Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Όσο μπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις

μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.



Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την

στων σχέσεων και των συναναστροφών

την καθημερινήν ανοησία,

ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.



Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.



Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·



διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.



Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.



Περιμένοντας τους βαρβάρους

— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

        Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.



— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;

  Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;



        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.

        Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;

        Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.



—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,

 και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη

 στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;



        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.

        Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί

        τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε

        για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί

        τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.



— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν

 σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·

 γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,

 και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·

 γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια

 μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;



        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·

        και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.



—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα

 να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;



        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·

        κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.



— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία

 κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).

 Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,

 κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;



        Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.

        Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,

        και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

                               __

 Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.

 Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.



Κεριά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας

σα μια σειρά κεράκια αναμένα —

χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.



Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,

μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·

τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,

κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.



Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,

και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.

Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.



Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω

τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,

τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.



Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.



Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.

Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι

που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·

να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·

σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.



Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.

Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.

Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.

Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·

και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.



Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.

Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.



Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.



Η πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.

Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.

Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·

κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.

Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.

Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω

ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,

που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»



Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.

Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς

τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·

και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.

Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—

δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ

στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.


Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,

αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—

όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,

κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,

κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.


Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...


Επιθυμίες

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν

και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,

με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά —

έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν

χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά

της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.


Απολείπειν ο θεός Αντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί

αόρατος θίασος να περνά

με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—

την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου

που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου

που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.

Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν

ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·

μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,

πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,

κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι

με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,

ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,

τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,

κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου