Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Η φιλοσοφία ως διάγνωση του παρόντος. Ο Φουκώ απαντά στον Σαρτρ


Συνέντευξη με το Μισέλ Φουκώ / Μετάφραση Τάσος Μπέτζελος

Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 29 / Φεβρουάριος 2012

 Ένα μεγάλο μέρος των παρεμβάσεων του Μισέλ Φουκώ περνάει μέσα από τις συνεντεύξεις του. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, και η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό La Quinzaine litteraire (τεύχος 46, 1-15 Μαρτίου 1968), ο Φουκώ περιγράφει το φιλοσοφικό τοπίο της δεκαετίας του ’60, τη σχέση του με τη φιλοσοφία και την πολιτική, τον Σαρτρ αλλά και τον γαλλικό μαρξισμό. Περιγράφει τη φιλοσοφία ως διαδικασία διάγνωσης του (εκάστοτε) παρόντος, και τονίζει ότι δικός του στόχος είναι να βγάζει στο φως κάτι που λειτουργεί ως ασυνείδητο της γνώσης και της επιστήμης.


 – Μισέλ Φουκώ, σας θεωρούν, ενδεχομένως παρά τη θέλησή σας, φιλόσοφο. Τι είναι για εσάς η φιλοσοφία;

 – Υπήρξε η μεγάλη εποχή της σύγχρονης φιλοσοφίας, η εποχή του Σαρτρ και του Μερλώ-Ποντύ, όπου ένα φιλοσοφικό κείμενο, ένα θεωρητικό κείμενο έπρεπε εντέλει να πουν τι είναι η ζωή, ο θάνατος, η σεξουαλικότητα, αν υπάρχει ή όχι ο Θεός, τι σημαίνει ελευθερία, τι πρέπει να γίνει στην πολιτική ζωή, πώς πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς έναντι των υπολοίπων κ.λπ. Έχουμε την αίσθηση ότι αυτό το είδος φιλοσοφίας έχει πλέον ξεπεραστεί, ότι –αν θέλετε– η φιλοσοφία έχει, αν όχι εξαϋλωθεί, τουλάχιστον διασκορπιστεί, ότι υπάρχει μια θεωρητική εργασία που κλίνεται θα λέγαμε στον πληθυντικό. Η θεωρία, η φιλοσοφική δραστηριότητα, παράγονται σε διάφορους τομείς που μοιάζουν ασύνδετοι μεταξύ τους. Υπάρχει μια θεωρητική δραστηριότητα που παράγεται στον τομέα των μαθηματικών, μια θεωρητική δραστηριότητα που εμφανίζεται στον τομέα της γλωσσολογίας ή στον τομέα της ιστορίας των θρησκειών ή στον τομέα της ιστορίας νέτα σκέτα κ.λπ. Και τελικώς, εκεί ακριβώς, σε αυτό το είδος πληθυντικότητας της θεωρητικής εργασίας, τελείται μια φιλοσοφία που δεν έχει ακόμα βρει τον μοναδικό της στοχαστή και τον ενιαίο της λόγο.

 – Ποτέ υπήρξε αυτό το είδος ρήξης μεταξύ των δύο στιγμών;

 – Γύρω στο 1950-1955, σε μια εποχή εξάλλου όπου ο ίδιος ο Σαρτρ παραιτούνταν, θαρρώ, απ’ ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί θεωρησιακή φιλοσοφία με την κυριολεξία του όρου και όπου τελικώς η δραστηριότητά του, η φιλοσοφική του δραστηριότητα, επενδύθηκε στο εσωτερικό μιας συμπεριφοράς με πολιτικά χαρακτηριστικά.

 –Γράψατε, ως συμπέρασμα στις Λέξεις και τα πράγματα, ότι ο άνθρωπος δεν είναι ούτε το παλαιότερο ούτε το πλέον σταθερό πρόβλημα που έχει τεθεί στην ανθρώπινη γνώση. Ο άνθρωπος είναι, λέτε, μια επινόηση, του οποίου μπορούμε να επισημάνουμε, χάρη στην αρχαιολογία της γνώσης μας, τόσο την πρόσφατη χρονολογική εμφάνιση όσο ενδεχομένως και το επικείμενο τέλος. Είναι μια από τις φράσεις που προκάλεσαν τη μεγαλύτερη αναταραχή. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η ημερομηνία γέννησης του ανθρώπου στο χώρο της γνώσης;

 – Ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας στον οποίο επινοήθηκαν ορισμένα πολύ σημαντικά πράγματα, όπως η μικροβιολογία, ο ηλεκτρομαγνητισμός κ.λπ. Είναι επίσης ο αιώνας στον οποίο επινοήθηκαν οι επιστήμες του ανθρώπου. Η επινόηση των επιστημών του ανθρώπου ισοδυναμούσε φαινομενικά με τη μετατροπή του ανθρώπου σε αντικείμενο μιας πιθανής γνώσης. Ισοδυναμούσε με τη μετατροπή του ανθρώπου σε αντικείμενο της γνώσης. Αλλά σε αυτόν επίσης τον 19ο αιώνα προσδοκούσαν και οραματίζονταν έναν μεγάλο εσχατολογικό μύθο: να έρθουν έτσι τα πράγματα ώστε αυτή η γνώση του ανθρώπου να επιτρέψει στον άνθρωπο να ελευθερωθεί από τις αλλοτριώσεις του, να ελευθερωθεί από όλους τους καθορισμούς που δεν εξουσίαζε, να μπορέσει, χάρη σε αυτή την αυτογνωσία, να ξαναγίνει ή να γίνει για πρώτη φορά κύριος και κάτοχος του εαυτού του. Με άλλα λόγια, μετέτρεπαν τον άνθρωπο σε γνωστικό αντικείμενο για να μπορεί έτσι ο άνθρωπος να μετατραπεί σε υποκείμενο της ελευθερίας και της ύπαρξής του.

 Αλλά, αυτό που συνέβη, και απ’ αυτήν ακριβώς την άποψη μπορεί κανείς να πει ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε τον 19ο αιώνα, είναι ότι στον βαθμό που προχωρούσαν οι έρευνες για τον άνθρωπο ως πιθανό αντικείμενο γνώσης, ανακαλύφθηκε πράγματι κάτι πολύ σημαντικό: ότι δεν ανευρέθηκε ποτέ αυτός ο περίφημος άνθρωπος, αυτή η ανθρώπινη φύση ή αυτή η ανθρώπινη ουσία, ή αυτό το ιδιάζον γνώρισμα του ανθρώπου. Όταν αναλύθηκαν, επί παραδείγματι, τα φαινόμενα της τρέλας ή της νεύρωσης, αυτό που ανακαλύφθηκε είναι ένα ασυνείδητο, ένα ασυνείδητο που το διαπερνούν απ’ άκρου εις άκρον ενορμήσεις και ένστικτα, ένα ασυνείδητο που λειτουργεί με βάση μηχανισμούς και σύμφωνα με έναν τοπολογικό χώρο που δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με ό,τι θα μπορούσε να προσμένει κανείς από την ανθρώπινη φύση, από την ανθρώπινη ελευθερία ή ύπαρξη, ένα ασυνείδητο που λειτουργεί, όπως ειπώθηκε πρόσφατα, σαν γλώσσα. Συνεπώς, όσο περισσότερο ιχνηλατούσαν τα βάθη του ανθρώπου, τόσο περισσότερο εκείνος εξαϋλωνόταν. Όσο περισσότερο προχωρούσαν, τόσο λιγότερο τον έβρισκαν. Το ίδιο συνέβη και με τη γλώσσα. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, ερεύνησαν τις ανθρώπινες γλώσσες προκειμένου να εντοπίσουν ορισμένες από τις μείζονες σταθερές του ανθρώπινου πνεύματος. Ήλπιζαν ότι, μελετώντας τη ζωή των λέξεων, την εξέλιξη των γραμματικών, συγκρίνοντας τις γλώσσες, θα εμφανιζόταν κατά κάποιο τρόπο ο άνθρωπος με σάρκα και οστά, είτε ως προς την ενότητα του προσώπου του είτε ως προς τη διαφορετικότητα των περιγραμμάτων του. Όμως, τι ακριβώς ανακάλυψαν ανασκαλεύοντας τη γλώσσα; Βρήκαν δομές, βρήκαν συσχετίσεις, βρήκαν ένα σύστημα με λογικοφανή τρόπον τινά υφή, ενώ ο άνθρωπος, ως προς την ελευθερία του και την ύπαρξή του, είχε για μια ακόμη φορά εξαφανιστεί.

 – Ο Νίτσε ανήγγειλε το θάνατο του Θεού. Εσείς, προβλέπετε –καθώς φαίνεται– το θάνατο του φονέα του, του ανθρώπου. Λογική εξέλιξη των πραγμάτων. Η εξαφάνιση του ανθρώπου δεν ενυπήρχε στην εξαφάνιση του Θεού;

 – Η εξαφάνιση του ανθρώπου, τη στιγμή ακριβώς που αναζητούσαν τις ρίζες του, δεν θα επιφέρει την εξαφάνιση των επιστημών του ανθρώπου, δεν το έχω πει ποτέ αυτό, αλλά θα έχει ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν τώρα οι επιστήμες του ανθρώπου σε έναν ορίζοντα που δεν περιορίζεται ή δεν ορίζεται πλέον από αυτόν τον ανθρωπισμό. Ο άνθρωπος εξαφανίζεται στη φιλοσοφία, όχι ως αντικείμενο γνώσης, αλλά ως υποκείμενο ελευθερίας και ύπαρξης. Όμως, ο άνθρωπος-υποκείμενο, ο άνθρωπος ως υποκείμενο της συνείδησης και της ελευθερίας του, είναι κατά βάθος μια εικόνα αλληλένδετη με τον Θεό. Ο άνθρωπος του 19ου αιώνα ενσαρκώνει τον Θεό στο επίπεδο της ανθρωπότητας. Υπήρξε ένα είδος θεολογικοποίησης του ανθρώπου, επανακατάβασης του Θεού στη γη που είχε σαν αποτέλεσμα να θεολογικοποιηθεί τρόπον τινά ο άνθρωπος του 19ου αιώνα. Όταν ο Φόυερμπαχ είπε: «Πρέπει να ανακτήσουμε στη γη τους θησαυρούς που σπαταλήθηκαν στους ουρανούς», τοποθετούσε στην καρδιά του ανθρώπου θησαυρούς που ο ίδιος ο άνθρωπος είχε κάποτε αποδώσει στον Θεό. Ο Νίτσε είναι εκείνος που, καταδεικνύοντας το θάνατο του Θεού, κατέδειξε ταυτόχρονα αυτόν τον θεοποιημένο άνθρωπο τον οποίο δεν έπαψε να οραματίζεται ο 19ος αιώνας. Και όταν ο Νίτσε αναγγέλλει την έλευση του υπερανθρώπου, δεν αναγγέλλει την έλευση ενός ανθρώπου που θα έμοιαζε περισσότερο με Θεό παρά με άνθρωπο, αλλά την έλευση ενός ανθρώπου που δεν θα έχει πλέον καμία σχέση με αυτόν τον Θεό του οποίου την εικόνα εξακολουθούσε να κουβαλά.

 – Αυτός είναι ο λόγος που, όταν αναφέρεστε στο τέλος αυτής της πρόσφατης επινόησης, λέτε «ίσως».

 – Ασφαλώς. Δεν είμαι σίγουρος για όλα αυτά, στο βαθμό που ζητούμενο είναι να προβούμε (ζητούμενο ήταν για εμένα να προβώ), τρόπον τινά, σε μια διάγνωση του παρόντος.

Με ρωτούσατε προηγουμένως πώς και από ποια άποψη είχε αλλάξει η φιλοσοφία. Ε, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής. Η φιλοσοφία από τον Χέγκελ στον Σαρτρ ήταν ως επί το πλείστον ένα εγχείρημα ολοποίησης, αν όχι του κόσμου, αν όχι της γνώσης, τουλάχιστον της ανθρώπινης εμπειρίας, και θα έλεγα ότι αν υπάρχει ίσως τώρα μια αυτόνομη φιλοσοφική δραστηριότητα, αν μπορεί να υπάρχει μια φιλοσοφία που να μην είναι απλώς ένα είδος θεωρητικής δραστηριότητας στο εσωτερικό των μαθηματικών ή της γλωσσολογίας ή της εθνολογίας ή της πολιτικής οικονομίας, αν υπάρχει μια ανεξάρτητη φιλοσοφία, αποδεσμευμένη από όλους αυτούς τους τομείς, ε λοιπόν, θα μπορούσαμε να την ορίσουμε ως εξής: είναι μια δραστηριότητα διάγνωσης. Διάγνωσης του παρόντος, περιγραφής του παρόντος, ανάδειξης αυτού που καθιστά το παρόν μας διαφορετικό και απολύτως διαφορετικό από οτιδήποτε βρίσκεται έξω από αυτό, δηλαδή από το παρελθόν μας. Ίσως σε αυτό το στοιχείο, σε αυτό το καθήκον να αφιερώνεται σήμερα ο φιλόσοφος.

 – Με ποιον τρόπο ορίζετε σήμερα το δομισμό;

 – Όταν ρωτούν όσους κατατάσσονται στην κατηγορία των «δομιστών» – τον Λεβί-Στρως ή τον Λακάν ή τον Αλτουσέρ ή τους γλωσσολόγους κ.λπ– απαντούν ότι δεν έχουν τίποτα το κοινό μεταξύ τους ή ότι έχουν ελάχιστα κοινά ο ένας με τον άλλον. Ο δομισμός είναι μια κατηγορία που υπάρχει για τους υπόλοιπους, για όσους δεν υπάγονται σε αυτόν. Μόνον εκ των έξω μπορεί να πει κανείς ότι αυτός, εκείνος ή ο άλλος είναι δομιστές. Ο Σαρτρ πρέπει να ερωτηθεί ποιοι είναι οι δομιστές, αφού πιστεύει ότι οι δομιστές αποτελούν μια συνεκτική ομάδα (ο Λεβί-Στρως, ο Αλτουσέρ, ο Ντυμεζίλ, ο Λακάν και εγώ), μια ομάδα που σχηματίζει ένα είδος ενότητας την οποία όμως –οφείλω να σημειώσω– εμείς, από την πλευρά μας, δεν αντιλαμβανόμαστε.

– Συνεπώς, πώς ορίζετε την εργασία σας;

– Την εργασία μου; Όπως γνωρίζετε, είναι μια πολύ περιορισμένη εργασία. Έχει ως εξής, πολύ σχηματικά: προσπαθεί να εντοπίσει στην ιστορία της επιστήμης, των γνώσεων και της ανθρώπινης γνώσης, κάτι που θα επείχε θέση ασυνειδήτου τους. Αν προτιμάτε, η υπόθεση εργασίας μου είναι σε αδρές γραμμές η ακόλουθη: η ιστορία της επιστήμης, η ιστορία των γνώσεων, δεν υπακούει απλώς στον γενικό νόμο προόδου του ορθού λόγου? δεν είναι η ανθρώπινη συνείδηση ή η ανθρώπινη λογική που θα κατείχαν τρόπον τινά τους νόμους της ιστορίας τους. Υπάρχει κάτω από όλα αυτά που γνωρίζει για τον εαυτό της η επιστήμη, κάτι που δεν γνωρίζει, και του οποίου η ιστορία, το γίγνεσθαι, τα περιστατικά και τα συμβάντα υπακούουν σε κάποιους νόμους και καθορισμούς. Προσπάθησα να φέρω στο φως αυτούς τους νόμους και αυτούς τους καθορισμούς. Προσπάθησα να αναδείξω έναν αυτόνομο τομέα, τον τομέα του ασυνειδήτου της γνώσης, που ακολουθεί δικές του κατευθυντήριες αρχές, όπως ακριβώς το ασυνείδητο του ανθρώπινου ατόμου έχει επίσης δικές του κατευθυντήριες αρχές και καθορισμούς.

– Μόλις τώρα υπαινιχθήκατε τον Σαρτρ. Έχετε χαιρετήσει τις μεγαλοπρεπείς, όπως είχατε πει, προσπάθειες του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, τις προσπάθειες ενός ανθρώπου του 19ου αιώνα να στοχαστεί τον 20ό αιώνα. Επρόκειτο μάλιστα, λέγατε, για τον τελευταίο μαρξιστή. Έκτοτε ο Σαρτρ σάς απάντησε. Κατηγορεί τους δομιστές ότι κατασκευάζουν μια νέα ιδεολογία, το τελευταίο φράγμα κατά κάποιον τρόπο, που μπορεί ακόμα να ορθώσει η αστική τάξη ενάντια στον Μαρξ. Τι σκέφτεστε γι’ αυτό;

 – Θα σας πω δύο πράγματα. Κατά πρώτον, ο Σαρτρ είναι ένας άνθρωπος που έχει ένα πολύ σημαντικό έργο να επιτελέσει, ένα έργο λογοτεχνικό, φιλοσοφικό, πολιτικό, για να διαθέτει τον χρόνο να διαβάσει το βιβλίο μου. Δεν το διάβασε. Συνεπώς, αυτό που λέει για το βιβλίο μου δεν μπορεί να μου φανεί ιδιαίτερα εύστοχο. Κατά δεύτερον, θέλω να σας εξομολογηθώ κάτι. Ήμουν στο Κομμουνιστικό Κόμμα –ναι!– για κάποιους μήνες, ή για κάτι περισσότερο, και θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή ο Σαρτρ χαρακτηριζόταν από εμάς ως το τελευταίο οχυρό του αστικού ιμπεριαλισμού, ως ο τελευταίος λίθος του οικοδομήματος κ.λπ. κ.λπ. Λοιπόν, αυτή τη φράση την ξαναδιαβάζω με διασκεδαστική κατάπληξη, δεκαπέντε χρόνια μετά, από την πέννα του ίδιου του Σαρτρ. Ας πούμε ότι εκείνος και εγώ περιστραφήκαμε γύρω από τον ίδιο άξονα.

– Δεν βρίσκετε σ’ αυτό καμία πρωτοτυπία.

 – Όχι, είναι μια φράση που περιφέρεται μια εικοσαετία τώρα, και τη χρησιμοποιεί – δικαίωμά του. Μας πληρώνει με το ίδιο νόμισμα που τον είχαμε κάποτε πληρώσει.

– Ο Σαρτρ σας καταλογίζει, όπως και σε άλλους φιλοσόφους, ότι αρνείστε και περιφρονείτε την ιστορία. Είναι έτσι;

 – Κανείς ιστορικός δεν με έχει ποτέ κατηγορήσει για κάτι τέτοιο. Υπάρχει για τους φιλοσόφους ένας είδος μύθου της ιστορίας. Ως γνωστόν, οι φιλόσοφοι αγνοούν πλήρως, εν γένει, όλους τους γνωστικούς κλάδους που βρίσκονται έξω από τον δικό τους. Υπάρχει μια μαθηματική επιστήμη για φιλοσόφους, υπάρχει μια βιολογία για φιλοσόφους, και υπάρχει επίσης μια ιστορία για φιλοσόφους. Η ιστορία για φιλοσόφους είναι ένα είδος μεγάλης και ευρείας συνέχειας όπου διαπλέκονται η ελευθερία των ατόμων και οι οικονομικο-κοινωνικοί καθορισμοί. Όταν θίγονται ορισμένες από αυτές τις μεγάλες θεματικές, όπως η συνέχεια, η δραστική άσκηση της ανθρώπινης ελευθερίας, η συνάρθρωση της ατομικής ελευθερίας και των κοινωνικών καθορισμών, όταν θίγεται κάποιος από αυτούς τους τρεις μεγάλους μύθους, ευθύς αμέσως όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι αρχίζουν να κραυγάζουν για βιασμό ή δολοφονία της ιστορίας. Πράγματι, εδώ και πολύ καιρό άνθρωποι τόσο σημαντικοί όπως ο Μαρκ Μπλοχ, ο Λυσιέν Φεβρ, οι άγγλοι ιστορικοί κ.λπ., έθεσαν τέλος σε αυτόν τον μύθο της ιστορίας. Ερευνούν την ιστορία με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, και έτσι χαίρομαι πολύ αν πράγματι σκότωσα αυτόν τον φιλοσοφικό μύθο της ιστορίας, αυτόν τον φιλοσοφικό μύθο που με κατηγορούν ότι σκότωσα. Αυτό ακριβώς ήθελα να σκοτώσω, και ουδόλως την ιστορία εν γένει. Δεν μπορεί κανείς να σκοτώσει την ιστορία, αλλά την ιστορία για φιλοσόφους, αυτήν ναι, θέλω πράγματι να τη σκοτώσω.

– Ποιοι είναι οι στοχαστές, οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι που σας επηρέασαν, πέραν της διανοητικής σας διαμόρφωσης;

 – Ανήκω σε μια γενιά ανθρώπων που ο ορίζοντας της σκέψης τους προσδιοριζόταν γενικώς από τον Χούσσερλ, πιο συγκεκριμένα από τον Σαρτρ, και ακόμη πιο συγκεκριμένα από τον Μερλώ-Ποντύ. Και είναι προφανές ότι γύρω στο 1950 με 1955, για λόγους που είναι ασφαλώς πολύ δύσκολο να ξεκαθαριστούν και που άπτονται εξίσου της πολιτικής, της ιδεολογικής και της επιστημονικής τάξης, είναι λοιπόν προφανές ότι αυτός ο ορίζοντας ανατράπηκε για εμάς. Αίφνης εξαφανίστηκε, και βρεθήκαμε έτσι μπροστά σε ενός είδους εκτεταμένο κενό χώρο στο εσωτερικό του οποίου τα εγχειρήματα έγιναν πολύ λιγότερο φιλόδοξα, πολύ πιο περιορισμένα, πολύ πιο περιορισμένης κλίμακας. Είναι προφανές ότι η γλωσσολογία κατά τον τρόπο του Γιάκομπσον, μια ιστορία των θρησκειών ή των μυθολογιών κατά τον τρόπο Ντυμεζίλ ήταν για εμάς πολύτιμα στηρίγματα.

– Πώς θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη στάση σας σε σχέση με τη δράση και την πολιτική;

 – Η γαλλική αριστερά έζησε με το μύθο μιας ιερής άγνοιας. Αυτό που αλλάζει είναι η ιδέα ότι μια πολιτική σκέψη δεν μπορεί να είναι πολιτικά ορθή αν δεν είναι επιστημονικά αυστηρή. Και, σε αυτόν τον βαθμό, θεωρώ ότι όλη η προσπάθεια που γίνεται σήμερα από μια ομάδα κομμουνιστών διανοούμενων για να επαναξιολογήσουν τις έννοιες του Μαρξ, και τελικώς για να τις ξαναπιάσουν στη ρίζα τους, για να τις αναλύσουν, για να ορίσουν τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε και οφείλουμε να τις χρησιμοποιήσουμε, θεωρώ λοιπόν ότι όλη αυτή η προσπάθεια έχει ταυτοχρόνως πολιτικό και επιστημονικό χαρακτήρα. Και η ιδέα ότι αποστρέφεται κανείς την πολιτική άπαξ και αφοσιώνεται, όπως κάνουμε τώρα, σε καθαυτό θεωρητικές και διανοητικές δραστηριότητες, η ιδέα αυτή εκτιμώ ότι είναι ολότελα λαθεμένη. Ο λόγος που καταπιανόμαστε με τόσο περιορισμένα και σχολαστικά θεωρητικά προβλήματα δεν είναι ότι αποστρεφόμαστε την πολιτική, αλλά ότι αντιλαμβανόμαστε τώρα πως κάθε μορφή πολιτικής δράσης δεν μπορεί παρά να είναι στενά συνυφασμένη με έναν αυστηρό θεωρητικό στοχασμό.

– Μια φιλοσοφία σαν τον υπαρξισμό ωθούσε κατά κάποιον τρόπο στη στράτευση και στη δράση. Σας κατηγορούν ότι κάνετε το αντίθετο.

 – Αυτό ναι, είναι μια μομφή. Λογικό είναι που τη διατυπώνουν. Για μια ακόμη φορά, η διαφορά δεν έγκειται στο ότι διαχωρίσαμε δήθεν τώρα το πολιτικό από το θεωρητικό στοιχείο: στο βαθμό ακριβώς που φέρνουμε όσο κοντύτερα γίνεται το θεωρητικό και το πολιτικό, αρνούμαστε αυτές τις πολιτικές της εμβριθούς άγνοιας που χαρακτήριζαν, κατ’ εμέ, ό,τι ονομαζόταν στράτευση.

– Είναι άραγε μια γλώσσα ή ένα λεξιλόγιο αυτό που χωρίζει σήμερα τους φιλοσόφους και τους ειδήμονες από το ευρύ κοινό, από τους ανθρώπους με τους οποίους ζουν, τους ανθρώπους της εποχής τους;

– Νομίζω, αντιθέτως, ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ τα κανάλια διάχυσης της γνώσης είναι πολυάριθμα και αποτελεσματικά. Η γνώση κατά τον 14ο και τον 15ο αιώνα οριζόταν, επί παραδείγματι, σε έναν κοινωνικό χώρο που ήταν κυκλικός και περιορισμένος. Η γνώση ήταν το μυστικό, και η αυθεντικότητα της γνώσης ήταν ταυτοχρόνως εγγυημένη και προστατευμένη από το γεγονός ότι αυτή η γνώση δεν διακινούταν ή διακινούταν σε περιορισμένο μόνο αριθμό ατόμων? αφ’ ης στιγμής διαδιδόταν, έπαυε να είναι γνώση και ως εκ τούτου έπαυε να είναι αληθής.

Έχουμε φτάσει σήμερα σε έναν πολύ υψηλό βαθμό μιας μεταλλαγής που ξεκίνησε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, όταν τελικώς η γνώση απέκτησε χαρακτήρα δημόσιου αγαθού. Να γνωρίζεις κάτι σήμαινε να βλέπεις καθαρά αυτό που κάθε άτομο τοποθετημένο στις ίδιες συνθήκες θα μπορούσε να δει και να διαπιστώσει. Σε αυτόν τον βαθμό, η δομή της γνώσης έγινε δημόσια. Όλος ο κόσμος κατέχει τη γνώση. Απλώς, δεν είναι πάντοτε η ίδια γνώση, ούτε έχει τον ίδιο βαθμό διαμόρφωσης ή ακρίβειας κ.λπ, αλλά δεν υπάρχουν από τη μία πλευρά οι αδαείς και από την άλλη οι ειδήμονες. Ό,τι συμβαίνει σε ένα σημείο γνώσης αντανακλάται σήμερα ταχύτατα σε ένα άλλο σημείο γνώσης. Σε αυτόν ακριβώς τον βαθμό, θεωρώ ότι ποτέ η γνώση δεν ήταν τόσο εξειδικευμένη και ποτέ, μολαταύτα, δεν επικοινωνούσε ταχύτερα με τον εαυτό της.

Πηγή: ektosgrammis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου