ΜΑΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ Β


 
Mέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής
«Το Σχέδιο Β’»
ΚΥΚΛΟΣ 1ος
«Η Ελλάδα εντός και εκτός Ευρωζώνης -Απόπειρα συγκρίσεων»
Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθήνας, [ΑΣΟΕΕ] Αίθουσα Αντωνιάδη
Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012
έναρξη 11.30 π.μ.
Πρόγραμμα 
Α. Στρογγυλό Τραπέζι: «Αποχώρηση από την Ευρωζώνη: Στροφή προς το καλό ή προς το κακό;»
12 μμ
Θέματα-Ομιλητές
1.”Έξοδος από το ευρώ και ανατροπή της επίθεσης, το δέντρο και το δάσος”.
Λεωνίδας Βατικιώτης, οικονομολόγος, δημοσιογράφος
2.”Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ είναι κομβικά πολιτικά ζητήματα”.
Χρίστος Κατσούλας, εκπαιδευτικός, πολιτική ομάδα “Παρέμβαση”
3.”Ευρωπαϊκή Ένωση και Γεωργία”.
Χαρίλαος Αρχοντής. Αγρότης, συνδικαλιστής
4.”Το ευρώ ως «πυκνωτής» του συνασπισμού εξουσίας, η έξοδος από το ευρώ ως «πυκνωτής» μιας κοινωνικής συμμαχίας ανατροπής”.
Δημήτρης Σαραφιανός, νομικός, μέλος της Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Συντονιστής Δημήτρης Μητρόπουλος
Β. Στρογγυλό τραπέζι: « Η ελληνική οικονομία εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης”
2.30 μ.μ.
Θέματα -Ομιλητές
1. «Δημοσιονομική κρίση, κοινωνικός μισθός και φτώχεια στην Ελλάδα».
Θανάσης Μανιάτης, Επίκουρος Καθηγητής Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
2. «Δυναμική της ανεργίας, χρηματοδότηση του εξωτερικού τομέα, και αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας»,
Θεόδωρος Μαριόλης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
3. «Οι χρεοκοπίες της ελληνικής οικονομίας: ιστορική αναδρομή και θεωρητική ανάλυση».
Λευτέρης Τσουλφίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας Οικονομικών Θεωριών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Συντονίστρια Βαγγελιώ Σωτηροπούλου
Γ. Διάλογος: «Έξοδος από την Ευρωζώνη/Ε.Ε., η γεωπολιτική πτυχή και η εξάρτηση”
5 μ.μ.
Με τον Πέτρο Παπακωνσταντίνου, δημοσιογράφο
και τον Κώστα Παπουλή, μηχανικό περιφερειολόγο, Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής
Συντονιστής Κώστας Ανδρικόπουλος
Δ. Διάλογος: «Συζητάμε όλοι μαζί για το Σχέδιο Β’»,
6.30 μ.μ.
Άνοιγμα της συζήτησης:
Αλέκος Αλαβάνος, Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής
Παναγιώτης Σωτήρης, πανεπιστημιακός, Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Συντονιστής Νίκος Γιάκος

 

ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΜΑΑ ΓΙΑ ΤΟ ''ΣΧΕΔΙΟ Β΄''
Τoυ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΩΤΗΡΗ*
Η Ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε ένα από τα πιο κρίσιμα σταυροδρόμια της ιστορίας της. Τίποτα πια δεν είναι όπως πριν, ούτε πρόκειται να ξαναγίνει.Το 2009 θα μείνει στη συλλογική μνήμη ως ένα σημείο μη επιστροφής. Όποιος πιστεύει ότι στο τέλος αυτής της πορείας θα έχουμε την ίδια συνθήκη με πριν, απλώς αυτή θα είναι είτε λίγο πιο νεοφιλελεύθερη είτε λίγο πιο «προοδευτική», δυστυχώς πλανάται πλάνην οικτράν.
Το ένα ενδεχόμενο είναι να εμπεδωθεί το σενάριο της μνημονιακής καταστροφής, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και να οδηγηθούμε στο μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας σε μια τεράστια Ειδική Οικονομική Ζώνη φτηνής και ελαστικής εργασίας, επενδυτικής ασυδοσίας και οικολογικής καταστροφής, πλήρως ενταγμένη σε μια σχεδόν νεοαποικιοκρατική νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ως μειωμένης κυριαρχίας «Ευρωπαϊκός Νότος»,  με τους κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας και υψηλής τεχνικής σύνθεσης να αποδιαρθρώνονται, την ερευνητική βάση να συρρικνώνεται και το επιστημονικό δυναμικό να μεταναστεύει με την αστική μας τάξη να εγκαταλείπει τα μεγάλα σχέδια οικονομικής πρωτοκαθεδρίας στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή και να επιστρέφει στην πεπατημένη της υπερεκμετάλλευσης των εργαζομένων και της εκποίησης εθνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών
με την οικονομική υποβάθμιση να μετασχηματίζεται και σε γεωστρατηγική υποβάθμιση και σε υποτελή πρόσδεση στις πιο επικίνδυνες ιμπεριαλιστικές πολιτικές όπως είναι ο άξονας με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ με τα λαϊκά στρώματα να βρίσκονται σε απόγνωση και να επιδίδονται σε έναν κανιβαλικό επιβιωτισμό με το πολιτικό σύστημα να αναδιπλώνεται σε μια άνευ προηγουμένου αυταρχική θωράκιση με καταλύτη την άνοδο του φασιστικού κινήματος που έχει εξελιχτεί στο βασικό μηχανισμό ανασύνθεσης της σύνολης Δεξιάς.
Το άλλο ενδεχόμενο, πολύ πιο διακυβευόμενο, αβέβαιο και ασταθές, είναι ο πλούσιος, πολύμορφος, αναγκαστικά και αναγκαία αντιφατικός, παλλαϊκός ξεσηκωμός, αυτός ο ιδιότυπος παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος που ζήσαμε, σε όλες τις εκφράσεις του από τις απεργίες και τις Πλατείες μέχρι τον εκλογικό σεισμό του Μάη Ιούνη, να κερδίσει, ανοίγοντας δρόμους πρωτόγνωρου κοινωνικού μετασχηματισμού.
Σε πείσμα των αυταπατών του αριστερού κυβερνητισμού και ευρωπαϊσμού, η νίκη του αντιμνημονιακού κινήματος ούτε πρέπει ούτε μπορεί να είναι μια προοδευτικότερη σταθεροποίηση της τρέχουσας συνθήκης. Ούτε μπορεί να υπάρξει, παρά μόνο ως ανέξοδη και τελικά άσκοπη «άσκηση επί χάρτου», μια προοδευτικότερη ΕΕ, που θα έκανε αναδιανομή, θα αντιμετώπιζε τις περιφερειακές ανισότητες και θα χαλιναγωγούσε τις τράπεζες. Ούτε μπορεί η Αριστερά να ελπίζει ότι τη λύση θα δώσουν οι ενδοϊμπεριαλιστικές διαφοροποιήσεις ως προς την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και να επενδύει σε μια «ποσοτική χαλάρωση» του τύπου της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, ή να διεκδικεί, χωρίς να ανατριχιάζει με τις ιστορικές αναλογίες, ένα «σχέδιο Μάρσαλ» για την Ελλάδα και το Ευρωπαϊκό Νότο.
Η ζωή έχει δείξει πια ότι η ανατροπή των μνημονίων, η διαγραφή του χρέους, η συνειδητή και με δική μας πρωτοβουλία αποκοπή από κάθε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, η εθνικοποίηση των τραπεζών και η έξοδος από το ευρώ θα αποτελέσουν αναπόσπαστες πλευρές οποιασδήποτε εκδοχής ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική.
Όμως, δεν αρκούν. Θέτουν, ως άμεση απαίτηση ταυτόχρονα επιβίωσης αλλά και προοπτικής, την ανάγκη για ένα πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης και συγκεκριμένες απαντήσεις για την ενεργειακή και διατροφική επάρκεια, για την διοίκηση, την παιδεία, τη λειτουργία του δημοσίου, τις εθνικοποιήσεις, τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο. Ένα πρόγραμμα που δεν μπορεί παρά να αποτυπώνει μια σύγχρονη σοσιαλιστική κατεύθυνση, να εγγράφεται σε μια στρατηγική ρήξης με τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό και τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης.
Αντί να σπαταλιέται χρόνος και διανοητική ενέργεια για την υπεράσπιση αντικειμενικά και υλικά ατελέσφορων γραμμών όπως είναι η παραμονή στο ευρώ από υποτιθέμενα διεθνιστικές απόψεις, οι δυνάμεις της Αριστεράς και του κινήματος, θα έπρεπε να ασχολούνται με αυτά τα ερωτήματα. Να επεξεργάζονται αυτό που πρέπει να είναι – και επιτρέψτε μου τη φραστική διαφοροποίηση από το τίτλο της Ημερίδας – το «Σχέδιο Α» της Αριστεράς και να απαντούν συγκεκριμένα ερωτήματα:
Πώς η παύση πληρωμών στο χρέος και η διακοπή των δανειακών ροών προς την Ελλάδα σε συνδυασμό με τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, την άμεση και χωρίς αποζημίωση εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (που υπερβαίνει κατά πολύ την απλή διεκδίκηση «κυβερνητικών επιτρόπων» σε τράπεζες που θα τις ελέγχουν οι κεφαλαιούχοι τους) και φυσικά την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα μπορέσει να γίνει με το μικρότερο κόστος, τόσο σε τεχνικό επίπεδο, όσο όμως και σε ιδεολογικό, αναδεικνύοντας τη στήριξη του νέου εθνικού νομίσματος σε βασική πλευρά της συλλογικής προσπάθειας ανοικοδόμησης
Πώς η άμεση εθνικοποίηση όλων των στρατηγικών επιχειρήσεων, η επιβολή διοικητικών τιμών, η κρατική παρέμβαση και ρύθμιση των προτεραιοτήτων, η εκμετάλλευση υπαρκτών πλουτοπαραγωγικών πηγών αλλά και μια εναλλακτική εξωτερική πολιτική, θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν την ενεργειακή επιβίωση.
Πώς μια διαφορετική σχέση οργάνωση της αγροτικής παραγωγής, με έμφαση στη συνεταιριστική λογική, την απευθείας επαφή παραγωγού και καταναλωτή, τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο στη βιομηχανία τροφίμων, μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφική επάρκεια.
Πώς μπορούμε να συνδυάσουμε την επέκταση της δημόσιας ιδιοκτησίας, με τον εργατικό έλεγχο και την αυτοδιαχείριση, δοκιμάζοντας στην πράξη μορφές υπέρβασης της καπιταλιστικής οργάνωσης και διαχείρισης και της παραγωγής. Πώς μπορούμε να επεξεργαστούμε έναν άλλο οικονομικό λογισμό σε ρήξη με τον καταναγκασμό της αγοράς. Πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε έτσι θέσεις εργασίας και να σπάσουμε το φαύλο κύκλο της εργασίας.
Πως μπορούμε να εξασφαλίσουμε πλήρη υγειονομική κάλυψη, με άξονα το δημόσιο σύστημα υγείας, εθνικοποιημένες φαρμακοβιομηχανίες, αλλά και μια έμφαση στην πρωτοβάθμια υγεία και μια προσπάθεια το κλειδί να είναι η πρόληψη και η γενική βελτίωση και όχι η επέμβαση και ο πανάκριβος εξοπλισμός
Πώς μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε τη δημόσια διοίκηση, την παιδεία, την έρευνα με βάση την πρωτοβουλία των εργαζομένων και την ενεργή συμμετοχή.
Πώς θα μπορέσουμε να έχουμε τομές στον πυρήνα του κράτους, σε μια διαφορετική δημοκρατία, που να συνδυάζει αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και μορφές λαϊκής συμμετοχής, και με προσπάθεια να αναμετρηθούμε με το ζήτημα των κατασταλτικών μηχανισμών, του ελέγχου και του ριζικού μετασχηματισμού τους, καθώς αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορούμε να έχουμε διαδικασία κοινωνικής αλλαγής και η ένστολη πτέρυγα της Χρυσής Αυγής να παραμένει στη θέση της.
Τέλος, πώς όλα αυτά δεν θα είναι απλώς υπόθεση ειδικών ή «κορυφών» αλλά στοιχεία που να προκύπτουν να αναδύονται μέσα από την ίδια τη συλλογική δράση, την εμπειρία την επινοητικότητα του εργαζόμενου λαού. Οι αγώνες, οι αντιστάσεις, οι συλλογικές εμπειρίες είτε διεκδίκησης είτε αλληλεγγύης, αποτελούν, στην πραγματικότητα τη δική μας «πειραματική διαδικασία».
Γιατί η μάχη αυτή, η μάχη να υπάρξει τώρα απτά και κατανοητά, μια διαφορετική αφήγηση για την ανασυγκρότηση, την επιβίωση και το μετασχηματισμό, ξεκινά τώρα. Γιατί εάν δεν πιστέψουν ευρύτερα, πλειοψηφικά αν είναι δυνατόν δυνατό, κομμάτια του λαού ότι υπάρχει άλλος δρόμος, η απόγνωση πάντα θα μπορεί να κερδίζει την ελπίδα.
Είναι σήμερα πολιτικά δυνατή στο δοσμένο συσχετισμό δύναμης μια τέτοια διαφορετική πορεία; Με το χέρι στην καρδιά πρέπει να πούμε ναι!
Το βάθος της πολιτικής κρίσης, η εμφάνιση στοιχείων κρίσης του κράτους, η δομική αστάθεια όλων των παραλλαγών των μνημονιακών κομμάτων, η ανοιχτή ερωτοτροπία με λύσεις «έκτακτης ανάγκης», η ταχύτατη αποσάθρωση των μεταπολιτευτικών πολιτικών εκπροσωπήσεων και το γεγονός ότι ένα ευρύτατο φάσμα κοινωνικών στρωμάτων, εργατικών και μικροαστικών, διάλεξαν δρόμους ανοιχτής ρήξης με τα μνημονιακά κόμματα, δείχνουν ότι σήμερα υπάρχει το υλικό, κοινωνικό υπόβαθρο για να ηγηθεί η Αριστερά μιας διαδικασίας μετασχηματισμού. Μετέωρα και αντιφατικά, αλλά και εντυπωσιακά εκρηκτικά, η ελληνική κοινωνία έχει βρεθεί στο πιο ανοιχτό σε ενδεχόμενα σταυροδρόμι ολόκληρης της μεταπολίτευσης. Αν παραμερίσουμε ιδεότυπους και μηχανιστικά σχήματα, μπορούμε να πούμε ότι εάν ψάχναμε για μια «επαναστατική κατάσταση» στον 21ο αιώνα, η σημερινή συνθήκη είναι ό,τι πιο κοντινό θα μπορούσαμε να ελπίσουμε!
Σε αυτό το τοπίο, η Αριστερά έχει τεράστια ευθύνη. Η εκρηκτική διετία του πρώτου «εξεγερσιακού κύκλου» του 21ου αιώνα δείχνει ότι όσο αναγκαία συνθήκη και εάν είναι η πυροδότηση και έκφραση της λαϊκής ανατρεπτικής δυναμικής, αυτό δεν αρκεί. Το πέρασμα από την εξέγερση στο μετασχηματισμό, το κομβικό ερώτημα οποιασδήποτε πραγματικά επαναστατικής στρατηγικής, απαιτεί αναμέτρηση με το ερώτημα της εξουσίας, πολιτική στρατηγική, πρόγραμμα, βήματα, θεσμούς οικοδόμησης της ηγεμονίας. Στην ελληνική περίπτωση έχει φανεί ότι σήμερα η Αριστερά δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην οικοδόμηση της κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης που θα εκβιάσει το αστικό πολιτικό σύστημα να κάνει υποχωρήσεις. Αυτή η θεμελιώδης συνθήκη του μεταπολιτευτικού «κοινωνικού συμβολαίου» δεν έχει καμιά εφαρμογή στη συγκυρία της «διαρκούς κατάστασης οικονομικής έκτακτης ανάγκης», του κοινοβουλευτικού βοναπαρτισμού και της μειωμένης κυριαρχίας. Έστω και με το τίμημα της διαδοχικής απαξίωσης και διάλυσης προηγούμενων πυλώνων του αστικού πολιτικού συστήματος, οι δυνάμεις του κεφαλαίου και οι ανθύπατοι της Τρόικας, θα επιμείνουν στην ίδια κατεύθυνση, διολισθαίνοντας σε μια όλο και πιο αυταρχική εκδοχή διαχείρισης της καταστροφής.
Απαιτείται, επομένως, τομή στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, κατάληψη της κυβερνητικής και της πολιτικής εξουσίας από μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συμμαχία. Είναι αναγκαίος όρος για να ανατραπεί η πορεία προς την καταστροφή. Όχι όμως, ως αυτοπεριορισμός εντός της δοσμένης συνθήκης, εντός της ασφυκτικής «νομιμότητας» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ελπίδα ότι υπάρχουν περιθώρια προοδευτικότερης διαχείρισης. Μιλάμε για διαδικασία συγκρούσεων, μετασχηματισμών και ανατροπών, που θα κάνει πράξη τη ρήξη με το ευρώ, το χρέος και την ΕΕ και να εκκινήσει μια συλλογική προσπάθεια ανασυγκρότησης και μετασχηματισμού.
Αυτό ακριβώς σημαίνει να μπορέσουμε σήμερα οι δυναμικές που αναπτύσσονται και η συμπόρευση στους δρόμους του αγώνα και της αποδοκιμασίας της κυρίαρχης πολιτικής ενός ευρύτερου φάσματος εργατικών, μικροαστικών και αγροτικών στρωμάτων, να πάρουν τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου «ιστορικού μπλοκ». Δηλαδή, να συναντηθεί μια κοινωνική συμμαχία, με ένα μεταβατικό πρόγραμμα για την παραγωγική ανασυγκρότηση σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, με ανώτερες οργάνωσης του λαού και με την Αριστερά στο ρόλο του συλλογικού επεξεργαστή μιας άλλης πορείας τον τόπο. Η Αριστερά, όταν είναι γειωμένη στο λαό έχει δείξει ότι μπορεί να οργανώνει τη λαϊκή συνείδηση και να σφραγίζει καταλυτικά τις λαϊκές προσδοκίες, ακόμη και σε δύσκολες συνθήκες όπως ήταν οι μετεμφυλιακές. Εάν σήμερα δεν ασκήσει αυτή την άλλη επιρροή, εάν δεν μετασχηματίσει τον «κοινό νου» των λαϊκών στρωμάτων, θα μιλάμε απλώς για συγκυριακές εκλογικές συσπειρώσεις, διακυβευόμενες και ευάλωτες σε κάθε είδους καθεστωτική «αντισυστημικη» πρόταση, όπως δείχνει και η απήχηση της φασιστικής Χρυσής Αυγής.
Εδώ είναι που κρίνονται όλες οι τάσεις της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έγινε ο κύριος αποδέκτης της διάθεσης ευρύτερων κομματιών του λαού για μια άλλη πορεία απαλλαγής από τη Μνημόνια, εντούτοις, σε επίπεδο ηγεσίας, αντιμετωπίζει την προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας ως απαίτηση για «ρεαλιστικότερες» θέσεις και τελικά δεξιά στροφή. Η επιμονή στο ευρώ, η λογική ότι μπορεί να υπάρξει αναδιανομή και δικαιοσύνη εντός των δανειακών συμβάσεων και της χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η εσωτερίκευση της τρέχουσας εκδοχής «νομιμότητας» ως αναπόδραστου ορίου, συμπυκνώνουν μια πολιτική που δεν μπορεί να ανοίξει δρόμους ρήξης. Ακόμη περισσότερο, η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ η λογική του ώριμου φρούτου και η υποτίμηση της ανάγκης να υπάρξει τώρα η μέγιστη κοινωνική αναταραχή κάνουν το ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργεί, έστω και άθελα ως μηχανισμός σχετικής σταθερότητας. Με αυτό τον τρόπο δεν τονώνεται η λαϊκή αυτοπεποίθηση και τα λαϊκά στρώματα δεν προετοιμάζονται για μια μεγάλη μάχη και συλλογική προσπάθεια αλλά για την ανάθεση στην κυβέρνηση. Ο καταναγκαστικός φιλοευρωπαϊσμός οδηγεί σε μια συνειδητή άρνηση προετοιμασίας για οποιοδήποτε ενδεχόμενο διακοπής της χρηματοδότησης, οικονομικού πολέμου από την Τρόικα, ντε φάκτο ανάγκης για καταφυγή σε εθνική νομισματική πολιτική. Για την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο η ΕΕ αποτελεί ένα όριο πολιτικό, αλλά και η ίδια η διακυβέρνηση ορίζεται όχι ως αφετηρία μετασχηματισμών, αλλά ως προοδευτικότερη εκδοχή δοσμένης νομιμότητας. Όμως, μια τέτοια γραμμή δεν μπορεί να αντέξει στην τεράστια πίεση που θα δεχτεί, δεν χαράζει διαφορετική γραμμή και είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει είτε στην ενσωμάτωση της λογικής της λιτότητας είτε στην κατάρρευση, διαψεύδοντας την ελπίδα που θα στραφεί προς τα εκεί.
Η ιστορία δεν συγχωρεί: τυχόν αποτυχία ή αδυναμία της Αριστεράς στην εξουσία απλώς θα ανοίξει το δρόμο για ακόμη πιο αντιδραστικές λύσεις, για το όποιο υβρίδιο θα βγει από το συνδυασμό ανάμεσα στο Βορίδη, το Μιχαλολιάκο και το Λοβέρδο.
Απέναντι σε αυτά τα όρια δεν προσφέρει απάντηση η σεχταριστική αναδίπλωση και ο πολιτικός αναχωρητισμός, όπως αυτή που προκρίνουν τόσο το ΚΚΕ όσο και τάσεις της επαναστατικής Αριστεράς. Είναι λανθασμένη η ανάγνωση της συγκυρίας που λέει η κατάσταση δεν είναι ώριμη, ο λαός δεν είναι αρκετά επαναστατημένος και προτιμά τις «εύκολες λύσεις» και άρα το μόνο που απομένει είναι η περιχαράκωση, η «οικοδόμηση» και η προετοιμασία για μελλοντικές μάχες, υποτιμώντας τις σημερινές δυνατότητες και απαιτήσεις. Επιπλέον, διατυπώνοντας με τρόπο εγκεφαλικό την ανάγκη για μια αυθεντικά επαναστατική λαϊκή ή εργατική εξουσία, υποτιμούν την πρόκληση μιας πρωτότυπης επαναστατικής στρατηγικής που να ξεκινά από τις δυνατότητες που ανοίγει η πολιτική κρίση και η δυνατότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Με αυτό τον τρόπο ούτε την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να αμφισβητήσουν από τα αριστερά, ούτε συμβάλουν στην προετοιμασία για μεγάλες μάχες. Στην καλύτερη των περίπτωση μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να συνδυαστεί με ένα μαχητικό κινηματισμό, που όμως δεν συνδυάζεται με μια στρατηγική γύρω από το ερώτημα της εξουσίας και της ηγεμονίας.
Απέναντι σε όλα αυτά, όσες και όσοι αγωνίστριες και αγωνιστές, τάσεις συλλογικότητες και μέτωπα που αναγνωρίζουν την ανάγκη για ένα δρόμο ρήξης με το χρέος, το ευρώ και τις πολιτικές του κεφαλαίου καλούνται να χαράξουν ένα διαφορετικό δρόμο. Δεν μπορεί να δώσει προοπτική η δορυφοριοποίηση ή η ενσωμάτωση μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Όχι γιατί υποτιμούμε τις μεγάλες κοινωνικές εκπροσωπήσεις που στρέφονται σήμερα προς τα εκεί, ούτε γιατί προσπερνάμε τις υπαρκτές και σημαντικές αριστερές φωνές και αναζητήσεις μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά γιατί σήμερα ένας τέτοιος δρόμος, εκ των πραγμάτων, θα οδηγήσει στην απεμπόληση κρίσιμων πολιτικών αιχμών όπως είναι η έξοδος από το ευρώ και η ρήξη με την ΕΕ καιί θα οδηγήσει στην ηγεμόνευση από μια διαχειριστική οπτική. Δεν μπορεί να δώσει όμως ούτε ο σεχταριστικός απομονωτισμός ούτε ο περιορισμός μόνο σε έναν μαχόμενο κινηματισμό, γιατί μια τέτοια κίνηση εκχωρεί χώρο στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και απεμπολεί τη δυνατότητα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής που να απαντά στις προκλήσεις της περιόδου.
Σήμερα πρέπει να διαλέξουμε, όλες κι όλοι που μοιραζόμαστε αυτή την αγωνία, να διαλέξουμε το δρόμο το λιγότερο περπατημένο:
Συλλογική επεξεργασία του «άλλου δρόμου» του αναγκαίου προγράμματος που θα έπρεπε να έχει όλη η Αριστερά, όχι μόνο στο επίπεδο των γενικών αρχών (ρήξη με ευρώ και ΕΕ, διαγραφή του χρέους, εθνικοποιήσεις) αλλά και των συγκεκριμένων απαντήσεων για την επιβίωση και την παραγωγική ανασυγκρότηση και μια αριστερή διακυβέρνηση που να ανοίγει δρόμους κοινωνικού μετασχηματισμού. Εδώ και τώρα συγκρότηση ομάδων εργασίας, διαμόρφωση ιστοσελίδας για να αναρτώνται τα πορίσματά τους, ανοιχτό κάλεσμα να γραφτούν από ανθρώπους κείμενα και επεξεργασίες, τόσο «αυστηρά» και επιστημονικά, όσο και μαζικά και εκλαϊκευτικά που να εξειδικεύουν τον αναγκαίο άλλο δρόμο για την ελληνική κοινωνία.
Ενωτική δράση μέσα στο κίνημα, επικοινωνία και επίδραση στο αναδυόμενο «ιστορικό μπλοκ» και στον κόσμο που σήμερα αναφέρεται στο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΚΕ.
Πρωτοβουλίες κλιμάκωσης της κινηματικής σύγκρουσης με τις πολιτικές των μνημονίων, ανασυγκρότησης του ταξικού κινήματος, διαμόρφωσης ενός πλατιού δικτύου λαϊκής αλληλεγγύης, κλιμάκωσης της αντιφασιστικής δράσης
Αξιοποίηση της συλλογικής εμπειρίας και επινοητικότητας των λαϊκών μαζών, οικοδόμηση από τώρα μορφών και πρακτικών που παραπέμπουν σε μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση: ένα κοινωνικό ιατρείο, ένα αυτοδιαχειριζόμενο κατειλημμένο εργοστάσιο, ένα δίκτυο ανταλλαγής χωρίς μεσάζοντες, δεν είναι απλώς μορφές αλληλεγγύης ή αντίστασης είναι και πειράματα για το πώς μπορούμε να οργανώσουμε την παραγωγή «μετά το ευρώ».
Όλα αυτά όμως απαιτούν και μετωπική συσπείρωση των δυνάμεων που ορίζονται γύρω από την ανάγκη ρήξης με την ΕΕ, τα μνημόνια και τις δυνάμεις του κεφαλαίου, ντόπιες και ξένες, σε ένα αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο όχι με λογική «αριστερής αντιπολίτευσης» αλλά διεκδίκησης της άρθρωσης του λόγου που θα μπορέσει να κάνει την Αριστερά ηγετική δύναμη του «έθνους των εργαζομένων».
Σήμερα υπάρχει ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων και αγωνιστών μοιράζονται αυτή την κατεύθυνση: η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΜΑΑ, αγωνιστές που έφυγαν από το ΕΠΑΜ, τάσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αγωνιστές και αγωνίστριες από το χώρο του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, πλήθος ανένταχτων αγωνιστών. Αυτό το δυναμικό μπορεί και πρέπει να συμπορευτεί σε μια κατεύθυνση μετωπικής συσπείρωσης.
Ανοιχτά και συντροφικά, με έμφαση στην ενότητα στο βασικό πλαίσιο, χωρίς απαιτήσεις ιδεολογικής ομογενοποίησης και λογικές συσπείρωσης μόνο των «επαναστατικών δυνάμεων». Ένα τέτοιο αναγκαίο αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο δεν πρέπει να συγκροτηθεί ως απλή σύμπραξη οργανώσεων, πρέπει να είναι μια πλατιά δημοκρατική διαδικασία, με συμμετοχή και πρωτοβουλία των ίδιων των αγωνιστών.
Στόχος δεν πρέπει να είναι απλώς η διαμόρφωση ενός ακόμη πόλου μέσα στην Αριστερά, ούτε η συσπείρωση της «γειτονιάς των καταφρονημένων» από την αλλαγή συσχετισμών δύναμης μέσα στην Αριστερά, ούτε καν η διεκδίκηση καλύτερης εκλογικής καταγραφής.
Στόχος πρέπει να είναι η συλλογική επεξεργασία των θέσεων, η δοκιμασία των πρακτικών, η προβολή των προγραμματικών θέσεων, η συσπείρωση αγωνιστών και εμπειριών, γύρω από εκείνη τη γραμμή που μέσα στην όξυνση της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης μπορεί να δώσει διέξοδο και να ανοίξει δρόμους ανοικοδόμησης και μετασχηματισμού. Να φτιαχτεί μια πολιτική, οργανωτική, προγραμματική, ιδεολογική μαγιά που θα αποδειχτεί κρίσιμη μέσα στις μεγάλες προκλήσεις που θα τεθούν για το κίνημα και την Αριστερά και θα θέσουν το δίλημμα ρήξη ή συντριβή.
Και όλα αυτά όχι εργαστηριακά, αλλά μέσα και παράλληλα με τη μάχη για την κλιμάκωση των αγώνων, την οικοδόμηση της αλληλεγγύης, την στήριξη της λαϊκής αυτοοργάνωσης. Και ξέρουμε καλά ότι θα είναι πλήθος οι αγωνιστές και τα ρεύματα και από χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ που απογοητευμένοι από γραμμές είτε ενσωμάτωσης είτε απομόνωσης, που θα κοιτάζουν με προσδοκία προς ένα τέτοιο μετωπικό εγχείρημα.
Ο χώρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς στον τόπο μας έδειξε το προηγούμενο διάστημα ότι μπορεί να έχει καίριες προγραμματικές θέσεις όπως η έξοδος από το ευρώ και η διαγραφή του χρέους, μαχητική συνεισφορά στο λαϊκό ξεσηκωμό, πρωτοβουλίες για το αγωνιστικό μέτωπο.
Έδειξε, όμως, και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και παλινωδίες σε ό,τι αφορά το αναγκαίο αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο. Και αυτές τις παλινωδίες – και το λέω αυτοκριτικά ως μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ – τις πληρώσαμε ακριβά. Αν ήδη από το 2010, όταν φαινόταν ότι η διαγραφή του χρέους, η έξοδος από το ευρώ και η ολόπλευρη στράτευση στο λαϊκό ξεσηκωμό διαμόρφωναν νέες διαχωριστικές γραμμές αλλά και νέες συγκλίσεις μέσα στην Αριστερά, είχε υπάρξει περισσότερη τόλμη για ευρύτερες μετωπικές συσπειρώσεις, θα ήταν αλλιώς σήμερα το τοπίο της Αριστεράς!
Αυτή τη φορά, στο κρίσιμο σταυροδρόμι της απόγνωσης και της ελπίδας, στο μεταίχμιο της κατάθλιψης και της ανάτασης, ας δείξουμε ότι μπορούμε όντως να ξεπερνάμε τον εαυτό μας. Οι «σεισμοί που μέλλονται για να' ρθουν» είναι τώρα!
(Το κείμενο αυτό στηρίζεται σε παρέμβαση που έγινε στο πλαίσιο της ημερίδας του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής για το «Σχέδιο Β», στις 13 Οκτώβρη 2012).
Όσες και όσοι επιμένουν ότι ο άλλος δρόμος για την ελληνική κοινωνία περνάει μέσα από τη ρήξη με το ευρώ πρέπει και την ΕΕ πρέπει να συσπειρωθούν ενωτικά σε μια πολιτική, οργανωτική, προγραμματική, ιδεολογική μαγιά που θα αποδειχτεί κρίσιμη μέσα στις μεγάλες προκλήσεις που θα τεθούν για το κίνημα και την Αριστερά και θα θέσουν το δίλημμα ρήξη ή συντριβή.
*Πανεπιστημιακός, Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΕΙΝΩΝ - Η ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΜΑΑ [13/10/2012] ΓΙΑ ΤΟ ''ΣΧΕΔΙΟ Β΄''
Τoυ ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΟΥΛΗ *
Πρώτη διαπίστωση: Το βάθος της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της χώρας φωτογραφίζεται από την επίσκεψη Μέρκελ. Όλη η συζήτηση επικεντρώθηκε στο τι πρέπει, και πώς πρέπει, να ειπωθεί στον κυρίαρχο ξένο παράγοντα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η κ.α. Μέρκελ, αντιμετωπίστηκε, όπως περίπου αντιμετωπιζόταν ο Τσάρος στην προσοβιετική Ρωσία από τους κολίγους του.
Η εκπληκτική απουσία κάθε εθνικής στρατηγικής και ο φόβος, να εκπονηθεί, ή ακόμη και να συζητηθεί μια τέτοια, η κυριαρχία του δόγματος: πάση θυσία παραμονής στο ευρώ, μπας και υπάρξει κάποια συνολική λύση για την ΟΝΕ, επαιτώντας ευρωπαϊκά κονδύλια, -περιμένοντας ουσιαστικά να μας σώσουν οι άλλοι-, η αποδοχή άνευ-όρων μιας τεράστιας ύφεσης και οικονομικής καταστροφής, δείχνει έναν παρασιτικό αστικό και πολιτικό κόσμο, που ούτε καν φαντάζεται ότι μπορεί να σταθεί σε δικά του πόδια.
Αντίστοιχα, η απουσία επεξεργασίας ενός εθνικού σχεδίου από την αριστερά, ενός planB, δείχνει και την δικιά της αδυναμία να αυτενεργήσει, να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Αυτό καταδεικνύει ότι σε αυτή τη χώρα και η αριστερά της, είχε συνηθίσει στην ιδεολογική και πολιτική εξάρτηση από ξένα κέντρα, είτε αυτή ήταν η Σοβιετική Ένωση, είτε ο Μπερλιγκουέρ και το Ιταλικό Κ.Κ.. Σήμερα που η ιστορία τα έφερε έτσι, ώστε να πρέπει να δημιουργήσει μια δικιά της απάντηση, να κτίσει ένα νέο παράδειγμα, πιθανόν για όλη την Μεσόγειο, φαίνεται να τα έχει χαμένα.
Δεύτερη διαπίστωση : Οι κινητοποιήσεις κατά της επίσκεψης Μέρκελ, όπως και αυτή της προηγούμενης γενικής απεργίας, δεν καταγράφουν  μια εγρήγορση του λαϊκού στοιχείου, αλλά μάλλον μια παραίτηση του. Πρέπει να αναρωτηθούμε αν  είμαστε μπροστά στο τέλος ενός κύκλου μεγάλων κινητοποιήσεων και τι πρέπει να κάνουμε για να ενισχύσουμε το λαϊκό ρεύμα της ανατροπής.
Ο Γκυ Ντεμπορ, μια εμβληματική μορφή του Μάη του 68,  11 χρόνια μετά το   Μάη διαπίστωνε το εξής: «Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία, για όποιον κοιτάζει ψυχρά το ζήτημα, ότι εκείνοι που θέλουν πραγματικά να ανατρέψουν μια κατεστημένη κοινωνία, οφείλουν να διατυπώσουν μια θεωρία που να εξηγεί σε βάθος αυτή την κοινωνία, ή τουλάχιστον να δίνει την εντύπωση ότι προσφέρει μια ικανοποιητική ερμηνεία.»
Τηρουμένων των αναλογιών, αυτή την στιγμή, απέναντι στο ισχυρό χαρτί του συστήματος, τον «φόβο της δραχμής», που δυστυχώς καλλιεργούν σε διαφορετικό βαθμό και μεγάλα κομμάτια της αριστεράς, δεν έχει διατυπωθεί ένα προγραμματικό πλαίσιο που να προσφέρει μια ικανοποιητική απάντηση και ανάλυση της ελληνικής κρίσης και να δίνει εγγυήσεις επιτυχημένης εξόδου από αυτήν. Η τουλάχιστον μια τέτοια πρόταση, δεν έχει γίνει εφικτό να διαδοθεί,  να γίνει κτήμα του λαϊκού παράγοντα και να του δώσει την αναγκαία ώθηση.
Στο βαθμό που τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται καθαρά πια ότι δεν τις πιστεύουν ούτε οι ίδιοι, την κύρια ευθύνη την έχουμε εμείς και όταν λέω εμείς, εννοώ το σύνολο των αντί-Ε.Ε. δυνάμεων, από το ΚΚΕ, μέχρι αυτή την αίθουσα, αλλά και εκείνοι που είναι στο ΣΥΡΙΖΑ και ισχυρίζονται ότι έχουν τέτοιες απόψεις, αλλά  τις  κρύβουν από την κοινωνία. Στην Ελλάδα, την πιο κτυπημένη χώρα από το ευρώ, τα αντι-ευρώ. αισθήματα είναι λιγότερα από την Γερμανία.
Τις δύο παραπάνω διαπιστώσεις συμπύκνωσε   ο Χουάν Ραμόν Ρότσα, ο παλιός Αργεντινός ποδοσφαιριστής του παναθηναϊκού: «Οι Έλληνες είπε, δεν αντιδρούν, Εδώ δεν γίνεται ουσιαστική συζήτηση για τις αιτίες της κρίσης, ούτε για το πώς θα έρθει ανάπτυξη σε μια ξεζουμισμένη χώρα».
Δυστυχώς και στην αριστερά δεν έγινε, ούτε γίνεται μια ανάλογη συζήτηση. Ακόμη και οι πολιτικοί χώροι που προσπαθούν  να δώσουν  μια εναλλακτική απάντηση, όπως ο δικοί μας, δεν μπαίνουν στα βαθιά, ίσως δεν έχουν συγκεντρώσει και τις απαραίτητες κρίσιμες δυνάμεις για μια τέτοια προσπάθεια.
Ελλείμματος, μιας ουσιαστικής συζήτησης εμφανίζονται  πολλά παράδοξα. Η αριστερά στο σύνολο της δηλώνει εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Όμως, η Ε.Ε., και ιδιαίτερα η ζώνη του ευρώ είναι η περιοχή του κόσμου που λαμβάνει σάρκα και οστά η υπερπαγκοσμιοποίηση, διότι εδώ, η ελευθερία κυκλοφορίας εμπορευμάτων και κεφαλαίων είναι καθολική. Παρ’ όλα   αυτά, μεγάλο κομμάτι της αριστεράς υποστηρίζει την συμμετοχή της χώρας στην πιο υπερπαγκοσμιοποιημένη ζώνη του πλανήτη. Στην πραγματικότητα, το φαντασιακό επέκεινα των πολυεθνικών και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, είναι όλος ο πλανήτης να μεταμορφωθεί σε μια κοινή αγορά με ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και στο βαθμό του εφικτού και με κοινό νόμισμα, ώστε η κερδοφορία να μην συναντάει «γεωγραφικά» εμπόδια.
Ακόμη, στoσύνολο της ελληνικής αριστεράς, και στην πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, δεν έχει σπάσει ο μύθος του ελεύθερου εμπορίου. Δηλαδή, ότι η ελευθερία του διεθνούς εμπορίου δεν ωφελεί όλα τα συναλλασσόμενα μέρη, ιδιαίτερα τις οικονομίες  χαμηλής ή μεσαίας δυναμικότητας, όταν συναλλάσσονται με οικονομίες πολύ πιο ανεπτυγμένες από αυτές.
Αντίθετα, με ότι ισχυρίζεται η νεοκλασική θεωρία, ο νεοφιλελευθερισμός, τα ισχυρά κράτη, καθώς και οι συνταγές του Δ.Ν.Τ., και της λεγόμενης συναίνεσης της Ουάσιγκτον, η ιστορία της πραγματικής οικονομικής ζωής των εθνών, δεν μας προσφέρει κανένα παράδειγμα χώρας  περιφερειακής ή ημιπεριφερειακής, η οποία να ανέβηκε τα σκαλοπάτια του διεθνούς καταμερισμού εργασίας παραδιδόμενη στο ελεύθερο εμπόριο, πόσο μάλλον σε συνδυασμό και με την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων. Αλλά και αυτές που σήμερα λέμε πλούσιες χώρες και διευθύνουν την παγκόσμια οικονομία, χρησιμοποίησαν τον προστατευτισμό και τον κρατικό σχεδιασμό, για να προετοιμαστούν για να εισέλθουν στο στίβο του ελεύθερου εμπορίου.
Μέχρι και η Κίνα, που μετασχηματίστηκε σε παγκόσμιο παίκτη, χρωστάει πολύ περισσότερα στην κρατική της προστασία από τις παγκόσμιες δυνάμεις της αγοράς, παρά στους χαμηλούς μισθούς της.
Όπως διαπιστώνει και ο Ντάνι Ρόντρινκ, καθηγητής διεθνούς οικονομίας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, στο βιβλίο του «το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης» : «Ένας περίπλοκος κόσμος χρειάζεται πολιτικές αλεπούς. Αυτό είναι εξίσου λογικό με το να βάζουμε σήτα σε ένα ανοιχτό παράθυρο, σε έναν τέλειο κόσμο δεν θα υπήρχαν κουνούπια». Όταν δηλαδή η ελονοσία, έχει   εισβάλει στο σπίτι, τότε για να διώξουμε τα κουνούπια δεν χρειάζεται να κτίσουμε τα παράθυρα, αλλά αρκεί να βάλουμε σήτες.
Με άλλα λόγια, το ερώτημα  δεν είναι -όπως τίθεται  στην δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα- ή ευρωζώνη ή Αλβανία, ή Ε.Ε. ή αυτάρκεια, αλλά πόσες και ποιες είναι οι κατάλληλες σήτες, ώστε να δημιουργηθεί ένα παραγωγικό μοντέλο που χρησιμοποιώντας τους εγχώριους πόρους θα οδηγεί σε μια αυτοδύναμη αλλά όχι αυτάρκη οικονομία, που θα εξυπηρετεί τις δυνάμεις της εργασίας  και της δημοκρατίας.
Αντίθετα τα τελευταία τριάντα χρόνια, με την είσοδο στην ΕΟΚ αλλά και με την αποδοχή της συμφωνίας  του Μάαστριχτ και την είσοδο στο ευρώ, η μικρή παραγωγική βάση της χώρας  υποχώρησε σημαντικά και η Ελλάδα δορυφοροποιήθηκε έντονα από το ευρωπαϊκό κέντρο.
Οι οικονομικές συνθήκες στην Ε.Ε., αλλά πολύ περισσότερο στην ευρωζώνη τείνουν να ταυτιστούν με αυτές που επικρατούν στο εσωτερικό μιας χώρας, μια που υφίσταται κοινό νόμισμα, ελευθερία του εμπορίου και ελεύθερη διακίνηση των συντελεστών παραγωγής.
Ο σουηδός νομπελίστας οικονομολόγος και κοινωνιολόγος Μυρντάλ, έχει δείξει, ίσως καλύτερα από άλλους,  ότι ιδιαίτερα μέσα σε μια χώρα, αλλά και σε διεθνές επίπεδο, στον ανάλογο βαθμό που υπάρχει απελευθέρωση του εμπορίου και ελεύθερη διακίνηση των συντελεστών παραγωγής,  το κέντρο, οι ανεπτυγμένες περιοχές, αποψιλώνουν τις καθυστερημένες, έτσι οι διεθνείς   και οι περιφερειακές ανισότητες βαθαίνουν.
Οι επιχειρήσεις του κέντρου που διαθέτουν παραγωγικό πλεονέκτημα, λόγω υψηλής τεχνολογίας, δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, οικονομιών κλίμακας και συγκέντρωσης, και διάφορων ιστορικών λόγων, πλημμυρίζουν  με αγαθά την περιφέρεια,  σταδιακά την αποδυναμώνουν, δημιουργώντας ανεργία και τάση μετανάστευσης.
Το κέντρο ενισχύει την παραγωγική του βάση, καταλαμβάνει τις αγορές της περιφέρειας, αυξάνει τους μισθούς, ενώ συγχρόνως υποδέχεται εργατικό δυναμικό. Μεγαλώνει την αγορά του και με αυτό τον τρόπο, μπαίνει σε μια διαδικασία αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης, ή όπως λέει ο Μυρντάλ «σωρευτικής αιτιότητας»1.
Αυτή  η διαδικασία όταν πραγματοποιείται μέσα σε ένα εθνος-κράτος, έχει άλλες δικλείδες ασφαλείας, από ότι σε διεθνές επίπεδο. Αν π.χ., η Ηγουμενίτσα έχει αποψιλωθεί από την Αθήνα, υπάρχει ένα ενιαίο κράτος και κοινά ασφαλιστικά ταμεία, που θα πληρώσουν για την δημόσια εκπαίδευση, για τις συντάξεις των γερόντων, την περίθαλψη, τα επιδόματα ανεργίας. Δεν λέει κανείς στην Ηγουμενίτσα, βγάλτα πέρα μόνη σου.
Η παρούσα κατάσταση στην Ε.Ε., όπου οι  Βαυαροί  δεν θέλουν να ενισχύουν καν τις αδύναμες περιφέρειες της υπόλοιπης Γερμανίας,  η Καταλονία που θέλει να αποσχιστεί από την Ισπανία, αλλά και η εμφάνιση του ίδιου ζητήματος στην Σικελία, αλλά και στην Σκωτία, τα πενιχρά αισθήματα αλληλεγγύης που υπάρχουν στις χώρες της  Μπενελούξ για τον υπόλοιπο Νότο, αλλά και τα «αμοιβαία» αισθήματα των λαών των  PIIGSγια την Γερμανία, δείχνουν την «έκρηξη» των περιφερειακών και εθνικών ανισοτήτων, αλλά και της δυσφορίας για την Ε.Ε.,  που απειλούν όχι μόνο την συνοχή του ευρώ η της Ε.Ε., αλλά και των ίδιων των  κρατών.
Η τάση είναι η παραπέρα απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς σε υπερεθνικό επίπεδο, όπως μαρτυρούν η Δημοσιονομική συνθήκη και το  σύμφωνο της ανταγωνιστικότητας, άρα ενδυνάμωση των διεθνών και περιφερειακών ανισοτήτων, σε απόλυτη συσχέτιση με τις κοινωνικές ανισότητες.
Αυτή την στιγμή στο χώρο ή στην χώρα του ευρώ, οι πολυεθνικές και οι ισχυρές επιχειρήσεις της Γερμανίας και των δορυφορικών της χωρών, έχουν διεισδύσει και διεισδύουν ακόμη στις αγορές της περιφέρειας. Η πόλωση όμως στην ευρωζώνη θα ενταθεί από δύο επιπλέον παράγοντες. Ο πρώτος είναι η μετανάστευση που μας αφορά πολύ, διότι το ισχυρό χαρτί της Ελλάδας είναι το επιστημονικό της δυναμικό, μια νεολαία που μπορεί όχι μόνο να αποτελέσει την πιο ισχυρή παραγωγική δύναμη, αλλά και την νέα πολιτική πρωτοπορία, και η οποία απειλείται να απορροφηθεί από το ευρωπαϊκό κέντρο.
Ο δεύτερος είναι η αντιστροφή της φοράς ροής των κεφαλαίων λόγω αποπληρωμής χρεών του Νότου, η τουλάχιστον το πάγωμα της χρηματοδότησης των εξωτερικών ελλειμμάτων της περιφέρειας.
Η ακραία πόλωση που αντικειμενικά  διαμορφώνεται στο χώρο του ευρώ ή στην ευρωχώρα, σε συνθήκες διεθνούς αναστάτωσης ή κρίσης,   οδηγεί σε ασύμμετρες καταστάσεις ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια και σε διαφορετικές επιπτώσεις, αρά και κατανόηση της κρίσης στους ευρωπαϊκούς λαούς.
Ακόμη, και αν υποθέσουμε ότι η διαδικασία της αποψίλωσης της περιφέρειας, κάποια στιγμή πλησιάζει το όριο της. Τότε, υπάρχει ένας κανόνας που  έχει δείξει πρώτος ο Prebisch, και λίγο διαφοροποιούμενος  αργότερα, έχει μείνει στην  βιβλιογραφία   ως κανόνας των 45 του Krugman, η νόμος του Thirwall (!), που πάνω κάτω λέει, ότι αν η μια χώρα πουλάει μπανάνες και ελιές καλαμών και η άλλη χώρα μερσεντές και τηλεοράσεις και δεν υπάρχει εξωτερικός δανεισμός,  τότε είναι βέβαιο ότι  η χώρα που παράγει προϊόντα που στην αύξηση του εισοδήματος  ανεβαίνει πιο γρήγορα   η ζήτηση για αυτά, δηλαδή για τις μερσεντές   και τις τηλεοράσεις αναπτύσσεται αναλόγως ταχύτερα.
Η ελληνική οικονομία όπως  έχει υπολογίσει ο Θ. Μαριόλης, για να σταθεροποιήσει το ποσοστό ανεργίας της χρειάζεται μια ανάπτυξη της τάξης του 2%.
Μιλάμε, για να σταθεροποιηθούν ποσοστά ανεργίας με μια θάλασσα ανέργων, όχι για να μειωθεί η ανεργία. Η ελληνική οικονομία δεν φαίνεται την επόμενη δεκαετία-στο βαθμό που παραμείνει στο ευρώ- να μπορεί να χρηματοδοτήσει ελλείμματα του εξωτερικού τομέα μια που είναι αποκλεισμένη από κάθε πηγή εξωτερικού δανεισμού, αντίθετα θα πρέπει να εκρέουν κεφάλαια από αυτήν για αποπληρωμή. Για να αναπτύσσεται όμως με 2%, σε αυτές τις συνθήκες, θα πρέπει οι άλλες  χώρες του κέντρου  να αναπτυχθούν πολύ ταχύτερα, κάτι που δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Και από το παραπάνω συνάγεται το εξής: Η ελληνική οικονομία στο βαθμό που παραμείνει στο ευρώ, μετά από μια περίοδο βαθιάς ύφεσης, θα οδηγηθεί στην στασιμότητα. Δηλαδή δεν έχουμε να κάνουμε με το μοντέλο της κινεζοποίησης, χαμηλά μεροκάματα με αύξηση όμως της απασχόλησης, αλλά με την πακιστανοποίηση της χώρας. Ποσοστά ανεργίας αφρικανικού τύπου, τραγικοί μισθοί, κατάργηση του κοινωνικού κράτους, μια Ελλάδα φτωχιά και γερασμένη από την μετανάστευση.
Μπορούμε λοιπόν να κρατήσουμε το εξής συμπέρασμα για την Ε.Ε. και την ευρωχώρα,  τις ομόκεντρες ζώνες της υπερπαγκοσμιοποίησης. Το κέντρο μέσα από τις ανταγωνιστικές πιέσεις που ασκεί στις περιφερειακές χώρες, τις εγκλωβίζει σε ένα σύστημα περιορισμών. Ένα σύστημα περιορισμών που το κάνει πιο σιδερένιο, το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε., που καταργεί κάθε έννοια ανεξάρτητης βιομηχανικής και αγροτικής πολιτικής, προωθεί ιδιωτικοποιήσεις, απελευθερώνοντας συνέχεια   αγορές, από την ενέργεια μέχρι τις μεταφορές και τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Καταργείται λοιπόν στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη περιφέρεια από αυτούς τους περιορισμούς, η δυνατότητα για ανάπτυξη μέσα από μια εσωστρεφή και αυτοδύναμη διαδικασία. Αυτός ακριβώς είναι ο βασικός ορισμός της εξάρτησης όπως έχει διατυπωθεί και στο παρελθόν και από πολλές σχολές, με κέντρο βάρους την Λατινική Αμερική.
Με αυτήν την έννοια μέσα στην ευρωζώνη γεννιέται μια νέα  Λατινική Αμερική, μια ζώνη θυελλών που ξεκινάει από την Αθήνα και καταλήγει στην Λισαβώνα.  Δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι η αλυσίδα θα σπάσει. Μπορεί να μεταβληθούμε σε μια από τις Σικελίες της ευρωζώνης, η σε μια αποικία της Γερμανίας, αλλά μπορεί και σε ένα  Καράκας ή ένα σοσιαλιστικό Μπουένος Άιρες.
Τα χρόνια της ΕΟΚ και της κοινής αγοράς, λόγω ισχυρών κοινοτικών εισροών αλλά και ύπαρξης εθνικού νομίσματος, δεν συνειδητοποιήσαμε σαν λαός τις επιπτώσεις από την παραγωγική αποδιάρθρωση της πατρίδας μας.
Τα χρόνια του ευρώ, ο εξωτερικός δανεισμός, δημιούργησε μια πλαστή ευμάρεια  για την μεσαία τάξη. Έκρυψε την απώλεια του εθνικού νομίσματος και κατασκεύασε την ψευδαίσθηση της «ισχυρής» Ελλάδας. Πολλοί, δυστυχώς και η αριστερά χρησιμοποίησαν την παγκόσμια  κατάταξη της χώρας στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μετρούμενο σε δολάρια, παίρνοντας μάλιστα σαν έτος στόχο το 2008 που πιάστηκε και το ταβάνι. Το 2000 το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν 124 δις δολάρια, έξι δις λιγότερα από το 1995 και 30 περισσότερα από ότι το 1990.   Το 2008 ήταν 341 δις δολάρια, δηλαδή 2,75 φορές περισσότερα από ότι το 2000. Για να μην βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος, η μεγαλύτερη αύξηση αυτού του μεγέθους, οφείλεται στην ανατίμηση  του ευρώ έναντι του δολαρίου. Μια δεύτερη συνιστώσα της αύξησης είναι ο υψηλός ελληνικός πληθωρισμός που και αυτός φούσκωσε το παρατηρούμενο μέγεθος. Η τρίτη συνιστώσα   η μεσαία σε ποσοστό συμμετοχής στην ονομαστική αυτή αύξηση, η θεωρητικά πιο πραγματική είναι, η   αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης ανάμεσα στο 2000 και στο 2008, που και αυτή ήταν μη βιώσιμη με την έννοια ότι στηριζόταν εξ ολοκλήρου   στον  εξωτερικό δανεισμό.
Αντίθετα κανένα στοιχείο της ελληνικής οικονομίας δεν δικαιολογούσε μια πραγματική μεγέθυνση. Ο Θ. Μαριόλης  επιμένει στην αρθρογραφία του τελευταία, να τονίζει ότι η ελληνική οικονομία ήταν η μοναδική στην ζώνη του ευρώ που είχε όλα τα χρόνια αρνητική αποταμίευση.  Με άλλους όρους μας λέει, ότι δεν υπήρχε στην Ελλάδα κομμάτι της υπεραξίας, η του πλεονάσματος, που να συσσωρευόταν, να γινόταν επενδύσεις. Η με άλλα λόγια,  αν δεν δανειζόμασταν από το εξωτερικό, με το που μπήκαμε στο ευρώ θα είχαμε βρεθεί σε φάση αποανάπτυξης και ύφεσης.
Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι και με απλά ορθόδοξα οικονομικά όπως αυτά για τις άριστες νομισματικές περιοχές,  η καταστροφική επίπτωση του ευρώ για την Ελλάδα, ήταν εύκολα προβλέψιμη,  αλλά δεν είναι του  παρόντος.
Απουσία κάθε συζήτησης στην αριστερά, και κυριαρχούμενη από ιδεοληψίες, δεν διαπιστώθηκε ότι το ελληνικό καράβι με σημαία το ευρώ οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε μια θαλάσσια νάρκη. Ενώ είχαν δημιουργηθεί τεράστια εξωτερικά ελλείμματα, λόγω απώλειας ανταγωνιστικότητας, που τροφοδοτούσαν τα δημόσια ελλείμματα, ενώ οι τόκοι εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους σκαρφάλωναν συνέχεια, ενώ η σύνθεση του δημοσίου χρέους άλλαζε, και μετατρεπόταν σε  εξωτερικό, ενώ η διάρθρωση της οικονομίας χειροτέρευε, εγκαταλείποντας όλο και περισσότερο τους κλάδους διεθνών εμπορεύσιμων αγαθών και στρεφόμενη σε κλάδους όπως οι κατασκευές, που έφτασαν να συνεισφέρουν έμμεσα ή άμεσα στο 15% του ΑΕΠ και στο 17% της απασχόλησης,   παραμονές της κατάρρευσης, η αριστερά δήλωνε στην βουλή, ότι οι χώρες δεν χρεοκοπούν και όλα αυτά είναι πάνω κάτω ένα κόλπο. Η αλλιώς η αριστερά ξαναπιάστηκε με τις πυτζάμες.
Δυστυχώς σήμερα, επειδή η εξάρτηση της Ελλάδας βάθυνε μέσω του χρέους και παίρνει χαρακτηριστικά χρηματοπιστωτικής εξάρτησης, όπως επί Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου αλλά και επί σχεδίου Μάρσαλ, να μην το ξεχνάμε, κινδυνεύουμε να ζήσουμε  μορφές αποικιακής εξάρτησης παλιού τύπου. Η υποθήκευση του δημόσιου πλούτου, το είδος των δανειακών συμβάσεων η χρησιμοποίηση της χώρας μέσω ειδικών οικονομικών ζωνών για φτηνά εργατικά χέρια, το άνοιγμα των ορυχείων χρυσού στην Χαλκιδική, σχέδια σαν τον ήλιος, παραπέμπουν στην χρησιμοποίηση της Ελλάδας από την Γερμανία όπως εκμεταλλεύτηκε η Αγγλία τις Ινδίες .
Για αυτό εξ αρχής, είχαμε προτείνει την απελευθέρωση από τα δεσμά του χρέους που αναγκαστικά οδηγεί στην έξοδο από το  ευρώ και στην αναμέτρηση με το ευρωπαϊκό κέντρο.
Γνωρίζουμε ότι αυτό το πρόγραμμα  είναι μισό. Σε μια χώρα με τα διαρθρωτικά προβλήματα της Ελλάδας, και το βάθος της κρίσης, μια έξοδος και μια ανάκτηση των μέσων συναλλαγματικής, δημοσιονομικής, και νομισματικής πολιτικής είναι μόνο το πρώτο βήμα. Ίσως, αυτό είναι επαρκές για μια χώρα όπως η Ιταλία. Όμως δεν υπάρχει χειρότερα από την παραμονή στο ευρώ, και μία έξοδος πρέπει να κρίνεται συγκριτικά με την επιλογή και τις συνέπειες της παραμονής. Πρέπει να σπάσει η εξάρτηση, η οικονομική εξάρτηση, που γεννάει την πολιτική εξάρτηση της χώρας. Μαζί της θα θρυμματιστεί το παρασιτικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα, ανοίγοντας την δυνατότητα σοσιαλιστικού και αμεσοδημοκρατικού μετασχηματισμού.
Μας λείπει ένα συνολικό σχέδιο.  Η αριστερά, τα χρόνια που η Ελλάδα μπορούσε να πάρει ένα άλλο μονοπάτι, απαντούσε με όλες τις συλλογικές της εργασίες, αλλά και ιδιαίτερα με τα λόγια του Μπάτση το 1947, στην εργασία του η «Βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα» ότι:  «η Ελλάδα είναι μια  χώρα βιώσιμη και ότι η βιωσιμότητα της χώρας δεν έχει σχέση με την λογική της αυτάρκειας…αλλά με την δυνατότητα να ζήσει ο τόπος αναπτύσσοντας  με την εργασία των κατοίκων του, κατά κύριο λόγο, τις εσωτερικές παραγωγικές δυνάμεις που περικλείει». Εκεί εξηγώντας κλάδο-κλάδο, πως μπορεί να γεννηθεί μια αυτοδύναμη παραγωγική δομή,   έφτανε στο σημείο να ορίσει και τα σημεία χωροθέτησης των νέων βιομηχανικών συγκροτημάτων, όπως στην περιοχή του Αχελώου και Αλιάκμονα, για να είναι κοντά σε πηγές ενέργειας. Αφού, μας ξεκαθάριζε πως αυτό το σχέδιο που έχει στόχο το σοσιαλισμό,   δεν μπορεί να νικήσει, παρά μόνο μέσα από μια διαδικασία δημοκρατίας και λαϊκής ανάτασης,  σε μια παραπομπή τονίζεται το εξής: « η θεωρία της αντιπολίτευσης στην ΕΣΣΔ, έλεγε ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα στην ΕΣΣΔ, αν δεν γίνουν σοσιαλιστικές οι μεγάλες χώρες της Δύσης, Η «θέση» αυτή, σήμαινε εγκατάλειψη των σκοπών της μεγάλης Οκτωβριανής επανάστασης».
Αναλόγως σήμερα, ο «φόβος» μην μείνουμε μόνοι μας δεν πρέπει να  μας οδηγήσει στην αποδοχή μιας μοίρας γερμανικού προτεκτοράτου. Πέρα ότι ο φόβος αυτός είναι πλαστός, γιατί από τα 180 και πόσα κράτη του κόσμου, μόνο 27 είναι στην Ε.Ε., και μόνο 17 έχουν κοινό νόμισμα, άρα και μόνοι μας μπορούμε να προχωρήσουμε,  κάποιος, όμως, στην Αθήνα, στην Λισαβώνα, ή στην Μανδρίτη η ακόμη και στην Ρώμη πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα, αλλιώς θα πρέπει να περιμένουμε πότε  μια  κομμουνιστική ομάδα θα καταλάβει την εξουσία στην Γερμανία, η πότε θα αλλάξουν οι συσχετισμοί στις μεγάλες χώρες της Δύσης. Όπως ακριβώς, έπεσαν από το 73-77, οι δικτατορίες των συνταγματαρχών, του Σαλαζάρ, του Φράνκο στις χώρες του Νότου, έτσι σήμερα μπορεί να πέσει παράλληλα η χούντα του ευρώ και της Ε.Ε.. Για να κάνω μια ιστορική παρένθεση, έχω διαπιστώσει και ομολογώ ότι μου έχει κάνει εντύπωση, ότι στο πιο ακραίο από τα επαναστατικά ρεύματα και συγκεκριμένα στον Ισπανικό αναρχισμό, που διεύθυνε μια πραγματική επανάσταση στην Ιβηρική και στα 80 χρόνια που ρίζωσε στην Ισπανία, και μέχρι να εγκαταλείψει ηττημένος την Βαρκελώνη το 1939, δεν υπήρχε ποτέ η ανησυχία, ούτε καν το ερώτημα,  για το τι θα γίνει αν η αναρχία επικρατήσει μόνο στην Ισπανία.
Κλείνοντας, και για να ανοίξω το θέμα της γεωπολιτικής, που ακολουθεί, δεν δύναμαι να καταλάβω τις «πατριωτικές» ανησυχίες, εκείνες που λένε ότι μια έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε., υπάρχει περίπτωση να ενισχύσει την Τουρκία -πράγμα που δεν το πιστεύω-. Άλλωστε, πότε μας προστάτεψε η Ε.Ε.;  Είναι όμως δυνατόν να αποδεχτούμε την διατήρηση μιας κατάστασης υποτελούς χώρας, χωρίς εθνική κυριαρχία,  που απειλείται κυριολεκτικά με κατάσχεση, ενός γερμανικού προτεκτοράτου,  χάριν του φόβου της Τουρκίας;
(1): Στο κέντρο η αιτία που δημιουργείται ο πλούτος είναι ο πλούτος, αντίθετα στην περιφέρεια η πενία γεννάει  την πενία. Να σημειώσουμε, ότι αυτό το συμπέρασμα ότι η φτώχια είναι η αιτία της φτώχιας, το έβγαλε ο Μυρντάλ  ως κοινωνιολόγος, όταν μελέτησε την μαύρη κοινότητα των ΗΠΑ και το μετέφερε στις οικονομικές επιστήμες. Από εκεί προκύπτει η έννοια της «σωρευτικής αιτιότητας».
* μηχανικός, περιφερειολόγος, Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής
Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

 

OΜΙΛΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΜΑΑ 13/10/2012

Η αντιφατικότητα κι ο μοναδικός χαρακτήρας της σημερινής συγκυρίας επιβεβαιώνεται μεταξύ άλλων κι από ένα ακόμη γεγονός: ότι η ριζοσπαστική και επαναστατική Αριστερά δεν είναι το μόνο κέντρο που συζητάει και παλεύει για την έξοδο από το ευρώ. Σήμερα οι προβληματισμοί και οι στόχοι της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς εφάπτονται με φαινομενικά όμοιους προβληματισμούς στα πιο προωθημένα κέντρα του ιμπεριαλισμού.
Ξεπερνάω τις κατηγορίες περί «λόμπι της δραχμής», που επαναλαμβάνουν ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, κι ακόμη ΔΗΜΑΡ και ΛΑΟΣ οι οποίοι ευθύνονται για τη φτώχεια και τη χρεοκοπία, για δύο λόγους: Πρώτο, γιατί νομίζω ότι απλώς δεν υφίσταται τέτοιο κέντρο που να «χτίζει θέσεις» εκτός Ελλάδας με εξαγωγή κεφαλαίων ώστε σε περίπτωση νομισματικής μετατροπής να επωφεληθεί. Δεύτερο, ακόμη κι αν υπάρχει, είναι σημαντικά υποδεέστερο πολιτικά και οικονομικά από το «λόμπι του ευρώ», δηλαδή τμήματα του κεφαλαίου που εκμεταλλεύονται το υπάρχον καθεστώς ασυδοσίας στην κίνηση κεφαλαίων και ετοιμάζονται με τις ιδιωτικοποιήσεις να εξαγοράσουν τα πάντα (αξιοποιώντας τη δυνατότητα ανεμπόδιστων εισροών) ή επιλέγουν την μαζική φυγή (αξιοποιώντας τη δυνατότητα των ανεμπόδιστων εκροών). Συνεχίζοντας τον προβληματισμό περί «λόμπι της δραχμής» πρέπει να πούμε ότι ακόμη κι αν υφίσταται ως δυνατότητα πανεύκολα καθίσταται ανενεργή αν τεθούν φραγμοί στην κίνηση κεφαλαίων κι έτσι, για παράδειγμα, κάθε εισαγωγή κεφαλαίων να οφείλει να δικαιολογήσει την τοποθέτησή της, οπότε σχέδια εξαγορών γης, κατοικιών και μονάδων θα απαγορευτούν ή με την επιβολή ειδικών προστίμων θα γίνουν εντελώς ασύμφορα. Εργαλεία που τα χρησιμοποιούν κατά κόρον η Αργεντινή και η Βραζιλία, τα τελευταία χρόνια, για να αναχαιτίσουν την πλημμυρίδα ρευστού που απελευθερώνει η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, με τα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης. Δεν γίνεται επομένως Αλβανία όποια χώρα μετέρχεται τέτοιων μέσων, όπως συνήθως λέγεται.
Ας κρατήσουμε εδώ μια αντίφαση, μια περίεργη σιωπή. Ενώ η «Τρόικα εσωτερικού» και κυρίως ΠΑΣΟΚ – ΝΔ μας κατηγορούν ότι δουλεύουμε για το «λόμπι της δραχμής» (έτσι ώστε να στιγματίσουν τις σχετικές συζητήσεις και να μας εμφανίσουν ακόμη κι ως πράκτορες εχθρικών απέναντι στην κοινωνία οικονομικών συμφερόντων) την ίδια στιγμή αξιόπιστες συζητήσεις και προβληματισμοί που διεξάγονται σε πολύ υψηλά επίπεδα της αστικής τάξης αποσιωπώνται, δεν φτάνουν ποτέ στην Ελλάδα. Ξεχωρίζω: τις προτάσεις της Ντόιτσε Μπανκ (η οποία ας αναρωτηθούμε γιατί ποτέ δεν χαρακτηρίστηκε «λόμπι της δραχμής»...), των γερμανών υπερνεοφιλελεύθερων με επικεφαλής τον Χανς Βέρνερ Ζιν και πιο πρόσφατα την βραβευμένη μελέτη του Ρότζερ Μπουτλ που προσφέρει έναν λεπτομερή οδικό χάρτη για την έξοδο από το ευρώ των αδύνατων μελών της ευρωζώνης.
Τρία είναι τα κοινά χαρακτηριστικά των προτάσεων που διατυπώνονται από αστικά κέντρα καταλήγοντας στην διάσπαση της ευρωζώνης: Πρώτο, ο ρεαλισμός, δηλαδή ο σεβασμός της οδυνηρής πραγματικότητας που έχει δημιουργήσει το ενιαίο νόμισμα. Μια παραδοχή, με άλλα λόγια, ότι δεν πάει άλλο με την υπάρχουσα μορφή της νομισματικής ενοποίησης που έφτασε στα όρια της. Δεύτερο χαρακτηριστικό τους είναι η διάθεση να αποτρέψουν τα χειρότερα για το κεφάλαιο. Για παράδειγμα, μια αποχώρηση από το ευρώ και παύση πληρωμών του χρέους κάτω από την λαϊκή πίεση και τους εργατικούς αγώνες. «Να μην γίνει η Ελλάδα κι ο ευρωπαϊκός Νότος Αργεντινή», θα λέγαμε ξέροντας μάλιστα ότι στην Αργεντινή ήταν αστικά κι όχι εργατικά συμφέροντα ανοιχτά στην πάλη για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό που σφράγισαν και διαχειρίστηκαν την απο-δολαριοποίηση της οικονομίας και την παύση πληρωμών, χωρίς φυσικά να πρέπει να υποτιμούμε καθόλου τις θετικές επιπτώσεις που είχε αυτή η μεταβολή στον λαό της Αργεντινής. Το τρίτο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η μέριμνα για το πως η επόμενη μέρα της εξόδου δεν θα γυρίσει μπούμεραγνκ για τον ιμπεριαλισμό. Μπούμερανγκ θα γύρναγε, για παράδειγμα, αν η Ελλάδα καθόριζε μια ανταγωνιστική ισοτιμία για το εθνικό της νόμισμα, που θα δημιουργούσε προβλήματα στη γερμανική εξαγωγική μηχανή ή αν δεν πλήρωνε το δημόσιο χρέος της.
Ας δούμε τι περιλαμβάνουν αυτές οι προτάσεις και τι σημαίνει η κάθε μία. Σε αδρές γραμμές δύο είναι οι προτάσεις, παρότι έχουν δει το φως της δημοσιότητας κι άλλα σχέδια που συμπληρώνονται ή επικαλύπτονται από τις δύο προτάσεις που θα αναλύσω.
Η πρώτη είναι της Ντόιτσε Μπανκ και κατατέθηκε ολοκληρωμένη σε έκθεσή της με ημερομηνία 18 Μαΐου 2012. Εν ολίγοις προβλέπει την παράλληλη κυκλοφορία δύο νομισμάτων στην Ελλάδα: του Geuro και του ευρώ. Με το πρώτο θα πληρώνονται οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι. Το δεύτερο νόμισμα θα διευκολύνει τον εξωτερικό τομέα της οικονομίας: Δηλαδή την αστική τάξη και τα μικρομεσαία στρώματα στις αγορές εισαγόμενων και πολυτελών ειδών και το κράτος στην αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Περιττό να ειπωθεί ότι πρόκειται για κοινωνικά καταστροφικό σχέδιο καθώς θα σημάνει ένα νομισματικό απαρτχάιντ, την δημιουργία μιας δυαδικής κοινωνίας. Στο πλαίσιο της τα φτωχότερα στρώματα θα συναλλάσσονται με μια διαρκώς υποτιμούμενη δραχμή χωρίς πρόσβαση ούτε καν στις γνωστές αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Από την άλλη το σταθερό ευρώ θα είναι το νόμισμα των συναλλαγών μιας μειοψηφίας που θα έχει ανεμπόδιστη πρόσβαση σε εισαγόμενα αγαθά.
Το ζητούμενο για τον γερμανικό ιμπεριαλισμό από το σχέδιο της διπλής κυκλοφορίας είναι να συνεχίσει να αποπληρώνεται το δημόσιο χρέος. Να μην επιχειρήσει δηλαδή το κράτος να μετατρέψει σε εθνικό νόμισμα τις διεθνείς του υποχρεώσεις, επικαλούμενο την νομισματική αλλαγή, κάτι που θα σήμαινε σημαντικές απώλειες για τους δανειστές μας, λόγω της υποτίμησης.
Η δεύτερη πρόταση του Χανς Βέρνερ Ζιν προβλέπει την έξοδο μεν από το ευρώ αλλά τη χορήγηση καθεστώτος συνδεδεμένων μελών στις χώρες που αδυνατούν να ακολουθήσουν (associated members). Στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος η μελλοντική δυνατότητα επιστροφής στο ευρώ θα λειτουργεί ως κίνητρο. Άμεσα αυτό που θα υπάρχει είναι η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών, με ένα περιθώριο διακύμανσης ± 15% για παράδειγμα γύρω από την κεντρική ισοτιμία του ευρώ. Το περιθώριο αυτό θα στενεύει με την πάροδο του χρόνου, υποδεικνύοντας ότι η «περίοδος μαθητείας» φτάνει στο τέρμα της. Κι όταν κλειδώσει τότε θα γίνεται η πλήρης επανένταξη στο ευρώ.
Το ζητούμενο για τον γερμανικό ιμπεριαλισμό από αυτό το σχέδιο είναι να συνεχίζει ο ίδιος να καθορίζει την συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής. Έτσι να αποτραπούν ανταγωνιστικές υποτιμήσεις όπως αυτές που κυριαρχούσαν μέχρι την έλευση του ευρώ και δεν επέτρεπαν στο γερμανικό καπιταλισμό να κεφαλαιοποιήσει σε πανευρωπαϊκή κλίμακα τα οφέλη που εξασφάλιζε από την τεχνολογική του ανωτερότητα ή την ευκολία του να νικάει επί του ταξικού του αντιπάλου.
Η πραγματικότητα είναι πως η σχετική συζήτηση για την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, το Grexit όπως λέγεται, το τελευταίο διάστημα έχει κοπάσει. Αυτό συμβαίνει κατά την γνώμη μου για δύο λόγους, αν αφήσουμε εκτός προβληματισμού τους κινδύνους που δημιουργούνται από μια πιθανή μετάσταση της κρίσης σε Ισπανία και Ιταλία ή την ανεπαρκή προετοιμασία μηχανισμών όπως ο ESM: Οι συζητήσεις για την έξοδο της Ελλάδας έχουν περιοριστεί εξ αιτίας, κατ' αρχάς, της σχετικής νηνεμίας που επικράτησε στο κίνημα, μετά τις εκλογές, λόγω κυριαρχίας κοινοβουλευτικών αυταπατών και μιας μακαριότητας από την μεριά του ΣΥΡΙΖΑ που καταλήγει στο ότι οι άλλοι, πολύ σύντομα, θα αποτύχουν και τότε θα έρθουμε εμείς να λύσουμε όλα τα προβλήματα, που ως γνωστό έχουμε στο τσεπάκι μας τις λύσεις και την τεχνική επάρκεια. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής ελάχιστη σημασία δίνεται στο αν μέχρι τότε οι 3.000 αυτοκτονίες θα έχουν γίνει 6.000 αν οι συντάξεις θα έχουν φτάσει στα 200 ευρώ κι αν θα έχουν ξεπουληθεί όλες οι ΔΕΚΟ και τα νησιά. Πρόκειται για μια λογική που καλλιεργεί την ηττοπάθεια και τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες και στην πραγματικότητα απομακρύνει το στόχο της ανατροπής αυτής της πολιτικής.
Αρκεί να θυμηθούμε για παράδειγμα τις προτάσεις που κατέθεσε ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος του ευρωκοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, στο περιοδικό Σπίγκελ αρχές Σεπτέμβρη, αντανακλώντας την σχετική ελευθερία που τους δίνει η υποχώρηση του κινήματος να καταστρώνουν μόνοι τους σχέδια. Πρότεινε εν ολίγοις, μετατροπή της Ελλάδας σε μια απέραντη ΕΟΖ και ανάθεση των πολιτικών αποφάσεων σε κοινοτικές υπηρεσίες. Αν υλοποιηθούν αυτά τα δύο μέτρα τότε πραγματικά λύνεται για το κεφάλαιο το ελληνικό πρόβλημα. Περιττό να ειπωθεί πως η συνάντησή που είχε με τον Μάρτιν Σουλτς ο Αλέξης Τσίπρας κατλά την πρόσφατη επίσκεψη του στις Βρυξέλλες, πρόσφερε τις χειρότερες υπηρεσίες στο κίνημα καθώς νομιμοποίησε αυτή τη συζήτηση.
Ο δεύτερος λόγος για την υποχώρηση των συζητήσεων περί εξόδου της Ελλάδας σχετίζεται με την πρόσκαιρη χαλάρωση της δημοσιονομικής κρίσης που έφερε στο μέτωπο το PSI και ειδικότερα οι μειωμένες πληρωμές για τόκους.
Πιστεύω ωστόσο ότι σύντομα οι συζητήσεις για έξοδο της Ελλάδας θα επανέλθουν δριμύτερες υπό το φως δύο εξελίξεων. Η πρώτη είναι οι αυξανόμενες κοινωνικές αντιστάσεις που θα αποδείξουν ότι σχέδια σαν και αυτό του Σουλτς θα μείνουν στα χαρτιά κάτω από μαχητικούς και ανυποχώρητους αγώνες. Η δεύτερη εξέλιξη που θα επαναφέρει στο προσκήνιο τις συζητήσεις για αποπομπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη σχετίζεται με την ανεξέλεγκτη πορεία που ακολουθεί το δημόσιο χρέος και τις δυσκολίες που υπάρχουν για μια ήπια διαχείρισή του.
Υπ' αυτήν την προοπτική, της επιστροφής των συζητήσεων για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, ο κίνδυνος που διατρέχουμε είναι σαφής: Η πρότασή μας να χάσει τον ανατρεπτικό της χαρακτήρα και τον ειδοποιό διαφορά της από ομόηχες αστικές προτάσεις που εδράζεται στο εξής σημείο, κατά την άποψή μου: Ότι η έξοδος από το ευρώ είναι μια άμεση πρόταση η οποία:
βελτιώνει τη θέση της κοινωνικής πλειοψηφίας, καθώς επιτρέπει την άσκηση αναδιανεμητικής πολιτικής πλήττει τα αστικά συμφέροντα και τις διασυνδέσεις της αστικής τάξης με τον ιμπεριαλισμό, ενώ ταυτόχρονα διευκολύνει την πάλη για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό καθώς καθιστά εκ νέου προσβάσιμο στην λαϊκή πάλη το πεδίο της νομισματικής πολιτικής.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν βοηθούν την πάλη της Αριστεράς και του κινήματος οι δηλώσεις στην εφημερίδα Τα Νέα την Τετάρτη 10 Οκτωβρίου του προέδρου του Αριστερού κόμματος Γερμανίας, Ντε Λίνκε, ότι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα σημάνει ανθρωπιστική καταστροφή. Οι δηλώσεις του λειτουργούν αρνητικά γιατί κάνει σαν να μη γνωρίζει πως ανθρωπιστική καταστροφή έχουμε σήμερα, παραμένοντας στο ευρώ. Η επιχειρηματολογία του επίσης είναι εξ ίσου προβληματική, καθώς υποστηρίζει πώς αν βγούμε το μάρκο θα ανατιμηθεί. Να μένει λοιπόν στην ευρωζώνη η Ελλάδα κι οι περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης για να μπορεί η Γερμανία να ακολουθεί την σημερινή προσανατολισμένη στις εξαγωγές πολιτική...
Προϋπόθεση έτσι ώστε η πάλη για έξοδο από το ευρώ να μην εκφυλιστεί σε μια διαχειριστική – τεχνοκρατική πρόταση ή σχέδιο επιβεβλημένο από το εξωτερικό, είναι να συνδυαστεί άρρηκτα με τα ακόλουθα τέσσερα πολιτικά μέτρα και ένα τεχνικής φύσης:
Το μέτρο «τεχνικής φύσης» είναι ο διοικητικός καθορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας της νέας δραχμής για ένα μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα έτσι ώστε να αποτραπούν φαινόμενα σαν κι αυτά που βλέπουμε στο Ιράν τις δύο τελευταίες εβδομάδες. Δηλαδή φαινόμενα κερδοσκοπικών επιθέσεων και εκδικητικής βίαιης υποτίμησης του νέου νομίσματος που στόχο έχουν να δημιουργήσουν εσωτερικά μέτωπα στο καθεστώς του Αχμαντινετζάντ ώστε να διευκολυνθούν σχέδια ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Στην Ελλάδα, το συνάλλαγμα που έρχεται κάθε χρόνο από τον τουρισμό μπορεί να λύσει πρακτικά προβλήματα στις διεθνείς συναλλαγές της χώρας.
Άμεση παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους, πάλη για διαγραφή όλου ή του μεγαλύτερου μέρους, με τη βοήθεια του λογιστικού ελέγχου.
Σύγκρουση και ρήξη με την ΕΕ κι όχι συναινετική αποχώρηση, ακόμη κι αν η τυπική έξοδος δεν γίνει άμεσα.
Εθνικοποίηση των τραπεζών, με εργαλείο τα μυθικά ποσά που έχουν λάβει από το 2008 και υπερβαίνουν ένα ετήσιο ΑΕΠ και στόχο την εξυπηρέτηση της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Τέλος, αλλά πρώτο σε σημασία είναι ο στόχος αυξήσεων σε μισθούς, συντάξεις, επιδόματα ανεργίας και μαζικών προσλήψεων σε κοινωνικές υπηρεσίες (παιδεία, υγεία, πολιτισμός, περιβάλλον) έτσι ώστε η επανεκκίνηση της οικονομίας να γίνει με μοχλό την εσωτερική ζήτηση και μέσο το αυξημένο περιθώριο δράσεων που παρέχει το εθνικό νόμισμα. Ανατροπή σε κάθε περίπτωση του δόγματος «προέχει η σταθεροποίηση της οικονομίας», όπως δήλωσε στο Βήμα ο Γιώργος Σταθάκης, διαβεβαιώνοντας έτσι την αστική τάξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξασφαλίσει τη συνέχιση (και σε αυτό το πλαίσιο την διόρθωση ή τον εξανθρωπισμό) κι όχι την ανατροπή της σημερινής καταστροφικής πολιτικής, από τα κάτω και τα αριστερά, όπως είναι το διακύβευμα.
Οι τέσσερις τελευταίοι στόχοι αποτελούν κατά τη γνώμη μου το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο ο στόχος της εξόδου από το ευρώ μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την αντικαπιταλιστική έξοδο από την σημερινή, κοσμοϊστορική κρίση και όρος για να μπορούμε να πούμε ότι ως επαναστάτες φανήκαμε αντάξιοι των προκλήσεων που έθεσε η σημερινή ανεπανάληπτη ιστορική συγκυρία.
Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012


Γιατί η ΕΕ και το ευρώ αποτελούν κομβικά πολιτικά ζητήματα

Χρίστου Κατσούλα, τοποθέτηση εκ μέρους της Παρέμβασης στην ημερίδα του ΜΑΑ Σάββατο, 13 Οκτωβρίου
Α. Κομβικά πολιτικά ζητήματα ή τα πλέον κρίσιμα πολιτικά ζητήματα; Είναι κρίσιμα αντικειμενικά, επειδή το συγκεκριμένο πλαίσιο, της ΕΕ και της ΟΝΕ, παίζει καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση, τη γιγάντωση, την διαιώνιση της κρίσης, στο βάθαιμά της, στην αδυναμία εξόδου από αυτήν. Το πλαίσιο της ΕΕ και της ΟΝΕ κάνει μια βαθιά, γενική κρίση του καπιταλισμού, να είναι πολύ πιο επίπονη, να εκτείνεται στο διηνεκές, να πληρώνεται βαρύς φόρος αίματος. Το πλαίσιο αυτό έχει ήδη καταργήσει δημοσιονομικά και νομισματικά εργαλεία και πολιτικές που θα μπορούσαν ακόμη και κατά την αστική πολιτική οικονομία να παίξουν ρόλο πρόνοιας και προστασίας.
Αν σήμερα μιλάμε για την κρίση στην Ελλάδα μιλάμε πρώτα από όλα για τις συνέπειες της ένταξης στην ΕΕ και στην ΟΝΕ. Αν σήμερα μιλάμε για το θανάσιμο σπιράλ της Ε/Ζ μιλάμε πρώτα από όλα για τις δομικές αναπηρίες του κοινού νομίσματος.
Αλλιώς πώς μπορούμε να εξηγήσουμε;
Ότι η Ευρωζώνη είναι ο αδύναμος κρίκος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης; Ότι η κρίση χρέους τσάκισε πριν από όλα την περιφέρεια; Ότι υπάρχει αδυναμία ανάταξης της Ε/Ζ συνολικά. Ότι βουλιάζουν όλο και περισσότερες χώρες χωρίς σταματημό.
Γιατί χρεοκόπησε πχ η Ελλάδα και όχι η Τσεχία; Η Ιταλία και όχι η Μ. Βρετανία; Αν δεν μείνουμε στο έδαφος του δογματισμού, η ιδιαίτερη αιτία της τόσο βαθιάς και αναπόφευκτης χρεοκοπίας αφορά την ενοποίηση και το νόμισμα.
Αντί για την τύφλωση κυριάρχησε στα πρώτα βήματα της κρίσης -(θυμάστε τη δήλωση της τότε Ανανεωτικής Πτέρυγας “ευτυχώς που η Ελλάδα είναι στο ευρώ, αλλιώς οι συνέπειες θα ήταν πολύ βαρύτερες” τον Δεκέμβριο του 2009, ή τη ρήση Πρετεντέρη “ας ανάψουμε ένα κεράκι στο ευρώ που μας γλύτωσε”;), σήμερα κυριαρχεί η υποτίμηση, το κρύψιμο, η υποβάθμιση του ρόλου της ΕΕ, της παραμονής της χώρας σε αυτή. Λες και είναι άσχετη η οξύτητα και η ένταση της ελληνικής χρεοκοπίας με την ένταξη της χώρας σε αυτή. Λες και είναι άσχετη η αδυναμία πολιτικών αντιστροφής ή έστω παγίωσης της σημερινής κόλασης με την παραμονή, ακόμα και σήμερα της χώρας σε αυτή.
Αυτό σημαίνει ότι η σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ και το ευρώ, δεν είναι απλά ένα κορυφαίο πολιτικό ζήτημα, είναι το κορυφαίο πολιτικό ζήτημα. Είναι κορυφαία πολιτικά ζητήματα ούτως ή άλλως. Όχι για την αριστερά. Αλλά και για την αστική τάξη, και για τον ιμπεριαλισμό. Μόνο που αυτοί το παραδέχονται, το προπαγανδίζουν ανοικτά, βάζουν τα διλήμματά τους. Αυτοί που δεν παραδέχονται το κορυφαίο πολιτικό ζήτημα ως κορυφαίο πολιτικό ζήτημα, είναι η δική μας πλευρά. Η αριστερή πολιτική, η πολιτική που θα έπρεπε να εκφράζει τον κόσμο της εργασίας.
Ορισμένες κωδικές διαπιστώσεις:
1.       Ντιρεκτίβες, απαγορεύσεις, πρόστιμα, μετανάστευση παραγωγικών μονάδων, κατάρρευση της εγχώριας παραγωγής, χωρίς περιορισμούς και πρόνοιες εισαγωγές, οδήγησαν στη σύγχρονη Ελλάδα που εισάγει χωρίς να παράγει. Όλα τα παραπάνω ήταν αποτελέσματα της ένταξης.
2.      Ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας ανατινάχτηκαν υπό ευρωπαϊκή καθοδήγηση και εντολή, και η χώρα μετατράπηκε σε οικονομία ενός εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού, με διαλυμένη της παραγωγική της βάση.
3.      Η ανταγωνιστικότητα που σήμερα μας επιβάλει να γίνουμε Βουλγαρία, ή χειρότερα Πακιστάν, (ώστε να κατορθώσουμε να μείνουμε στην ΟΝΕ), ανατινάχτηκε με την πολιτική της σκληρής δραχμής πριν είκοσι χρόνια, ώστε να μπούμε στην ΟΝΕ.
4.      Η ένταξη της χώρας στη χρεομηχανή από τις αρχές του 80, μετατράπηκε γρήγορα σε θανατηφόρο βρόγχο, όσο απαδιαρθρωνόταν ελέω ΕΕ η παραγωγή. Μπήκαμε στην τελική ευθεία με το κοινό νόμισμα. Στην πρώτη κρίση μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, η Ελλάδα θα πέθαινε από το χρέος.
5.      Ο δανεισμός στο σκληρό και διεθνώς αξιόπιστο νόμισμα (το μοναδικό πραγματικό πλεονέκτημα), έγινε πληγή καθώς έκανε τη χώρα να αναπτύσσεται με δανεικά, κρύβοντας ότι η ψηλή ανάπτυξη ήταν όχι μόνο ταξική, αλλά αυτοναρκοθετημένη. Η ελληνική χρεοκοπία είναι ένα χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου.
6.      Η Ελλάδα πλήρωσε πανάκριβα την ένταξή της στην ΟΝΕ, ταξικά και εθνικά, χωρίς να απολαύσει την πολυδιαφημισμένη προστασία που θα μας παρείχε το ισχυρό νόμισμα σε περιόδους κρίσης. Ανατρέξτε στις δηλώσεις που εμφάνιζαν την ένταξη ως όπλο σε περιόδους κρίσης. Γίνονταν μέχρι και τότε που η Ελλάδα βούλιαζε στην χρεοκοπία.
7.      Η απώλεια της νομισματικής πολιτικής με την ένταξη στο ευρώ, έκανε το χρέος ανεξέλεγκτο, καταργώντας τις πολιτικές διαχείρισης ή συγκράτησής του. Στο δίλημμα θάνατος από το χρέος ή έξοδος από το ευρώ, το αστικό πολιτικό σύστημα έχει σαφώς επιλέξει τον θάνατο της χώρας και της κοινωνίας.
Τι ανέδειξε λοιπόν η καπιταλιστική κρίση γενικά, η ευρωπαϊκή κρίση ειδικότερα και συγκεκριμένα η ελληνική χρεοκοπία; Ότι η ΕΕ και το ευρώ η πηγή και οι αιτίες αυτού του πρωτοφανούς βαθμού οξύτητας και βάθους της κρίσης στην Ευρώπη.
Δεν αποτελούν το πλαίσιο της λύσης, δεν αφορούν το πλαίσιο της απάντησης. Είναι το πρόβλημα. Και όσο αναζητούμε τη λύση στο πεδίο του προβλήματος, θα ανακυκλώνουμε τη μνημονιακή πολιτική με τα γνωστά μέχρι σήμερα αποτελέσματα.
Στα πολιτικά πράγματα δεν ισχύει η ομοιοπαθητική. Δεν θεραπεύεις τα προβλήματα που δημιουργεί η ΕΕ παραμένοντας στο πλαίσιο της ΕΕ, όπως και δεν θεραπεύεις τα προβλήματα που προκαλεί ο ν/φ παραμένοντας στο πλαίσιο του ν/φ.
Β. Κορυφαία πολιτικά ζητήματα για μια αριστερή, αντισυστημική διέξοδο από την κρίση.
Η αντιπαράθεση με ΕΕ και ευρώ φέρει πολιτικό και ιδεολογικό φορτίο για την αριστερά. Είναι θεμελιώδης και κεντρική αντιπαράθεση με τον παγκοσμιοποιημένο ιμπεριαλισμό που αναδείχτηκε στον εικοστό αιώνα και που γιγαντώθηκε ανεξέλεγκτα μετά το κλείσιμο μιας μεγάλης περιόδου διάσπασης του συστήματος σε Ανατολή και Δύση.
Το ιστορικό ατύχημα του 20ου αιώνα αντιμετωπίστηκε αρχικά με το τέλος του κοινωνικού κράτους. Είναι η εποχή που ανατέλλει ο νεοφιλελευθερισμός. Συνεχίστηκε με την πλήρη ενσωμάτωση της σοσιαλδημοκρατίας στον νεοφιλελευθερισμό. Ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί ως μοναδικό μοντέλο πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης του συστήματος. Σήμερα παίρνει ακόμα αντιδραστικότερη μορφή στην περίοδο της κρίσης (απώλεια εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, προοκτωβριανά τοπία, κοινωνικός μεσαίωνας).
Αν το δούμε ιστορικά, μια σημερινή έστω ρήξη με την ΕΕ και το ευρώ απελευθερώνει την αναζήτηση ενός νέου κόσμου μετά την χρεοκοπία του υπαρκτού καπιταλισμού, και ανοίγει θέμα κοινωνικής απελευθέρωσης και αλληλεγγύης των λαών στον 21ο αιώνα.
Ακόμα περισσότερο: Αντιμνημονιακή πολιτική χωρίς αντιιμπεριαλιστικά, χωρίς αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, ή χωρίς σύγκρουση με το διεθνές πλαίσιο (ΕΕ), αλλά και χωρίς την ανατροπή των πολιτικών που τσακίζουν τον κόσμο της εργασίας δεν είναι αντιμνημονιακή πολιτική. Είναι πολιτική επαναδιαπραγμάτευσης. Και όπως μας έμαθε με οδυνηρό τρόπο η τρικομματική συγκυβέρνηση και ο πρώην σύντροφος Κουβέλης, οδηγεί αναπόφευκτα στην εφαρμογή κι άλλων ατέλειωτων μνημονίων. Αντιμνημονιακή πολιτική χωρίς σύγκρουση με αυτό το πλαίσιο είναι κίβδηλη, γιατί δεν τροποποιεί και δεν ανατρέπει: α) τους όρους γέννησης της χρεοκοπίας, β) τα εργαλεία επιβολής της, και γ) τις συνέπειες που έχουν ήδη δημιουργηθεί.
Κορυφαία πολιτική σύγκρουση με την ΕΕ και το ευρώ σημαίνει κορυφαία πολιτική σύγκρουση με τον αστισμό και το πολιτικό του προσωπικό. Γιατί η πίστη στην ενοποίηση και στο νόμισμα, η λυσσώδης προσπάθεια να κρατήσουν την Ελλάδα ημιθανή και το λαό εξαθλιωμένο, αλλά μέσα στην ΕΕ και στην ΟΝΕ, αποτελεί το στρατηγικό σημείο σύγκλισης του πολιτικού συστήματος. Εκεί είναι το συμφωνημένο πλαίσιο της τρικομματικής συγκυβέρνησης, όχι στην διαπραγμάτευση του μνημονίου. Εκεί είναι η προγραμματική βάση του κόμματος του ευρώ που κυβερνά την χώρα ανελλιπώς.
Η σύγκρουση με την ΕΕ και το ευρώ, είναι κορυφαία διαδικασία απελευθέρωσης της λαϊκής συνείδησης. Γιατί σήμερα αυτά αποτελούν τα καθοριστικά εμπόδια στη λαϊκή οπτική. Ο μεγαλύτερος αγώνας είναι ο αγώνας για να τροποποιηθούν οι αντιλήψεις και οι ιδέες που έχουν οι λαϊκές τάξεις. Για αυτή λοιπόν τη λαϊκή συνείδηση η ΕΕ αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί (όλο και λιγότερο ευτυχώς) το όριο, το ανυπέρβλητο φετίχ, το εμπόδιο που δεν μπορούμε και δεν πρέπει να υπερβούμε.
Χρόνια πολλά η ιδεολογία της αστικής τάξης έγινε ιδεολογία των μαζών, έγινε κυρίαρχη και δεσπόζουσα. Με πολλές ανακρίβειες, πολύ ψέμα, πλύση εγκεφάλου, πραγματικότητες παραστάσεων. Σε αυτό βοήθησαν οι πολιτικές της αριστεράς και ειδικά του αριστερού ευρωπαϊσμού, αλλά και οι αδρανείς δυνάμεις της μέχρι πρότινος αντιμπεριαλιστικής αριστεράς.
Δημιουργήθηκε έτσι μια μοναδική λογική, η λογική του μονόδρομου, η φυλακή της λαϊκής σκέψης που βλέπει «αδιέξοδα» σε άλλες λύσεις. Γι' αυτό και ατονεί, αδρανοποιείται, εγκλωβίζεται, απελπίζεται και αποκαρδιώνεται. Γιατί ζητήθηκαν πολλές θυσίες και θα ζητηθούν και άλλες, γιατί δικαιολογούνται πολλά και θα δικαιολογηθούν περισσότερα για να παραμείνουμε στον κολασμένο παράδεισο του ευρώ. Οφείλουμε σήμερα, σε μια αποφασιστική καμπή του λαϊκού παρατεταμένου αγώνα, να σπάσουμε το ισχυρό σημείο της αστικής άμυνας, που είναι παράλληλα το κομβικό σημείο παράλυσης για έναν λαϊκό και πολιτικό ξεσηκωμό.
Μιλάμε ενιαία για ευρώ και ΕΕ γιατί ευρώ χωρίς ΕΕ δεν γίνεται και πλέον ΕΕ χωρίς ευρώ σημαίνει αυτοδιάλυση της ΕΕ. Το ευρώ δεν είναι απλά σύμβολο αλλά υπαρκτή όσο και στρατηγική πολιτική, κεντρικό εργαλείο α) ιμπεριαλιστικής ανάδειξης, μέσα από μια πλήρη εθνική ανισοτιμία των χωρών που μετέχουν, και β) ταξικής πολιτικής (ως το μοναδικό εξορισμού ταξικό νόμισμα χάρις στις συνθήκες που το διέπουν). Και βέβαια φαντάζουν αστείες οι αιτιάσεις της πασοκικής σοσιαλδημοκρατίας που ανακάλυψε ξανά προσφάτως την αριστερά, ότι πρόκειται για στενά οικονομικίστικο και νομισματικό ζήτημα, που κρύβει την Πολιτική με Π κεφαλαίο, δηλαδή την δυνατότητα μιας διαπραγμάτευσης με τους εταίρους, παραμένοντας στο πλαίσιο της Ε/Ζ. Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, αλλά ας μην τα κάνει θεωρία.
Τέλος για μια αριστερή πολιτική, η ΟΝΕ και η ΕΕ αποτελούν κορυφαίο δείγμα εκχώρησης της λαϊκής κυριαρχίας και εθνικής ανεξαρτησίας. Αλλά και κομβικά στοιχεία για τη ρήξη και την ανατροπή της εξάρτησης. Αποτελεί τέλος κεντρικό πεδίο αποκάλυψης των ακροδεξιών ναζιστικών πολιτικών της «Χρυσής Αυγής» και των υπολοίπων δεξιών και δήθεν αντιμνημονιακών δυνάμεων που παρά τον πατριωτισμό που ξεχύνεται από τα πατζάκια τους, ανατριχιάζουν στην ιδέα εξόδου από την ΕΕ και το ευρώ.
Κλείνοντας, σήμερα είναι ζητούμενο η διέξοδος από την κρίση σε όφελος του λαού, η παραγωγική ανασυγκρότηση, ο ριζικά διαφορετικός προσανατολισμός της οικονομίας, η κοινωνική δικαιοσύνη, ο κοινωνικός μετασχηματισμός.
Μπορούν να υπάρξουν στο πλαίσιο που συζητάμε;
Μπορούν να ζητιούνται όλα τα παραπάνω, που είναι φραστικά ανώδυνα, αλλά στην πραγματικότητα πολιτικά επώδυνα, και ταυτόχρονα να κρύβεται η αναγκαία προϋπόθεση αν όχι της άμεσης ρήξης, τουλάχιστον του εναλλακτικού σχεδίου που πρέπει να υπάρξει;
Γιατί παραγωγική ανασυγκρότηση, με κοινοτικό κεκτημένο την ΚΑΠ, χωρίς δυνατότητα νομισματικής πολιτικής και εθνικού νομίσματος, χωρίς λαϊκή κυριαρχία και ανεξαρτησία, χωρίς δική σου δημοσιονομική πολιτική δεν γίνεται.
Η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ δίνει την δυνατότητα για την υλοποίηση ενός οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού μεταβατικού προγράμματος. Συνοδεύει αντικειμενικά ακόμα και ελάχιστες εξελίξεις σε προοδευτική κατεύθυνση.
Τέλος, η αποδέσμευση από την ΕΕ και το ευρώ έχει σχέση με το ποιος την επιβάλλει, ποιος την οργανώνει, και πότε. Δεν είναι ουδέτερο αίτημα που το απευθύνουμε στην αστική πολιτική. Είναι αίτημα που το απευθύνουμε στο λαό και τις οργανώσεις του, είναι αίτημα και ταυτότητα της αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος.
Σε τελική ανάλυση το ερώτημα δεν είναι αν η χώρα αντέχει εντός ευρώ. Η ζωή απέδειξε πως όχι. Ακόμα και με τόση μνημονιακή λεηλασία, η αποπληρωμή του χρέους και η παραμονή στο ευρώ δεν εξασφαλίζεται.
Όμως το πραγματικό ερώτημα είναι ποιος, πότε και με ποιους όρους θα διαχειριστεί την έξοδο. Σήμερα η αστική τάξη ορκίζεται στην παραμονή. Αν όμως αποπεμφθεί από το ευρώ λόγω ανωτέρας βίας, θα εξακολουθεί να κυριαρχεί, οργανώνοντας βαθύτερα τον κοινωνικό μεσαίωνα. Γιατί είχαμε και έχουμε μια αριστερά που αρνείται ακόμα και να φανταστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της, εγγυάται την παραμονή, και βάζει την ΕΕ στο κάδρο με τις εικόνες των ιερών και όσιων που δεν πρέπει να παραβιαστούν. Αν σήμερα υποψιαζόμαστε τη δυνατότητα μιας καταστροφικής εξόδου από το ευρώ, όπλο στα χέρια του γερμανικού ιμπέριουμ, αυτό που πρέπει να κάνουμε δεν είναι να περιμένουμε τον Σαμαρά να το διαχειριστεί, ούτε φυσικά να βγούμε στους δρόμους διεκδικώντας την παραμονή, αλλά να προλάβουμε. Από τη πρώτη μέρα της κρίσης έπρεπε να προλάβουμε. Όχι να παίζουμε καθυστέρηση, όχι να πετάμε την μπάλα στην εξέδρα, όχι να λογοκοπούμε και να φλυαρούμε.
Να προλάβουμε να θέσουμε καθαρά, έντιμα και μάχιμα ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς, ότι δεν είναι καθήκον εύκολο και ανώδυνο, ότι έχει δυσκολίες και ζόρια, ότι προϋποθέτει ρήξεις, ανατροπές και αποδεσμεύσεις, ότι πρέπει να σπάσουμε το αστικό και διεθνές πλαίσιο που έστειλε τη χώρα στο γκρεμό της χρεοκοπίας. Έτσι και η κυβερνητική εξουσία μπορούσε να κατακτηθεί χωρίς τη σπέκουλα και τον τρόμο της εξόδου από το ευρώ, αλλά και μια τέτοια νίκη, θα μπορούσε να πετύχει, χωρίς να υποχωρήσει όταν η τρόικα κόψει τις δόσεις.
Ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά.



Η δημοσιονομική κρίση και ο κοινωνικός μισθός στην Ελλάδα

Θανάσης Μανιάτης1

Περίληψη: Καθώς η τελευταία οικονομική κρίση βρίσκεται σε εξέλιξη, η ανάγκη για επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με σκοπό την τόνωση της πραγματικής ζήτησης αντιμετωπίζει ένα σοβαρό εμπόδιο, το τεράστιο δημόσιο έλλειμμα του προηγούμενου έτους και τα υψηλά επίπεδα του δημοσίου χρέους. Στην εργασία αυτή εξετάζουμε εμπειρικά το ερώτημα: είναι η εργατική τάξη υπεύθυνη για τα δημόσια ελλείμματα και τα συσσωρευμένα χρέη στην Ελλάδα; Με άλλα λόγια είναι το ισοζύγιο των δημόσιων δαπανών που απευθύνονται στους μισθωτούς εργαζόμενους και της φορολογίας του εργατικού εισοδήματος, θετικό ή αρνητικό για το καθαρό εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων; Με την αφαίρεση των φόρων της εργατικής τάξης από τα οφέλη της εργατικής τάξης που προέρχονται από τις δημόσιες δαπάνες υπολογίζουμε τον καθαρό κοινωνικό μισθό που αφορά την εργατική τάξη για την πρόσφατη περίοδο, 1995-2008. Ο λόγος του καθαρού κοινωνικού μισθού είναι ο καθαρός κοινωνικός μισθός ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και εκφράζει τη σημασία της καθαρής θετικής ή αρνητικής δημοσιονομικής θέσης της εργατικής τάξης για το συνολικό οικονομικό σύστημα. Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι ο καθαρός κοινωνικός μισθός είναι συστηματικά αρνητικός –κατά μέσο όρο 6,5% του ΑΕΠ- για τα έτη που εξετάστηκαν υποδηλώνοντας ότι η δημοσιονομική κρίση της χώρας κάθε άλλο παρά οφείλεται στην επιδότηση του εισοδήματος των εργαζομένων.

1 Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

1. Εισαγωγή
Η αμέσως προηγούμενη κρίση που έπληξε την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, αρχικά κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και έπειτα σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, αποδόθηκε στην κατεστημένη βιβλιογραφία αλλά και από αρκετούς ριζοσπάστες συγγραφείς στους υπερβολικά υψηλούς μισθούς και σε πολλές περιπτώσεις στις υψηλές κοινωνικές δαπάνες για τους μισθωτούς εργαζόμενους και τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Σύμφωνα με αυτά τα επιχειρήματα, οι αυξήσεις των μισθών στην αγορά εργασίας ή/και του κοινωνικού μισθού στο επίπεδο του κράτους και της δημοσιονομικής πολιτικής υπονόμευσαν άμεσα ή έμμεσα την κερδοφορία του κεφαλαίου και επέφεραν το τέλος της μακροχρόνιας μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης (Glyn και Sutcliffe, 1972, Bowles και Gintis, 1982ab, Weisskopf, 1979, Glyn, 1975, 2006).
Η πρόσφατη κρίση έχει ερμηνευθεί με δύο τρόπους στη ριζοσπαστική και μαρξιστική πολιτική οικονομία. Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση πρόκειται για περίπτωση κρίσης που οφείλεται αποκλειστικά στο χρηματοπιστωτικό τομέα και αργότερα επεκτάθηκε στη συνολική οικονομική δραστηριότητα. Για τη δεύτερη προσέγγιση η μακροχρόνια αναιμική συσσώρευση κεφαλαίου λόγω της ανεπαρκούς ανάκαμψης της κερδοφορίας μετά την κρίση της δεκαετίας του 1970 ήταν υπεύθυνη μεταξύ άλλων για την εξάπλωση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας (financialization), η οποία για κάποιο διάστημα μέσω κυρίως του δανεισμού των νοικοκυριών και της τόνωσης της καταναλωτικής ζήτησης επέδρασε θετικά στην οικονομική δραστηριότητα αλλά όταν οι «φούσκες» (bubbles) του χρηματιστηρίου και της αγοράς κατοικιών που δημιούργησε εξαερώθηκαν, τότε αποκαλύφθηκε η αδύναμη βάση της «πραγματικής» οικονομίας και η κρίση εκδηλώθηκε στο σύνολο της οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως η οικονομική κρίση εξακολουθεί να είναι σε εξέλιξη2 και έτσι η συνολική τελική αποτίμηση των θεμελιωδών αιτίων της και πάνω από όλα των οικονομικών και κοινωνικών της επιπτώσεων δεν έχει γίνει ακόμη.
2 Δες Maniatis (2010) για μια συζήτηση της τρέχουσας κρίσης υπό το πρίσμα των μαρξιστικών θεωριών κρίσης.
Ένα πράγμα είναι σαφές ωστόσο, ότι η άνευ προηγουμένου δημοσιονομική επέκταση και τόνωση της ζήτησης που εφαρμόστηκε κατά τα αρχικά στάδια της κρίσης, και οι δημόσιες δαπάνες που αφιερώθηκαν για τη διάσωση (bailout) των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επιδείνωσαν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες από τις οποίες πολλά κράτη υπέφεραν ακόμη και πριν από την ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Οι περισσότερες χώρες και ιδίως οι νοτιοευρωπαϊκές οικονομίες βρέθηκαν στη δίνη μιας δημοσιονομικής κρίσης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις (και ιδιαίτερα στην Ελλάδα), τείνει να επισκιάσει την υποκείμενη οικονομική κρίση. Αυτή είναι μια περίοδος όπου το κόστος της κρίσης κατανέμεται στις διάφορες κοινωνικές τάξεις.
Μετά από πολλά χρόνια στασιμότητας ή και μείωσης των πραγματικών μισθών και του μεριδίου της εργασίας δεν ήταν εύκολο για τις άρχουσες τάξεις να αποδώσουν την κρίση στο υψηλό κόστος εργασίας και αυτή τη φορά, όπως συνέβη στη δεκαετία του 1970. Ωστόσο, καθώς οι εξελίξεις έχουν φέρει στο προσκήνιο τις δημοσιονομικές δυσκολίες και τη κρίση του δημοσίου χρέους πολλών κρατών, το έδαφος της ιδεολογικής διαμάχης έχει μετατοπιστεί. Ο ρόλος του άπληστου και «μυωπικού» τραπεζιτικού κεφαλαίου και οι αδύναμες επενδυτικές επιδόσεις του βιομηχανικού κεφαλαίου λησμονήθηκαν και είναι τώρα η δημοσιονομική ασυδοσία ο κύριος ένοχος για την οικονομική δυσπραγία. Οι «δημοσιονομικές σπατάλες» έχουν χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για την επίθεση πρώτα στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και ακολούθως στους μισθούς και τις κοινωνικές παροχές των εργαζομένων γενικότερα.
Πίσω από αυτήν την επίθεση βρίσκεται ο υπόρρητος συχνά ισχυρισμός ότι κατά κάποιον τρόπο τα (υψηλά) εισοδήματα των εργαζομένων και των συνταξιούχων είναι υπεύθυνα για τη δημοσιονομική κρίση. Αν και συχνά αναφέρονται οι «δυσμενείς» δημογραφικές εξελίξεις (αύξηση του προσδόκιμου ζωής, χαμηλό ποσοστό γεννητικότητας κ.λπ.), ως υπεύθυνες για τα δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας, τα τελευταία εφαρμόζονται κατά κύριο λόγο σε βάρος του βιοτικού επιπέδου των μισθωτών εργαζόμενων, των ηλικιωμένων και των φτωχών. Έτσι, η δημοσιονομική κρίση έχει χρησιμοποιηθεί κατά την πρόσφατη περίοδο από την άρχουσα τάξη ως ευκαιρία για την ενίσχυση της κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Η ιδεολογική ηγεμονία του κεφαλαίου εμφανίζεται τόσο ισχυρή όσο ποτέ, δεδομένου ότι ο πρώτος γύρος του νεοφιλελευθερισμού αντιμετωπίστηκε από τους αντιπάλους του και ιδίως αρκετούς ριζοσπάστες οικονομολόγους ως εσφαλμένη και αναποτελεσματική επιλογή πολιτικής εκ μέρους των κυβερνήσεων και του κεφαλαίου και όχι ως η μόνη δυνατή μορφή που ο σύγχρονος καπιταλισμός μπορεί να υιοθετήσει. Με άλλα λόγια, η πάλη ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν είναι ένας αγώνας ενάντια στο σύστημα στο σύνολό του και όχι ενάντια σε κάποιες άστοχες ή άδικες πολιτικές.
Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός ότι η εργατική τάξη ευθύνεται για τις δημοσιονομικές ανισορροπίες και τα συσσωρευμένα χρέη των κυβερνήσεων στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη νότια Ευρώπη επιτάσσει την εξέταση της ταξικής δομής του κρατικού προϋπολογισμού και κατά συνέπεια των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους στις χώρες αυτές.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό περιέχεται στη βιβλιογραφία της ριζοσπαστικής και μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας γύρω από το ζήτημα του κοινωνικού μισθού (social wage). Με απλά λόγια, η μέτρηση του καθαρού κοινωνικού μισθού για τους μισθωτούς εργαζόμενους σε μια χώρα αφορά τον υπολογισμό του καθαρού οφέλους που λαμβάνουν από τις κρατικές δαπάνες που απευθύνονται σε αυτούς, όταν αφαιρεθούν όλα τα είδη των φόρων που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι. Στα επόμενα θα συζητήσουμε εν συντομία τη μεθοδολογία της εκτίμησης του καθαρού κοινωνικού μισθού και θα παρουσιάσουμε τα αποτελέσματα μας για την πρόσφατη περίοδο 1995 – 2008. Αλλά πριν από αυτό, είναι διαφωτιστικό να εξετάσουμε τη συνολική δομή των δημόσιων οικονομικών στην Ελλάδα (της χώρας με τα πιο πολυσυζητημένα και γνωστά δημοσιονομικά προβλήματα) σε σχέση με αυτήν της ΕΕ-15, για την πιο πρόσφατη περίοδο 1995-2009. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, τουλάχιστον όσον αφορά την Ελλάδα, είναι τόσο προφανής η πηγή των δημοσιονομικών ανισορροπιών ώστε να αποκαλύπτει προκαταβολικά τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την ακριβή εκτίμηση του καθαρού κοινωνικού μισθού της εργατικής τάξης.
2. Συγκρίνοντας τη φορολογική δομή στην Ελλάδα και την ΕΕ-15, 1995-2009.
Στον πίνακα 1 παρουσιάζεται σε συνοπτική μορφή η δημοσιονομική δομή της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με εκείνη της ΕΕ-15 κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων.
Πίνακας 1: Δημόσιες δαπάνες, φόροι και δημόσια ελλείμματα ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα και στην ΕΕ-15 (Μέσος όρος 1995-2009)

EΕ15
    EΕ15
Ελλάδα
Διαφορά
1. Δημόσιες δαπάνες / ΑΕΠ
                     47.8      
        45.3
-2.5
2. Δημόσια έσοδα / ΑΕΠ
                        45.5
       39.3
-6.2
3. Δημόσιο έλλειμμα / ΑΕΠ
-2.8
-6.0
+3.2
Δημόσιες δαπάνες / ΑΕΠ
4. Μισθοί δημοσίων υπαλλήλων / ΑΕΠ
10.8
10.9
----
5. Δαπάνες εκπαίδευσης /ΑΕΠ
5.2
2.9
-2.3
6. Δαπάνες υγείας / ΑΕΠ
6.4
4.4
-2.0
7. Δαπάνες κοινωνικής προστασίας / ΑΕΠ
18,8
17,2
-1.6
8. Τόκοι δημοσίου χρέους/ ΑΕΠ
3.6
6.6
+3.0
9. Γενικές δαπάνες κυβέρνησης / GDP
7.1
10.6
+3.5
10. Άμυνα / GDP
1.6
2.6
+1.0
Φόροι / ΑΕΠ
11. Συνολικά έσοδα από φόρους και εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση / ΑΕΠ
41.3
34.1
-7.2
12. Φορολογικά έσοδα / ΑΕΠ
27.2
21.2
-6.0
13. Σύνολο (πραγματικών και τεκμαρτών) εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση / ΑΕΠ
14.3
12.9
-1.4
14. Φόροι επί του εισοδήματος, πλούτου, κλπ / ΑΕΠ
13,2
8,0
-5.2
15. Φόροι εισοδήματος / ΑΕΠ
12.3
7.6
-4.7
16. Φόροι προσωπικού εισοδήματος / ΑΕΠ
9.7
4.5
-5.2
17. Φόροι κερδών Α.Ε. / ΑΕΠ
2.8
2.9
----
18. Έμμεσοι φόροι / ΑΕΠ
13.7
13.0
-0.7






Πηγή: Eurostat, Government finance statistics.
Το πιο σημαντικό στοιχείο που ξεχωρίζει από τη σύγκριση είναι το εξής: συγκρίνοντας την κατάσταση στην Ελλάδα με εκείνη στην ΕΕ-15 είναι προφανές ότι τα δημοσιονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος δεν οφείλονται στις υπερβολικές δημόσιες δαπάνες αλλά στα ανεπαρκή φορολογικά έσοδα. Είναι προφανές από τον πίνακα 2 παρακάτω ότι οι δαπάνες της κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν μικρότερες στην Ελλάδα σε σύγκριση με το μέσο όρο για τις χώρες της ΕΕ-15 σε κάθε έτος, εκτός από ένα για τα τελευταία δεκαπέντε έτη. Κατά μέσο όρο η διαφορά αυτή ισοδυναμεί με -2,5% του ΑΕΠ, με μια τάση για σύγκλιση κατά τη διάρκεια του τελευταίου μέρους της περιόδου.
Πίνακας 2: Δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, την Ελλάδα και την ΕΕ-15 1995-2009

ΕΤΟΣ
EΕ-15
Ελλάδα
1995
52,4
45,7
1996
50,1
44,1
1997
48,5
44,9
1998
47,5
44,3
1999
47,0
44,4
2000
45,4
46,7
2001
46,4
45,3
2002
46,8
45,1
2003
47,5
44,7
2004
47,1
45,4
2005
47,2
43,8
2006
46,6
43,2
2007
46,0
45,0
2008
47,3
46,8
2009
51,2
50,4
Μέσος όρος
47.8
45.3

Πηγή: Eurostat, Government finance statistics.
Αντίθετα, τόσο τα συνολικά έσοδα όσο και οι συνολικοί φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι 6-7% χαμηλότερα από ότι στην ΕΕ-15 κατά μέσο όρο για την ίδια περίοδο. Στην πραγματικότητα, το τεράστιο έλλειμμα του 2009 που τόσο πολύ σχολιάσθηκε διεθνώς ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της σημαντικής πτώσης των εσόδων (παράλληλα με την αύξηση των δαπανών λόγω της ύφεσης και τις εκλογές αυτού του έτους), τα οποία ως ποσοστό του ΑΕΠ σημειώνουν σχεδόν τη χαμηλότερη τιμή τους για τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια (βλέπε πίνακα 3).
Πίνακας 3: Δημόσια έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, στην Ελλάδα και την ΕΕ-15, 1995-2009

ΕΤΟΣ
EΕ-15
Ελλάδα
1995
45,6
36,7
1996
46,4
37,4
1997
46,6
39,0
1998
46,2
40,5
1999
46,7
41,3
2000
46,2
43,0
2001
45,4
40,9
2002
45,0
40,3
2003
45,0
39,0
2004
44,6
38,0
2005
44,9
38,5
2006
45,4
39,3
2007
45,5
39,7
2008
45,0
39,1
2009
44,5
36,9
Μέσος όρος
45.5
39.3
Σε γενικές γραμμές, κρατικές δαπάνες στην Ελλάδα ελαφρώς κάτω του μέσου όρου της ΕΕ-15, σε συνδυασμό με σημαντικά κάτω του μέσου όρου της Ευρώπης έσοδα (σε μια Ευρώπη που βρίσκεται ελαφρώς σε δημοσιονομικό έλλειμμα) παράγουν τα μεγάλα και συνεχή δημόσια ελλείμματα (με ετήσιο μέσο όρο 6% του ΑΕΠ έναντι 2,8% στην ΕΕ-15 όπως φαίνεται στον πίνακα 4). Τα εν λόγω ελλείμματα σημαίνουν τη συσσώρευση περισσότερου χρέους σε ένα ήδη υψηλό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην αρχή της περιόδου. Η εξυπηρέτηση αυτού του χρέους απαιτούσε όλο και περισσότερο πληρωμές τόκων (κατά μέσο όρο 6.6% του ΑΕΠ δηλαδή όσο περίπου και το μέσο ετήσιο έλλειμμα της περιόδου) συμβάλλοντας στην περαιτέρω αύξηση των κρατικών δαπανών και απορροφώντας ένα μεγάλο μέρος των δημοσίων εσόδων.
Πίνακας 4: Δημόσιο έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, στην Ελλάδα και την ΕΕ-15 1995-2009

ΕΤΟΣ
EΕ-15
Ελλάδα
1995
-7,5
-9,1
1996
-4,2
-6,6
1997
-2,7
-5,9
1998
-2,3
-3,8
1999
-1,4
-3,1
2000
0,0
-3,7
2001
-1,9
-4,4
2002
-2,6
-4,8
2003
-3,1
-5,7
       2004  
-3,0
-7,4
2005
-2,6
-5,3
2006
-1,3
-3,8
2007
-0,6
-5,4
2008
-2,0
-7,7
2009
-6,3
-13,5
Μέσος όρος
-2.8
-6.0

Πιο συγκεκριμένα τώρα, εξετάζοντας τη διάρθρωση των κρατικών δαπανών και της φορολογίας στην Ελλάδα σε σύγκριση με την ΕΕ-15 παρατηρούμε τα εξής χαρακτηριστικά: Πρώτον, το ελληνικό κράτος δαπανά για μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων το ίδιο ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανούν οι χώρες της ΕΕ-15, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο. Τα επιχειρήματα για πολυάριθμο ή δαπανηρό δημόσιο τομέα, αιτία των δημοσίων ελλειμμάτων, τουλάχιστον όσον αφορά τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων δεν ευσταθούν. Δεύτερο, στους παραδοσιακούς τομείς δραστηριοτήτων του κράτους πρόνοιας και συγκεκριμένα στην υγεία την εκπαίδευση και τις δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας η Ελλάδα υστερεί σοβαρά σε σχέση με τις δαπάνες της ΕΕ-15 κατά την περίοδο αυτή (βλ. και διαγράμματα 1 και 2).
 

Διάγραμμα 1: Δημόσιες δαπάνες για εκπαίδευση ως ποσοστό του ΑΕΠ, Ελλάδα και ΕΕ-15, 1995-2008.
Οι διαφορές στις δαπάνες για υγεία και εκπαίδευση είναι αρκετά έντονες, ενώ οι δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση και προστασία που ήταν χαμηλότερες στην Ελλάδα περίπου τέσσερις έως πέντε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στην αρχή της περιόδου, φαίνεται να έχουν κλείσει το χάσμα στα τελευταία έτη της περιόδου ακόμη και ξεπερνώντας την ΕΕ-15 κατά μέσο όρο.

3 Όπως εξηγούμε παρακάτω στη συζήτηση για την εμπειρική μεθοδολογία που ακολουθείται για τον υπολογισμό του καθαρού κοινωνικού μισθού, αυτές οι δαπάνες δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι δημιουργούν αξίες χρήσης που επιδρούν θετικά στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης.




Διάγραμμα 2: Δημόσιες δαπάνες για υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ, Ελλάδα και ΕΕ-15, 1995-2008.
Τρίτο, στην πλευρά των δαπανών, είναι οι δραστηριότητες εκείνες που παραδοσιακά συνδέονται με την κρατική γραφειοκρατία, την καταστολή, τις στρατιωτικές δαπάνες (οι γενικές δημόσιες δαπάνες, οι δαπάνες για το νομικό σύστημα, τα δικαστήρια, τη δημόσια τάξη και την άμυνα3), όπου το ελληνικό κράτος ξοδεύει πολύ περισσότερο από ό, τι κατά μέσο όρο οι χώρες της ΕΕ-15. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με τις υπερβολικά υψηλές δαπάνες για τόκους επί του συσσωρευμένου χρέος (6,6% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο σε σύγκριση με το 3,6% για την ΕΕ-15) φωτίζει μια άλλη πτυχή του ελληνικού κράτους πρόνοιας, δηλαδή το σχετικά χαμηλό ποσοστό των πραγματικών κοινωνικών δαπανών σε σχέση στο σύνολο των κρατικών δαπανών.
Τέταρτο, στην πλευρά των φόρων, είναι εμφανές από τον πίνακα 1 ότι είναι η σημαντικά χαμηλότερη άμεση φορολογία στο εισόδημα (και τον πλούτο) των νοικοκυριών στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ-15 που είναι υπεύθυνη για τα χαμηλά έσοδα του κράτους και τα ελλείμματα του δημόσιου προϋπολογισμού. Αυτό συμβαίνει επειδή οι εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση καθώς και οι έμμεσοι φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα έφτασαν σχεδόν να συμβαδίζουν με τον μέσο  όρο της ΕΕ-15 το 2008, παρά το γεγονός ότι ήταν σημαντικά χαμηλότεροι των ευρωπαϊκών στην αρχή της περιόδου. Οι φόροι στην ακίνητη περιουσία είναι αμελητέοι, και οι φόροι επί των κερδών των ανωνύμων εταιρειών φαίνεται να είναι παραπλήσιοι στην Ελλάδα και την ΕΕ-15, αν και η σύγκριση αφορά την τελευταία τετραετία, τη μόνη περίοδο για την οποία υπάρχουν στοιχεία για ολόκληρη την ΕΕ-15. Στην πραγματικότητα, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 3 η φορολογία των επιχειρήσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη κατά μέσο όρο για τα τελευταία δεκαπέντε έτη.



Διάγραμμα 3: Φόροι κερδών ανωνύμων εταιρειών ως ποσοστό του ΑΕΠ, μέσος όρος 1995-2008, επιλεγμένες χώρες.
Πέμπτο, συνοπτικά, στην υστέρηση των φόρων εισοδήματος στην Ελλάδα σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ-15 (5,2% του ΑΕΠ), συνδυασμένη με την υστέρηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (1,2% του ΑΕΠ) οφείλεται κατά κύριο λόγο το μέσο ετήσιο έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού της τάξης του 6 % του ΑΕΠ στην Ελλάδα για την περίοδο 1995-2009.
Έτσι, το ζήτημα του ποια κοινωνική τάξη πληρώνει τις κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα δεν είναι τόσο δύσκολο να απαντηθεί ακόμη και με μια επιφανειακή εξέταση της δομής των δημόσιων οικονομικών της. Αυτό το ζήτημα εξετάζουμε πιο λεπτομερειακά στα επόμενα.
3. Η βιβλιογραφία και η εμπειρική μεθοδολογία υπολογισμού του καθαρού κοινωνικού μισθού
Κατά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, αρκετές μελέτες έχουν εμφανιστεί στη σχετική βιβλιογραφία, οι οποίες προσπαθούν να εκτιμήσουν το καθαρό όφελος που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι όταν από τις κρατικές δαπάνες, που απευθύνονται σε αυτούς αφαιρεθούν οι φόροι που καταβλήθηκαν. (Shaikh, 1984, 2003, Shaikh and Tonak , 1987, 1994, 2000, Tonak, 1987, Miller, 1989, 1992, Guerrero, 1992, Sepehri and Chernomas, 1992, Akram-Lodhi, 1996, Fazeli, 1996, Maniatis, 2003, Freeman, 1991, Fazeli and Fazeli , 2009, Reveley, 2006). Αν και ακόμη εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένες αντιφάσεις στην εμπειρική μεθοδολογία που εφαρμόζεται στις μελέτες για ορισμένες χώρες, σε γενικές γραμμές έχει δημιουργηθεί ένα κοινό μεθοδολογικό πλαίσιο το οποίο και χρησιμοποιούμε παρακάτω στην περίπτωση της Ελλάδας.
3.1. Μέτρηση του καθαρού κοινωνικού μισθού Στον πίνακα 5 που ακολουθεί συνοψίζεται η ορολογία της συζήτησης γύρω από τον καθαρό κοινωνικό μισθό.
Πίνακας 5: Ορολογία Καθαρού Κοινωνικού Μισθού ===================================================== Καθαρός κοινωνικός μισθός (nsw) = οφέλη εργατικής τάξης (lb) – φόροι εργατικής τάξης (lt)
nsw = lb – lt

 Λόγος οφελών εργατικής τάξης (lbr) = οφέλη εργατικής τάξης (lb) / μισθοί και ημερομίσθια (ec) ή ΑΕΠ (GDP)
lbr = lb / ec (GDP)

Λόγος φόρων εργατικής τάξης (ltr) = φόροι εργατικής τάξης (lt) / μισθοί και ημερομίσθια (ec) ή ΑΕΠ (GDP)
                                                    ltr = lt /ec (GDP)

Λόγος καθαρού κοινωνικού μισθού (nswr’) = Καθαρός κοινωνικός μισθός (nsw) / μισθοί και ημερομίσθια (ec)
ή
Λόγος καθαρού κοινωνικού μισθού (nswr) = καθαρός κοινωνικός μισθός (nsw) / ΑΕΠ (GDP)
nswr’ = nsw / ec nswr = nsw / GDP

===========================================================

Γενική Μεθοδολογία Στη μέτρηση του καθαρού κοινωνικού μισθού ακολουθούμε τη μεθοδολογία που αναπτύχθηκε από τους Shaikh and Tonak (1987, 1994, 2000) προσαρμοσμένη στην περίπτωση της υπόθεσης της επίπτωσης των έμμεσων φόρων προκειμένου να καταστούν τα αποτελέσματα μας συγκρίσιμα με αυτά από παρόμοιες μελέτες για άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες.
Πιο συγκεκριμένα, αν θεωρήσουμε ότι η κοινωνία αποτελείται μόνο από κεφάλαιο (ιδιοκτήτες) και εργασία (μισθωτοί εργαζόμενοι), το καθαρό εθνικό εισόδημα κατανέμεται στην αμοιβή της εργασίας (μισθοί και ημερομίσθια) και την αμοιβή του κεφαλαίου (εισοδήματα περιουσίας, property income). Το κράτος τροποποιεί τη συγκεκριμένη αρχική κατανομή, καθώς φορολογεί όλα τα αγοραία εισοδήματα και χρησιμοποιεί ορισμένα από αυτά τα έσοδα προκειμένου να δημιουργηθούν υπηρεσίες υγείας, αναψυχής, εκπαίδευσης, πολιτισμού και να πληρωθούν συντάξεις, επιδόματα ανεργίας και οι λοιπές μεταβιβάσεις που αποτελούν μέρος του συνολικού βιοτικού επιπέδου των ενεργών και των συνταξιούχων εργαζομένων. Ο καθαρός κοινωνικός μισθός εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο το αρχικό μερίδιο της εργασίας επηρεάζεται από τις δραστηριότητες αυτές. Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι υπάρχουν τρία κρίσιμα ζητήματα για τη μέτρηση του καθαρού κοινωνικού μισθού, ο ορισμός αυτού που οι Shaikh and Tonak ονομάζουν "εργαζόμενος πληθυσμός", που χρησιμοποιείται ως εμπειρική προσέγγιση της εργατικής τάξης, η εκτίμηση του τμήματος των συνολικών κρατικών δαπανών που γίνεται οφέλη της εργατικής τάξης είτε με τη μορφή του χρηματικού εισοδήματος (π.χ. επιδόματα ανεργίας, συντάξεις, κλπ.) είτε με τη μορφή της συλλογικής κατανάλωσης (π.χ. παιδεία, υπηρεσίες υγείας κ.λπ.) και η εκτίμηση του τμήματος των συνολικών φόρων που καταβάλλονται από την εργατική τάξη.
Ο εργαζόμενος πληθυσμός: Ο ορισμός του εργαζόμενου πληθυσμού περιλαμβάνει όλους τους μισθωτούς και τους εξαρτώμενους από αυτούς, καθώς και τους συνταξιούχους οι οποίοι ανήκαν στους μισθωτούς στην οικονομικά ενεργό ζωή τους.
Στην πραγματικότητα, αυτός ο ορισμός της εργατικής τάξης περιλαμβάνει τα άτομα τα οποία εξαρτώνται, εξαρτιόνταν ή θα εξαρτηθούν κυρίως από την πώληση της εργασιακής τους δύναμης για την αναπαραγωγή τους. Το καθαρό αποτέλεσμα της δημοσιονομικής πολιτικής επί των αγοραίων εισοδημάτων αυτού του πληθυσμού (δηλαδή ο καθαρός κοινωνικός μισθός), και το μέγεθος του σε σχέση με τους συνολικούς μισθούς ή το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (δηλαδή ο λόγος του καθαρού κοινωνικού μισθού) εκφράζουν την κρατική επίδραση στο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού αυτού. Αυτός ακριβώς είναι ο ορισμός της εργατικής τάξης που υιοθετήθηκε σε όλες τις παρόμοιες μελέτες (βλ. Shaikh and Tonak, 1994, σ. 356, Akram-Lodhi, 1996, σελ. 181, Sepehri and Chernomas, 1992, σ. 75), δεδομένου ότι επικεντρώνονται στον τρόπο με τον οποίο αλλάζει η κατανομή του καθαρού εθνικού εισοδήματος που επιβάλλει η αγορά μεταξύ κεφαλαίου και της μισθωτής εργασίας, μέσω του κράτους. Η υιοθέτηση αυτού του ορισμού της εργατικής τάξης στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας σημαίνει ότι οι αγρότες εξαιρούνται από τον πληθυσμό για τον οποίο μετριέται η αναδιανεμητική επίδραση του κράτους πρόνοιας. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τουλάχιστον ένα τμήμα του αγροτικού πληθυσμού θα πρέπει να συμπεριληφθεί στον ορισμό της εργατικής τάξης. Ωστόσο, οι μικροί ανεξάρτητοι παραγωγοί εξαιρούνται από τον ορισμό της εργατικής τάξης στη μελέτη αυτή για  δύο λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με τη φύση της χρησιμοποιούμενης μεθοδολογίας, η οποία εστιάζει στη διανεμητική πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία και τον τρόπο που το κράτος επηρεάζει τους αγοραίους μισθούς και τα κέρδη. Ο δεύτερος λόγος είναι πρακτικός και έχει να κάνει με συνολική αναδιανεμητική επίδραση των δημοσιονομικών πολιτικών στην Ελλάδα μπορεί να είναι κάπως διαφορετική από αυτή που αναφέρεται παρακάτω.
Κατανομή των κρατικών δαπανών στους μισθωτούς εργαζόμενους: Οι Εθνικοί Λογαριασμοί ταξινομούν τις συνολικές δημόσιες δαπάνες, σε δημόσια κατανάλωση, επιδοτήσεις, καθαρές μεταβιβάσεις προς τα νοικοκυριά, καθαρές μεταβιβάσεις στο εξωτερικό, δημόσιες επενδύσεις και τόκους επί του δημοσίου χρέους. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ομάδες κρατικών δαπανών, σύμφωνα με τη συνάφειά τους με το εισόδημα και την κατανάλωση της εργατικής τάξης. Η ομάδα Ι περιλαμβάνει δημόσιες δαπάνες για μεταβιβάσεις και κοινωνική κατανάλωση που απευθύνονται προς το σύνολο του πληθυσμού, δηλαδή δαπάνες για υγεία, εκπαίδευση, αναψυχή, πολιτισμό, κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια από τις δημόσιες καταναλωτικές δαπάνες και μεταβιβάσεις υγείας και παιδείας από την κατηγορία των καθαρών μεταβιβάσεων προς τα νοικοκυριά. Για να προσδιοριστεί το μέρος αυτών των δαπανών που γίνεται εισόδημα και κατανάλωση της εργατικής τάξης, την έλλειψη επαρκών και αξιόπιστων στοιχείων για τον αριθμό και το εισόδημά των ανεξάρτητων αγροτοπαραγωγών κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου, και άλλα στοιχεία που θα μας επέτρεπαν να εκτιμήσουμε τα τμήματα των κρατικών δαπανών που κατευθύνονται προς αυτούς καθώς και τους φόρους που καταβάλλουν κάθε χρόνο. Αυτός ο αποκλεισμός καθιστά τις διεθνείς συγκρίσεις του καθαρού κοινωνικού μισθού για τους μισθωτούς εργαζόμενους συνεπέστερες αλλά δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η τις πολλαπλασιάζουμε επί το ποσοστό των απασχολούμενων μισθωτών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Η ομάδα ΙΙ περιλαμβάνει κρατικές δαπάνες, που απευθύνονται αποκλειστικά προς τους μισθωτούς, επιδοτώντας το εισόδημα και την κατανάλωσή τους. Αυτές περιλαμβάνουν τις συντάξεις των πρώην μισθωτών (αφαιρούμε από το σύνολο των συντάξεων, όπως αναγράφονται στον Εθνικών Λογαριασμών τις συντάξεις που καταβάλλονται στους γεωργούς, τους εμπόρους, τους δικηγόρους, άλλους ανεξάρτητους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και τις μικρές επιχειρήσεις, όπως αναφέρονται στις ετήσιες εκδόσεις του Κοινωνικού Προϋπολογισμού) επιδόματα ανεργίας, επιδόματα εργατικών ατυχημάτων, οικογενειακά επιδόματα καθώς και τις δαπάνες στέγασης από την κατηγορία δημόσιες επενδύσεις. Η ομάδα III περιλαμβάνει όλες τις δαπάνες που δεν μπορούν να θεωρηθούν εισόδημα ή κατανάλωση για την εργατική τάξη, όπως οι δημόσιες καταναλωτικές δαπάνες για γενική διοίκηση, δικαιοσύνη, αστυνομία, άμυνα. Όλες τους αντιπροσωπεύουν κόστη για την αναπαραγωγή του συστήματος. Το ίδιο συμβαίνει και για μεταβιβάσεις όπως οι συντάξεις πολέμου, οι καθαρές μεταβιβάσεις στο εξωτερικό, οι επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις και οι πληρωμές για τόκους του δημόσιου χρέους που σε μεγάλο βαθμό δεν αφορούν τον εργαζόμενο πληθυσμό. Το άθροισμα των οφελών της εργατικής τάξης που προέρχονται από κρατικές δαπάνες της Ομάδας Ι και της Ομάδας ΙΙ μας δίνει το σύνολο των οφελών της εργατικής τάξης που προέρχεται από κρατικές δαπάνες για κάθε έτος.
Πίνακας 6: Κατανομή των οφελών από τις κρατικές δαπάνες για την εργατική τάξη

Κατηγορίες δημοσίων δαπανών ταξινομημένες κατά οικονομική λειτουργία
Οφέλη εργατικής τάξης

Α. Δημόσια κατανάλωση
1. Γενικές δημόσιες υπηρεσίες
---
2. Άμυνα
---
3. Δημόσια Τάξη
---
4. Εκπαίδευση
Μερίδιο εργασίας
5. Υγεία
Μερίδιο εργασίας
6. Κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια
Μερίδιο εργασίας
7. Κατοικία
100% ή Μερίδιο εργασίας
8. Αναψυχή, πολιτισμός, θρησκεία
Μερίδιο εργασίας
9. Οικονομικές υπηρεσίες
---
9α. Ενέργεια και καύσιμα
9β. Γεωργία, ξυλεία, αλιεία
9γ. Ορυχεία, μεταποίηση, κατασκευές
9δ. Μεταφορές και τηλεπικοινωνίες
Μερίδιο εργασίας
9ε. Άλλες οικονομικές υπηρεσίες
10. Άλλες λειτουργίες
Β. Επιδοτήσεις
Επιδοτήσεις σε επιχειρήσεις
----------
Γ. Τρέχουσες μεταβιβάσεις σε νοικοκυριά
1. Συντάξεις
100% ή Μερίδιο εργασίας
2. Επιδόματα ανεργίας
100%
3. Οικογενειακά επιδόματα
100% ή Μερίδιο εργασίας
4. Επιδόματα ασθένειας
100% ή Μερίδιο εργασίας
5. Μεταβιβάσεις πρόνοιας
100%
Δ. Δημόσια επένδυση
1. Γενικές δημόσιες υπηρεσίες
-------------
2. Άμυνα
-----------
3. Κατοικία
Μερίδιο εργασίας
--------------
-------------
Ε. Δαπάνες για εισόδημα περιουσίας (property income paid)
1. Τόκοι
------
2. Ενοίκια
-------

Κατανομή των συνολικών φόρων στους εργαζόμενους: Όπως φαίνεται στον πίνακα 7 το σύνολο των κρατικών εσόδων μπορεί να ταξινομηθεί σε εννέα κατηγορίες: φόροι προσωπικού εισοδήματος στην κεντρική κυβέρνηση και την τοπική αυτοδιοίκηση, εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση, φόροι μισθοδοσίας (payroll taxes), φόροι κερδών Α.Ε., φόροι (ακίνητης) περιουσίας, φόροι κεφαλαίου, έμμεσοι φόροι (κυρίως φόρος προστιθέμενης αξίας) και άλλοι φόροι. Μπορούμε να διακρίνουμε και πάλι τρεις ομάδες φόρων ανάλογα με τη συνάφειά  τους με το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία. Η ομάδα Ι περιλαμβάνει τους φόρους που απορρέουν εξ ολοκλήρου από το εισόδημα της μισθωτής εργασίας (συνολικές αποδοχές των μισθωτών εργαζομένων και συντάξεις μισθωτών), όπως φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων των μισθωτών και συνταξιούχων και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των μισθωτών. Σε συμμετρικό τρόπο με τον χειρισμό των συντάξεων παραπάνω αφαιρούμε από το σύνολο των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρονται στους Εθνικούς Λογαριασμούς τις εισφορές που καταβάλλονται από τους εμπόρους, τους δικηγόρους, τους αγρότες, τους αυτοαπασχολούμενους, τους μικρούς εργοδότες και τους άλλους μη μισθωτούς όπως δίνονται στον Κοινωνικό Προϋπολογισμό. Η ομάδα ΙΙ περιλαμβάνει τους φόρους που επιβάλλονται στο σύνολο του πληθυσμού, όπως είναι οι άμεσοι φόροι για την τοπική αυτοδιοίκηση και άλλους δημόσιους φορείς, και οι έμμεσοι φόροι. Για να εκτιμηθεί το μέρος τους που καταβάλλεται από την εργατική τάξη πολλαπλασιάζουμε την πρώτη κατηγορία με το μερίδιο των μισθωτών και συνταξιούχων στο σύνολο των φόρων προσωπικού εισοδήματος, και τη δεύτερη κατηγορία με το μερίδιο του αθροίσματος των μισθών και συντάξεων των μισθωτών στην ιδιωτική κατανάλωση 4. Η ομάδα III περιλαμβάνει φόρους που δεν αφορούν την εργατική τάξη όπως οι φόροι κερδών Α.Ε., οι φόροι ακίνητης περιουσίας που καταβάλλονται κυρίως από εύπορους ιδιώτες, οι φόροι κεφαλαίου, και οι φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων που καταβάλλουν οι αγρότες, έμποροι, βιομήχανοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και εισοδηματίες. Το άθροισμα των φόρων της ομάδας Ι και το εκτιμώμενο τμήμα φόρων που καταβάλλονται από την εργατική τάξη από την ομάδα ΙΙ μας δίνει τη συνολική φορολόγηση της εργατικής τάξης για κάθε έτος.
4 Υιοθετώντας την καλετσκιανή υπόθεση ότι όλο το εισόδημα των μισθωτών αφιερώνεται στην κατανάλωση και η αποταμίευση τους είναι μηδενική.

Πίνακας 7: Κατανομή των φόρων στην εργατική τάξη

Κατηγορίες φόρων
Φόροι εργατικής τάξης
1. Φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων
Μερίδιο εργασίας
2.Φόροι τοπικής κυβέρνησης (αυτοδιοίκησης)
Μερίδιο εργασίας
3. Φόροι κερδών Α.Ε.
---
4. Εισφορές κοινωνικής ασφάλισης
100%
5. Φόροι μισθοδοσίας
100%
6. Φόροι ακινήτων
---
7. Φόροι κεφαλαίου
---
8. Έμμεσοι φόροι (φόροι κατανάλωσης)
Μερίδιο εργασίας (=μισθοί / προσωπική κατανάλωση)
9. Άλλοι φόροι
Μερίδιο εργασίας

Ο καθαρός κοινωνικός μισθός και ο λόγος καθαρού κοινωνικού μισθού: Η διαφορά μεταξύ των συνολικών οφελών που αποκομίζει από το κράτος και των συνολικών φόρων που καταβάλλονται από την εργατική τάξη είναι ο καθαρός κοινωνικός μισθός. Αυτή η καθαρή μεταβίβαση είναι η καθαρή συνεισφορά του κράτους στο βιοτικό επίπεδο των μισθωτών εργαζομένων και μπορεί να είναι θετική ή αρνητική.
Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για ένα καθαρό φόρο επί της μισθωτής εργασίας. Είναι επίσης χρήσιμο να εκφρασθεί ο καθαρός κοινωνικός μισθός ως ποσοστό κάποιου μακροοικονομικού μεγέθους όπως οι συνολικές αποδοχές των εργαζομένων ή το συνολικό προϊόν (ΑΕΠ) της οικονομίας. Αυτός είναι ο λόγος καθαρού κοινωνικού μισθού και δείχνει τη σημασία της ταξικής αναδιανεμητικής επίδρασης του κρατικού προϋπολογισμού, είτε σε σχέση με το αρχικό αγοραίο εισόδημα της μισθωτής εργασίας είτε σε σχέση με τη συνολική οικονομική επίδοση της χώρας.
4. Ο καθαρός κοινωνικός μισθός στην Ελλάδα, 1995-2008
Τα αποτελέσματα της εκτίμησης του καθαρού κοινωνικού μισθού ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα για την περίοδο 1995-2008 παρουσιάζονται στον πίνακα 8 και το διάγραμμα 4. Η καθαρή επίδραση του κράτους στο εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα ήταν συστηματικά αρνητική (δηλαδή ήταν ένας καθαρός φόρος) για όλα τα έτη της περιόδου.
Πίνακας 8: Ο καθαρός κοινωνικός μισθός ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα (1995-2008)

Year
Nsw*/GDP
1995
-0,068
1996
-0,071
1997
-0,076
1998
-0,080
1999
-0,081
2000
-0,077
2001
-0,066
2002
-0,072
2003
-0,063
2004
-0,054
2005
-0,050
2006
-0,050
2007
-0,055
2008
-0,047
Μέσος όρος
-0,065

Η μέση τιμή του λόγου του καθαρού κοινωνικού μισθού για την περίοδο των δεκατεσσάρων ετών ήταν -6.5% του ΑΕΠ ενώ η διαχρονική τάση του ήταν θετική. Επιπλέον, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι κατά το πρώτο μέρος της περιόδου (1995-2002) η μέση τιμή του λόγου ήταν -7.4%, ενώ για το υπόλοιπο της περιόδου (2003-2008) ήταν -5.3% με ανοδική τάση.

Μ.Ο. 1995-2008 = -- 6.5%




Μ.Ο. 1995-2002 = -- 7.4%Μ.Ο. 2003-2008 = --5.3%

Διάγραμμα 4: Ο λόγος καθαρού κοινωνικού μισθού στην Ελλάδα. 1995-2008

Τα αποτελέσματα αυτά για το λόγο του καθαρού κοινωνικού μισθού προκύπτουν από τη συνεχή αύξηση του λόγου οφελών της εργατικής τάξης και στις δύο περιόδους ενώ η άνοδος του λόγου φόρων της εργατικής τάξης επιβραδύνεται κατά τη δεύτερη περίοδο (δες διάγραμμα 5) συντελώντας έτσι στην άνοδο του λόγου του καθαρού κοινωνικού μισθού.




λόγος οφελών και λόγος φόρων της εργατικής τάξης 1995-2008

λόγος φόρων = 0.219λόγος οφελών = 0.145λόγος φόρων = 0.234λόγος οφελών = 0.181

Διάγραμμα 5: Ο λόγος οφελών και ο λόγος φόρων της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, 1995-2008

Η αύξηση του λόγου του καθαρού κοινωνικού μισθού κατά το δεύτερο μέρος της περιόδου θα μπορούσε να εξηγηθεί τουλάχιστον εν μέρει, από την πτώση του μεριδίου των μισθών στο εθνικό εισόδημα ή το ΑΕΠ. Ο πίνακας 9 εξηγεί στη συνέχεια πώς ο συνδυασμός των μεταβολών στο μερίδιο των μισθών (το οποίο εκφράζει κατά κάποιο τρόπο τη σχετική δύναμη της μισθωτής εργασίας σε σχέση με το κεφάλαιο στην οικονομία) και στο λόγο του καθαρού κοινωνικού μισθού (που εκφράζει την επιρροή της εργατικής τάξης στο επίπεδο του κράτους) ως ποσοστό των μισθών βοηθά να περιγράψουμε πώς και σε ποια κατεύθυνση μεταβάλλεται η θέση της εργασίας στην οικονομία και στην κοινωνία συνολικά.
==========================================================
Πίνακας 9: Οι μεταβολές του λόγου καθαρού κοινωνικού μισθού ( = nsw / w) και του μεριδίου μισθών (= w / GDP)

nswr = nsw / gdp = (nsw/w) * (w/gdp) = nswr’ * ws
Μερίδιο μισθών = ws = w / gdp

+
-

nswr’ =
+
(a) + +
(b) + -
(nsw / w)
-
(c) - +
(d) - -

nsw = καθαρός κοινωνικός μισθός, nswr’ = nsw/w = λόγος καθαρού κοινωνικού μισθού, μερίδιο μισθών = ws = w / gdp
b, c = αύξηση του λόγου καθαρού κοινωνικού μισθού με παράλληλη μείωση του μεριδίου των μισθών και το αντίστροφο. Υποδηλώνουν την αντικυκλική συμπεριφορά του καθαρού κοινωνικού μισθού, ο οποίος μειώνεται με την αύξηση του μεριδίου των μισθών και το αντίστροφο.
a = αύξηση της δύναμης της εργασίας στην οικονομία και την κοινωνία που αντικατοπτρίζεται στο επίπεδο του κράτους. Η εργατική τάξη κερδίζει και στα δύο μέτωπα. d = οικονομική και κοινωνική πολιτική αναδιάρθρωσης σε όφελος του κεφαλαίου, κατά του εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη χάνει και στα δύο μέτωπα.
 =========================================================
Έτσι, η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από ένα περισσότερο ή λιγότερο σταθερό μερίδιο μισθών και λόγο καθαρού κοινωνικού μισθού, ενώ το δεύτερο χρονικό διάστημα αντιστοιχεί στην περιοχή bτου πίνακα 9. Πρόκειται για μια περίπτωση όπου, καθώς το μερίδιο των μισθών (ws) μειώνεται, οι φόροι της εργατικής τάξης μειώνονται ή επιβραδύνονται, τα οφέλη από τις δημόσιες δαπάνες αυξάνονται και ο λόγος καθαρού κοινωνικού μισθού (nswr’) αυξάνεται επίσης κατά αντικυκλικό τρόπο, αντισταθμίζοντας μάλιστα τη μείωση του μεριδίου του μισθών, προδίδοντας στο λόγο του καθαρού κοινωνικού μισθού ως ποσοστό του ΑΕΠ (διάγραμμα 4), ανοδική τάση.
5 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο μέσος όρος του λόγου του καθαρού κοινωνικού μισθού για την περίοδο 1958-1995 ήταν σχεδόν ίσος με αυτόν της περιόδου που εξετάζουμε εδώ, δηλαδή -6.4% του αναθεωρημένου ΑΕΠ.





Διάγραμμα 6: Λόγος καθαρού κοινωνικού μισθού (nsw/w) και μερίδιο των μισθών, Ελλάδα 1995-2008.

5. Επίλογος
Είναι σαφές από την εμπειρική ανάλυση της αναδιανεμητικής λειτουργίας του κράτους στην Ελλάδα, ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις δημοσιονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα. Οι κοινωνικές παροχές και οι συντάξεις των μισθωτών εργαζομένων χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τους φόρους τους, ενώ παράλληλα επιδοτούν τις διάφορες κρατικές λειτουργίες που είτε ωφελούν άμεσα το κεφάλαιο είτε αποσκοπούν στη δημιουργία των υλικών και ιδεολογικών όρων για την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του συστήματος. Η επιδότηση αυτή του κράτους από τους μισθωτούς εργαζόμενους είναι της τάξης του 6.5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο5, που καθόλου συμπτωματικά είναι σχεδόν ίση με τις πληρωμές για τόκους του δημοσίου χρέους για την ίδια περίοδο (6.6% του ΑΕΠ). Μπορεί το δημόσιο έλλειμμα των τελευταίων χρόνων να οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην πληρωμή των τόκων του δημοσίου χρέους, αλλά το πρωτογενές ισοζύγιο δαπανών και εσόδων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην καθαρή φορολόγηση και συνεισφορά των μισθωτών. Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση προέρχονταν από την εργατική τάξη και ήθελε να εκφράσει τα συμφέροντα της θα είχε σαν πρώτο της μέλημα τη μη αναγνώριση του δημόσιου χρέους. Στην πράξη βέβαια, με αφορμή τη δημοσιονομική κρίση παρατηρούμε την ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση των μισθωτών εργαζομένων και συνταξιούχων, την αισθητή χειροτέρευση του βιοτικού τους επιπέδου και τη διάλυση ακόμη και αυτού του ημιτελούς και αναποτελεσματικού κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα.
References

Akram-Lodhi, H. 1996. The public finances of the United Kingdom: a reinterpretation. International Review of Applied Economics 10 (2): 173-193.
Bowles, S. and Gintis, H. 1982a. The crisis of liberal democratic capitalism: the case
of the United States. Politics and Society 11(1): 51-93.
Bowles, S. and Gintis, H. 1982b. The welfare state and long-term economic growth:
marxian, neoclassical and keynesian approaches. American Economic Review 72 (2): 341-345.
Esping-Andersen, G. 1990. The three worlds of welfare capitalism. Princeton, NJ:
Princeton University Press.
Eurostat.epp.eurostat.ec.europa.eu/portal/page/portal/government_finance_statistics/data/
database
Fazeli, R. 1996. The Economic Impact of the Welfare State and the Social Wage: the
British Experience. Brookfield: Avebury.
Fazeli, R. and Fazeli, R. 2009. The Economic Impact of the Welfare State and the Social
Wage on the Working Population, Forum for Social Economics.
Freeman, A. 1991. National accounts in value terms: the social wage and profit rate in
Britain, 1950-1986 In Quantitative Marxism ed. P. Dunne, pp. 84-106, London: Polity Press.
Glyn, A. 1975. Notes on the profit squeeze, Bulletin of the Conference of Socialist
Economists, 4: 1-11.
Glyn, A. 2006. Capitalism Unleashed. Oxford University Press, Oxford.
Glyn, A. and Sutcliffe, T. 1972. British capitalism, workers and the profit squeeze.
Harmondsworth: Penguin
Gough, I. 1979. The political economy of the welfare state. London: Macmillan
Guerrero, D. 1992. Labor, capital and state redistribution: the evolution of net taxes in
Spain (1870-1987). International Journal of Political Economy 22 (3): 46-71.
Maniatis, T. 2003. The net social wage in Greece, 1958-1995. International Review of
Applied Economics 17 (4): 377-398.
Maniatis, T. 2010. The current crisis and marxist theories of economic crisis. Forum for Social Economics, forthcoming.
Miller, J. 1989. Social wage or social profit? The net social wage and the welfare state
Review of Radical Political Economics 21 (3): 82-90
O’Connor, J. 1973. The Fiscal Crisis of the State. New York: St Martin’s Press.
----- .1984. Accumulation Crisis. New York: Basil Blackwell.
OECD. National Accounts, Paris.
Reveley, J. 2006. Taxing times: state-led income redistribution in New Zealand’s
“golden age”. Australian Economic History Review 46 (3): 195-214.
Shaikh, A. 1984. On the social wage, mimeo. New School for Social Research: New
York.
Shaikh, A. 2003. Who pays for welfare in the welfare state? a multi-country study.
Social Research 70 (2): 531-550.
Shaikh, A. and Tonak, E.A. 1987. The welfare state and the myth of the social wage. In
The Imperiled Economy, Book I, ed. R. Cherry et al. pp. 183-194, New York:
URPE.
---. 1994. Measuring the Wealth of Nations: The Political Economy of
National Accounts. New York: Cambridge University Press.
--- . 2000. The rise and fall of the US welfare state. In Political Economy
and Contemporary Capitalism: Radical Perspectives on Economic Theory and
Policy, ed. R. Baiman et al. pp. 247-265, Armonk, New York: M. E. Sharpe.
Sepehri, A. and Chernomas, R. 1992. Who paid for the Canadian welfare state
between 1955-1988? Review of Radical Political Economics 24 (1) 71-88.
Therborn, G. 1984. The prospects of labour and the transformation of advanced capitalism, New Left Review 145.
Tonak, E. A. 1987. The US welfare state and the working class, 1952-1980. Review of
Radical Political Economics 19(3) 47-72.
U.S. Bureau of Economic Analysis (BEA). 2010. National Income and Product
Accounts (NIPA).



«O μόνος δρόμος είναι ο δεύτερος δρόμος »

Αλέκος Αλαβάνος
Πρώτο, αφού ευχαριστήσω για την φιλοξενία, να πω ότι καλύτερα ίσως το ερώτημα, αντί «υπάρχει άλλο δρόμος;» να ήταν «υπάρχει δρόμος;». Γιατί τώρα δεν είμαστε σε δρόμο. Όπως στις ταινίες του Χίτσκοκ είμαστε σε γκρεμό. Εκεί μας έχουν οδηγήσει ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Δεν χρειάζεται ανάλυση. Το βιώνει με τον πιο βαρύ τρόπο η κοινωνία μας.
Δεύτερο, η εναλλακτική λύση που προτείνεται μέσα στο κοινοβουλευτικό σύστημα από την αξιωματική αντιπολίτευση, τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, δηλαδή να μείνουμε στο ευρώ αλλά να φύγουμε από το μνημόνιο είναι «δρόμος που δεν μπορεί να υπάρξει». Αυτό το διαπιστώνουμε γιατί όροι μνημονιακού τύπου τίθενται παντού: στην Κύπρο, την Ισπανία, τη στήριξη των τραπεζών, την αγορά ομολόγων από την Ευρωπαϊκά Τράπεζα, τις χρηματοδοτήσεις από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. «Μνημόνιο» και «Ευρωζώνη» θα αναφέρονται ως συνώνυμες λέξεις σε μια ανανεωμένη έκδοση του Μπαμπινιώτη. Για τον απλούστατο λόγο ότι το περιεχόμενο των μνημονίων που αποφασίζονταν σε επίπεδο χώρας μέλους χωριστά θεσμοποιείται πια ως γενική ρύθμιση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως επιβεβαιώνουν και οι προτάσεις της Γερμανίας για τον Υπερεπίτροπο. Η «ευρωζώνη» είναι θεσμικό μνημόνιο και δεν μπορείς να φύγεις από το ένα χωρίς να φύγεις και από το άλλο. «Μετά είκοσι έτη» μπορεί να μη είναι έτσι, αλλά τότε η νεολαία θα έχει σαπίσει κι εμείς θα κοιτάμε τα πράγματα από ψηλά.
Τρίτο, πραγματικά «υπάρχει δρόμος», αλλά μπορεί είναι καταστροφικός για τη χώρα, όπως ο δρόμος της εκτροπής – κάτι πολύ συνηθισμένο στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας αλλά πολύ ασυνήθιστο τις τελευταίες δεκαετίες. Παρακολουθούμε με ποιό τρόπο η κρίση επεκτείνεται από τα δημόσια οικονομικά στην πραγματική οικονομία, από εκεί στην κοινωνία, από εκεί στη λαϊκή ψυχολογία, από εκεί στις ιδέες, από εκεί στην πολιτική. Ο εξευτελισμός των ανθρώπων, η φτώχεια, η βία, η εγκληματικότητα, ο ναζισμός. Το δημόσιο πλαίσιο έχει απαξιωθεί και καταρρέει. Από τον καθένα απελευθερώνονται τυφλές, ανεπεξέργαστες, σκοτεινές δυνάμεις. Όλα αυτά αποτελούν το ευνοϊκότερο περιβάλλον για εκτροπή – είτε συγκαλυμμένη από κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις είτε ακροδεξιού τύπου είτε στρατιωτικού τύπου με πρόσχημα την προστασία από τα δύο άκρα. Το χωράφι είναι έτοιμο, τα βρωμόδεντρα αρχίζουν να απλώνονται. Εκτός εάν…
Τέταρτο, Εκτός εάν όντως «υπάρχει δρόμος», όπως προφανώς τον υπονοείτε κι εσείς στο ερώτημά σας, που θα αναγεννήσει την αισιοδοξία, θα φέρει την αξιοπρέπεια με βιοτικούς και ηθικούς όρους. Είμαι πεισμένος ότι υπάρχει. Ο μόνος δρόμος είναι ο δεύτερος δρόμος, το «Σχέδιο Β». Είναι, δηλαδή η δέσμη προωθημένων ριζοσπαστικών μετασχηματισμών με αφετηρία την αποχώρηση από το ευρώ: παύση πληρωμών, εθνικοποίηση τραπεζών, δημοκρατικός σχεδιασμός, κοινωνικός έλεγχος, ρευστότητα, επιθετική πολιτική στην απασχόληση. Κάτω όμως από τρεις αυστηρούς όρους.
Πρώτο, ότι η πλειοψηφία του λαού πιστεύει σε αυτή τη λύση, παίρνει μέρος σε μια δύσκολη αλλά όμορφη και με πνοή συλλογική μάχη. Αυτό ίσως είναι που επιδιώκει το πολιτικό σύστημα να αποτρέψει με κάθε τρόπο και για αυτό συνεχώς ακούμε από κυβέρνηση και αντιπολίτευση ότι «η έξοδος από το ευρώ είναι καταστροφή». Κι έχουμε φτάσει στο σημείο η Ελλάδα, που την αφορά άμεσα, να είναι η μόνη χώρα στην Ευρωζώνη που δεν έχει καταρτίσει εναλλακτικό έστω «Σχέδιο Β΄» για την περίπτωση αποχώρησής της ίδιας από το ευρώ που μπορεί να προκύψει από στιγμή σε στιγμή, για δεκάδες λόγους, ακόμη και «δι’ ασήμαντον αφορμήν».
Δεύτερο, να μας βρει όχι μόνο ψυχικά, αλλά και πολιτικά και επιστημονικά οργανωμένους, τεκμηριωμένους και προετοιμασμένους. Η τομή είναι τόσο μεγάλη – επαναστατικού χαρακτήρα αφού αφορά στην αλλαγή στην κεντρική οικονομική, πολιτική και ιδεολογική επιλογή της άρχουσας τάξης στη μεταπολιτευτική Ελλάδα – ώστε δεν επιτρέπεται να μας βρει απροετοίμαστους. Τότε αντί για ανάταση θα έχουμε πανικό και μπορεί να φτάσουμε σε χειρότερες καταστάσεις ακόμα κι από σήμερα.
Και τρίτο, να υπάρχει έγκαιρη προσέγγιση σε φαινομενικά δύσκολες πτυχές του εγχειρήματος (γιατί τίποτε δεν είναι εύκολο σήμερα για την Ελλάδα): επάρκεια πετρελαίου, φαρμάκων, πληθωρισμός, υποτίμηση, συνάλλαγμα. Ας πάρουμε για παράδειγμα το πετρέλαιο. Ναι τους πρώτους μήνες θα μπορούσαμε να έχουμε πρόβλημα ομαλού εφοδιασμού (έχουμε όμως και σήμερα, άλλου τύπου, λόγω απαγορευτικών τιμών) αν δεν έχουμε κινηθεί στην κατεύθυνση διμερών συμφωνιών με χώρες εκτός ατλαντικού ελέγχου όπως η Ρωσία, που αναζητά με αγωνία συνεργασίες στη Μεσόγειο μετά τις εξελίξεις στη Συρία ή όπως το Ιράν που προσπαθεί εναγώνια να κρατήσει πελατεία λόγω του ευρωαμερικανικού εμπάργκο (το οποίο το αψηφά εντελώς η Τουρκία).
Καταλήγοντας, για να «υπάρξει ο δρόμος» ο καλός κι ευλογημένος, απαιτούνται δύο ακόμη πιο πρωταρχικές «διαρθρωτικές αλλαγές». Η διαρθρωτική αλλαγή στο μυαλό μας, ώστε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ελεύθερα έξω από τον σκοτεινό θάλαμο των Βρυξελλών. Και η διαρθρωτική αλλαγή στην καρδιά μας, ώστε να σπάσουμε το τείχος του φόβου και να βηματίσουμε θαρρετά προς το μέλλον.
ΠΗΓΗ: Βήμα 21.10.2012 via~ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου