Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Μετά το Συμβάν




Του Πέρρυ Άντερσον
Η κριτική λειτουργεί ως οξυγόνο της αναστοχαστικότητας με τον ίδιο τρόπο που ο χρόνος λειτουργεί ως έλεγχος της διανοητικής ή της πολιτικής κρίσης. Θα αποπειραθώ να επιχειρηματολογήσω για το κάθε ένα από αυτά, απαντώντας σε τρεις κριτικές, όλες αιχμηρές, για το βιβλίο μου The New Old World. Πρώτα, αναφορικά με τη φόρμα του, για την οποία ο Φίλιπ Σμίτερ τοποθετεί μια διακριτική αιχμή. Με ποιον τρόπο το βιβλίο πρέπει να ταξινομηθεί; Είναι επαρκώς συνεκτικό ώστε να είναι επιδεκτικό σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ταξινόμηση; Καταλήγοντας στο ότι θα ήταν ενδεχομένως προτιμότερο να υπαχθεί στην κατηγορία των θεωρητικών έργων σχετικά με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αυτός παραδέχεται ότι δυσκολεύεται να κατανοήσει για ποιο λόγο, σε αυτήν την περίπτωση, ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου πρέπει να καταπιάνεται με μελέτες των πρόσφατων ιστοριών της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Κύπρου και της Τουρκίας. [1] Έχει βέβαια δίκιο πως ο τρόπος με τον οποίο κινείται η ανάλυση στο The New Old World, η οποία μεταβαίνει από την υπερεθνική κλίμακα στην εθνική και πίσω στην υπερεθνική, είναι μάλλον ασυνεχής παρά ομαλός. Τα διαφορετικά επίπεδα της πραγμάτευσης αντιπαραβάλλονται, δεν συναρθρώνονται. Ως προς αυτό, ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηριχτεί πως αυτά αντανακλούν τη διάζευξη μεταξύ των δύο επιπέδων της ευρωπαϊκής πολιτικής κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, μεταξύ των οποίων υπήρχε μια ελάσσων σύνδεση, ένα κενό το οποίο τώρα γεφυρώνεται. Αλλά το ερώτημα του Σμίτερ μπορεί να τεθεί και ως εξής: για ποιο λόγο ένα έργο για την ιστορία της ΕΕ, κατέρχεται από την κλίμακα της Ένωσης για να καταπιαστεί με τις εξελίξεις εντός των επιμέρους χωρών;
Η απάντηση βρίσκεται στις πολιτικές στοχεύσεις του βιβλίου. Το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας για την ΕΕ, όπως επισημαίνεται στον πρόλογο, καταπιάνεται εν πολλοίς με τεχνικά ζητήματα, χαίροντας μικρής αποδοχής και κατ’ επέκταση αναγνωσιμότητας μεταξύ των «μη ειδικών»• επιπρόσθετα, το μεγαλύτερο μέρος της είναι σε τέτοιο βαθμό ιδεολογικά ενιαίο ώστε αποθαρρύνει, παρά να εγείρει, οποιοδήποτε ενδιαφέρον για την ποικιλομορφία των πολιτικών και πολιτισμικών συγκρούσεων που διατρέχουν την Ευρώπη. Το αποτέλεσμα,  το οποίο ενισχύεται κι από τον διάχυτο ιδεολογικό κομφορμισμό  των μέσων μαζικής ενημέρωσης, καταλήγει να είναι ένας ασφυκτικός διανοητικός τοπικισμός –μια έλλειψη οποιασδήποτε μορφής πραγματικής ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας. Αυτό θα διορθωθεί μόνο όταν η πολιτική ανάλυση θα είναι σε θέση να διασχίσει τα εθνικά σύνορα από τη μια χώρα στην άλλη, με έναν τρόπο όπως αυτόν που στιγμάτισε την Δημοκρατία των Γραμμάτων της Ευρώπης την περίοδο του Μοντεσκιέ ή του Χιουμ, ακόμη και αυτή του Κούρτιους ή του Μπεντά, για να μην αναφερθούμε στις επαναστατικές εκδοχές της με τον Τρότσκι ή τον Γκράμσι. Η ενασχόληση με τις χώρες του κέντρου της Ένωσης και του «Ανατολικού της Ζητήματος», στο βαθμό που η πολιτική συνεχίζει να διαδραματίζει πολύ μεγαλύτερη σημασία για τους λαούς από ό,τι ο απομακρυσμένος και ελιτίστικος μηχανισμός των Βρυξελλών, ήταν να προσφέρει κάποια μορφή επαίνου, αν και περιορισμένου, γι’ αυτήν την παράδοση.
Απέναντι στην εθνική εσωστρέφεια, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, έχει τεθεί ως ισοδύναμο ο ευρωπαϊκός ναρκισσισμός. Αυτός ήταν ο δεύτερος στόχος του The New Old Word. Αν στην περίπτωση του πρώτου, η κριτική στόχευση ήταν το ζητούμενο, σε αυτή του δευτέρου δεν θα μπορούσε παρά να είναι η κατάδειξή του. Το βιβλίο αποτελεί μια συστηματική επίθεση στον Ευρωπαϊκό ναρκισσισμό που έφτασε στο απόγειο του κατά τη διάρκεια των τελευταίων αυτών ετών: στον ισχυρισμό πως η Ένωση προσφέρεται ως ένα «υπόδειγμα» -κατά τη διατύπωση του ύστερου Τόνυ Τζουντ, που υποστηρίχθηκε από τόσους άλλους προασπιστές της ευρωπαϊκής ελλογιμότητας– για την κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη της ανθρωπότητας εν γένει. Από το 2010, τα τραύματα της Ευρωζώνης έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα σε αυτές τις ματαιοδοξίες. Έχουν, εν τούτοις, εξαφανιστεί; Κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος να υποτεθεί: αρκεί να λάβουμε υπόψη ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας δημοσίευσε πρόσφατα ένα ακόμη βιβλίο για την ΕΕ, που διαδέχτηκε το Ach, Europa (2008) υπό τον τίτλο Zur Verfassung Europas (2011).[2] Το επίκεντρό του, ένα δοκίμιο που τιτλοφορείται «Η κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπό το φως της Συνταγματοποίησης του Διεθνούς Δικαίου», αποτελεί ενδεικτική περίπτωση των μοτίβων της σκέψης που επισημάνθηκαν. Περίπου εξήντα σελίδες σε μέγεθος, διαθέτει περίπου εκατό παραπομπές. Τα τρία τέταρτα εξ αυτών αφορούν γερμανούς συγγραφείς. Σχεδόν οι μισές εξ αυτών, αφορούν τους τρεις συνεργάτες τους οποίους ευχαριστεί για την βοήθεια τους ή τον ίδιο. Οι υπόλοιπες αφορούν κατ’ αποκλειστικότητα αγγλο-αμερικάνους, στις οποίες υπερισχύει – κατά το ένα τρίτο των καταχωρήσεων– ένας μόνο βρετανός θιασώτης, ο Ντέιβιντ Χελντ, ο οποίος πρόσφατε επανήλθε στην επικαιρότητα λόγω του Καντάφι. Καμία άλλη ευρωπαϊκή κουλτούρα δεν εμφανίζεται σε αυτήν την "αυθόρμητη" έκθεση τοπικισμού.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η θεματική του δοκιμίου. Το 2008 ο Χάμπερμας είχε επιτεθεί στη Συνθήκη της Λισαβόνας διότι απέτυχε να αποκαταστήσει το δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ ή να προσφέρει οποιοδήποτε ηθικοπολιτικό ορίζοντα γι’ αυτό. Η θέσπιση της Συνθήκης, έγραψε, μπορεί μόνο να «γεφυρώσει το υφιστάμενο χάσμα μεταξύ των πολιτικών ελίτ και των πολιτών», χωρίς να παρέχει οποιαδήποτε θετική κατεύθυνση στην Ευρώπη. Αντ’ αυτού ήταν αναγκαίο ένα διευρυμένο ευρωπαϊκό δημοψήφισμα για να προσδώσει στην Ένωση την απαραίτητη κοινωνική και δημοσιονομική εναρμόνιση, την στρατιωτική ισχύ και  -πάνω από όλα– την άμεσα εκλεγμένη προεδρία, η οποία θα είναι σε θέση να σώσει την ήπειρο από ένα μέλλον «εναρμονισμένο σύμφωνα με τις ορθόδοξες νέο-φιλελεύθερες συντεταγμένες». Επισημαίνοντας τον μεγάλο βαθμό απόστασης μεταξύ της παραδεδεγμένης άποψής του και του ενθουσιασμού για μια δημοκρατική έκφραση της λαϊκής βούλησης, για την οποία πότε δεν έχει επιδείξει οποιοδήποτε ίχνος προάσπισής της στην δική του χώρα, [3] υποστήριζα πως, από την στιγμή που η Συμφωνία θα επιβαλλόταν, ο Χάμπερμας αναμφισβήτητα θα την αποδεχόταν αγόγγυστα.
Η πρόβλεψη ήταν μετριοπαθής. Όχι μόνο αποδέχτηκε αγόγγυστα τη Συνθήκη αλλά την υποστήριξε υπέρμετρα. Πρόσφατα ο Χάμπερμας ανακάλυψε πως, πόρρω απέχοντας από τη γεφύρωση οποιουδήποτε χάσματος μεταξύ των ελίτ και των πολιτών, η Συνθήκη δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια χάρτα που προσβλέπει στην ανθρώπινη ελευθερία, η οποία στηρίζεται στην πανομοιότυπη αναπαραγωγή των θεμελιώσεων της ευρωπαϊκής κυριαρχίας στους πολίτες και τους λαούς –όχι στα κράτη– της Ένωσης, ένα φωτοβόλο περίγραμμα προκειμένου να προκύψει ένα κοινοβούλιο της υφηλίου. Η Ευρώπη της Λισαβόνας ανοίγει τον δρόμο για μια «διαδικασία εκπολιτισμού» που κατευνάζει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών, περιορίζοντας τη χρήση βίας στην τιμωρία αυτών που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Λειτουργεί ως πρωτοπόρος εκ μέρους της δικής μας απολύτως αναγκαίας, αν και βελτιώσιμης, «διεθνούς κοινότητας» του σήμερα για την «κοσμοπολίτικη κοινότητα» του αύριο, μια Ένωση που αγκαλιάζει κάθε αδύναμο άνθρωπο στην γη. [4] Ο ναρκισσισμός των πρόσφατων δεκαετιών έχει φθάσει σε έναν νέο παροξυσμό. Είναι προφανές πως η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν εκπροσωπεί τους λαούς αλλά τα κράτη της Ευρώπης: επιβλήθηκε για να καταστρατηγήσει τη λαϊκή βούληση• η δομή που διαφυλάττει με αφοσίωση, αμφισβητείται σε μεγάλο βαθμό από αυτούς που υπόκεινται σε αυτήν. Τέλος απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως άσυλο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, καθώς αυτα που χαρακτηρίζουν την Ένωση είναι η συμμετοχή σε βασανιστήρια και ιμπεριαλιστικές κατοχές, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία από τους διάσημους θιασώτες της. Όλα αυτά, ο Χάμπερμας τα παραβλέπει, μάλλον επειδή ο αυτοθαυμασμός του δεν του επιτρέπει να τα αντιληφθεί.
Είναι πολύ δύσκολο να υποστηριχτεί μια τέτοια άποψη από τον οποιονδήποτε. Παραφορτωμένος πλέον με τόσα πολλά ευρωπαϊκά βραβεία όσα και τα μετάλλια ενός στρατηγού του Μπρέζνιεφ, ο Χάμπερμας αποτελεί αναμφισβήτητα θύμα, εν μέρει, της υπεροχής του: περίκλειστος, όπως ο Ρόουλς πριν από αυτόν, σε ένα διανοητικό περιβάλλον γεμάτο ως επί το πλείστον από θαυμαστές και ακόλουθους, είναι ολοένα και λιγότερο ικανός να καταπιαστεί με θέσεις που απέχουν μόλις λίγα χιλιοστά από τη δική του. Συχνά χαιρετιζόμενος ως ο σύγχρονος διάδοχος του Καντ, κινδυνεύει να καταστεί ένας σύγχρονος Λάιμπνιτς, κατασκευάζοντας με φλεγματικούς ευφημισμούς μια θεοδικία στην οποία ακόμη και οι αρνητικές όψεις της οικονομικής απορρύθμισης συμβάλλουν στις ευλογίες της κοσμοπολίτικης αφύπνισης, [5] ενώ η Δύση χαράσσει την ατραπό της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων προς την απώτατη Εδέμ της πανανθρώπινης νομιμότητας. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο Χάμπερμας αντιπροσωπεύει μια ιδιάζουσα περίπτωση, τόσο για τη διάκρισή της όσο και για τον εκφυλισμό της. Αλλά η εμμονή του να αντιμετωπίζεται η Ευρώπη ως ένας πολικός αστέρας για τον κόσμο, χωρίς να είναι γνωστή η πραγματική πολιτιστική και πολιτική ζωή εντός της, δεν έχει εκλείψει, και είναι αδιανόητο να αποδίδεται μόνο στις ανάγκες της ευρύτερης συγκυρίας. Έναντι αυτής προσανατολίζεται καλοπροαίρετα το The New Old World. Ο Σμίτερ είχε την δυνατότητα, αν ενδιαφερόταν, να την μεταφέρει σε ένα χαμηλότερο επίπεδο, ασκώντας πολεμική.
Υποσημειώσεις
[1] Παρά την ένστασή του, μια γρήγορη ματιά στο How to Democratize the European Union . . . And Why Bother? ,του Σμίτερ, καινοτόμο με οποιοδήποτε κριτήριο, είναι επαρκής προκειμένου να καταδειχθεί για ποιον λόγο περιγράφω την λογική των απόψεών του ως ριζοσπαστικά δημοκρατική.
[2]
........................................................................ 



Στην περιφέρεια της Ευρωζώνης, η απώλεια της ανταγωνιστικότητας των τοπικών οικονομιών αδρανοποιήθηκε από τη ροή φθηνού κεφαλαίου δανεισμένου με επιτόκια που διατηρούνταν ουσιαστικά σταθερά σε ολόκληρη την νομισματική ένωση σύμφωνα με τις γερμανικές επιταγές  


O Αλέν Σουπιό ισχυρίζεται ότι το βιβλίο πάσχει από ένα επιπλέον έλλειμμα, ευρύτερης κλίμακας. Πέραν της άτεχνης συνάρθρωσης ή ανυπαρξίας αυτής μεταξύ του υπερεθνικού και του εθνικού επιπέδου, απουσιάζει και οποιαδήποτε συγκροτημένη πραγμάτευση της Ανατολικής Ευρώπης. Ήταν συνειδητή η επιλογή μου αυτή όταν σχεδίαζα τη δομή του, στον βαθμό που τα δυο προγενέστερα έργα για την Ευρώπη είχαν δομηθεί γύρω από τη συστηματική σύγκριση μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης. Θα επιθυμούσα, σε μικρότερη κλίμακα, να διατηρήσω αυτού του είδους την ισορροπία στην εξέταση της σύγχρονης Ευρώπης. Για λόγους οικονομίας χώρου, θεώρησα προτιμότερο να εστιάσω μόνο σε μια από τις κληρονομιές αυτής της πρώιμης ιστορίας: στα ίχνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία τα συναντά κανείς σήμερα στην Τουρκία και την Κύπρο, η γνώση των οποίων είναι σπάνια στη σημερινή ΕΕ. Ωστόσο, η κριτική του Σουπιό έχει πολύ μεγαλύτερες αξιώσεις από την απλή επισήμανση της ελλιπούς πραγμάτευσης θεμάτων που έχουν να κάνουν με τις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στο The New Old World. Η κριτική του εστιάζει στις δομικές συνεπαγωγές της διεύρυνσης προς την ανατολή εντός της ΕΕ συνολικά. Χαρακτηριζόμενος, στην αρχή του βιβλίου, ως ένας σημαίνων μετασχηματισμός που επέρχεται, οι συνέπειες της επέκτασης δεν έχουν αντιμετωπιστεί σύμφωνα με το δεδομένο αυτό, όπως αυτός ορθά επισημαίνει, με την ίδια βαρύτητα. Ο βαθμός της συμβολής των συνεπειών στη νεοφιλελεύθερη στροφή της Ένωσης είναι ένα στοιχείο που δεν μπορεί να αξιολογηθεί ακόμα, ωστόσο υπάρχει μικρή αμφιβολία για το ότι η επέκταση έχει συμβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση. Το σημείο στο οποίο θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή έχει να κάνει με την πολύ απλοϊκή διάκριση μεταξύ του δογματικού νεοφιλελευθερισμού που υιοθετήθηκε από τις ελίτ των πρώην κομμουνιστικών χωρών της ανατολικής Ευρώπης και του εκμεταλλευτικού πραγματισμού των κομμουνιστών κυβερνώντων της Κίνας. Πέρα από την ανηλεή αντιμετώπιση της εργασίας, οι χειρισμοί τους ως προς το νόμισμα, τις έγγειες και τις κεφαλαιακές αγορές, για να μην αναφερθούμε στις κρατικές επιχειρήσεις, παραμένουν διακριτοί όπως και η οικονομική ανάπτυξη που επιδίωξαν μέχρι σήμερα.
Μεταβαίνοντας στην Δυτική Ευρώπη, οι κρίσεις μας διαφέρουν σε κάποιο βαθμό ως προς έναν θεσμό: Ο Σουπιό αντιμετωπίζει το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο ως ένα προπύργιο των δημοκρατικών αρχών που παραγνωρίζονται αλλού στην ΕΕ, εισηγούμενος πως λανθασμένα απέρριψα την κρίση του για τη Συνθήκη της Λισαβόνας ως μια έκφραση του γερμανικού εθνικισμού. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η ετυμηγορία του δικαστηρίου αμφισβητήθηκε από τον Χάμπερμας[6] και από άλλους βάσει αυτής της επιχειρηματολογίας,  εν τούτοις εγώ δεν συμμερίζομαι τις απόψεις τους. Η κριτική μου αφορά την ασυνέπειά του. Εάν τα δημοκρατικά δικαιώματα δεν υπάγονται στην περιστολή δαπανών όπως η ετυμηγορία του δικαστηρίου θεωρητικά αποφαίνεται ότι ισχύει για αυτά, η Συνθήκη της Λισαβόνας –καταφανώς σχεδιασμένη να εμπαίζει τη δημοκρατική βούληση των γάλλων και των ολλανδών ψηφοφόρων– δεν θα έπρεπε να έχει επικυρωθεί από αυτό. Ο λόγος για τον οποίο το δικαστήριο έπραξε κατά αυτόν τον τρόπο, επικροτώντας με το ένα χέρι τις δημοκρατικές αρχές και επισφραγίζοντας άκριτα την εκκένωσή τους με το άλλο, ήταν απολύτως συμβατικός: να εξυπηρετήσει το σημερινό πολιτικό κατεστημένο. Ο Σουπιό ορθά επισημαίνει πως το Γερμανικό Δικαστήριο χαίρει μεγαλύτερου ηθικού κύρους και ενδεχομένως υψηλότερου επιπέδου νομικής κουλτούρας από ό,τι τα ισοδύναμα του στην ΕΕ. Αλλά αυτό δεν συνιστά ένα αρκετά ισχυρό εμπόδιο ώστε να υπερκεραστεί. Η πραγματικότητα, όπως έχει καταδειχθεί από πολλές αποφάσεις του Δικαστηρίου – με πιο πρόσφατη την έγκρισή του για τη διάλυση του Γερμανικού Κοινοβουλίου από τον Σρέντερ το 2005 – συνίσταται στο ότι οι δικαστές του σπάνια διαφωνούν με αποφάσεις στις οποίες συμφωνούν τα δύο μεγάλα κόμματα στο βαθμό που είναι διορισμένοι από αυτά με πολιτικά κριτήρια, όπως σχετικά με την ικανότητα του καγκελάριου να ζητά μια γρήγορη εκλογή από μια χαλκευμένη ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο ή την επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας. Τα πιο αδέκαστα μέλη του το κάνουν απολύτως σαφές. Κάποια στιγμή, ερωτώμενος σχετικά με το πού θα τοποθετούσε τον βαθμό της πραγματικής ανεξαρτησίας του Γερμανικού Δικαστηρίου – εγγύτερα στο Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο, διάσημο για τη γενική του προσαρμοστικότητα ή στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, ικανό να αψηφήσει οποιαδήποτε Εκτελεστική Εξουσία – ο Ντίτερ Γκριμ, ίσως το πιο διακεκριμένο μέλος του, απάντησε χωρίς δισταγμό: καλύτερο από το Ιταλικό αλλά εγγύτερα σε αυτό από ό,τι στο Αμερικάνικο. Είναι απίθανο η ολιγαρχία της ΕΕ να αντιμετωπίσει ποτέ κάποιο σημαντικό εμπόδιο στην Καρλσρούη.
Εκεί που ο Σουπιό νοσταλγεί μια περίοδο όπου η Ευρωπαϊκή Κοινότητα σεβόταν τις αρχές του κράτους πρόνοιας, ο Ζαν Βέρνερ Μίλλερ αποδοκιμάζει οποιαδήποτε θεώρηση που διατείνεται πως υπήρχε μια χρυσή εποχή της ευρύτερης δημοκρατικής βούλησης στα πρώιμα χρόνια της. Η διάκριση των ελίτ από τις μάζες και η αντιπάθεια στην λαϊκή κυριαρχία δομήθηκε, υποστηρίζει, όχι μόνο στην αρχή της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά και κατά την διάρκεια της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης των ίδιων των εθνών-κρατών της ηπείρου. Κυρίαρχα μεταξύ των οργάνων στον περιορισμό της άσκησης της λαϊκής βούλησης ήταν τα ίδια τα παράγωγα του θεσμού τα οποία ο Σουπιό τώρα αντιμετωπίζει ως μέσα προστασίας αυτής, τα νέα συνταγματικά δικαστήρια, με το ίδιο το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο να ηγείται. Η αναπαραγωγή αυτών συνιστά μια νομική επένδυση των πολιτικών αποκλεισμών και απαγορεύσεων, των οποίων η νομική απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας υπό τον Αντενάουερ και το νομοθετικό διάταγμα που έγινε γνωστό ως Radikalenerlass - με το οποίο όσοι θεωρούνταν ότι έχουν «ριζοσπαστικές απόψεις» αποκλείονταν από τις δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και από την εκπαίδευση - υπό την ηγεσία του Μπραντ έθεσαν το παράδειγμα. Η περίοδος της «Κοινωνικής Ευρώπης» ήταν η εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όταν η μάχη ενάντια στον Κομμουνισμό απαιτούσε στενή επιτήρηση ώστε να διατηρείται η δημοκρατία ακέραιη. Προκύπτει μεγαλύτερη συνέχεια από αυτήν που γίνεται παραδεκτή, από εμένα και από άλλους, στους περιορισμούς της δημοκρατίας στην οποία η σημερινή Ένωση κατ’ επίφαση στηρίζεται.
Υπάρχει αναμφισβήτητη βία σε αυτήν την υπόθεση. Αλλά δεν είναι ενιαία για όλα τα μέλη της αρχικής Κοινότητας. Τα βασικά τεκμήρια του Μίλλερ προέρχονται από την Δυτική Γερμανία, από τον Ναζισμό και την αντιμετώπιση της Δυτικής Γερμανίας στη γραμμή του μετώπου του Ψυχρού Πολέμου. Εκεί η Αμερικάνικη επιρροή ήταν πάντα ισχυρότερη και οι κραυγές της μάχης του Ελεύθερου Κόσμου στο αγώνα της ενάντια στον Ολοκληρωτισμό αντηχούσαν εντονότερα. Στην Γαλλία, η Τέταρτη Δημοκρατία δε συγκρότησε κανένα συνταγματικό δικαστήριο, ενώ το ΚΚΓ ήταν πολύ μεγάλο για να είναι εφικτή η απαγόρευσή του. Όχι πως υπήρχε βέβαια η οποιαδήποτε αναστολή για τη χρήση κρατικής βίας όπου απαιτούταν: ο Ζυλ Μοκ μπορούσε να ανταγωνιστεί οποιοδήποτε Γερμανό σοσιαλδημοκράτη στον ασύδοτο αντικομουνισμό. Αλλά οι δομικοί περιορισμοί στην λαϊκή βούληση προέκυψαν μάλλον από μια σημαντική αναδιοργάνωση των υπουργικών συμβουλίων όπου ένα τακτικό σώμα μη εκλεγμένων υψηλόβαθμων λειτουργών θα μπορούσε να υπερισχύσει της εκτελεστικής εξουσίας. Στην Ιταλία, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Εκεί το ΚΚΙ πλευροκοπούταν από το μαζικό Σοσιαλιστικό κόμμα και έτσι δεν μπορούσε να περιοριστεί σε ένα γκέτο, ενώ η προσπάθεια από την Χριστιανοδημοκρατια να νοθεύσει το εκλογικό σύστημα με το κίβδηλο νόμο [legge truffa] του Σέλμπα το 1953, δεν ανατράπηκε από τους δισταγμούς του Βατικανού, αλλά από τη λαϊκή κινητοποίηση της αριστεράς εναντίον του. Το επιχείρημα του Μίλλερ για τις καταβολές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης διατηρεί την ισχύ του. Πολλοί από τους πολιτικούς δρώντες πίσω από τη Συνθήκη της Ρώμης - Σπάακ, Χόλσταϊν, Μολέ, Μαρτίνο – ήταν, βέβαια, υποστηρικτές του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά η πυροδότηση για την Συνθήκη προέκυψε από μια αναδίπλωση των Ηνωμένων Πολιτειών, όχι της ΕΣΣΔ. Ήταν τα πολιτικά μαθήματα που εξήγαγε το Παρίσι από το χτύπημα που έριξε η Ουάσιγκτον στην εκστρατεία του Σουέζ το 1956 που άνοιξαν τον δρόμο στην αγγλογερμανική συνεννόηση για την Κοινή Αγορά. Ο ίδιος ο Μονέ, ο προπάτορας της ολοκλήρωσης, ήταν βεβαίως τυπικό παράδειγμα φυσιογνωμίας των διαδρόμων παρά της πολιτικής εκστρατείας. Αλλά αυτός ήταν επίσης ιδιαίτερα αποδεσμευμένος από τις κυριαρχούσες προκαταλήψεις της περιόδου του ψυχρού πολέμου, αποβλέποντας σε μια ενωμένη Ευρώπη που θα ήταν σε θέση να ισορροπήσει μεταξύ της Ρωσίας και της Αμερικής.
Παρά το ότι περιόρισαν τις δυτικοευρωπαϊκές δημοκρατίες της μεταπολεμικής περιόδου, αυτές εν τούτοις περιλάμβαναν πραγματικά μαζικά κόμματα και κυβερνήσεις υπεύθυνες προς τους ψηφοφόρους, κάτι το οποίο δεν ισχύει για την ΕΕ των τελευταίων είκοσι ετών. Η μεταμόρφωση από το Μάαστριχτ και μετά είναι καταφανής. Ο Μίλλερ, εξαίροντας την καθ’ υπαγόρευση συμφωνία [diktat] στην Ελλάδα, το αναγνωρίζει με αυτόν τον τρόπο. Η υπόθεση του πως η Ουγγαρία καταπατά τους δημοκρατικούς κανόνες είναι βάσιμη. Αυτή είναι μια διαδικασία, εν τούτοις, που δεν ξεκίνησε με τον Ορμπάν αλλά με τον προκάτοχό του, τον Γκιούρκσανι, έναν πρώην κομμουνιστή κυβερνήτη, ο οποίος σύμφωνα με τη λεπτομερή παρουσίαση του Σούπιο, ήταν ο ευνοούμενος πολιτικός των Βρυξελλών στην Βουδαπέστη, ο οποίος καυχιέται πως έλεγε συνεχώς ψέματα στους ψηφοφόρους για να επικρατήσει στο αξίωμα που θα προκαλούσε τον εκφυλισμό της πολιτικής διαδικασίας. Ούτε είναι βέβαια συγκρίσιμες οι οπισθοδρομήσεις στην Ουγγαρία με τις παραβιάσεις κάθε αρχής δημοκρατίας και ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά τη στρατιωτική κατοχή και την εθνική εκκαθάριση ενός μεγάλου μέρους της Κύπρου, ενός κράτους της Ένωσης για του οποίου τη μοίρα δεν πρόκειται να ακουστεί οποιαδήποτε κριτική άποψη σε αυτό που ονομάζεται ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα.
Ο Μίλλερ τελειώνει διερωτώμενος για το αν και κατά πόσο η Γερμανία είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει την ισχύ της για να αναδομήσει την ΕΕ με ένα πιο αποτελεσματικό και δημοκρατικό περιεχόμενο από το υφιστάμενο. Η πραγματικότητα μέχρι σήμερα έχει οδηγήσει στο άκρως αντίθετο: το καθεστώς στο Βερολίνο έχει ενισχύσει και τις δυσλειτουργίες και την αυταρχικότητα του συστήματος των Βρυξελλών. Για να αντιληφθούμε το γιατί, είναι αναγκαία μια γνώση της υποκείμενης δυναμικής που συμβάλλει στην κρίση της Ευρωζώνης. Για να το θέσουμε απλά, αυτή συνιστά αποτέλεσμα της διασταύρωσης δύο ανεξάρτητων αναπότρεπτων εκβάσεων. Η πρώτη σχετίζεται με τη γενική ενδόρρηξη του πλασματικού κεφαλαίου με το οποίο οι αγορές σε ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο συνεχίζουν να ακολουθούν τον μεγάλο κύκλο της χρηματιστικοποίησης που ξεκίνησε κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980, καθώς η αποδοτικότητα στην πραγματική οικονομία μειωνόταν κάτω από την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού και οι ρυθμοί ανάπτυξης έπεφταν δεκαετία με τη δεκαετία. Οι μηχανισμοί αυτής της επιβράδυνσης, ενδογενείς στις λειτουργίες του ίδιου του κεφαλαίου, είναι γνωστοί σε κάθε αναγνώστη του έργου του Ρόμπερτ Μπρένερ.[7]  Διαδοχικά, οι επενέργειες της στην υπερμεγέθη διεύρυνση του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους έχουν αναλυθεί με μοναδικό τρόπο από τον Βόλφγκανγκ Στρέεκ σε αυτές τις σελίδες δείχνοντας όχι μόνο το ποσοστό του κέρδους αλλά και τη δυνατότητα πολιτικής επιλογής.[8]  Η αμερικάνικη οικονομία ακολουθεί εμφανώς αυτήν την τροχιά με παραδειγματική σαφήνεια.
Στην Ευρώπη, ωστόσο, έπαιξε σημαντικό ρόλο μια ακόμη παράμετρος, από την επανένωση της Γερμανίας και τον σχεδιασμό της νομισματικής ένωσης που συμφωνήθηκε στο Μάαστριχτ, ακολουθούμενη από το Σύμφωνο Σταθερότητας • αμφότερα ανέκοψαν τις γερμανικές αξιώσεις. Η άσκηση ελέγχου πάνω στο κοινό νόμισμα θα γινόταν από μια κεντρική τράπεζα χαγιεκιανής σύλληψης η οποία δεν θα ήταν υπόλογη ούτε στους ψηφοφόρους ούτε στις κυβερνήσεις. Μοναδικός της στόχος κρίθηκε πως έπρεπε να είναι η σταθερότητα των τιμών. Επικρατώντας στη νέα ζώνη του κοινού νομίσματος θα συνιστούσε τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη εντός της ΕΕ, η οποία, διευρυνόταν προς στην Ανατολή, με την εφεδρεία της φτηνής εργασίας ακριβώς απέναντι από τα σύνορα της. Το κόστος της επανένωσης ήταν υψηλό, έλκοντας προς τα κάτω την γερμανική ανάπτυξη. Για να αποκαταστήσει τις οικονομικές απώλειες, το γερμανικό κεφάλαιο επέβαλλε μια καινοφανή μισθολογική περιστολή, που έγινε αποδεκτή από την Γερμανική εργασία υπό την απειλή της εξωτερικής ανάθεσης στην Πολωνία, την Σλοβακία ή και πέραν αυτών.[9]  Καθώς η βιομηχανική παραγωγικότητα αυξανόταν και το εργατικό κόστος μειωνόταν, οι γερμανικές εξαγωγικές βιομηχανίες γίνονταν πιο ανταγωνιστικές από ποτέ καταλαμβάνοντας ένα ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο των αγορών της Ευρωζώνης. Στην περιφέρεια της Ευρωζώνης, από την άλλη, η απώλεια ανταγωνιστικότητας των τοπικών οικονομιών αδρανοποιήθηκε από τη ροή φθηνού κεφαλαίου δανεισμένου με επιτόκια που διατηρούνταν ουσιαστικά σταθερά σε ολόκληρη την νομισματική ένωση σύμφωνα με τις γερμανικές επιταγές.
Υποσημειώσεις

[6]
Για παράδειγμα, Daniel Halberstam & Christoph Möllers, ‘The German Constitutional Court SaysJa zu Deutschland”, German Law Journal, Οκτώβριος 2009, σσ. 1241–58
[7] Βλέπε The Economics of Global Turbulence, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 2006 • και καταπιάνεται με το τι έγινε μέχρι την συντριβή του 2008 στο, ‘What is Good for Goldman Sachs is Good for America’, CESTACH paper, April 2009. [Ρόμπερ Μπρέννερ, Ό, τι είναι καλό για την Goldman Sachs είναι καλό για τις ΗΠΑ, Οι ρίζες της σημερινής κρίσης, Εργατική Πάλη, Αθήνα, 2010]
[8] The Crises of Democratic Capitalism’, Νew Left Review, τ. 71
[9] Για τιμές σχετικά με τα γερμανικά μισθολογικά κόστη μεταξύ του 1998 και του 2006, και για μια πρόβλεψη του αντίκτυπού τους στις νότιες οικονομίες , βλέπε The New Old World, σ. 52

Μετάφραση: Γιώργος Σουβλής

Πηγή:
New Left Review

 
Οι πανάκειες του 2011 δεν θα θεραπεύσουν τις ασθένειες της Ευρωζώνης. Τα μεγέθη των κρατικών χρεών δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα προ της κρίσης επίπεδα  


Όταν έσκασε η φούσκα του χρηματοπιστωτικού τομέα, μια διαδικασία που ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες και χτύπησε κατόπιν την Ευρώπη, η αξιοπιστία του περιφερειακού χρέους κατέρρευσε προμηνύοντας μια αλυσίδα κρατικών πτωχεύσεων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα μαζικά κρατικά πακέτα οικονομικής στήριξης σε συνδυασμό με ήταν σε θέση να αποσοβήσουν την κατάρρευση των χρεωκοπημένων τραπεζών, οι ασφαλιστικές και οι πολυεθνικές εταιρείες και η τύπωση χρήματος από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ μπορούσε να ελέγξει την ύφεση της ζήτησης. Στην Ευρωζώνη, δύο εμπόδια μπλόκαραν οποιουδήποτε τέτοιου είδους προσωρινή επίλυση: τα νομοθετήματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα οποία προφυλάσσουν την Συνθήκη του Μάαστριχτ, όχι μόνο της απαγόρευσαν κατηγορηματικά να αγοράσει το χρέος των κρατών-μελών, αλλά δεν υπήρχε και κανενός είδους Κοινότητα του Πεπρωμένου [Schicksalsgemeinschaft] του Βεμπεριανού έθνους για να δεσμεύσει από κοινού τους κυριάρχους και τους κυριαρχούμενους σε μια κοινή πολιτική τάξη, στην οποία οι κυρίαρχοι θα πλήρωναν ένα βαρύ τίμημα διότι παραγνώρισαν τις ζωτικές ανάγκες των κυριαρχούμενων. Στην Ευρωπαϊκή προσομοίωση του φεντεραλισμού δεν μπορεί να προκύψει κανενός είδους «ένωση μεταφοράς πόρων» ανάλογη με τις αμερικάνικες συντεταγμένες. Από τη στιγμή που η κρίση ξεκίνησε, η συνοχή στην Ευρωζώνη θα μπορούσε να προκύψει όχι από τις κοινωνικές δαπάνες αλλά μόνο από πολιτική υπαγόρευση –την επιβολή από την Γερμανία, που ηγείται ενός συνασπισμού μικρότερων βόρειων κρατών, προγραμμάτων δρακόντειας λιτότητας, απαράδεκτων για τους πολίτες της νότιας περιφέρειας, η οποία δεν είναι  πλέον ικανή να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα μέσω της υποτίμησης.
Κάτω από αυτήν την πίεση, οι κυβερνήσεις στα ασθενέστερα κράτη έχουν πέσει σαν κορύνες του μπόουλινγκ. Οι πολιτικοί μηχανισμοί έχουν διαφοροποιηθεί. Στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία τα απερχόμενα καθεστώτα που βρίσκονταν στην εξουσία στην αρχή της κρίσης κατέρρευσαν, καθώς έχασαν με εντυπωσιακή διαφορά στις εκλογές. Οι διάδοχοί τους δεσμεύονται σε πιο δραστικές δόσεις των ίδιων θεραπειών με τις προγενέστερες. Στην Ιταλία, ο συνδυασμός της διαφθοράς του ιταλικού πολιτικού συστήματος με την εξωτερική παρέμβαση χρησιμοποιήθηκαν για να αντικαταστήσουν ένα κοινοβούλιο με ένα υπουργικό συμβούλιο τεχνοκρατών, χωρίς να διεξαχθούν εκλογές.  Στην Ελλάδα, μια κυβέρνηση που επιβλήθηκε από το Βερολίνο, το Παρίσι και τις Βρυξέλλες έχει υποβαθμίσει την χώρα σε μια κατάσταση που θυμίζει την Αυστρία το 1922, όταν ένας ύπατος αρμοστής τοποθετήθηκε στην Βιέννη από την Αντάντ –κάτω από τα χρώματα της Κοινωνίας των Εθνών– για να διευθύνει την οικονομία σύμφωνα με τις επιταγές της.[10] Σχεδόν καθολικά, οι συνταγές που τέθηκαν σε ισχύ για να αποκατασταθεί η πίστη των αγορών προς την αξιοπιστία των τοπικών κυβερνήσεων περιλάμβαναν περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, απορρύθμιση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας: το καθιερωμένο νεοφιλελεύθερο ρεπερτόριο, συνοδευόμενο από αυξημένα φορολογικά βάρη. Για να διασφαλίσουν τα προαναφερθέντα, στο Βερολίνο και το Παρίσι, είναι επί του παρόντος αποφασισμένοι να επιβάλλουν το αιτούμενο ενός ισορροπημένου προϋπολογισμού στην ένωση και των δεκαεφτά κρατών της Ευρωζώνης –μια ιδέα που έχει υιοθετηθεί εδώ και καιρό από την αμερικάνικη δεξιά.
Οι πανάκειες του 2011 δεν θα θεραπεύσουν τις ασθένειες της Ευρωζώνης. Τα μεγέθη των κρατικών χρεών δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα προ της κρίσης επίπεδα. Ούτε η συσσώρευση του χρέους αφορά μόνο το δημόσιο –κάθε άλλο: σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, τα ανέγγυα τραπεζικά χρέη ενδέχεται να ανέρχονται στα  1.3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Τα προβλήματα είναι βαθύτερα, οι θεραπείες κατώτερες των περιστάσεων, αυτοί οι οποίοι τις επιβάλλουν περισσότερο αναλώσιμοι από ό,τι οι επίσημες αρχές μπορούν να παραδεχτούν. Όσο γίνεται σαφέστερο πως το φάσμα των αθετήσεων δεν έχει εξαλειφθεί, τα μέσα παρέμβασης με τα οποία από κοινού οι Μέρκελ και Σαρκοζί επιχειρούν να θεραπεύσουν την κρίση είναι απίθανο να διαρκέσουν. Η συνεργασία μεταξύ τους δεν είναι βέβαια ισότιμη. Η Γερμανία, βασικός υπεύθυνος της Ευρωκρίσης περισσότερο από οποιοδήποτε κράτος, ηγείται ενός συστήματος κεφαλαιακής χαλάρωσης στο εξωτερικό και μισθολογικής περιστολής στο εσωτερικό, την ίδια στιγμή που αποτελεί τον κύριο σχεδιαστή των εγχειρημάτων υπερκέρασής της. Υπ’ αυτήν την έννοια, η ώρα ενός ευρωπαϊκού ηγεμόνα έχει φτάσει. Με την κρίση έχει εμφανιστεί το πρώτο ακλόνητο μανιφέστο της γερμανικής κυριαρχίας στην Ένωση.
Σε ένα κεντρικό άρθρο στο Merkur, το πιο σημαντικό όργανο ιδεών διανοουμένων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ο δικαστής της Κωνσταντίας, Κρίστοφ Σενμπέργκερ, εξηγεί πως το είδος της ηγεμονίας που η Γερμανία είναι προορισμένη να ασκήσει στην Ευρώπη δεν έχει κανένα κοινό με το οικτρό «σύνθημα ενός αντί-μπεριαλιστικού λόγου που προσομοιάζει σε αυτόν του Γκράμσι»: αυτή είναι αναγκαίο να γίνει κατανοητή με την ευεργετική συνταγματική έννοια που παρατέθηκε από τον Χάινριχ Τρίπελ, για να καθοριστεί η ηγετική λειτουργία του πιο ισχυρού κράτους εντός ενός ομοσπονδιακού συστήματος, όπως αυτό της Πρωσίας εντός της Γερμανίας κατά την διάρκεια του 19ου  αιώνα και του πρώιμου 20ου. Η ΕΕ αποτελεί ακριβώς ένα τέτοιο σύστημα –μία κατά κύριο λόγο ενδοκυβερνητική συνεργασία, συνερχόμενη σε σώμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, του οποίου οι συσκέψεις είναι εξ ορισμού «αδημοσίευτες» στο κοινό και για το οποίο μόνο η επιστημονική φαντασία μπορεί να φανταστεί ότι θα μπορούσε κάποτε να καταστεί «το μπλε λουλούδι της δημοκρατίας που θα καθαρίσει όλα τα ανθρώπινα θεσμικά υπολείμματα». Αλλά στο βαθμό που τα κράτη που εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο είναι ως επί το πλείστον άνισα σε μέγεθος και επιρροή, θα ήταν παράλογο να σκεφτούμε πως θα ήταν εφικτό να συνεργαστούν μεταξύ τους με ίσους όρους. Για να λειτουργήσει, η Ένωση αξιώνει για το κράτος που έχει διαφορετική τάξη μεγέθους σε πληθυσμό και πλούτο, να της προσδώσει συνοχή και κατεύθυνση. Η Ευρώπη χρειάζεται την ηγεμονία της Γερμανίας και οι Γερμανοί οφείλουν να σταματήσουν να δειλιάζουν στην άσκησή της. Η Γαλλία, της οποίας το πυρηνικό οπλοστάσιο και η θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας την οπλίζουν με σημαντική ισχύ, οφείλει να προσαρμόσει τις αξιώσεις της αναλόγως. Η Γερμανία πρέπει να αντιμετωπίσει τη Γαλλία με τον ίδιο τρόπο που ο Μπίσμαρκ αντιμετώπισε την Βαυαρία στο αντίστοιχο ομοσπονδιακό σύστημα, την Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία [Kaiserreich], καθησυχάζοντας το έλασσον μέλος με συμβολικές επιβραβεύσεις και γραφειοκρατικές ισορροπίες υπό την πρωσική πρωτοκαθεδρία.[11]
Το αν και κατά πόσο η Γαλλία μπορεί τόσο εύκολα να υποβαθμιστεί στο στάτους της Βαυαρίας κατά την διάρκεια του Δεύτερου Ράιχ μένει να δειχθεί. Υπό τον Σαρκοζί, η αναλογία ενδέχεται να μην είναι τόσο παράδοξη, σε ό,τι αφορά την προσκόλληση του Παρισιού στις προτεραιότητες του Βερολίνου. Αλλά ίσως ένας πιο σύγχρονος παραλληλισμός να ήταν καταλληλότερος. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η ανησυχία της γαλλικής πολιτικής τάξης να μην διαχωριστεί αλλά να συσχετίζεται διαρκώς με τα γερμανικά σχέδια εντός της Ένωσης θυμίζει ολοένα και περισσότερο την άλλη «ιδιάζουσα σχέση», την απεγνωσμένη βρετανική πρόσδεση στο ρόλο του υπασπιστή των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, είναι απορίας άξιο πόσο καιρό είναι δυνατόν να συνεχιστεί μια τέτοια αυτοϋποτίμηση, χωρίς κάποια αντίδραση. Η οίηση του Γενικού Γραμματέα του κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της Γερμανίας πως η «Ευρώπη τώρα μιλά Γερμανικά», συνιστά περισσότερο προσβολή παρά προτροπή για συμμόρφωση. Ο νέος ηγεμόνας μπορεί να επιδεικνύει την ισχύ του. Αλλά παραμένει ανίσχυρος, ανίκανος είτε να διαλύσει την νομισματική ένωση προκαλώντας αταξία, είτε να κινηθεί πέραν αυτής προς μια πολιτική ένωση στην οποία θα πρέπει να κάνει αποδεκτές δημοσιονομικές μεταβιβάσεις τις οποίες απορρίπτουν οι εκλογείς του.
Εξίσου εύθραυστες είναι και οι υπόλοιπες διευθετήσεις του υφιστάμενου τοπίου. Τα χαγιεκιανά αναχώματα της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν τεράστια πίεση από τις ροές του χρέους καθώς η κρίση συνεχίζεται. Στην περίπτωση που τα νερά θα σηκωθούν αρκετά υψηλότερα, είναι απίθανο να αντισταθούν αυτά τα αναχώματα. Ένα από τα πιο θεμελιώδη πολιτικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η αξίωση της να ενσωματώσει το Κράτος Δικαίου. Κανενός είδους γραφειοκρατία δεν έχει υπάρξει πιο ικανή στο να εφευρίσκει τρόπους για να το ανακαλεί. Ποιος θα εκπλησσόταν αν μάθαινε από τους νομικούς της ότι τα άρθρα της Συνθήκης του Μάαστριχτ που σαφώς απαγορεύουν στη Τράπεζα να αγοράζει κυβερνητικό χρέος, ορθώς ερμηνευμένα, σημαίνουν στην πραγματικότητα, ότι – μέσω μιας αναμφίβολα διακριτικής παράκαμψης – είναι υποχρεωμένη να πράξει κατ’ αυτόν τον τρόπο;[12]
Ούτε τελικά το εγχείρημα των δύο καθεστώτων να περιχαρακώσουν την υπόλοιπη Ευρώπη στο περίφραγμα των σταθεροποιητικών σχεδίων φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως σταθερό. Στη Γερμανία, η Μέρκελ έχει χάσει τις περιφερειακές εκλογές την μια μετά την άλλη, ακόμη και στο ισχυρότερο χριστιανοδημοκρατικό οχυρό όλων, της Βάδης-Βυρτεμβέργης, ενώ οι συνεργάτες της στο Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα – όχι για πρώτη φορά – βρίσκονται στο χείλος της εκλογικής εξαφάνισης. Στη Γαλλία, ο Σαρκοζί έχει στερηθεί την ψήφο του Εθνικού Μετώπου χωρίς αντιστάθμισμα στο κέντρο, και την στιγμή αυτή υπολείπεται του, μέχρι τώρα, πιο ήπιου όλων των προέδρων του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Εκεί δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο σοβαρό επιχείρημα στο γιατί η απόρριψη των κρατικών αξιωματούχων που έχει αποτελέσει το μοτίβο όλων των ευρωπαϊκών εκλογών από την συντριβή του 2008 δεν θα γκρεμίσει και αυτόν τον συνδυασμό. Το αν και κατά πόσο η επιστροφή της σοσιαλδημοκρατίας στην εξουσία στο Παρίσι και στο Βερολίνο θα επηρεάσει την πορεία της κρίσης είναι άλλο ζήτημα. Η αριστερά, σύμφωνα με όλα τα προγνωστικά, θα επιφέρει ασήμαντες αλλαγές• είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τον Ολάντ ή τον Γκάμπριελ να ανέρχονται στην εξουσία με τον ίδιο εν πολλοίς τρόπο που το έκανε ο Ραχόι, χωρίς οποιαδήποτε θετική εκλογική επένδυση, ως η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική λύση. Η σοβαρή λαϊκή αντίδραση, βέβαια, θα άλλαζε την κατάσταση. Μέχρι σήμερα, αυτό έχει συμβεί μόνο στην Ελλάδα. Αλλού, οι ελίτ δεν έχουν αφουγκραστεί ακόμη τις μάζες.
Το ότι δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι ακόμα και η πιο οξεία στέρηση θα πυροδοτήσει, παρά θα αδρανοποιήσει, τις λαϊκές αντιδράσεις είναι σαφές από την ρώσικη παθητικότητα στην καταστροφή της εξουσίας του Γέλτσιν. Αλλά οι λαοί της Ένωσης είναι λιγότερο εξαντλημένοι και, στο βαθμό που οι συνθήκες ενδέχεται να επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο, το φιτίλι τους είναι πιθανό να είναι μικρότερο. Κοιτάζοντας πίσω από όλα τα σενάρια, βρίσκεται το αποθαρρυντικό γεγονός πως, ακόμη κι αν η κρίση του ευρώ μπορούσε να επιλυθεί χωρίς υπερβολικό κόστος για τους ασθενέστερους - εξαιρετικά απίθανο - η υπάρχουσα ύφεση της ανάπτυξης θα συνεχίζει να υφίσταται.
Κοιτάζοντας προς τα έξω, ωστόσο, υπάρχει μια περιοχή όπου η ανάκτηση της εξουσίας από τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους ενδέχεται να μεταβάλλει τις εκτιμήσεις. Από τα σημαίνοντα καθεστώτα που εξετάστηκαν στο The New Old World, μόνο αυτό της Τουρκίας έχει ακμάσει οικονομικά από την εμφάνιση της κρίσης. Εκεί ο Ερντογάν εξασφάλισε ήδη την Τρίτη του εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης το καλοκαίρι του 2011, μια λιγότερη από τους Μεντερές ή Ντεμιρέλ στο ζενίθ τους. Όπως και με τον Μεντερές, κάθε διεύρυνση της εξουσίας σηματοδοτούσε μια όξυνση της καταστολής: διαφθορά της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, φυλάκιση δημοσιογράφων, ξυλοφόρτωμα φοιτητών και συνδικαλιστών, κίβδηλες κατηγορίες έναντι των αντιπάλων, σφαγές Κούρδων. Αυτά θεωρούνται ότι δεν καταπατούν οποιοδήποτε δικαίωμα για την Ένωση, όπου η πόρτα για την Τουρκία παραμένει μισάνοιχτη. Πριν την κρίση, μια αποχώρηση των Σαρκοζί και Μέρκελ από την σκηνή θα επιδρούσε αποφασιστικά στο άνοιγμά της. Έκτοτε, το καθεστώς του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης στην Άγκυρα, κατακλυσμένο από ραγδαία ανάπτυξη και ζεστό χρήμα, έχει στραφεί στην Μέση Ανατολή ως μια πιο φιλόξενη ως προς τις φιλοδοξίες του περιοχή, αποκτώντας έτσι μια νέα αλαζονική συμπεριφορά όχι στο σημείο του να άρει την υποψηφιότητα στην ΕΕ, αλλά έχοντας την ως εφεδρεία, επιδιώκει ένα νεοοθωμανικό ρόλο ως μέντορας του αραβικού κόσμου, υποστηριζόμενο ένθερμα από την Αμερική. Το πώς η νέα αυτοπεποίθηση της Τουρκίας ως μιας περιφερειακής δύναμης θα αλληλεπιδράσει με έναν φιλικότερο γαλλογερμανικό άξονα, από τη στιγμή που η φούσκα των εισαγωγών που υποστηρίζει την τουρκική ανάπτυξη σκάσει, μένει να φανεί.
Προς το παρόν τουλάχιστον, οι χειρισμοί του καθενός γύρω από τη Μεσόγειο συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό. Η περίοδος αμέσως μετά την κρίση έχει καταδείξει, όπως προβλέφθηκε, το πρώτο απροκάλυπτο προβάρισμα της Ευρώπης για τον ρόλο της εκπροσώπου της αυτοκρατορίας στο περιφερειακό της θέατρο • σύμφωνα με τις προβλέψεις, ο Σαρκοζί ήταν αυτός που ανέλαβε την πρωτοβουλία.[13]  Με την υπόληψή του να γκρεμίζεται στο εσωτερικό της Γαλλίας στις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης για τις επικείμενες εκλογές και την εικόνα του στο εξωτερικό να συνοδεύεται από δεσμούς με τις εκπεσούσες δικτατορίες στην Αίγυπτο και την Τυνησία, αυτός αποφάσισε υπέρ της επίθεσης στο Λίβυο ομόλογό του για να αποκαθάρει το μητρώο του και να αποκαταστήσει την δημοτικότητα του. Βάζοντας στη λίστα τη Βρετανία και αποπέμποντας την Ιταλία μαζί με άλλες ελάσσονες συμπαριστάμενες χώρες, υπό το κάλυμμα της εξουσιοδότησης του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών να «προστατεύσει τις ζωές των πολιτών» με «οποιαδήποτε μέσα είναι αναγκαία», ξεκίνησε μια παρατεταμένη εναέρια επίθεση, βασιζόμενη στην επιμελητεία της Ουάσιγκτον • η Τουρκία καθάρισε τα συντρίμμια.[14] Η καταστροφή του καθεστώτος του Καντάφι έθεσε το δεδικασμένο για πιο μόνιμες περιπέτειες, αν παραστεί η ανάγκη. Η δυναστεία των Αλεβιτών στη Συρία, από κοινού με τις αποδοκιμασίες της ΕΕ και της τουρκικής περικύκλωσης, είναι η επόμενη στη γραμμή του πυρός, με την υποστήριξη από τα ΜΜΕ και το οικονομικό μπλόκο από το Κατάρ • το Ιράν προπορεύεται. Οι συνέπειες τις οποίες θα υποστούν οι εγχώριες κοινωνίες από μια επιστροφή σε παλαιότερες ευρωπαϊκές βάσεις στη Βόρεια Αφρική και την Ανατολική Μεσόγειο, μένει εν τούτοις να φανούν. Ορισμένες ενδείξεις των λανθανουσών κοινωνικών εντάσεων που αυτή η επιστροφή των ευρωπαϊκών βάσεων θα μπορούσε να επιφέρει είναι ήδη ορατές στις διαμάχες μεταξύ της Γαλλίας και της Ιταλίας για το μέλλον των μεταναστών από το Μακχρέμπ και την παραβίαση των αποφάσεων της Συνθήκης του  Σένγκεν. Η Τρίπολη και η Τυνησία είναι εγγύτερα στη Ρώμη και το Παρίσι από ό,τι στην Άγκυρα ή την Κωνσταντινούπολη. Οι νότιες και οι ανατολικές ακτές της Μεσογείου είναι απίθανο να προσφέρουν στην Ευρώπη μια γόνιμη εστία ως αντίδοτο στη δήθεν απροσδιοριστία του σύγχρονου κόσμου.
Υποσημειώσεις
[10] Για την δουλειά αυτή επιλέχθηκε ο δεξιός δήμαρχος του Ρότερνταμ, Άλφρεντ Ζίμμερμαν, ένας παρτιζάνος της καταστολής του ολλανδικού εγχειρήματος να μιμηθεί την γερμανική επανάσταση του Νοέμβρη του 1918, ο οποίος παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 1926. «Αυτός ακούραστα ασκούσε κριτική στην κυβέρνηση, τονίζοντας τους περιορισμούς της, απαιτώντας ολοένα και περισσότερες οικονομίες, ολοένα και περισσότερες θυσίες από όλες τις τάξεις του πληθυσμού» και πιέζοντας «την κυβέρνηση να σταθεροποιήσει τον προϋπολογισμό της σε ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο», θεωρώντας πως «μέχρι αυτό να φέρει αποτελέσματα ο έλεγχος πρέπει να συνεχιστεί»: Charles Gulick, Austria from Habsburg to Hitler, Berkeley, 1948, τόμος I, σ. 700.
[11] Christoph Schönberger, ‘Hegemon wider Willen. Zur Stellung Deutschlands in der Europäische Union’, Merkur, τ. 752, Ιανουάριος 2012, σσ. 1–8— το πρώτο τεύχος του περιοδικού υπό νέο συντάκτη. Η γνώμη του Μπίσμαρκ για τους Βαυαρούς, βέβαια, είναι διάσημη: «το ενδιάμεσο μεταξύ ενός Αυστριακού και ενός ανθρώπου». Η εννοιολογική έμπνευση για την σύνθεση του Σενμπέργκερ, ο μεσοπολεμικός δικαστής  Χάινριχ Τρίπελ, δεν ήταν μόνο ένας θαυμαστής της ηγετικής θέσης της Γερμανίας του Μπίσμπαρκ κάτω από την πρωσική ηγεμονία. Το 1993 καλωσόρισε την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ ως «νομική επανάσταση», και τελείωσε το βιβλίο του για την ηγεμονία το 1938 με έναν διθυραμβικό παιάνα προς τον Φύρερ ως την πολιτική προσωπικότητα η οποία, προσαρτώντας την Αυστρία και την Σουδηδία, τελικά πραγματοποίησε το αιώνιο γερμανικό όνειρο ενός πλήρως ενοποιημένου κράτους: Die Hegemonie. Ein Buch von führenden Staaten, Στουτγκάρδη, 1938, σ. 578.
[12] Διαδικασίες ήδη σε κανονικοποιημένη ισχύ, όπως μια γνώστρια αναφέρει με ικανοποίηση. ‘Η όλη ιδέα της αποφυγής των Ευρωπαϊκών Κανόνων και η εφαρμογή της Ποσοτικής Χαλάρωσης χωρίς να κατονομαστεί «Ποσοτική Χαλάρωση» ήταν εξαιρετικά ιδιοφυής», η Λουκρέτσια Ράιχλιν — πρώην επικεφαλής έρευνας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα— ανέφερε στους Financial Times στις 8 Φεβρουαρίου του 2012, προσθέτοντας πως αυτή ήταν ιδέα του Τρισέ. Υπό τον Ντράγκι, οι τράπεζες τώρα καρπώνονται περαιτέρω οφέλη από μια βαθειά εμπεδωμένη ιταλική θεώρηση των κανόνων.
[13] The New Old World, σσ. 544, ff, 198–9.
[14] Για τις πολιτικές πραγματικότητες της λιβυκής στρατιωτικής επιχείρησης, και την κάλυψη των Ηνωμένων Εθνών σε αυτήν, βλέπε την λεπτομερή ανάλυση στο Hugh Roberts, ‘Who Said Gaddafi Had to Go?’, London Review of Books, 17 Νοεμβρίου 2011
Μετάφραση: Γιώργος Σουβλής
Πηγή: Νew Left Review
Δείτε εδώ κι εδώ τα δύο προηγούμενα μέρη του άρθρου
Πέρρυ Άντερσον

REDNotebook
20 Ιουλίου 2012 - 6:02 πμ | Πέρρυ Άντερσον



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου