Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΠΡΕΒΕΖΑ (ΗΡΩΪΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ)

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται

στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,

θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται

καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.



Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι

με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,

ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη

ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.



Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει

για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,

θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,

κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.



Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.

Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.

Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης

πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.



Περπατώντας αργά στην προκυμαία,

«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»

Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.

Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.



Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους

αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...

Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,

θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.



ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ (ΗΡΩΪΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ)

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει

στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.

Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση

μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού

θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,

και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει.



Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,

σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,

ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,

οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.

Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά,

έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.



Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος

άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,

τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος

το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.

Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --

ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.



Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει

από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,

κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει

νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής --

τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,

και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.



ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ ΚΙΘΑΡΕΣ (ΕΛΕΓΕΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ)

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,

στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.



Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,

στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,

μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.



Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,

χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.

Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.



Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις

είναι το καταφύγιο που φθονούμε.



ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ ΣΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Λευτεριά, Λευτερι σχίζει, δαγκάνει

τος ορανος τ στέμμα σου. Τ φς σου,

χωρς ν καίει, τυφλώνει τ λαό σου.

Πεταλοδες χρυσς ο μερικάνοι,

λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει

σήμερα τ περούσιο μέταλλό σου.

Λευτεριά, Λευτεριά, θ σ᾿ γοράσουν

μποροι κα κονσόρτια κι βραοι.

Εναι πολλ το αἰῶνος μας τ χρέη,

πολλς ο μαρτίες, πο θ διαβάσουν

ο γενεές, ταν σ παρομοιάσουν

μ τ πορτρατο το Dorian Gray.



Λευτεριά, Λευτεριά, σ νοσταλγονε,

μακριν δάση, ρημαγμένοι κποι,

σοι νθρωποι προσδέχονται τ λύπη

σν παθλο το γνος, κα μοχθονε,

κα τ ζωή τους ξακολουθονε,

νεκρο πο καθιέρωσις το λείπει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου