη της ποιότητας ζωής και του πολιτισμού και όχι τεχνητών τουριστικών παραδείσων.
Όλα αυτά απαιτούν άλλης κλίμακας πολιτική σχεδιασμού. Το σπάσιμο των απαγορεύσεων της ΕΕ για εθνικές ενισχύσεις θα επιτρέψει, υπό την προϋπόθεση ότι μιλάμε και για την εξουσία μιας ευρύτερης λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας, στοχευμένη ενίσχυση παραγωγικών κλάδων, στροφή προς τη δημόσια ιδιοκτησία ως στοιχείο σχεδιασμού, διαμόρφωση πραγματικών αναπτυξιακών σχεδίων και όχι απλώς «επενδυτικών ευκαιριών», δημόσια επένδυση και όχι διασπάθιση κοινωνικού πλούτου. Μια διαδικασία κεντρικού δημοκρατικού σχεδιασμού απαιτεί ολόπλευρες μορφές συζήτησης και δημοκρατίας και μέσα στην κοινωνία, ανοιχτή δημόσια αντιπαράθεση για την προοπτική του τόπου, εκπροσώπηση των αντιθεσμών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου και στην κορυφή. Αντίστοιχα, «από τα κάτω» και σε τοπικό επίπεδο η ύπαρξη κινήματος αυτοδιαχείρισης, μη εμπορευματικών δικτύων ανταλλαγής και διανομής μπορεί να διαμορφώσει στοιχεία «τοπικών σχεδίων» με βάση δημοκρατικές διαδικασίες. Αλλά και μέσα στις αμιγώς δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες η κατοχύρωση μορφών εργατικού και λαϊκού ελέγχου θα επιτρέψει το σχεδιασμό και τον προσανατολισμό με βάση κοινωνικές ανάγκες. Ποιος μπορεί να οργανώσει καλύτερα ένα νοσοκομείο; Ο διορισμένος μάνατζερ που κυρίως θέλει να εξυπηρετήσει συμφέροντα του ιατροφαρμακευτικού κυκλώματος ή η συνέλευση των γιατρών και των άλλων εργαζομένων που θα είναι στρατευμένη στην υπόθεση της λαϊκής υγείας;
Όλα αυτά απαιτούν επαναπροσδιορισμό της ευημερίας. Πολλές φορές η Αριστερά την όρισε ποσοτικά, ως δίκαια κατανεμημένη οικονομική μεγέθυνση. Εδώ δεν μιλάμε γι’ αυτό, αλλά για την ποιότητα της δημόσιας και δωρεάν παιδείας και υγείας, τη μείωση του χρόνου εργασίας την ανάπτυξη εκτεταμένου συστήματος δημόσιων συγκοινωνιών, τη μείωση του άγχους της ανασφάλειας και του κοινωνικοοικονομικού στρες, την πολιτιστική αναγέννηση, την προστασία του περιβάλλοντος, την πραγματική κοινωνικότητα που να σπάει την αλλοτρίωση και την εξατομίκευση. Ένα τέτοιο πρότυπο μπορεί στους οικονομικούς δείκτες να μοιάζει «αποανάπτυξη», να μην περιλαμβάνει εύκολη πρόσβαση σε καταναλωτικά φετίχ, αλλά σημαίνει μια πραγματικά καλύτερη ζωή.
Επιτακτικές απαντήσεις και μεγάλες δυσκολίες
Μια τέτοια προσπάθεια εντάσσεται σαφώς στον ορίζοντα της αμφισβήτησης των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, στον πυρήνα της σύγχρονης σοσιαλιστικής προοπτικής. Αυτό δεν σημαίνει δογματική αναπαραγωγή «έτοιμων» επαναστατικών συνταγών. Πόσο μάλλον που εάν μιλάμε για μια «συγκεκριμένη ουτοπία», δηλαδή για το οριακό ενδεχόμενο σημερινών εξελίξεων και τομών, δεν θα μιλάμε για μια «αποκαλυπτικού τύπου» επαναστατική εξουσία, όπου ύστερα από ένοπλη εξέγερση και εμφύλιο πόλεμο θα γίνει σοσιαλιστική ανοικοδόμηση πάνω σε ερείπια, αλλά για μια πολύ πιο σύνθετη, άνιση και αντιφατική διαδικασία. Είναι πιθανό ο συνδυασμός πολιτικής και οικονομικής κρίσης να οδηγήσει στην αναγκαστική απόφαση για τομές, όπως η έξοδος από το ευρώ, και στη συνύπαρξη αντιφατικών κυβερνητικών μορφών με αυτοοργάνωση, αυτοδιαχείριση εργατικού ελέγχου και λαϊκής εξουσίας «από τα κάτω». Θα είναι, επομένως, σύνθετη διαδικασία που στα πρώτα βήματα θα φαντάζει ταυτόχρονα ως διαχείριση και μετασχηματισμός του υπάρχοντος. Σήμερα, τα αναγκαία μέτρα για να αποφύγουμε την καταστροφή περιλαμβάνουν ταυτόχρονα αποφάσεις που μπορούν να τις πάρουν ακόμη και αστικές κυβερνήσεις υπό τον εκβιασμό του λαϊκού κινήματος και πολύ τολμηρές μορφές ρήξης με τον «υπαρκτό καπιταλισμό».
Σε αντίθεση με προηγούμενα πειράματα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού που συχνά είχαν να αντιμετωπίσουν είτε μικρό βαθμό προηγούμενης καπιταλιστικής ανάπτυξης είτε τις επιπτώσεις καταστροφικών εμφυλίων πολέμων, εμείς μιλάμε για το μετασχηματισμό κοινωνιών με σχετικό βάθος των καπιταλιστικών σχέσεων, των αστικών θεσμών, της καπιταλιστικής «δύναμης της συνήθειας» (Λένιν). Η «υπόσχεσή» της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι ατέρμονες θυσίες• θα απαιτούνται αποτελέσματα βελτίωσης, θα πρέπει κι η επιβίωση και μια σχετική ευημερία εξαρχής να είναι εφικτά.
Όμως, η δυσκολία είναι η άρθρωση ενός εναλλακτικού «κοινωνικού λογισμού», μιας διαφορετικής κοινωνικοποίησης των επιμέρους πρακτικών, που να στηρίζεται στη δημοκρατία, την αυτοδιαχείριση και τον συλλογικό σχεδιασμό, να υπερβαίνει την αγορά ως τρόπο συντονισμού επιμέρους ιδιωτικών εργασιών, χωρίς να αναπαράγει τις στρεβλώσεις ενός κεντρικού «σχεδίου» που απλώς επιβάλλεται στο όνομα της κοινωνίας. Αυτό απαιτεί και πειραματισμό με μη καπιταλιστικές μορφές οργάνωσης της εργασίας που να στηρίζονται στη συλλογικότητα, την αμφισβήτηση ιεραρχιών και αυθεντιών και την υπέρβαση της διάκρισης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας.
Επιπλέον, ένα εναλλακτικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης απαιτεί άλλης κλίμακας συλλογικότητα, πρωτοβουλία και αλληλεγγύη σε όλες τις όψεις της ζωής, υπέρβαση παραδομένων στερεότυπων, κοινωνικών ιεραρχιών, έμφυλων διακρίσεων, τομή στη συλλογική αυτοσυνείδηση και συγκρότηση των λαϊκών μαζών, αυτό που βολονταρίστικα ορίστηκε ως ο «νέος άνθρωπος» στα συνθήματα του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος.
Οι αναγκαίες προϋποθέσεις
Όλα αυτά έχουν τρεις κρίσιμες απαιτήσεις. Η πρώτη αφορά το θέμα της εξουσίας. Οι τομές αυτές απαιτούν λαϊκές δυναμικές «από τα κάτω», από ένα ρωμαλέο εργατικό και λαϊκό κίνημα που να πειραματίζεται με νέες μορφές. Απαιτούν όμως και την παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας για να εγγυηθεί ρήξεις και να εξασφαλίσει τη συνέχεια των πειραματισμών. Ακόμα και εάν στοχαστούμε μια ιδιότυπη συνθήκη «δυαδικής εξουσίας», όπου μια κυβέρνηση υπό τον εκβιασμό του λαϊκού κινήματος θα έκανε αναγκαστικές παραχωρήσεις ενώ το κίνημα θα βάθαινε τις δικές του μορφές «εξουσίας από τα κάτω», το ερώτημα του ποια κοινωνική συμμαχία ορίζει την πολιτική (και κυβερνητική) εξουσία θα παρέμενε κεντρικό. Μια κυβέρνηση που θα εκπροσωπεί τη λαϊκή συμμαχία και την Αριστερά, μαζί με γενναίες θεσμικές τομές, μια πραγματική «συντακτική εθνοσυνέλευση» των κοινωνικών αναγκών και της ρήξης με το «θεσμικό κεκτημένο» του νεοφιλελευθερισμού μπορεί να αποτελέσει κομμάτι μιας εφικτής σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Για να μπορεί, όμως, να θέσει με πρωτότυπους όρους το θέμα της κατάληψης εξουσίας θα πρέπει να στηρίζεται καθοριστικά σε όλες τις μορφές λαϊκής και εργατικής αντιεξουσίας, κοινωνικού και εργατικού ελέγχου, αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης, όλο τον πλούτο μιας διεργασίας «από τα κάτω» που πρέπει να δοκιμάζεται από τώρα, με ορίζοντα το μετασχηματισμό και τη σταδιακή απονέκρωση των αστικών κρατικών μηχανισμών.
Η δεύτερη αφορά το ζήτημα της συλλογικής γνώσης και «κοινωνικής τεχνογνωσίας». Γι’ αυτό χρειάζεται να στηριχτούμε στη συλλογική επινοητικότητα, δημιουργικότητα και εμπειρία των μαζών. Από τον απλό τεχνίτη που ξέρει πώς να γίνει καλά μια επισκευή χωρίς μεγάλο κόστος, στον συλλογικό εργαζόμενο του κατασκευαστικού κλάδου που έχοντας την εμπειρία από το φαγοπότι των μεγάλων έργων ξέρουν πώς να γίνουν πραγματικά χρήσιμες, φθηνότερες και φιλικές προς το περιβάλλον δημόσιες υποδομές, στο κίνημα των υγειονομικών που μπορούν να πουν πολλά για την πρωτοβάθμια υγεία, την πρόληψη, και την απαλλαγή από όλο το βάρος της ιδιωτικοποιημένης «περίθαλψης», στους εκπαιδευτικούς που παλεύουν για μια πραγματικά δημόσια εκπαίδευση, που ξέρουν ότι δεν χρειαζόμαστε πανάκριβους διαδραστικούς πίνακες αλλά πάλη ενάντια στις σύγχρονες μορφές ημιμάθειας, στο δυναμικό που πειραματίζεται με μορφές κοινωνικοποιημένης γνώσης όπως το ελεύθερο λογισμικό, έχουμε τους ανθρώπους που μπορούν να εμπλακούν σε μια συλλογική δημιουργική προσπάθεια κοινωνικού πειραματισμού.
Η τρίτη αφορά τον αναγκαίο νέο διεθνισμό. Όσο ο πειραματισμός που αναφέραμε παραμένει μέσα σε περιβάλλον καπιταλιστικής διεθνοποίησης θα δέχεται διαρκώς πιέσεις και θα αντιμετωπίζει προβλήματα. Όμως, μια πορεία κοινωνικού μετασχηματισμού στην Ελλάδα, μέσα σε παγκόσμιο κύκλο αγώνων και εξεγέρσεων, θα οδηγήσει σε τομές στην Ευρώπη και άλλου, έτσι ώστε να μην είμαστε μόνοι. Και ανάμεσα σε σχηματισμούς που πειραματίζονται με την κοινωνική μετάβαση πιο εύκολα μπορούν να αναπτυχθούν διεθνείς σχέσεις και συναλλαγές που να στηρίζονται στην αμοιβαιότητα, την ισοτιμία και την αλληλεγγύη.
Απέναντι στην καταστροφή που ανοίγεται μπροστά μας απαιτείται να κάνουμε άλματα στη σκέψη μας. Η συζήτηση πρέπει να ανοίξει συλλογικά. Το «γκρίζο δέντρο της θεωρίας» ας μπολιαστεί από τη συλλογική εμπειρία των αγωνιζόμενων ανθρώπων.

Υπάρχει ζωή για την αγροτική παραγωγή μετά την ΕΕ και το ευρώ;

των Φώτη Μπίλια και Νίκου Παπακανάκη  
01.02.12
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 29 / Φεβρουάριος 2012



Μπορεί μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα να διασφαλίσει αυτάρκεια στην αγροτική της παραγωγή; Οι φυσικοί πόροι, η τεχνογνωσία, οι υποδομές, οι πρώτες ύλες (πετρέλαιο, λιπάσματα, σπόροι) υπάρχουν; Αν επιλέξουμε διαφορετικό δρόμο από αυτόν που μας σερβίρουν ως μονόδρομο κυβέρνηση-ΕΕ-ΔΝΤ μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας; Εκεί άλλωστε επενδύει και ο αντίπαλος: στην πείνα και την εξαθλίωση που υποτίθεται ότι μας περιμένει, αν οι αγορές μάς κλείσουν την πόρτα.
Η χώρα των υπηρεσιών που εισάγει τα πάντα, με τους τεμπέληδες αγρότες που κάνουν μερσεντές τις επιδοτήσεις, η αναπαραγωγή της κουλτούρας του «Ηλία ρίχ’ το [1]» για την ελληνική ύπαιθρο είναι μια άριστη αφήγηση του τότε, ιδανικό υπόστρωμα για την αφήγηση του τώρα: η Ελλάδα, αν φύγει από ΕΕ και ευρώ, δεν θα μπορεί να παράγει ούτε φυτά που βγαίνουν αυτοφυώς! Είναι τα πράγματα όμως έτσι; Το παρόν άρθρο δεν θα επιχειρήσει ούτε να δώσει εύκολες απαντήσεις, ούτε ολοκληρωμένες προτάσεις. Επιχειρεί όμως να ψηλαφίσει δρόμους σε μια συζήτηση που έχει ανοίξει στην ελληνική κοινωνία και αφορά το ερώτημα «μετά το ευρώ τι» και στην αγροτική παραγωγή.
Η πρόσδεση της αγροτικής παραγωγής στις πολιτικές της ΕΕ – η Κοινή Αγροτική Πολιτική
Η πλήρης υιοθέτηση και στήριξη, από πλευράς εθνικών κυβερνήσεων, των πολιτικών της ΕΕ οδήγησε στην υλοποίηση της αναθεωρημένης ΚΑΠ του 2003 [2] με βασικούς άξονες την αποσύνδεση της επιδότησης από την παραγωγή [3], τη σταδιακή περικοπή των επιδοτήσεων μέσω της ενιαίας ενίσχυσης και την εισαγωγή της έννοιας της πολλαπλής συμμόρφωσης [4]. Αυτό το πλαίσιο, σε συνδυασμό με τη χρησιμοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων όχι για τις πραγματικές ανάγκες των παραγωγών αλλά για το χτίσιμο εκλογικής πελατείας (μέσω των αποδομημένων και κομματικών αγροτικών συνεταιρισμών και ενώσεων), δημιουργεί μια θλιβερή πραγματικότητα.
Μεγάλη μείωση του όγκου της αγροτικής παραγωγής, τόσο φυτικής όσο και ζωικής προέλευσης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη σχεδόν εξαφάνιση της παραγωγής καπνού και τεύτλων. Αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου των αγροτικών προϊόντων. Μείωση των εξαγωγών και αύξηση των εισαγωγών με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση της διατροφικής εξάρτησης της Ελλάδας. Σημαντική συρρίκνωση της συνεισφοράς της γεωργίας στο ΑΕΠ, που αποκαλύπτει τη σταδιακή υποτίμηση της αξίας της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής: από 8% το 2001 σε 5% το 2004 και σε λιγότερο από 3% το 2007.
Το ασφυκτικό αυτό πλαίσιο, σε συνδυασμό με την εκρηκτική αύξηση του κόστους παραγωγής (πετρέλαιο, λιπάσματα, ζωοτροφές, φυτοπροστατευτικά, πολλαπλασιαστικό υλικό), ωθεί τους μικρομεσαίους παραγωγούς στην αύξηση του δανεισμού τους από τις τράπεζες και τη σταδιακή εγκατάλειψη των εκμεταλλεύσεών τους με αποτέλεσμα τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού σχεδόν στο 9% του ενεργού πληθυσμού.
Είναι προφανές ότι ο πυρήνας της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στηρίζεται σε ένα δίπτυχο. Από τη μια, αναδιάρθρωση και «καπιταλιστικοποίηση» των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, μέσω της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του φυτικού και ζωικού κεφαλαίου σε λίγα χέρια, της συμβολαιικής γεωργίας [5] και της έμφασης στην αυξημένη ανταγωνιστικότητα και κερδοφορία. Από την άλλη, συνειδητή επιλογή καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων οι οποίες δεν έχουν περιθώρια να αναδιαρθρωθούν και εισαγωγής των αντίστοιχων αγροτικών προϊόντων από χώρες που παράγουν με συμπιεσμένο κόστος. Αυτό απειλεί το μεγαλύτερο ποσοστό των εκμεταλλεύσεων του μεσογειακού Νότου, οι οποίες δεν ακολουθούν το μοντέλο της αναδιαρθρωμένης παραγωγής της κεντρικής Ευρώπης.
Το τελευταίο φρούτο του ΥΠΑΤ, για το περίφημο καλάθι αγροτικών προϊόντων, περιγράφει το νέο τοπίο που επιδιώκουν να διαμορφώσουν οι κυρίαρχοι κύκλοι: προσανατολισμός σε εντατικές, εξαγώγιμες, με υψηλά περιθώρια κερδοφορίας καλλιέργειες, προσαρμοσμένες σε αναδιαρθρωμένες μονάδες. Αυτές οι τάσεις ενισχύονται από τις ακόλουθες επιλογές της κυβέρνησης και της Τρόικας. Η ιδιωτικοποίηση της ΑΤΕ θα σημαίνει ξεπούλημα τεράστιας γεωργικής περιουσίας που είναι υποθηκευμένη μέσω των χορηγούμενων δανείων. Η ιδιωτικοποίηση του συστήματος των γεωργικών ασφαλίσεων και η λειτουργία του ΕΛΓΑ με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια εισάγουν την πλήρως ανταποδοτική ασφάλιση των παραγωγών χωρίς κρατική στήριξη. Το νομοθετικό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση των αγροτικών συνεταιρισμών επιχειρεί τη μετατροπή των συνεταιρισμών σε ΑΕ των μεγαλοαγροτών. Η αποδιάρθρωση του ΕΘΙΑΓΕ και τα σχέδια ξεπουλήματος της περιουσίας του ως «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας» βάζουν ταφόπλακα στον τομέα της αγροτικής έρευνας και της επιστημονικής στήριξης της αγροτικής παραγωγής.
Μπορούν τα πράγματα να πάνε αλλιώς;
Η ανασυγκρότηση της αγροτικής παραγωγής σε μια συνολική κατεύθυνση παραγωγικής ανασυγκρότησης με ορίζοντα το σοσιαλισμό απαιτεί ρήξεις με το κυρίαρχο καπιταλιστικό μοντέλο ζωής και ανάπτυξης. Μια τέτοιου είδους ρήξη με το κυρίαρχο μοντέλο του υπερκαταναλωτισμού, του υπερδανεισμού και της καταστροφής του περιβάλλοντος ενδεχομένως με όρους ποσοτικούς να σημάνει υπανάπτυξη, αλλά με όρους ποιοτικούς μπορεί σημάνει εξασφάλιση των αναγκαίων κοινωνικών αγαθών για όλους. Απόρροια αυτής της παραδοχής είναι και η εκτίμηση πως ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την αγροτική παραγωγή δεν μπορεί να προκύψει ξαφνικά μετά την ενδεχόμενη ανατροπή, ούτε να είναι εγκεφαλική σύλληψη κάποιας πρωτοπορίας. Αντίθετα, αποτελεί υπόθεση αξιοποίησης συλλογικής πολιτικής και επιστημονικής επεξεργασίας, διαλεκτικά δεμένης με την πείρα του εργατικού και αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Η μεγάλη πρόκληση είναι η χάραξη ενός σχεδιασμού που θα μπορεί να εξασφαλίζει την επιβίωση και διατήρηση του αγροτικού πληθυσμού αλλά και τη διατροφική επάρκεια όλου του λαού. Με άλλα λόγια, η παράμετρος που επιμελώς εξαφανίζεται στο φετιχοποιημένο αγροτικό προϊόν, η χρηστική του αξία, πρέπει να ορίσει τις βασικές κατευθύνσεις ενός κοινωνικοποιημένου σχεδιασμού, που θα επιχειρεί να τέμνει το συμφέρον του αγρότη-παραγωγού με του λαού-καταναλωτή, που θα βασίζεται στην συνεταιριστικοποίηση της παραγωγής και της συλλογικής αξιοποίησης των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας.
Για μια παραγωγή στα χέρια των παραγωγών
Η συγκυρία της κρίσης δημιουργεί οριακή κατάσταση στην ελληνική ύπαιθρο. Αφενός, τάσεις επιστροφής σε μια προσπάθεια ατομικού επιβιωτισμού, μέσω της αξιοποίησης παραδοσιακών μορφών αυτοπροστασίας (πυρηνική οικογένεια, ιδιοκατοίκηση, μικροκαλλιέργειες). Αφετέρου, δεν είναι λίγοι όσοι ωθούνται σε ξεπούλημα των μικροεκτάσεων τους για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις υπερχρέωσης των νοικοκυριών τους ή σε άλλες εξίσου σημαντικές ανάγκες, σπουδές των παιδιών τους κ.λπ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αγρότες, εξαιτίας της ακολουθούμενης αγροτικής πολιτικής, παράγουν συχνά χωρίς οικολογική και, κυρίως, χωρίς κοινωνική συνείδηση. Προσπαθώντας να επιβιώσουν στο ελεύθερο εμπόριο και ανταγωνισμό, καταφεύγουν συχνά στην υπερεκμετάλλευση των μεταναστών αγρεργατών, αδιαφορούν για την ίδια τους την παραγωγή ή περιμένουν από τις επιδοματικές ενισχύσεις φτάνοντας στο σημείο να θεωρούν λύτρωση την εγκατάλειψη παραδοσιακών καλλιεργειών και την αντικατάσταση τους από φωτοβολταϊκά. Οι συνεταιρισμοί, αντί να λειτουργούν σαν ενώσεις παραγωγών για τη διεκδίκηση των συμφερόντων των αγροτών, λειτουργούν σαν γραφειοκρατικοί μηχανισμοί διεκπεραίωσης εντύπων για τις επιδοτήσεις ή ως διαμεσολαβητές προς τους μεσάζοντες, ηγεμονευόμενοι από τους μεγαλοαγρότες και πλήρως ευθυγραμμιζόμενοι με τις επιταγές της ΚΑΠ.
Όμως, όλο και περισσότεροι αγρότες συνειδητοποιούν ότι το αντίτιμο των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων ή του ανοίγματος των αγορών είναι η αποδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής και η εισαγωγή φτηνών προϊόντων που πιέζουν σε υποτίμηση τα εγχώρια. Ξεδιπλώνονται κινητοποιήσεις των αγροτών που φέρουν ποιοτικό χνάρι ριζοσπαστικοποίησης και κοινωνικής αναφοράς των αιτημάτων τους. Αναδύονται αυθόρμητες πρακτικές αλληλεγγύης σε τρόφιμα, εναλλακτικές μορφές εμπορίου. Οι κινήσεις αυτές, αν και ακόμα ασυντόνιστες και μειοψηφικές, δείχνουν ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε διαφορετικά.
Γι’ αυτό και λέμε ότι υπάρχει άλλος δρόμος
Η ανασυγκρότηση του συνεταιριστικού κινήματος παράλληλα με διαμόρφωση εναλλακτικών δικτύων διανομής μπορεί να σημαίνει μείωση του κόστους παραγωγής, σπάσιμο των εμπορικών κυκλωμάτων, ταυτόχρονα καλύτερες τιμές για τον παραγωγό και φτηνότερα προϊόντα για τον καταναλωτή.
Η χώρα, λόγω κλίματος και ανάγλυφου, μπορεί να έχει πλούσια γκάμα καλλιεργητικών ζωνών και ευρύτατο φάσμα καλλιεργούμενων ειδών. Λάδι, φρούτα, οπωροκηπευτικά μπορούν να παράγονται σε ικανές ποσότητες και να είναι ποιοτικά. Μπορούμε να πετύχουμε καλές παραγωγές σιτηρών, καθώς και κτηνοτροφία καλής ποιότητας. Μπορούμε, ακόμα, να σπάσουμε ορισμένες εμπορικά προσανατολισμένες μονοκαλλιέργειες, όπως το βαμβάκι ή οι φράουλες, προς όφελος περισσότερο αναγκαίων προϊόντων. Μπορούμε να ενισχύσουμε τοπικές ποικιλίες από όσπρια και να αξιοποιήσουμε τις τεράστιες δυνατότητες της οινοποιίας. Έχουμε περιθώριο για εκ νέου γεωργική ανάπτυξη στις περιοχές της τουριστικής ερήμωσης. Μπορούμε να έχουμε μεγαλύτερο ποσοστό μετάβασης σε ποιοτικά, ασφαλή προϊόντα με καλλιεργητικές πρακτικές αρμονικές με το περιβάλλον.
Πριν σκεφτούμε τα πατενταρισμένα υβρίδια των μεγάλων πολυεθνικών, ας σκεφτούμε τις ποικιλίες που έφτιαχναν κάποτε τα ινστιτούτα σιτηρών στην Ελλάδα, πολυτέλεια περιττή στον καιρό του Μνημονίου, όπως και όλα τα ινστιτούτα αγροτικής έρευνας ή τις αναγκαίες τράπεζες σπόρων για τη διατήρηση τοπικών ποικιλιών. Πριν δούμε όλα τα λιπάσματα ως εισαγόμενα, ας θυμηθούμε ότι κάποιοι έκλεισαν τις βιομηχανίες λιπασμάτων. Όσο για το εμπάργκο στα τρακτέρ και τα γεωργικά μηχανήματα που διάφοροι λένε ότι θα έρθει εάν φύγομε από την ΕΕ, ας αναλογιστούμε ότι τα Zetor και τα Belarus που μέχρι και τις μέρες μας οργώνουν την ελληνική γη δεν είναι ούτε γερμανικά ούτε γιαπωνέζικα…
Και βέβαια, μπορούμε να στοχαστούμε και ένα διαφορετικό καταναλωτικό και διατροφικό πρότυπο: περιορισμός του έτοιμου φαγητού και των κακής ποιότητας σνακ με όλα τα προβλήματά τους (εισαγόμενα καλαμποκάλευρα, κακής ποιότητας εισαγόμενα έλαια, βιομηχανοποιημένα κρέατα), επιστροφή στην τοπικότητα και την εποχικότητα των τροφίμων (γιατί ντομάτα παντού και πάντα χωρίς θερμοκήπια γεμάτα χημικά δεν γίνεται), επανεκτίμηση του μαγειρεμένου φαγητού (σε μια κοινωνία που έχει πιο ανθρώπινους ρυθμούς), διατήρηση της γαστρονομικής και διατροφικής σοφίας της λαϊκής μαγειρικής, αξιοποίηση όλων των μορφών δημόσιας σίτισης (κυλικεία, σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ.) για την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής και για πραγματική διατροφική πολιτική, διαμόρφωση θεσμών σχεδιασμού της αγροτικής παραγωγής με βάση τις ανάγκες των καταναλωτών αλλά και την πρόοδο στην αγροτική έρευνα.
Εν ολίγοις, σε πείσμα της ιδεολογικής τρομοκρατίας, μάλλον μπορούμε να φάμε καλύτερα εκτός ευρώ.
 [1] Από την ταινία Όλα είναι δρόμος του Παντελή Βούλγαρη.
[2] Η αναθεώρηση της ΚΑΠ για το 2014 περιγράφει με ακόμα πιο αναλυτικό τρόπο τα βήματα για την πλήρη απαξίωση του μικρομεσαίου κλήρου, τα οποία όμως δεν μπορούν να παρουσιαστούν στο παρόν άρθρο λόγω περιορισμένου χώρου.
[3] Το 80% των επιδοτήσεων αποδίδεται στο 20% των παραγωγών.
[4] Με την πολλαπλή συμμόρφωση επιχειρείται να μεταφερθεί το κόστος της εξορθολογισμένης διαχείρισης της αγροτικής παραγωγής αποκλειστικά στους παραγωγούς, άσχετα αν έχουν ή όχι τη δυνατότητα να το αναλάβουν.
[5] Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι όλες οι νέες «δυναμικές» και δυνάμει προσοδοφόρες καλλιέργειες και εκτροφές που δοκιμάζονται στην Ελλάδα (καλλιέργεια ροδιού, στέβιας, σαλιγγαροτροφία) λειτουργούν κατά κανόνα με όρους αποκλειστικής διάθεσης, εκτινάσσοντας την εξάρτηση και το ρίσκο του παραγωγού από μεγάλες εταιρείες.


Κρίση και υγεία. Φαρμακευτική περίθαλψη μετά την έξοδο από το ευρώ

του Γρηγόρη Θ. Γεροτζιάφα  
01.02.12
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 29 . Φεβρουάριος 2012




Η στάση πληρωμών, η επιστροφή στη δραχμή και η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζονται από τους καθεστωτικούς μηχανισμούς προπαγάνδας ως οικονομικός και κοινωνικός Αρμαγεδδών, που μεταξύ άλλων θα έχει δραματικές επιπτώσεις στην υγεία του λαού, μιας και τα φάρμακα είναι μεταξύ των προϊόντων πρώτης ανάγκης που θα βρίσκονται σε έλλειψη στην «αλβανοποιημένη» χώρα μας.
Πριν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης μετά την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, ας δούμε συνοπτικά ποια είναι η υγειονομική κατάσταση της χώρας σήμερα, δύο χρόνια μετά την έναρξη των μνημονιακών «θεραπειών» και πώς προδιαγράφεται το μέλλον τής εντός ευρώ «διαχείρισης» της υγειονομικής κρίσης.
Η παρατεταμένη περίοδος υγειονομικού κινδύνου
H ραγδαία αύξηση της ανεργίας, η αύξηση των εργαζομένων που βρίσκονται σε καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας και η μείωση των εισοδημάτων της λαϊκής οικογένειας είναι μεταξύ των βασικών συνεπειών των μνημονίων που εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Η οικονομική κρίση θέτει σε καθεστώς «ευπρόσβλητης εργασίας» σχεδόν το 50% των μισθωτών εργαζομένων. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία, το 60% των Ευρωπαίων και το 80% των ελλήνων εργαζομένων θεωρεί ότι η οικονομική κρίση θα οδηγήσει σε επιδείνωση των συνθηκών ασφαλείας και υγείας στο χώρο εργασίας.
Η κατάσταση εργασιακής ανασφάλειας έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την ένταση φαινομένων κατάθλιψης αλλά και την εκδήλωση «οργανικών» νοσημάτων, όπως η αρτηριακή υπέρταση, οι καρδιοπάθειες και ο καρκίνος [1]. Όσον αφορά την Ελλάδα, η περισσότερο συζητημένη στη διεθνή βιβλιογραφία συνέπεια της κατάστασης αυτής είναι η σημαντική αύξηση των αυτοκτονιών (αύξηση 17% το 2011 σε σχέση με το 2009) και η ακόμα σημαντικότερη αύξηση των ανθρώπων που αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν (1,1% το 2009 και 1,5% στο 2011). Όπως είναι αναμενόμενο, οι απόπειρες αυτοκτονίας είναι περισσότερο συχνές σε ανθρώπους που έχουν υποστεί μεγάλη υποβάθμιση του εισοδήματός τους ή έχουν μείνει άνεργοι [2], [3]. Συγχρόνως, επιδεινώνονται οι δείκτες νοσηρότητας και θνητότητας που σχετίζονται με οργανικά νοσήματα, όπως ο καρκίνος και η αρτηριακή θρόμβωση [4], [5], θέμα το οποίο ελάχιστα έχει συζητηθεί μέχρι σήμερα.
Στη συνθήκη αυτή, η ζήτηση των υπηρεσιών υγείας αυξάνεται, με το κύριο βάρος να πέφτει στο δημόσιο και ασφαλιστικό σύστημα υγείας, όπως επιβεβαιώνεται από την αύξηση κατά 20% της χρήσης των υπηρεσιών των δημόσιων νοσοκομείων και τη μείωση κατά 15% της αντίστοιχης των ιδιωτικών (μέσος όρος σε εθνικό επίπεδο). Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν η οικονομική κατάσταση και η οργάνωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και των ασφαλιστικών φορέων μπορεί να καλύψει τις ανάγκες περίθαλψης. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά «όχι». Η χρόνια υποχρηματοδότηση, τα διαρθρωτικά προβλήματα και η διαφθορά του δημόσιου συστήματος υγείας, η περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης και η επίταση της υποστελέχωσής του που επιβάλλονται από τις πολιτικές του Μνημονίου, καθώς και οι σοβαρές ελλείψεις σε φάρμακα, αντιδραστήρια και υλικά (που προκύπτουν και ως αποτέλεσμα εκβιασμών που το τελευταίο διάστημα ασκούν οι πολυεθνικές εταιρείες και οι προμηθευτές) έχουν ως άμεση συνέπεια την πυροδότηση μείζονος υγειονομικής κρίσης στο ΕΣΥ, την οποία θα πληρώσει κυριολεκτικά με τη ζωή της η εργατική τάξη και τα μικρομεσαία λαϊκά στρώματα της πατρίδας μας.
Ανεξάρτητα από την πορεία και τη μορφή πτώχευσης της χώρας, ο κοινωνικός Αρμαγεδδών είναι εδώ και απειλεί την υγεία και τη ζωή των λαϊκών τάξεων. Η ίδια η πραγματικότητα αποδυναμώνει κάθε επιχείρημα ή προβληματισμό σχετικά με την πιθανή καταστροφή που θα φέρει η έξοδος της χώρας από το ευρώ και την ΕΕ. Η πάλη για την εγκατάλειψη του ευρώ, την έξοδο από την ΕΕ και την οικοδόμηση της Ελλάδας σε θεμέλια κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης γίνεται σήμερα καθήκον για την επιβίωση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Μύθοι και πραγματικότητες για το φάρμακο
Στη συνθήκη αυτή οι ευθύνες μας είναι τεράστιες. Δεν αφορούν μόνο τις πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις στην καθοδήγηση του αγώνα, αφορούν επίσης το συντονισμό των επιστημονικών προοδευτικών δυνάμεων της χώρας και του εξωτερικού, ώστε να αναχαιτιστεί η διάλυση του συστήματος περίθαλψης των εργαζομένων και να οικοδομηθεί ένα νέο, αποτελεσματικό σύστημα υγείας στην υπηρεσία των εργαζόμενων λαικών τάξεων.
H προμήθεια ιατροφαρμακευτικού υλικού είναι κομβικής σημασίας για την αποτελεσματική λειτουργία του ΕΣΥ και την περίθαλψη του λαού. Προκειμένου να σχεδιαστεί ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα κάλυψης των υγειονομικών αναγκών του λαού, πρέπει να ανατραπούν τρεις μύθοι σχετικά με το φάρμακο και τα υψηλής τεχνολογίας υλικά που χρειάζονται για την κάλυψη των υγειονομικών αναγκών του λαού.
1. Τα αποτελεσματικά και ασφαλή φάρμακα και υλικά βιοτεχνολογίας παράγονται και διακινούνται από πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες.
Αυτός ο μύθος αναπαράγεται από τις πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες και τους ντόπιους εκπροσώπους τους, προκειμένου να διατηρήσουν και να εκβιάσουν την πρωτοκαθεδρία τους στην αγορά (χρησιμοποιώντας, βεβαίως, και τους πάντα αποδοτικούς μηχανισμούς λαδώματος). Προέρχεται από τη δεκαετία του ’90 αλλά δεν ισχύει πια. Κατά την περίοδο 2010-2011 τελείωσε η ηγεμονία των πολυεθνικών φαρμακοβιομηχανιών στην αγορά του φαρμάκου, επειδή έληξε η προστασία της πατέντας για τα περισσότερα από τα φάρμακα-blockbusters που καταξιώθηκαν ως βασικά εργαλεία για τη θεραπεία πολλών νοσημάτων και χρησιμοποιούνται από μεγάλες ομάδες πληθυσμού (αντιθρομβωτικά, αντιλιπιδαιμικά, αντιβιοτικά, αντιυπερτασικά, αντιδιαβητικά, φάρμακα κατά του ιού του AIDS κ.λπ.) ή χρησιμοποιούνται σε νοσήματα όπως ο καρκίνος, η νεφρική ανεπάρκεια ή αυτοάνοσα νοσήματα [6].
Τα περισσότερα από τα φάρμακα αυτά παράγονται πλέον και ως γενόσημα. Τα γενόσημα (ή όμοια ή αντίγραφα φάρμακα) είναι σημαντικά φθηνότερα σε σύγκριση με τα πρωτότυπα [7]. Η παραγωγή γενόσημων φαρμάκων γίνεται σε χώρες της ΕΕ (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), σε χώρες τις Λατινικής Αμερικής, στη Ρωσία, την Κίνα, την Ινδία και τις ΗΠΑ, και η ποιότητά τους μπορεί να ελεγχθεί τόσο από τα κρατικά εργαστήρια πιστοποίησης όσο και από πανεπιστημιακά εργαστήρια φαρμακολογίας, κλινικής χημείας κ.λπ.
2. Οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες είναι πανίσχυρες και η ελληνική αγορά αντιπροσωπεύει ελάχιστο ποσοστό των παγκοσμίων πωλήσεων.
Άλλο ένα ψέμα που ευρέως διακινείται κυρίως από τους εκπροσώπους των πολυεθνικών φαρμακοβιομηχανιών στην Ελλάδα και λειτουργεί ως εργαλείο πίεσης και άσκησης εκβιαστικών και ανήθικων πολιτικών έναντι του ελληνικού λαού, όπως η υπερτιμολόγηση ή η απόσυρση αναγκαίων φαρμάκων από τα δημόσια νοσοκομεία με πρόφαση το χρέος. Ο μύθος αυτός συνδυάζεται συνήθως με την απειλή ότι τυχόν πίεση εκ μέρους του ελληνικού κράτους για μείωση των τιμών των πρωτότυπων φαρμάκων σε τιμές χαμηλότερες από τον μέσο όρο των τριών χωρών της ΕΕ με τις αντίστοιχες χαμηλότερες τιμές συνεπάγεται μείωση των θέσεων εργασίας.
Η πρόσφατη κρίση απέδειξε ότι η πολιτική των απολύσεων καμία σχέση δεν έχει με τις τιμές των φαρμάκων, αφού τον Μάιο του 2010 οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες στην Ελλάδα προχώρησαν σε απολύσεις της τάξης του 25%, χωρίς ακόμη να εφαρμοστεί καμία σημαντική αλλαγή της τιμής των φαρμάκων. Στην πραγματικότητα, οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες είναι «χάρτινες τίγρεις». Τα ηγετικά επιτελεία τους τρέμουν από την πτώση της αξίας των μετοχών που προκαλείται από τη διαρκή πτώση του ποσοστού κέρδους, η οποία ξεκίνησε μέσα στη δεκαετία του ’90 [8], [9].
Αυτό αποτυπώνεται στο ποσοστό αλλαγής των καθαρών κερδών το 2011 σε σχέση με το 2009 για τις εφτά μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες που βρίσκονται στον κατάλογο των 500 μεγαλύτερων επιχειρήσεων στον κόσμο [10]. Σε τέσσερις από τις εφτά, το ποσοστό κέρδους του 2011 σε σχέση με το 2009 έχει αρνητικό πρόσημο. Το πρόβλημα αυτό θα μετατραπεί σε πραγματική κρίση μετά το 2011, καθώς σχεδόν όλα τα φάρμακα χάνουν την προστασία της πατέντας, ενώ τα νέα φάρμακα που παράγονται είναι λίγα για να υποκαταστήσουν τις απώλειες, χωρίς να είναι πραγματικά καινοτόμα σε σύγκριση με αυτά που φιλοδοξούν να υποκαταστήσουν[11].
Ο δεύτερος παράγοντας που θα μειώνει την ισχύ των πολυεθνικών φαρμακοβιομηχανιών είναι η ελάττωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Άρα, για όλες τις πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα στην πραγματικότητα έχει ζωτική σημασία κάθε χάπι και κάθε ένεση που πουλιέται. Υπάρχουν, λοιπόν, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, προκειμένου οι θέσεις να αντιστραφούν, ώστε να προμηθεύεται ο ελληνικός λαός φθηνό πρωτότυπο φάρμακο όταν αυτό δεν υπάρχει σε γενόσημη μορφή.
3. Η παραγωγική δύναμη της Ελλάδας είναι ισχνή ως προς την παραγωγή φαρμάκων και προϊόντων βιοτεχνολογίας.
Σύμφωνα με την Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας, οι ελληνικές παραγωγικές μονάδες απασχολούν σήμερα περίπου 8.500 εργαζόμενους υψηλής κατάρτισης και το κύριο αντικείμενό τους είναι η παραγωγή γενόσημων φαρμάκων που δυνητικά καλύπτουν μεγάλο μέρος των θεραπευτικών αναγκών. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία σήμερα αντιπροσωπεύει επενδύσεις 700 εκατ. ευρώ και παράγει/διακινεί φάρμακα που εξάγονται σε 80 χώρες, με αξία εξαγωγών που ανέρχεται σε 555 εκατ. Ευρώ [12]. Εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι αληθινά και αφού επιβεβαιωθεί με ενδελεχή ανάλυση ποια φάρμακα, με τι ποιότητα και σε ποια ποσότητα ετησίως μπορεί να παράγει η υφιστάμενη υποδομή της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, θα έχουμε σαφή εικόνα για τη δυνατότητα επάρκειας ως προς τα αναγκαία για τη θεραπεία.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτουμε, στην Ελλάδα δεν παράγονται προϊόντα ιατρικής βιοτεχνολογίας, όπως ενδαγγειακοί ενδονάρθηκες (stent), μεμβράνες και συσκευές αιμοκάθαρσης και εξωσωματικής κυκλοφορίας, προθέσεις για αρθροπλαστικές επεμβάσεις, διαγνωστικά όργανα. Μια καταγραφή των διεθνών προμηθευτών τέτοιων υλικών, κυρίως από χώρες της Λατινικής Αμερικής, τη Ρωσία, την Κίνα και την Ινδία, είναι αναγκαία, προκειμένου να διερευνηθεί η δυνατότητα προμήθειας των υλικών αυτών σε χαμηλό κόστος και εξασφαλίζοντας τον ποιοτικό τους έλεγχο.
Πώς θα ξεπεραστεί η υγειονομική κρίση στη χώρα;
Η οικονομική κρίση έχει περάσει στη φάση διάλυσης του δημόσιου συστήματος περίθαλψης, ενώ ταυτόχρονα οι πολυεθνικές βιομηχανίες φαρμάκων και προϊόντων βιοτεχνολογίας κερδοσκοπούν στην υγεία και τη ζωή του λαού• οι έλληνες φαρμακοβιομήχανοι μεταφέρουν τα αφορολόγητα κέρδη τους στο εξωτερικό, τα κυκλώματα των μεγάλων και μικρομεσαίων γιατρών συνταγογραφούν με βάση τις σχέσεις με τις φαρμακευτικές εταιρείες και τη μίζα. Διέξοδος στην υγειονομική καταστροφή δεν υπάρχει όσο η χώρα είναι δεμένη στις αλυσίδες των μνημονίων και κυβερνιέται από τα ανδρείκελα της παρασιτικής ελληνικής αστικής τάξης.
Ωστόσο, διέξοδος στην υγειονομική κρίση δεν υπάρχει και λόγω της παραμονής της χώρας στο ευρώ και στην ΕΕ για τους εξής λόγους:
1.Η περικοπή των δημόσιων δαπανών για την υγεία είναι μεταξύ των βασικών προϋποθέσεων, προκειμένου να παραμείνει η χώρα στο ευρώ, είτε σε καθεστώς εσωτερικής υποτίμησης είτε σε καθεστώς ελεγχόμενης πτώχευσης.
2.Η χώρα είναι υποκείμενο άθλιων εκβιασμών από τους ντόπιους εκπροσώπους των πολυεθνικών και εθνικών φαρμακοβιομηχανιών, οι οποίοι, αφού έχουν ξεζουμίσει τους προϋπολογισμούς του ΕΣΥ και των ασφαλιστικών ταμείων, και έχουν λαδώσει τα διεφθαρμένα στελέχη του ΕΣΥ και της ιατρικής κοινότητας, στοχεύουν στην προνομιακή αφαίμαξη των εργαζομένων και των ασφαλιστικών ταμείων δια της ιδιωτικής περίθαλψης και της ελεύθερης αγοράς.
3.Λόγω των δεσμεύσεων της χώρας από τις συνθήκες της ΕΕ και εξαιτίας του ραγιαδισμού των κυβερνητικών στελεχών δεν είναι νοητό σήμερα ούτε να ακυρωθούν ως παράνομα και επαχθή τα χρέη προς τις πολυεθνικές ούτε να αντικατασταθούν πανάκριβα πρωτότυπα φάρμακα από φθηνότερα βιοϊσοδύναμα και γενόσημα φάρμακα.
4.Λόγω της ελεύθερης διακίνησης προϊόντων εντός της ΕΕ, γίνονται κερδοσκοπικά παιχνίδια των φαρμακαποθηκών που οδηγούν σε ελλείψεις πρωτότυπων και απαραίτητων φαρμάκων. Ένα από τα κλασικά παιχνίδια είναι η εξαγωγή από τις φαρμακαποθήκες των φαρμάκων που στην ελληνική αγορά έχουν χαμηλότερη τιμή σε σχέση με ορισμένες χώρες της ΕΕ. Το φαινόμενο αυτό έχει ενταθεί. Πρόσφατα, υπήρχε έλλειψη ασπιρίνης στην ελληνική αγορά!
5. Επίσης, λόγω των συνθηκών της ΕΕ, η εισαγωγή φαρμάκων και προϊόντων βιοτεχνολογίας από τρίτες χώρες διέπεται από περιοριστικούς όρους, οι οποίοι έχουν ως συνέπεια την αδυναμία αγοράς φθηνότερων και εξίσου αποτελεσματικών προϊόντων, που σήμερα κυκλοφορούν σε άλλες αγορές (π.χ. ΗΠΑ), ακόμη και στην περίπτωση που μια προοδευτική κυβέρνηση θα επιθυμούσε να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Η σύνθεση των στοιχείων που παρουσιάστηκαν στις προηγούμενες παραγράφους μάς οδηγεί στο συμπέρασμα πως είναι άμεση ανάγκη η επεξεργασία ενός συγκεκριμένου και ρεαλιστικού προγράμματος ανόρθωσης-λειτουργίας του ΕΣΥ και παραδειγματικής τιμωρίας των στελεχών των οργανωμένων κυκλωμάτων που πλουτίζουν από το φάρμακο και το εμπόριο των δημόσιων υπηρεσιών υγείας.
Η προμήθεια φθηνών και ποιοτικών φαρμάκων και βιοτεχνολογικών προϊόντων είναι βασικό μέρος του προγράμματος. Αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί:
1.Με την προμήθεια γενόσημων και βιολογικά ισοδύναμων φαρμάκων από την ελληνική φαρμακοβιομηχανία και τη διεθνή αγορά.
2.Με την οργάνωση του δημόσιου δικτύου ποιοτικού ελέγχου των προϊόντων αυτών, μέσω της χρήσης των κρατικών εργαστηρίων πιστοποίησης, των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και κλινικών και της διεθνούς εμπειρίας.
3.Με την πίεση στις πολυεθνικές εταιρείες φαρμάκων και βιοτεχνολογικών υλικών για την αγορά σε χαμηλή τιμή των πρωτότυπων προϊόντων που δεν υπάρχουν σε γενόσημη μορφή.
4.Με την αναδιοργάνωση/κρατικοποίηση της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, ώστε η υπάρχουσα παραγωγή να καλύπτει κατά προτεραιότητα τις εσωτερικές ανάγκες.
Στις σημερινές συνθήκες, που τα προβλήματα γίνονται ζωτικής σημασίας, οι λύσεις φαίνονται απλές, αλλά απαιτούν σχέδιο και αποφασιστικότητα. Η ευθύνη της Αριστεράς και των ριζοσπαστικών δυνάμεων του λαϊκού κινήματος είναι τεράστια και αφορά τη διάσωση του εργαζόμενου λαού. Στην Ελλάδα του 2012 οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι, οι μικρομεσαίοι και οι αγρότες θα εξεγερθούν γιατί δεν θα έχουν να χάσουν τίποτα, ενώ το πρώτο που θα κερδίσουν θα είναι η ίδια τους η ζωή.
[1] Ferrie JE, Shipley MJ, Stansfeld SA, Marmot MG, Effects of chronic job insecurity and change in job security on self reported health, minor psychiatric morbidity, physiological measures, and health related behaviours in British civil servants: the Whitehall II study, J Epidemiol Community Health, 2002;56: 450-4
[2] Economou M, Madianos M, Theleritis C, Peppou LE, Stefanis CN, Increased suicidality amid economic crisis in Greece, Lancet, 2011;378:1459
[3] Stuckler D, Basu S, Suhrcke M, Coutts A, McKee M. Effects of the 2008 recession on health: a first look at European data. Lancet. 2011;378:124-5
[4] Martin-Moreno JM, Alfonso-Sanchez JL, Harris M, Lopez-Valcarcel BG, The effects of the financial crisis on primary prevention of cancer, Eur J Cancer, 2010;46:2525-33
[5] Conway DI, McKinney PA, McMahon AD, Ahrens W, Schmeisser N, Benhamou S, Bouchardy C, Macfarlane GJ, Macfarlane TV, Lagiou P, Minaki P, Bencko V, Holcatova I, Merletti F, Richiardi L, Kjaerheim K, Agudo A, Castellsague X, Talamini R, Barzan L, Canova C, Simonato L, Lowry RJ, Znaor A, Healy CM, McCartan BE, Marron M, Hashibe M, Brennan P, Socioeconomic factors associated with risk of upper aerodigestive tract cancer in Europe, Eur J Cancer. 2010;46:588-98
[6] Cures for an Industry Crisis: Big Pharma Scrambles to Find New Ways to Develop Drugs Faster February 2010, http://knowledge.wharton.upenn.edu/article.cfm?articleid=2709
[7] http://archive.globes.co.il/searchgl/The%20global%20economic%20crisis%20is%20accelerating%20the%20transfer_s_hd_2L34nDJ4qCLmnC30mD3SqE3SnBcXqRMm0.html
[8] Angel M., The truth about the drug companies, Random house N. York, 2004; p: 10-13
[9] The Fortune 500’, Fortune, April 2002, F26
[10] http://money.cnn.com/magazines/fortune/global500/2011/full_list/401_500.html
[11] http://www.scientificamerican.com/blog/post.cfm?id=financial-crisis-how-will-it-affect-2008-10-27
[12] http://www.zougla.gr/page.ashx?pid=2&;cid=4&aid=392990


Οι διεθνείς σχέσεις την εποχή των τεράτων
των Νίκου Βασιλόπουλου και Γιώργου Λεπενιώτη  
01.02.12
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 29 / Φεβρουάριος 2012


 
Μιλώντας για διεθνείς σχέσεις σε μια μεταβατική και απρόβλεπτη εποχή, το μυαλό πάει στο δίπολο «ειρήνη – πόλεμος». Η αλήθεια είναι πιο σύνθετη και απρόβλεπτη. Οι διεθνείς σχέσεις, όπως και οι κοινωνίες, εξελίσσονται πάντα μέσα από τις αντιφάσεις τους. Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και του «διπολικού κόσμου», οι διεθνείς σχέσεις διαμορφώνονται σε ένα αντιφατικό πλαίσιο ανταγωνισμού και ταυτόχρονα συνεργασίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό εξηγεί τις συνεχώς εντεινόμενες ανοιχτές επεμβάσεις και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για το μοίρασμα των αγορών, που οδήγησαν σε νέες σχέσεις ιεραρχίας και ηγεμονίας, αλλά και σε νέες εστίες έντασης και πολέμου.
Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συχνά αντιμετωπίστηκε ως πρόοδος. Υπήρχε η πεποίθηση πως θα δημιουργούσε δεσμούς αλληλεγγύης ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης. Οι αστοί ιδεαλιστές διεθνολόγοι ήλπιζαν πως η θέση του Καντ για την «αιώνια ειρήνη» θα υλοποιούνταν και θα ήταν το νέο modus videndi στην Ευρώπη.
Ποια ΕΕ;
Όμως, παρά τις υποσχέσεις, το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων λαών στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης δέχτηκε τρομερά πλήγματα σε τομείς όπως η κοινωνική πρόνοια και τα πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα. Σε επίπεδο διεθνών σχέσεων τα ηγεμονικά, ιμπεριαλιστικά κράτη της ΕΕ, δηλαδή τα κράτη που απαρτίζουν το Ευρωπαϊκό διευθυντήριο, εξυπηρετούσαν σε επίπεδο γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, ακόμα και με συμμετοχή σε πολέμους όπως στο Ιράκ, τη Γιουγκοσλαβία, τη Λιβύη, ενώ παράλληλα ήταν ξεκάθαρο ότι οι σχέσεις μεταξύ των κρατών της ΕΕ ήταν σχέσεις εξουσίας και όχι ισοτιμίας.
Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης βγήκαν στην επιφάνεια οι εγγενείς αδυναμίες της ανισόμετρης ανάπτυξης της ΟΝΕ, αλλά και το πόσο αρνητική ήταν για τους ευρωπαϊκούς λαούς η αρχιτεκτονική της ΕΕ και του ευρώ. Σήμερα, η πολιτική που ακολουθούν οι ηγεμονικές μερίδες της ΕΕ, με πρωτοπόρα τη Γερμανία, δείχνουν πως κυρίαρχη στρατηγική είναι η μετακύληση της κρίσης στους εργαζομένους, η αύξηση της λιτότητας, η ένταση της εκμετάλλευσης και της αναδιάρθρωσης, η αναβάθμιση του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της ΕΕ.
Σε αυτές τις προκλήσεις μεγάλη μερίδα διεθνολόγων και πολιτικών επιστημόνων απαντά ότι το ξεπέρασμα αυτής κρίσης σε όλα τα επίπεδα απαιτεί τη συγκρότηση Ευρωπαϊκών πολιτικών θεσμών εξουσίας στην προοπτική της προοδευτικής διακυβέρνησης. Από την άλλη, όμως, η Αριστερά πρέπει να θέσει το ερώτημα εάν υπάρχει μέλλον στην ΕΕ-ΟΝΕ για τους λαούς της Ευρώπης. Πολλώ δε μάλλον, όταν τίθεται με όρους επιβίωσης. Έτσι και η στρατηγική της Αριστεράς τέμνεται από αυτό το κομβικό ερώτημα.
Υπάρχει μέλλον;
Για δεκαετίες, το αίτημα για έξοδο από την ΕΕ-ΟΝΕ που διατυπωνόταν από τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια της Αριστεράς φαινόταν για αρκετούς από αξιακή τοποθέτηση έως και θέση ανευθυνότητας και μη προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Το δεδομένο είναι πως η παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ-ΟΝΕ θα χειροτερεύσει τη ζωή των εργαζομένων. Το αν υπάρχει ή όχι μέλλον μετά την ΕΕ πρέπει να απαντηθεί με όρους ρεαλιστικούς και όχι παραπομπής σε ένα αφηρημένο μέλλον «λαϊκής εξουσίας», γιατί η κυρίαρχη προπαγάνδα βομβαρδίζει το λαό με επιχειρήματα πως τυχόν έξοδός μας από την ΕΕ θα μας αδυνατίσει οικονομικά, πολιτικά, στρατηγικά.
Βέβαια, είναι απορίας άξιο πόσο δυνατός οικονομικά θα βγει ο ελληνικός λαός με την εφαρμογή του σχεδίου της Τρόικας, άρα και της ΕΕ, για τις ΕΟΖ (Ειδικές Οικονομικές Ζώνες) που θα μετατρέψει τον ήδη διαλυμένο παραγωγικό ιστό της χώρας σε πραγματική έρημο. Ακόμα και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων θα μιλάμε για κάτι πρωτότυπο, αφού τα Ευρωπαϊκά μονοπώλια και κράτη με τις ΕΟΖ θα επενδύουν στα φιλέτα όποιας κρατικής οντότητας θέλουν και θα αφήνουν την υπόλοιπη επικράτεια έκθετη. Παράλληλα, τα σχέδια για ΝΑΤΟποίηση του Αιγαίου και για εκμετάλλευση της γεωπολιτικής του θέσης και του φυσικού του πλούτου μπαίνουν σε πορεία εφαρμογής. Φαίνεται τελικά πως η «ισχυρή Ελλάδα» της ευρωπαϊκής πορείας γίνεται ακόμα περισσότερο ηγεμονευόμενη και υποτελής στα συμφέροντα της ΕΕ. Τα αιτήματα, λοιπόν, για έξοδο από ΕΕ-ΟΝΕ και εθνική ανεξαρτησία είναι τα αναγκαία βήματα για να μπει φραγμός στα σχέδια του διεθνούς κεφαλαίου για την Ελλάδα και για να τεθούν τα θεμέλια για την πορεία σοσιαλιστικού κοινωνικού μετασχηματισμού.
Για ποιες διεθνείς σχέσεις μιλάμε;
Η έξοδος από την ΕΕ-ΟΝΕ, για μια χώρα που η αστική της τάξη θεωρεί την ένταξη σε αυτή αδιαπραγμάτευτη, προϋποθέτει σημαντικές πολιτικές ανακατατάξεις υπέρ του λαού και των πολιτικών δυνάμεων που πραγματικά εκπροσωπούν τα συμφέροντα του. Η κατάκτηση της εξουσίας από ένα μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ρήξης και ανατροπής με τον καπιταλισμό πρέπει, πέρα από τον αγώνα που έχει να δώσει στο εσωτερικό, να έχει προετοιμαστεί και για τον αγώνα που θα δώσει στο διεθνές πεδίο. Έχει αξία να θυμηθούμε τον Τρότσκι εδώ: «Η εξωτερική πολιτική είναι παντού και πάντοτε η συνέχεια της εσωτερικής πολιτικής, γιατί κατευθύνεται από την ίδια κυρίαρχη τάξη και επιδιώκει τους ίδιους ιστορικούς σκοπούς».
Η εφαρμογή ενός μεταβατικού προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση κρίνεται περισσότερο από αναγκαίος, ώστε ο λαός να αντικρούσει τα επιχειρήματα των ιμπεριαλιστών πως τυχόν έξοδος από ΕΕ-ΟΝΕ ισοδυναμεί με τη μετατροπή της χώρας σε Βόρεια Κορέα ή Αλβανία, αλλά, το κυριότερο, ώστε να πιστέψει και να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις, να επιβιώσει ζώντας με κοινωνική αξιοπρέπεια. Ανοίγει, έτσι, ζήτημα πώς οι πολιτικές δυνάμεις που θα κληθούν να θέσουν σε εφαρμογή αυτό το μεταβατικό πρόγραμμα πρέπει να αναμετρηθούν και με τους άξονες με τους οποίους θα πορευτεί ο λαός και στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων.
Η πραγματική άμυνα
Για εμάς ζήτημα ασφάλειας και εθνικής άμυνας δεν μπαίνει με τους όρους που το θέτει η αστική τάξη και το κράτος της, ως αυταρχική θωράκιση για την προστασία της. Είναι ρεαλιστικό ερώτημα που επίμονα ζητά απάντηση, μακριά από αερολογίες και παραμόρφωση του προλεταριακού διεθνισμού σε αστικό κοσμοπολιτισμό. Το ερώτημα είναι πώς θα προστατευτεί ο αγώνας του λαού από τον ιμπεριαλισμό, αλλά και πώς αυτός ο αγώνας θα αποτελέσει φάρο στον δίκαιο αγώνα όλων των αγωνιζόμενων λαών του κόσμου.
Το πρώτο ζήτημα που μπαίνει είναι η άμεση έξοδος από το ΝΑΤΟ, η απεμπλοκή από τις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες και η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη στρατηγική για τους ιμπεριαλιστές βάση της Σούδας. Επίσης, τίθεται πολύ επιτακτικά η οργάνωση της λαϊκής άμυνας με σκοπό την προστασία της ελληνικής επικράτειας, ώστε να αποφευχθεί κάθε προσπάθεια αλλαγής των συνόρων από μεριάς ιμπεριαλιστών. Στο εσωτερικό της χώρας τίθενται τα ερωτήματα για το πώς πραγματικά, στο όνομα της εθνικής άμυνας, δεν θα εμπλακούμε σε ένα φαύλο κύκλο στρατιωτικοποίησης και πολεμικών εξοπλισμών. Θέση μας είναι ότι άμυνα μιας κοινωνίας είναι ο λαός και τα κινήματά της.
Όμως, η ατζέντα της γεωπολιτικής είναι πιο πλούσια και με περισσότερους κινδύνους. Πρέπει να γίνουν αποφασιστικά βήματα για την αποΝΑΤΟποίηση του Αιγαίου με σκοπό να επιλυθούν μια σειρά κρίσιμα «εθνικά» ζητήματα, όπως είναι η ανάγκη για καθορισμό των ελληνικών αποκλειστικών οικονομικών ζωνών (ΑΟΖ), της υφαλοκρηπίδας και της αιγιαλίτιδας ζώνης σε σχέση με την Τουρκία και την Κύπρο, ώστε ο λαός να είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί προς όφελός του τον ορυκτό πλούτο της περιοχής και να καταστεί ενεργειακά ανεξάρτητος. Σε αυτό οφείλουμε να αναζητήσουμε με τόλμη μια πολιτική που δεν θα είναι τυχοδιωκτική και πατριδοκάπηλη, αλλά θα κινείται σε ένα επίπεδο πραγματικά έντιμων συμβιβασμών για τη διασφάλιση της ειρήνης στην περιοχή.
Εμπόριο – ενεργειακές ροές
Η έξοδος από την ΕΕ-ΟΝΕ θα μας βγάλει από τη ζώνη ελεύθερης διακίνησης προϊόντων και θα δημιουργήσει έλλειψη σε αγαθά και πρώτες ύλες. Είναι σημαντικό να κατακτήσουμε μια παραγωγή προς σοσιαλιστική κατεύθυνση και να απαντήσουμε στην τρομοκρατία του εμπάργκο, να χρησιμοποιήσουμε δημιουργικά τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, αλλά και να δούμε πώς εκεί που υστερούμε μπορούμε έχουμε διεθνείς συναλλαγές για να καλύψουμε τις ανάγκες μας.
Καταρχάς, η απαλλαγή από τους καταναγκασμούς της ΕΕ θα επιτρέψει καλύτερες διακρατικές συμφωνίες, ακόμα και με κράτη που είναι σαφώς αντίθετα σε στρατηγικό επίπεδο. Η σωστή ανάγνωση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων θα δώσει ευκαιρίες για ισότιμες και επωφελείς συναλλαγές. Η ανάγκη για εξαγωγή προϊόντων με τέτοιους όρους μπορεί να αποκομίσει πολλά οφέλη για τον ελληνικό λαό ώστε να μειωθεί και το βάρος των εισαγωγών. Μπορούμε να ξαναβάλουμε στο τραπέζι και συναλλαγές που δεν θα έχουν εμπορευματικά χαρακτηριστικά (συμφωνίες κλήρινγκ-ανταλλαγής προϊόντων) εκτός από λύση ανάγκης και ως πιο συνολική πολιτική συναλλαγών με βάση αμοιβαίες ανάγκες και όχι αμοιβαίο κέρδος.
Πάνω από όλα: όσο θα αποτελούμε ένα παράδειγμα μετασχηματισμού, τόσο πιο πιθανό είναι αυτό να αποτελέσει παράδειγμα για διαδικασίες μετασχηματισμού και σε άλλες χώρες και αυτό να διευρύνει το φάσμα των χωρών που θα θέλουν ένα διαφορετικό κόσμο και δυνατότητες διεθνών σχέσεων με βάση τη συνεργασία, την αλληλεγγύη και την ισοτιμία.
Διπλωματία και νέος διεθνισμός
Είναι απολύτως σίγουρο ότι αν η Ελλάδα βρεθεί σε μια νέα κατάσταση, πολιτική και οικονομική, θα έρθει αντιμέτωπη και με πρωτότυπες καταστάσεις για τη στρατηγική της και στο επίπεδο της διπλωματίας. Καμία συμμαχία και συμφωνία σε επίπεδο διεθνών σχέσεων δεν μπορεί και δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη πέρα από την αλληλεγγύη σε άλλες μαχόμενες τον ιμπεριαλισμό χώρες και λαούς. Μόνη δικλείδα ασφαλείας για την πορεία της Ελλάδας σε περίπτωση εξόδου από ΕΕ-ΟΝΕ είναι ότι και για την εξωτερική πολιτική της χώρας θα πρέπει να διαδραματίζει κομβικό ρόλο με την παρέμβασή του ο λαός, χωρίς ανάθεση σε μια κάστα «ειδικών». Έτσι, πρέπει σε όλα τα επίπεδα να επανεξεταστούν οι διμερείς σχέσεις της Ελλάδας (π.χ. ρήξη σχέσεων με Ισραήλ), η συμμετοχή της Ελλάδας σε διεθνείς οργανισμούς, ενώ επιβάλλεται να στηριχτούν οι αντιστάσεις στον ιμπεριαλισμό από όπου προέρχονται.
Από όλα τα παραπάνω στοιχεία έγινε σαφές ότι το ερώτημα για τις διεθνείς σχέσεις στη μεταΕΕ εποχή δεν απαντιέται μόνο με την οργάνωση ενός μεταβατικού προγράμματος στον τομέα των διεθνών σχέσεων. Χρειάζεται και ένα νέο διεθνισμό, βασισμένο όχι στην πείρα της ΚΟΜΕΚΟΝ ή του πανίσχυρου πάλαι ποτέ σοβιετικού κέντρου, αλλά στην πείρα των λαών που στέκονται αλληλέγγυοι στον αγώνα απέναντι στους δυνάστες τους. Πρέπει να αντιμετωπιστεί το ζήτημα με τόλμη και αισιοδοξία, γνωρίζοντας πως αν σπάσουμε τον «αδύναμο κρίκο» της ευρωζώνης δεν θα είμαστε μόνοι μας!

Να ξαναθέσουμε επιτέλους το ζήτημα της σοσιαλιστικής αλλαγής της χώρας

Συνέντευξη με τον Κώστα Λαπαβίτσα  
01.02.12
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 29 / Φεβρουάριος 2012

Ε.Γ.: Πώς εκτιμάς την τωρινή κατάσταση στην ευρωζώνη; Υπάρχει στρατηγική εξόδου από τη μεριά των ηγεμονικών σχηματισμών της ΕΕ; Οι αποφάσεις για την «Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση» τι θα σημαίνουν, ιδίως για τους περιφερειακούς σχηματισμούς;
Κ.Λ.: Στρατηγική με την έννοια μιας συντεταγμένης λύσης που θα περιλαμβάνει ευρωομόλογα και γενικευμένη παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν υπάρχει. Συγκροτημένη αντίδραση από πλευράς κυρίαρχων χωρών όμως υπάρχει, και είναι λάθος να νομίζουμε ότι η γερμανική άρχουσα τάξη δεν ξέρει τι κάνει. Η στρατηγική είναι να μην υποστούν το κόστος της κρίσης, να το μεταφέρουν μέσω της λιτότητας στους εργαζομένους των χωρών της περιφέρειας και να επιφέρουν τέτοιες θεσμικές αλλαγές στο σύστημα της ευρωζώνης που να ενισχύουν την ηγεμονία του γερμανικού σχηματισμού.
Δεν υπάρχει, βέβαια, καμία εγγύηση ότι θα πετύχει αυτή η στρατηγική. Είναι πιθανότερο να έχουμε ρήξη στην ευρωζώνη, όχι απαραίτητα ολική κατάρρευση, όμως σίγουρα αλλαγή της μορφής, της σύνθεσης και του τρόπου λειτουργίας της. Οι αντιφάσεις της νομισματικής ένωσης είναι πολύ μεγάλες, ιδίως οι ανισορροπίες στην ανταγωνιστικότητα, τα πλεονάσματα και τα ελλείμματα. Αυτά δεν λύνονται με την επιβολή δημοσιονομικής πειθαρχίας και η λιτότητα κάνει τα πράγματα πολύ δύσκολα.
Στις συνόδους κορυφής της ΕΕ τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο, παρά τις μεγάλες κουβέντες για οριστική λύση, δεν αποφασίστηκε τίποτα καινούριο. Στην τελευταία σύνοδο παρουσιάστηκε ένα συνονθύλευμα ιδεών που κυκλοφορούν από καιρό στους διαδρόμους των Βρυξελλών. Ήταν η αναδιατύπωση της αποφασιστικότητας των Γερμανών να μη δεχτούν κανένα δημοσιονομικό κόστος και να μεταφέρουν όλη την πίεση στην περιφέρεια και στους εργαζομένους της Ευρώπης. Υπήρχε μάλιστα και στοιχείο φαιδρότητας, γιατί αποφάσισαν να διαθέσουν χρήματα όχι ευθέως, αλλά δανείζοντας στο ΔΝΤ, χωρίς μάλιστα να είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτά τα 200 δισ. θα φτάσουν στο ΔΝΤ, καθώς οι Βρετανοί δεν δίνουν το δικό τους μερίδιο.
Ε.Γ.: Σε ποια κατεύθυνση θεωρείς ότι θα είναι η αλλαγή της ευρωζώνης;
Κ.Λ.: Δεν νομίζω ότι σε πρώτη φάση θα θελήσει το κέντρο να διώξει χώρες της περιφέρειας. Οι χώρες του κέντρου θα δώσουν περιθώριο στις χώρες της περιφέρειας για να επιβάλουν τις αλλαγές που θα μεταφέρουν το κόστος στους εργαζομένους. Δεν πρόκειται η Γερμανία να διώξει την Ελλάδα ή την Πορτογαλία, διότι ο κίνδυνος για το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης παραμένει μεγάλος. Είναι πιο πιθανό μια χώρα της περιφέρειας, μάλλον η Ελλάδα, να κάνει το βήμα της εξόδου μόνη της, γιατί δεν θα αντέχουν άλλο τα λαϊκά στρώματα και θα υπάρχει κοινωνική αναταραχή. Όταν γίνει αυτό το βήμα, θα συμβούν και γενικότερες αλλαγές, πιθανώς γρήγορες. Το εάν θα σταματήσει η διαδικασία αλλαγής με την έξοδο τριών ή τεσσάρων χωρών δεν το ξέρει κανείς, μπορεί να οδηγηθούμε και σε πλήρη κατάρρευση.
Ε.Γ.: To PSI έχει γίνει εθνικός στόχος! Θεωρείς ότι θα ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία ή θα οδηγηθούμε σε αναγκαστική στάση πληρωμών στο χρέος;
Κ.Λ.: Να τονίσω καταρχάς ότι υπάρχει συσκότιση στη διαδικασία και εδώ φαίνεται η σημασία της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου. Θα έπρεπε οι διαπραγματεύσεις να γίνονται ανοιχτά, να ξέρουμε πώς τοποθετούνται οι κυβερνήσεις και οι ομολογιούχοι, να έχουν λόγο τα λαϊκά στρώματα. Από τις πληροφορίες που έχουμε, φαίνεται ότι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για το PSI δεν είναι ο ξένος δανειστής, αλλά ο εγχώριος. Οι ελληνικές τράπεζες θέλουν να αποφύγουν το ουσιαστικό κούρεμα, γιατί τότε θα τεθούν υπό δημόσια ιδιοκτησία. Και με το εθελοντικό κούρεμα πάλι θα υπάρξει ο κίνδυνος, έστω έμμεσος. Εξαρτάται από το πώς η Ελλάδα θα λάβει τα 30 δισ. του νέου πακέτου που προορίζονται για τις τράπεζες. Αλλά, όσο μικρότερο είναι το κούρεμα τόσο περισσότερο προστατεύεται η ατομική ιδιοκτησία επί των ελληνικών τραπεζών.
Οι ξένες τράπεζες είναι λιγότερο αρνητικές από τις ελληνικές, γιατί έχουν δεχτεί πιέσεις από τις κυβερνήσεις τους και ίσως υποσχέσεις για αναπλήρωση του κεφαλαίου τους. Υπάρχει, όμως, και μεγάλο μέρος του χρέους που κατέχεται από ταμεία, συμπεριλαμβανομένων και ελληνικών. Τα ξένα ταμεία μάλλον δεν θα αποδεχτούν μεγάλο εθελοντικό κούρεμα, κάτι που φάνηκε όταν το ισπανικό ταμείο Vega αποχώρησε, λέγοντας ότι διαφωνεί. Άρα λοιπόν, εάν το εθελοντικό κούρεμα ισχύσει μόνο για τον ιδιωτικό δανειστή, δηλαδή τις τράπεζες και τα ταμεία, είναι άκρως απίθανο να υπάρξει απομείωση κατά 50%. Σε εθελοντική βάση η μείωση δεν θα είναι της τάξης των 100 δισ., αλλά σαφώς μικρότερη.
Επιπλέον, τα νέα ομόλογα μάλλον θα υπόκεινται στο βρετανικό δίκαιο κι έτσι η Ελλάδα, όταν προκύψει ξανά προοπτική αθέτησης πληρωμών, θα βρεθεί σε πιο δύσκολη θέση. Τέλος, ακόμη και εάν το PSI προχωρήσει με τους ευνοϊκότερους όρους για τους σχεδιαστές του, οι υπολογισμοί του ΔΝΤ δείχνουν ότι το χρέος θα είναι περίπου 120% του ΑΕΠ το 2020. Η Ελλάδα θα παραμείνει φορτωμένη με ένα χρέος που δεν θα μπορεί να σηκώσει.
Το προβλήματα αυτά είναι απόρροια της αθέτησης πληρωμών με πρωτοβουλία του δανειστή. Προσφορότερος τρόπος για την Ελλάδα είναι η επιθετική αθέτηση του χρέους, με παύση πληρωμών και επιβολή όρων στους δανειστές. Μόνο έτσι θα υπάρξει ουσιαστική ελάφρυνση με δημοκρατικό και κυρίαρχο τρόπο. Όμως, οι έλληνες κυβερνώντες δεν θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με τις ηγέτιδες χώρες της ευρωζώνης, γιατί θα τους φέρει στα πρόθυρα της εξόδου από τη νομισματική ένωση.
Ε.Γ.: Έχουμε ιδεολογική διαρκή προπαγάνδα, π.χ. με τις δηλώσεις Προβόπουλου, ότι η Ελλάδα θα καταστραφεί εάν φύγουμε από το ευρώ. Τι έχεις να απαντήσεις;
Κ.Λ.: Μίλησε και ο διοικητής της Εθνικής, κ. Ράπανος, που μας απειλεί ότι θα πάμε 30 χρόνια πίσω, ενώ ο κ. Προβόπουλος 60. Αυτό που δεν μας λένε είναι πόσα χρόνια πηγαίνουμε όντως πίσω με αυτά που γίνονται τώρα. Στα ΜΜΕ έχει επικρατήσει δραχμοτρομοκρατία, για να φοβηθεί ο κόσμος και να περάσει η κυβέρνηση τα νέα μέτρα. Ο άμεσος λόγος είναι ότι έρχεται ξανά η Τρόικα και το έλλειμμα είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο λογάριαζαν. Αλλά έστω κι έτσι, επιτέλους το δίλημμα της χώρας τίθεται με πραγματικούς όρους, δηλαδή αποδοχή και άλλων μνημονιακών μέτρων ή έξοδος από την ΟΝΕ. Για πολύ καιρό όλοι, ακόμη και η Αριστερά, αρνούνταν ότι το ευρώ είναι βασικό μέρος του προβλήματος.
Η άλυτη αντίφαση που αντιμετωπίζουν οι κυβερνώντες είναι ότι τα μέτρα που παίρνονται για να μείνουμε στο ευρώ κάνουν τα πράγματα όλο και πιο δύσκολα. Ο λόγος είναι ότι δημιουργούν τραγικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που δεν δίνουν κανένα περιθώριο ελπίδας για το μέλλον. Όσο εξαναγκάζεται ο ελληνικός λαός σε τεράστιες θυσίες και καταβαράθρωση του βιοτικού του επιπέδου χωρίς αντίκρισμα, τόσο πιθανότερη γίνεται η αποχώρηση από την ευρωζώνη.
Η έξοδος από το ευρώ δεν είναι απλώς επιλογή κάποιων οικονομολόγων, πολιτικών ή και οργανωμένων συμφερόντων. Απεναντίας, είναι στη λογική των πραγμάτων. Το πραγματικό ζητούμενο είναι να γίνει με όρους που θα είναι υπέρ των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Εάν η έξοδος γίνει από την παρούσα κυβέρνηση με την καθοδήγηση της αστικής τάξης, δεν θα είναι υπέρ των εργαζομένων. Εάν την κάνει ένα άλλο πολιτικό σχήμα, που θα εκφράζει τα εργατικά και λαϊκά στρώματα, τότε μπορούμε να ελπίζουμε σε καλύτερες μέρες.
Ε.Γ.: Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ποιοι θα είναι οι κίνδυνοι;
Κ.Λ.: Η πρώτη περίοδος της εξόδου θα είναι πολύ δύσκολη, θα είναι καταιγίδα. Εάν, όμως, η έξοδος γίνει συντεταγμένα και με όρους που θα θέσει το λαϊκό κίνημα, τότε το κόστος μπορεί να ελαττωθεί, να κατανεμηθεί δίκαια και να οδηγήσει σε βαθιά κοινωνική αλλαγή. Θα υπάρξουν τρία κυρίως πεδία κρίσης που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Το πρώτο είναι το τραπεζικό. Θα πρέπει να αποφευχθεί η κατάρρευση των τραπεζών, γιατί θα έχει πολύ αρνητικά αποτελέσματα στην απασχόληση και τη διαβίωση. Απαιτείται άμεση εθνικοποίηση, να τεθούν υπό δημόσιο έλεγχο και να υπάρξει εγγύηση των καταθέσεων. Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι ο κύριος κίνδυνος για τις τράπεζες προέρχεται από το ουσιαστικό κούρεμα του χρέους και όχι από την αλλαγή του νομίσματος. Η επιστροφή στη δραχμή θα δημιουργήσει μεν νέα προβλήματα, γιατί οι τράπεζες θα συνεχίσουν να έχουν ορισμένα δάνεια σε ευρώ, θα λύσει όμως άλλα, γιατί η χώρα θα έχει ξανά έλεγχο της νομισματικής πολιτικής και θα μπορεί μόνη της να στηρίξει τις τράπεζες.
Το δεύτερο είναι το νομισματικό. Η αλλαγή θα πρέπει να γίνει ξαφνικά και γρήγορα για να αποφευχθεί ο πανικός που θα οδηγήσει τις τράπεζες σε κατάρρευση. Οι καταθέσεις και τα δάνεια που έχουν συνάψει οι πολίτες και οι επιχειρήσεις υπό την ελληνική νομοθεσία θα μετατραπούν σε δραχμές με νομοθετικό διάταγμα. Οι τράπεζες θα μπορέσουν να κινηθούν σε δραχμές με ηλεκτρονική μορφή σχετικά γρήγορα, ανάλογα με την προσαρμογή του λογισμικού των συστημάτων τους. Παράλληλα, θα πρέπει να γίνει εθνικοποίηση και ανασύνταξη της Κεντρικής Τράπεζας, που σήμερα είναι υποκατάστημα της Ευρωπαϊκής, για να στηρίξει τις ελληνικές τράπεζες με ρευστότητα σε δραχμές.
Φυσικά, θα υπάρξει έλλειψη χαρτονομισμάτων. Για ένα σύντομο πρώτο διάστημα θα κυκλοφορούν και ευρώ, αν και οι κάτοχοι θα διστάζουν να τα βάλουν σε κυκλοφορία. Θα χρειαστεί, λοιπόν, δημιουργία επιμέρους μορφών χρήματος σε δραχμές, από την τοπική αυτοδιοίκηση ή άλλους κρατικούς φορείς, για να διευκολυνθεί η κυκλοφορία. Για παράδειγμα, πιθανώς να υπάρξουν μορφές υποσχετικών με τις οποίες θα πληρώνει το δημόσιο τους εργαζομένους και οι οποίες θα κυκλοφορούν τοπικά.
Αυτό που σας περιγράφω είναι δυσάρεστο, πρέπει να λέμε την αλήθεια χωρίς να ωραιοποιούμε τα πράγματα. Το κόστος αλλαγής σε δραχμή όμως, όσο μεγάλο κι αν είναι, θα συμβεί μία φορά. Η παραμονή στο ευρώ ισοδυναμεί με μόνιμη καταδίκη που τελικά μάλλον θα καταλήξει σε έξοδο. Αν υπάρξει ψύχραιμη ανάλυση, στοιχειώδης προετοιμασία και αυτενέργεια, το κόστος επιστροφής στη δραχμή μπορεί να μειωθεί κατά πολύ. Εάν το κράτος επιμείνει να κάνει τις πληρωμές του και να συλλέγει φόρους σε νέα δραχμή, το ευρώ θα εκτοπιστεί από την κυκλοφορία σε μερικούς μήνες.
Το τρίτο είναι το συναλλαγματικό. Η νέα δραχμή θα υποτιμηθεί ως προς το ευρώ, πράγμα που μεσοπρόθεσμα θα έχει επιπτώσεις ευεργετικές στην παραγωγή. Θέλω να τονίσω ότι η υποτίμηση δεν είναι ο κύριος λόγος για την έξοδο από το ευρώ, όπως λανθασμένα νομίζουν πολλοί. Ο κύριος λόγος είναι ότι η χώρα θα ξεφύγει από το καταστροφικό δόκανο της ΟΝΕ. Η υποτίμηση είναι αναπόφευκτο επακόλουθο που βέβαια θα τονώσει τις εξαγωγές. Αλλά ακόμη θετικότερο θα είναι το αποτέλεσμα στην εγχώρια παραγωγή, καθώς θα ανακτηθεί κομμάτι της ζήτησης. Θα σταματήσουν να είναι τόσα είδη πρώτης ανάγκης εισαγόμενα, θα τονωθεί η απασχόληση και θα αρχίσει γρήγορα η ανάκαμψη, όπως συνέβη στην Αργεντινή και αλλού.
Βραχυπρόθεσμα, όμως, το πρόβλημα θα είναι δύσκολο. Η Ελλάδα έχει μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές πετρελαίου, τροφίμων, φαρμάκων. Θα χρειαστούν διμερείς συμφωνίες με κράτη που είναι παραγωγοί πετρελαίου και άλλων προϊόντων, διοικητική μέριμνα για την κατανάλωση, ώστε να στηριχτούν τα φτωχότερα στρώματα και να περιοριστούν τα φαινόμενα μαύρης αγοράς. Η κατάσταση το πρώτο διάστημα θα προσομοιάζει σε συνθήκες πολέμου. Ακούγεται σκληρό, αλλά δυστυχώς προς τα εκεί πάμε, λόγω της τραγικής επιλογής της συμμετοχής στην ΟΝΕ. Σημειώστε, όμως, ότι για τον κόσμο που στηρίζεται στα συσσίτια και γι’ αυτούς ακόμη που με μεγάλη δυσκολία τα φέρνουν βόλτα, τα διοικητικά μέτρα θα είναι ήδη μια βελτίωση της σημερινής κατάστασης.
Ε.Γ.: Παραμένουν, όμως, μεγάλες ανησυχίες για τις επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο, αλλά και για τις ζημίες από την απώλεια καταθέσεων. Γίνεται, επίσης, λόγος περί υπερπληθωρισμού. Έχουν βάση αυτές οι ανησυχίες;
Κ.Λ.: Θέλω πρώτα να ξεκαθαρίσω ένα ζήτημα που ακόμη δημιουργεί μεγάλη σύγχυση. Υπάρχουν δύο ισοτιμίες όσον αφορά την επιστροφή στη δραχμή. Η πρώτη είναι αυτή που θα οριστεί διοικητικά από το ελληνικό κράτος και θα επιτρέψει την αλλαγή καταθέσεων, δανείων, μισθών και συντάξεων. Η δεύτερη είναι η εμπορική ισοτιμία που θα εμφανιστεί στις ανοιχτές αγορές και θα επηρεάσει εισαγωγές και εξαγωγές.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η πρώτη θα πρέπει να σχετίζεται με την ισοτιμία με την οποία μπήκαμε στο ευρώ. Λένε διάφοροι «θα γυρίσουμε στο 1 προς 1.000», επειδή μπήκαμε στο 1 προς 340,75. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η αλλαγή μπορεί να γίνει 1 προς 1 – ό,τι αποκαλούσαμε πριν «ευρώ», θα το αποκαλούμε «δραχμή». Αυτός που είχε 10.000 ευρώ σε καταθέσεις, θα έχει τώρα 10.000 νέες δραχμές, οι οποίες θα τεθούν υπό την εγγύηση του ελληνικού κράτους. Το ίδιο θα συμβεί με τα δάνεια που υπάγονται στην ελληνική νομοθεσία, με τους μισθούς και τις συντάξεις. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πολλαπλασιάσουμε όλες τις τιμές με το 1.000 ή κάτι άλλο.
Σημειώστε ότι εδώ υπάρχει δυνατότητα αναδιανεμητικής παρέμβασης. Δηλαδή, η διοικητική ισοτιμία μπορεί να ποικίλει ανάλογα με το ύψος των καταθέσεων ή το είδος των δανείων. Για παράδειγμα, αυτοί που έχουν χαμηλές καταθέσεις μπορεί να πάρουν δύο νέες δραχμές για κάθε ευρώ, αυτοί που έχουν υψηλότερες καταθέσεις μπορεί να πάρουν μία δραχμή για κάθε ευρώ. Ακόμη, ορισμένα είδη στεγαστικών δανείων μπορεί να μετατραπούν σε μισή δραχμή για κάθε ευρώ. Πρόκειται για άμεση αναδιανομή, ένα είδος εσωτερικής σεισάχθειας, που θα κάνει τη διαδικασία πιο ελκυστική για τα φτωχότερα στρώματα. Αλλά, βέβαια, έχει τεχνικές δυσκολίες και θα γίνει πιο εύκολα αν υπάρξει στοιχειώδης προετοιμασία.
Στην ανοιχτή αγορά, βεβαίως, η ισοτιμία θα διαφοροποιηθεί από το αρχικό 1 προς 1 και θα πέσει, ας πούμε, στο 2 δραχμές προς 1 ευρώ. Γίνεται πολλή φασαρία από όψιμους υποστηρικτές των εργατικών συμφερόντων ότι αυτή η υποτίμηση θα καταστρέψει το βιοτικό επίπεδο. Οι πλέον άμυαλοι, μάλιστα, κάνουν την αναγωγή ότι «το βιοτικό επίπεδο θα πέσει στο μισό». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εργαζόμενοι θα πληγούν από την υποτίμηση. Δεν ξέρουμε, όμως, πόσο μεγάλη θα είναι η μεταβίβαση στις τιμές των εισαγομένων, ιδίως από τις πολυεθνικές οι οποίες θα αναγκαστούν να απορροφήσουν ένα ποσοστό ως χαμηλότερα κέρδη. Μην ξεχνάτε ότι η πολιτική τιμών των πολυεθνικών στην ελληνική αγορά σε πολλά είδη πρώτης ανάγκης παραμένει εξωφρενική, για παράδειγμα, στα απορρυπαντικά.
Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι θα υπάρξει σύνθετη αλλαγή σχετικών τιμών, καθώς θα μεταβληθεί η δομή της παραγωγής με γρήγορους ρυθμούς. Οι τιμές των τροφίμων, για παράδειγμα, πιθανώς θα πέσουν, καθώς θα υπάρξει ανάκτηση της ζήτησης από εγχώριες αγροτικές και κτηνοτροφικές δυνάμεις. Άρα, η συνολική επίπτωση στο βιοτικό επίπεδο μεσοπρόθεσμα δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι τα εργατικά στρώματα θα έχουν μεγάλο όφελος από την προστασία της απασχόλησης, αλλά και από τη δυνατότητα δημόσιας στήριξης για την κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης και άλλων βασικών προϊόντων. Φυσικά, αυτός που θα θέλει να χρησιμοποιήσει τις νέες δραχμές για να αγοράσει σπίτι στο Λονδίνο ή να πάει για ψώνια στη Νέα Υόρκη θα διαπιστώσει ότι δυσκολεύεται. Η κοινωνία θα πρέπει να κάνει τις επιλογές της.
Όσο για τον πληθωρισμό, έχει κάτι κωμικό αυτή η κινδυνολογία περί υπερπληθωρισμού λόγω δραχμής, δεδομένου ότι το ΑΕΠ συρρικνώθηκε σχεδόν 11% το 2010-2011, ενώ η προσφορά χρήματος το καλοκαίρι του 2011 μειωνόταν με ετήσιο ρυθμό 15%. Βρισκόμαστε σε συνθήκες βαθύτατης ύφεσης, επιπέδου δεκαετίας του ’30. Αυτή τη στιγμή διάλεξαν διάφορες σοφές κεφαλές, εγχωρίως και διεθνώς, για να επισείσουν τον κίνδυνο υπερπληθωρισμού, με το σκεπτικό ότι η νέα δραχμή μπορεί να υποτιμηθεί κατά 50% ή ότι μπορεί να υπάρξει πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 5% του ΑΕΠ που θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί με έκδοση χρήματος για ένα διάστημα. Πρόκειται είτε για παραλογισμό είτε για ανενδοίαστη καταστροφολογία. Σε μια οικονομία, όπως η ελληνική, που καταρρέει, με μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού άνεργο και μεγάλο κομμάτι των παραγωγικών δυνάμεων σε αχρηστία, είναι απίθανο να προκληθεί υπερπληθωρισμός από τις πιέσεις αυτές. Αν υπάρξει κάποιος πληθωρισμός, θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί με αναπροσαρμογή των μισθών και των συντάξεων.
Ε.Γ.: Με ποιες γενικότερες αλλαγές πρέπει να συνδυαστούν τέτοια βήματα άμεσης αντιμετώπισης της κρίσης;
Κ.Λ.: Όλα τα μέτρα που συζητήσαμε πρέπει να ενταχτούν σε ευρύτερο πρόγραμμα δομικής αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας προς το συμφέρον της εργασίας. Πρώτο βήμα θα είναι η δημόσια ιδιοκτησία και ο έλεγχος επί του τραπεζικού συστήματος, με ολική αναδιάρθρωση της Κεντρικής Τράπεζας. Το τραπεζικό σύστημα θα λειτουργήσει ως μοχλός για ευρύτερες αλλαγές που θα τονώσουν τις επενδύσεις, θα αλλάξουν τη δομή της οικονομίας προς όφελος των παραγωγικών δυνάμεων και θα προστατεύσουν την απασχόληση.
Δεύτερο βήμα θα είναι η αναδιανομή που θα στηριχτεί στη δραστική αλλαγή του φορολογικού συστήματος, περιλαμβάνοντας τους πλούσιους που μονίμως φοροδιαφεύγουν, τους εφοπλιστές, την εκκλησία. Θα πρέπει να αλλάξει η ισορροπία των φόρων από τους έμμεσους στους άμεσους, καθώς επίσης να φορολογηθεί ο πλούτος και όχι μόνο το εισόδημα. Να πάψουν, πλέον, να σηκώνουν το βάρος των φόρων τα φτωχότερα στρώματα. Παράλληλα, θα χρειαστεί στήριξη του λαϊκού εισοδήματος με παροχή συμπληρωμάτων και άλλων μεθόδων. Κάποια στιγμή, σύντομα, θα πρέπει να υπάρξει και κατάλληλη μισθολογική πολιτική για αναδιανομή που θα τονώσει και τη ζήτηση. Αλλά χρειάζεται προσοχή και δεν μπορούμε να λέμε στον κόσμο μεγάλες κουβέντες για τον ελάχιστο μισθό, χωρίς να μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε.
Τρίτο βήμα θα είναι η επιβολή άμεσων ελέγχων στις διεθνείς ροές κεφαλαίων. Θα είναι απαραίτητο για να μπορέσει να γίνει η αλλαγή του νομίσματος, αλλά και για να πάψει να υπάρχει διαρροή κεφαλαίων και για να διατεθούν εγχωρίως.
Τέταρτο βήμα θα είναι η διαμόρφωση πολιτικής για συστηματική παραγωγική αναδιάρθρωση. Θα πρέπει να υπάρξει αλλαγή του καθεστώτος ιδιοκτησίας σε βασικά στοιχεία της παραγωγής, ευρύ πρόγραμμα αλλαγής του παραγωγικού ιστού της ελληνικής οικονομίας, αναδιάταξη μέσω της δημόσιας παρέμβασης. Θα περιλαμβάνει στοχευμένο και δημοκρατικό έλεγχο των κύριων παραγωγικών μονάδων και πολιτική επενδύσεων που θα διαμορφώσει νέο πεδίο παραγωγικών δραστηριοτήτων. Τι θα κάνει η Ελλάδα στο μέλλον; Τι θα είμαστε, πώς θα ζήσουμε; Πώς θα πρέπει να αλλάξει το σύστημα παιδείας και υγείας για να ανταποκριθεί στις μεγάλες τομές που χρειάζεται η κοινωνία;
Αυτά τα ερωτήματα έχουμε μπροστά μας και πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε ψύχραιμα και με όρους σοσιαλιστικούς, διότι για πρώτη φορά ύστερα από δεκαετίες τίθεται επιτέλους ξανά το ζήτημα της σοσιαλιστικής αλλαγής της χώρας και της Ευρώπης. Η κρίση της ευρωζώνης στην ουσία χτυπάει τις βασικές δομές του καπιταλισμού και μας δίνει τη δυνατότητα για ριζοσπαστική αλλαγή. Το πρόγραμμα που θα πρέπει να προτείνουμε στον ελληνικό λαό και γενικότερα δεν θα είναι υπόθεση ενός ανθρώπου, αλλά αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς.
Ε.Γ.: Ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις πρέπει να έχουν την πρωτοβουλία;
Κ.Λ.: Η αλλαγή θα πρέπει να γίνει από τις λαϊκές κοινωνικές δυνάμεις που έχουν την ισχύ να την πραγματοποιήσουν και σήμερα χειμάζονται. Η βάση είναι η μισθωτή εργασία, αλλά και οι μικρομεσαίοι που έχουν τσακιστεί το διάστημα αυτό, και βεβαίως οι αγρότες. Δεν έχει, όμως, δημιουργηθεί μέχρι τώρα η απαραίτητη συμμαχία, γιατί δεν έχει διαμορφωθεί ένα συνεκτικό πρόγραμμα ούτε υπάρχει ο αξιόπιστος φορέας που θα το υιοθετήσει. Θα είχε καταλυτική σημασία για τη χώρα και θα έκανε τα πράγματα πολύ καλύτερα για την κοινωνία αν μπορούσε να εμφανιστεί ο φορέας από τώρα. Αλλά στην πράξη αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο.
Δεν θέλω να μπω σε κριτική των δυνάμεων και των πεπραγμένων της Αριστεράς. Το γεγονός παραμένει ότι ο κόσμος συνεχίζει να κοιτάει προς τα αριστερά, παρά τα μεγάλα προβλήματα της παράταξης. Πιστεύω ότι ο φορέας που θα εκφράσει την απαραίτητη κοινωνική συμμαχία θα σχηματιστεί τελικά μέσα στη βράση των ημερών. Η χώρα είναι σε αδιέξοδο, οδηγούμαστε προς την αποχώρηση από την ΟΝΕ, τη ρήξη και τη δραστική αλλαγή. Οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα στηρίξουν το αναγκαίο πρόγραμμα θα λάβουν μορφή μέσα σε συνθήκες θύελλας.
Αυτό που είναι θετικό είναι ότι ήδη έχει γίνει σημαντική ιδεολογική προεργασία από πολιτικούς φορείς όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το Αριστερό Ρεύμα, το Μέτωπο και άλλους που διαμόρφωσαν ισχυρά επιχειρήματα υπέρ των θέσεων που συζητήσαμε, αλλά και από μεμονωμένους διανοούμενους. Κάτι τέτοιο δεν υπήρχε στην Αργεντινή το 2001. Δεν είχε προετοιμαστεί καθόλου η αργεντίνικη Αριστερά για την καταιγίδα και έγινε θρύψαλα. Στην Ελλάδα έχουμε πολύτιμη παρακαταθήκη για τη δύσκολη περίοδο που έρχεται.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου