Περιοδικό
Εκτός Γραμμής, Τεύχος 29 / Φεβρουάριος 2012
Στη
μυθολογία του καπιταλισμού, η αγορά, τα ατομικά δικαιώματα και η δημοκρατία
είναι έννοιες αλληλένδετες. Υποστηρίζουν οι απολογητές του καπιταλισμού ότι
μόνο η οικονομία που στηρίζεται στην ανταγωνιστική επέκταση των οικονομικών
πρακτικών και την αναζήτηση καινοτομιών διαμορφώνει κοινωνικό κλίμα που
ευνοεί την ελεύθερη πολιτική δράση και έκφραση, και τη δημοκρατική-κοινοβουλευτική
διαχείριση της πολιτικής εξουσίας.
Τις
περισσότερες φορές αυτό συνδυάζεται με διάφορες παραλλαγές μιας τοποθέτησης
περί της ανθρώπινης φύσης, που απεικονίζεται ως εγωιστική και ιδιοτελής, αλλά
ταυτόχρονα ορθολογική και ικανή να εκτιμά ποιο μπορεί να είναι μακροπρόθεσμο
όφελος. Έτσι, εκτιμάται ότι ενώ η ορθολογική πλευρά της ανθρώπινης φύσης
κάποιες φορές μάς οδηγεί στην αλαζονική πεποίθηση ότι μπορούμε να ρυθμίσουμε
τα πράγματα με τρόπο καθολικό, εντούτοις οι τραγωδίες του «ολοκληρωτισμού» οφείλουν
να μας διδάξουν ότι αυτό είναι ανέφικτο και κατά συνέπεια πρέπει να
αποδεχτούμε την αναγκαστική απροσδιοριστία των αγορών ως αναγκαίο κακό,
αφήνοντας την «αόρατη χείρα» της αγοράς να κάνει τη δουλειά της.
Εντός της
ίδιας αφήγησης, η κοινοβουλευτική δημοκρατία, με σαφώς περιορισμένα τα όρια
της αρμοδιότητάς της από τυπικούς και άτυπους κανόνες που αφήνουν τον πυρήνα
των κοινωνικών σχέσεων και των σχέσεων ιδιοκτησίας εκτός συζήτησης, είναι
ένας ορθολογικός τρόπος ρύθμισης και απόφασης: λελογισμένη εναλλαγή απόψεων
μέσα στην αγορά των ιδεών, δυνατότητα απορρόφησης των κοινωνικών πιέσεων,
έκφραση της λαϊκής βούλησης με παράλληλη εγγύηση των ατομικών ελευθεριών και
ένα σύστημα διαχωρισμού των εξουσιών που προστατεύει από κάθε λογής
αυθαιρεσίες. Καπιταλισμός, φιλελευθερισμός, κοινοβουλευτισμός: η Αγία Τριάδα
της αστικής εποχής παρουσιάζεται ως η κορύφωση της ανθρώπινης ιστορίας και το
αναπόδραστο τέλος της.
Η πραγματική ιστορία...
Τίποτα δεν
απέχει περισσότερο από την ιστορική πραγματικότητα. Καταρχάς, ο καπιταλισμός
μπόρεσε να αναπτυχθεί μέσα σε ένα πλήθος από ιδιαίτερα αυταρχικές πολιτικές
μορφές. Συνυπήρξε, μάλλον άνετα, με την απολυταρχία από τον 16ο μέχρι και τον
19ο αιώνα, άνθισε κάτω από αυταρχικά αυτοκρατορικά συστήματα στην
προεπαναστατική Ρωσία και στην προπολεμική Ιαπωνία, έζησε μέρες δόξας στις
άγριες στρατιωτικές δικτατορίες στη Λατινική Αμερική, ενώ σήμερα η ισχυρότερη
μεταποιητική οικονομία στον κόσμο και η δεύτερη μεγαλύτερη καπιταλιστική
οικονομία στον κόσμο ανθεί υπό το αρκούντως αυταρχικό σύγχρονο κινεζικό
σύστημα.
Η ιστορία
του καπιταλισμού έχει δείξει, επίσης, ότι μπορούσε να συνυπάρχει με μορφές
εκμετάλλευσης που φαινομενικά παραβίαζαν τον φιλελεύθερο κανόνα. Η δουλεία,
για παράδειγμα, ιδίως στην τρομαχτικά βίαιη εκδοχή του ατλαντικού
δουλεμπορίου, στα πρώτα βήματα του καπιταλισμού πήρε διαστάσεις πρωτόγνωρες.
Η απουσία «ελεύθερης» διαθέσιμης
εργατικής δύναμης στις αποικίες αντισταθμίστηκε από τους σκλάβους, που για
πολλές δεκαετίες στερήθηκαν τόσο τυπικά όσο και συμβολικά το χαρακτηρισμό του
ανθρώπου και του πολίτη. Καθόλου τυχαία, οι κλασικοί του φιλελευθερισμού, από
τον Λοκ μέχρι τους θεμελιωτές των ΗΠΑ, πάντοτε αποδέχτηκαν
την δουλεία ως αναπόσπαστο κομμάτι της φιλελεύθερης ουτοπίας τους,
όπως έχει δείξει καταλυτικά και ο Ντομένικο
Λοσούρντο στην Αντι-ιστορία του
Φιλελευθερισμού,[1] ενώ, παράλληλα, αποδέχονταν τη στέρηση των
πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών για τις γυναίκες και για το μεγαλύτερο
μέρος της εργατικής τάξης.
Επιπλέον,
όχι μόνο η ιστορία της αποικιοκρατίας, με το πλήθος από μορφές
καταναγκαστικής και ανελεύθερης εργασίας που τη συνόδεψαν, αλλά ακόμη και η
σύγχρονη πραγματικότητα όλων των παραλλαγών εξαναγκαστικής εργασίας, από το
trafficking και τις σύγχρονες παραλλαγές σεξουαλικής εκμετάλλευσης, τη
σύγχρονη εκδοχή δουλείας του διπλανού διαμερίσματος (κυριολεκτικά...) έως
όλες τις εκδοχές εξαναγκαστικής εργασίας, [2] η δυναμική της καπιταλιστικής
συσσώρευσης έδειξε ότι μπορεί να συνυπάρχει με πλήθος μορφές εργασίας που
απέχουν από το να χαρακτηριστούν ελεύθερες.
Αυτό που
διεκδίκησαν ιστορικά οι κεφαλαιοκράτες ήταν ο φιλελευθερισμός, δηλαδή ένα
σύνολο από βασικές εγγυήσεις για την ελεύθερη άσκηση οικονομικής
δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης και της «ελευθερίας» πώλησης της
εργατικής δύναμης. Κατά βάση, αυτό σήμαινε την απαλλαγή από πλήθος
περιορισμούς, περιλαμβανομένων και των εθιμικών δικαιωμάτων των χωρικών και
των συντεχνιών, που στέκονταν εμπόδιο στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Σήμαινε,
ακόμη, την απαίτηση για μορφές διακυβέρνησης που δεν θα έρχονταν σε αντίθεση
με το μακροπρόθεσμο καπιταλιστικό συμφέρον, που θα εξασφάλιζαν τη δυνατότητα
αλλαγής της κυβέρνησης, εάν η ίδια δεν εξυπηρετούσε αυτό το συμφέρον, και που
θα προσπαθούσαν να εγγυηθούν αυτό το συμφέρον σε ένα διεθνές περιβάλλον το
οποίο, ολοένα και περισσότερο, με την κλιμάκωση της αποικιοκρατίας αρχικά και
της διεθνοποίησης του κεφαλαίου αργότερα, γινόταν κρίσιμο για την
καπιταλιστική συσσώρευση. Και αυτό αποτυπώνεται ακριβώς στις θεωρίες του
κοινωνικού συμβολαίου που αποτέλεσαν τη βάση του νεότερου φιλελευθερισμού.
Και εδώ
είναι που προκύπτει και ο κοινοβουλευτισμός, δηλαδή εκείνη η θεσμική μορφή
που εξασφαλίζει ότι η πολιτική εξουσία δεν θα απομακρύνεται προς κατευθύνσεις
ανταγωνιστικές προς την καπιταλιστική οικονομική δραστηριότητα. Αυτό πέρασε
μέσα από το μετασχηματισμό των κοινοβουλίων από συμβουλευτικά όργανα σε
όργανα απόφασης, αλλά και την κατοχύρωση μηχανισμών χωρισμού των εξουσιών. Σε
αρκετές περιπτώσεις, ακόμη και ο κοινοβουλευτισμός μπορούσε περιοριστεί ή
ακόμη και να αναιρεθεί, όπως δείχνει και η μακρά ιστορία
αντικοινοβουλευτικών, αλλά εξίσου φιλοκαπιταλιστικών καθεστώτων.
Ο φόβος των μαζών
Η
δημοκρατία ως διεκδίκηση αυθεντικής λαϊκής κυριαρχίας, η απαίτηση να μπορεί η
κοινωνική πλειοψηφία ως γενική λαϊκή βούληση να διεκδικεί πολιτική και
κοινωνική ισότητα αποτέλεσε σκάνδαλο στην εποχή του καπιταλισμού. Στην
πραγματικότητα, μπορεί κανείς να διακρίνει στην ανάδυση της δημοκρατικής
δυναμικής των υποτελών τάξεων τη συχνά απωθημένη πλευρά της αστικής εποχής.
Ήδη από τα
τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα, πλάι στα ήδη ισχυρά αστικά
στρώματα, μια νέα κοινωνική δυναμική αναδεικνύεται: μια ασαφής και συχνά
αντιφατική μάζα από τεχνίτες, εμπόρους, ελεύθερους αγρότες και διάφορες
πρώιμες μορφές της εργατικής τάξης. Γεγονότα, όπως ο πόλεμος για την
ανεξαρτησία της Ολλανδίας, ο αγγλικός εμφύλιος πόλεμος κάνουν αυτά τα
κομμάτια να έχουν ιδιαίτερη σημασία και να παίζουν ρόλο στις πολιτικές
συγκρούσεις με τρόπο διαφορετικό από ό,τι η αγροτική εξέγερση ή η θρησκευτική
αίρεση, που ήταν οι μορφές εμφάνισης του πληβειακού διεκδικητισμού στη
φεουδαρχία.
Η πολιτική
φιλοσοφία αρχίζει και συλλαμβάνει τόσο την κλίμακα όσο και την ένταση του
κοινωνικού ανταγωνισμού. Τη σκέψη του Χομπς στοιχειώνει ο φόβος για έναν
«πόλεμο όλων εναντίον όλων»• αναζητά μια πολιτική μορφή που να μπορεί να
σταθεί πάνω από τις κοινωνικές αντιθέσεις και να επιβάλει την κυριαρχία της
και μαζί την κυριαρχία των καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών.
Σε αυτό το
φόντο, ο Σπινόζα εντοπίζει την καταστατική αντιφατικότητα των σύγχρονων
πολιτικών μορφών ακριβώς στην καταλυτική παρουσία του δημοκρατικού πλήθους,
στο οποίο και αποδίδει τη δύναμη (potentia) που τελικά ορίζει τις πολιτικές
μορφές: «Το δίκαιο που ορίζεται από τη δύναμη του πλήθους συνήθως ονομάζεται
κράτος» [3]. Το πλήθος γίνεται για τον Σπινόζα το οντολογικό θεμέλιο των
νεωτερικών μορφών, η πληγή της πραγματικής δύναμης, και γι’ αυτό θεωρεί ότι
το δημοκρατικό κράτος είναι το εντελώς απόλυτο κράτος, αυτό στο οποίο η πηγή
της δύναμης και η πολιτική μορφή συμπίπτουν περισσότερο.
Καθόλου
τυχαίο, που στην αντίπερα όχθη θα είναι ο Λοκ αυτός που θα αναλάβει να ορίσει
το κοινωνικό συμβόλαιο και την πολιτική κοινωνία κατεξοχήν πάνω στην
υπεράσπιση της ιδιοκτησίας και ταυτόχρονα να αποκλείσει το μεγαλύτερο μέρος
των εργαζόμενων τάξεων και των φτωχών από την ουσιαστική κατοχή πολιτικών
δικαιωμάτων!
Όμως, θα
πρέπει να περιμένουμε τη σκέψη του γαλλικού Διαφωτισμού και της Γαλλικής
Επανάστασης για να δούμε αυτή τη δημοκρατική δυναμική να έρχεται περισσότερο
στο προσκήνιο. Η Γενική Βούληση του Ρουσσώ, παρόλες τις αμφισημίες της,
ορίζει μία, ενιαία και απεριόριστη κυριαρχία, στο όνομα της ελευθερίας και της
ισότητας, προσφέροντας τη φιλοσοφική νομιμοποίηση για μορφές επαναστατικής
εξουσίας και δικαίου. Την ίδια ώρα που στα βρετανικά νησιά η απεριόριστη
ανάπτυξη των ιδιωτικών, «εγωιστικών», καπιταλιστικών κοινωνικών πρακτικών
προβάλλεται ως η βάση της συλλογικής ευημερίας («τα ιδιωτικά ελαττώματα
μπορούν να γίνουν δημόσιες αρετές», θα πει ο Μάντεβιλ), στη Γαλλία η
κατεύθυνση της πολιτικής φιλοσοφίας ολοένα και περισσότερο θα κατατείνει προς
τη νομιμοποίηση της συνειδητής συλλογικής δράσης και απαίτησης για την επιβολή
μιας έλλογης κοινωνίας.
Το ρήγμα δημοκρατίας και φιλελευθερισμού
Η Γαλλική
Επανάσταση θα αποτελέσει ταυτόχρονα σκάνδαλο και παράδοξο. Συνηθισμένοι καθώς
είμαστε να τη βλέπουμε ως την επιτομή των αστικών επαναστάσεων, παραβλέπουμε
το γεγονός ότι όχι μόνο ο καπιταλισμός ήταν ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής στη
Γαλλία, αλλά και ότι οι περισσότεροι μετασχηματισμοί του κρατικού μηχανισμού
που θα διευκόλυναν την καπιταλιστική συσσώρευση είχαν ήδη λάβει χώρα.
Σίγουρα, ο κοινοβουλευτισμός δεν είχε ακόμη καθιερωθεί και τα προνόμια της
αριστοκρατίας ήταν μεγάλα, εξού και οι διαμαρτυρίες της «Τρίτης Τάξης», όμως
η δυναμική της επανάστασης ξεπέρασε τα όρια της απλής απαίτησης για
προσαρμογή στον αγγλικό κοινοβουλευτισμό. Ιδίως στη «γιακωβίνικη» φάση
αποτυπώθηκε μια εκρηκτική δημοκρατική δυναμική σε όλη την εξισωτική βία της.
Εξού και ο τρόμος που προκάλεσε, πρώτα και κύρια στη ναυαρχίδα του ευρωπαϊκού
κοινοβουλευτισμού, τη Βρετανία. Εξού και το γεγονός ότι η έννοια του λαού, σε
αντιδιαστολή με άλλες έννοιες, όπως π.χ. το έθνος, πάντοτε είχε τη φόρτιση
μιας συμμαχίας των κατώτερων τάξεων και όχι το απρόσωπο σύνολο των μελών του
πολιτικού σώματος.
Ο Τόνι Νέγκρι έχει περιγράψει με
ιδιαίτερα εναργή τρόπο αυτή την καθοριστική παρέμβαση του δημοκρατικού
πλήθους και το πώς επηρέασε ακόμη και την εξέλιξη της συνταγματικής ιστορίας.
[4] Θεωρεί ότι το δημοκρατικό πλήθος ορίζει τη στιγμή της συντάσσουσας
εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα διχοτομείται ανάμεσα σε δύο κατευθύνσεις: την
εξεγερσιακή, επαναστατική και δημιουργική κατεύθυνση που ενέχει τη δυνατότητα
νέων κοινωνικών μορφών, και την απλή ενσωμάτωσή της στην αναπαραγωγή και
νομιμοποίηση των μορφών κυριαρχίας.
Ο 19ος
αιώνας θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμος για την εμπέδωση των σύγχρονων μορφών
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η μετάβαση δεν είναι ακριβώς ομαλή. Στην
πραγματικότητα, σε όλη τη διάρκειά του θα χρειαστούν τεράστιοι αγώνες των
εργαζομένων, ακόμα και για δικαιώματα που σήμερα θεωρούμε αυτονόητα. Εάν δεν
είχε υπάρξει η μεγάλη ακολουθία των αγώνων που ξεκίνησε από τον Χαρτισμό, συνεχίστηκε
στις επαναστάσεις του 1848, στην Κομμούνα του Παρισιού και τελικά στην
Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν θα είχαμε ούτε την καθολική ψηφοφορία των ενήλικων
ανδρών και γυναικών, ούτε, έστω και στοιχειώδεις, περιορισμούς στο
ανεξέλεγκτο της εκμετάλλευσης.
Δεν είναι
τυχαίο ότι τόσο στον 19ο όσο και στον 20ό αιώνα πραγματικά τρόμαζε τους
αστούς το ενδεχόμενο ότι η πλήρης εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας σε
κοινωνίες στις οποίες η πλειοψηφία ήταν θύματα καπιταλιστικής εκμετάλλευσης
θα οδηγούσε σε αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας και
εκμετάλλευσης. Γι’ αυτό ο Τοκβίλ, την ίδια στιγμή που διαπίστωνε το
αναπόδραστο της δημοκρατικής ορμής, προειδοποιούσε για την «τυραννία της
πλειοψηφίας». Γι’ αυτό ο Τζον Στιούαρτ Μιλ ανησυχούσε για το ενδεχόμενο να
εξαπλωθούν οι σοσιαλιστικές ιδέες και έτσι στα μάτια της πλειοψηφίας να είναι
«επονείδιστο [...] αν έχει κανείς κάπως περισσότερη από ελάχιστη ιδιοκτησία ή
εισόδημα, που δεν το κέρδισε με τη χειρωνακτική του εργασία» [5]. Στον 20ό
αιώνα μια εμβληματική φιγούρα του νεοφιλελευθερισμού, ο Φ. Α. Χάγιεκ,
θεωρούσε ότι η αρχή της πλειοψηφίας οδηγεί στη «δικαιολόγηση μιας αυθαίρετης
εξουσίας» [6] και ίσως γι’ αυτό έσπευσε να θεωρήσει ιδανικό πολιτικό ηγέτη
τον Πινοσέτ.
Η δημοκρατία της εργασίας
Βέβαια,
στην πραγματικότητα, η αρχή της πλειοψηφίας δεν οδήγησε τελικά σε ανατροπές.
Ίσως γιατί, όπως ο Μαρξ είδε ήδη σε κείμενα όπως το Εβραϊκό Ζήτημα, η
πολιτική χειραφέτηση με τρόπο εξατομικευμένο και αποσυνδεδεμένο από τις
κοινωνικές σχέσεις μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός νομιμοποίησης των
εκμεταλλευτικών σχέσεων και η ιδιότητα του πολίτη-ψηφοφόρου, που θέτει σε
παρένθεση τον ταξικό προσδιορισμό, να λειτουργήσει ως ένας αρμός ιδεολογικής
ηγεμονίας. Σε ανάλογη κατεύθυνση, ο Αλτουσέρ θα υποστηρίξει ότι ο κατεξοχήν πολιτικός
ιδεολογικός μηχανισμός είναι το κοινοβουλευτικό σύστημα ως τέτοιο και όχι τα
μεμονωμένα αστικά κόμματα.
Η
θεωρητικοποίηση της εργατικής τάξης από τον Μαρξ ως της κατεξοχήν
απελευθερωτικής τάξης, ως της τάξης που εάν χειραφετηθεί η ίδια μπορεί να εξασφαλίσει
τη χειραφέτηση όλης της κοινωνίας απαντάει ένα κρίσιμο ζήτημα. Το πραγματικό
όριο της δημοκρατικής στιγμής είναι εάν είναι καθολική. Η δημοκρατία ως
αυτοκαθορισμός μιας ομάδας σε βάρος άλλων χωρίς τη στιγμή της καθολικής
χειραφέτησης μπορεί να οδηγήσει στη αναπαραγωγή μορφών κυριαρχίας. Η Χάνα
Άρεντ στην πολεμική της ενάντια στο σιωνιστικό κίνημα στη δεκαετία του
1940[7] τόνιζε ότι ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός μπορεί να συνδυάζεται με βαθιά
αντιδραστικές απόψεις και το παράδειγμα των σοσιαλιστικών εκδοχών του
σιωνισμού δείχνει τι γίνεται εάν η χειραφέτηση μιας ομάδας, π.χ. των εβραίων
εποίκων, δεν συνδυάζεται με το αίτημα της καθολικής απελευθέρωσης, εν
προκειμένω και των Αράβων της Παλαιστίνης.
Τόσο η
θεώρηση της εργατικής τάξης από τον Μαρξ όσο και η βαθιά δημοκρατική και
διεθνιστική παράδοση του επαναστατικού εργατικού κινήματος προσφέρουν αυτή
την αναγκαία διάσταση της καθολικότητας, με ένα πολύ πιο υλικό τρόπο
συγκριτικά με τον καντιανό υπερβατολογικό φορμαλισμό για παράδειγμα.[8] Η
πραγματική δικαίωση της δημοκρατικής ενόρμησης της νεωτερικότητας δεν
βρίσκεται στον κοινοβουλευτισμό, αλλά στην κομμουνιστική προοπτική. Η έννοια
της δικτατορίας του προλεταριάτου, οριζόμενη ως η πιο πλατιά δημοκρατία στους
κόλπους του λαού και η πιο σκληρή δικτατορία ενάντια στους εχθρούς του λαού,
ως περίοδος μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων αποτυπώνει ακριβώς την
επαναστατική δυναμική που έχει το δημοκρατικό αίτημα στη μαρξιστική παράδοση.
Επιπλέον,
ο Μαρξ δεν γειώνει μόνο την πολιτική χειραφέτηση στον κοινωνικό
μετασχηματισμό, αλλά και πρώτος αποσυνδέει το ερώτημα της έλλογης κοινωνίας
από το ερώτημα του κράτους. Σε όλη τη δημοκρατική παράδοση, ακόμη και στις
πιο ριζοσπαστικές στιγμές της, όπως ο Σπινόζα ή ο γιακωβινισμός, το επίδικο
ήταν ένα κράτος που θα εξασφάλιζε τα δικαιώματα. Στον Μαρξ, τόσο στα πρώιμα
κείμενα όσο και στα ύστερα, ο ορίζοντας της κοινωνικής και πολιτικής
χειραφέτησης είναι η απαλλαγή από το κράτος, η δημοκρατία της εργασίας ως
αυτοδιεύθυνση και αυτοδιαχείριση των κοινωνικών πραγμάτων.
Το σύγχρονο δημοκρατικό ζήτημα
Σήμερα, το
ζήτημα της δημοκρατίας –όπως και της λαϊκής κυριαρχίας– αποκτά ξεχωριστή
υλική διάσταση. Αντιμέτωπες με μια πρωτοφανή οικονομική κρίση, οι δυνάμεις
της αγοράς αναδιπλώνονται στον πιο σκληρό πυρήνα ενός βαθιά αντιδημοκρατικού
φιλελευθερισμού. Η προβολή σε όλους τους τόνους της θέσης ότι η δημοκρατία
σταματά στην είσοδο της αγοράς, η υποταγή στις απαιτήσεις των επενδυτών, η
λογική της μειωμένης λαϊκής κυριαρχίας ως μέσου για την πλήρη εμπέδωση της
αναίρεσης των κοινωνικών κατακτήσεων δείχνουν ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο
κατά την οποία η εγγενής αντίφαση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας θα γίνει
ακόμα πιο έντονη. Και το μεγάλο εργαστήρι αυτής της μετάλλαξης είναι αυτή τη στιγμή η
ΕΕ, μέσα από όλη τη λογική της μειωμένης λαϊκής κυριαρχίας και την
αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης.
Η κατεύθυνση είναι ότι ο κύριος όγκος των αποφάσεων θα λαμβάνεται από
απρόσβλητους από τη λαϊκή θέληση διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, από
κονκλάβια τεχνοκρατών και από κόμματα που θα λειτουργούν ως εντολοδόχοι
διαπραγματευτές επιχειρηματικών λόμπι, την ίδια ώρα που η επέκταση του
κατασταλτικού μηχανισμού (του μόνο κλάδου του δημοσίου που πουθενά στον κόσμο
δεν γνωρίζει μείωση) θα αναλαμβάνει τη διαχείριση των κοινωνικών εντάσεων, οι πρακτικές «πανοπτικής» επιτήρησης και
παρακολούθησης θα γενικεύονται, ακόμα και τα τυπικά δικαιώματα θα μπορούν να
αναστέλλονται στο όνομα μιας διαρκούς «κατάστασης έκτακτης ανάγκης».
Σε μεγάλο μέρος της
μαρξιστικής και ευρύτερα ριζοσπαστικής παράδοσης υπήρχαν πάντοτε αναστολές
για τις έννοιες και του λαού, της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας,
εξαιτίας της συσχέτισής τους με μορφές αστικής μυστικοποίησης του κοινωνικού
ανταγωνισμού, της ταξικής διαίρεσης και της πολιτικής κυριαρχίας.
Όμως, μπορούμε
να ξανασκεφτούμε την έννοια του λαού με τρόπους που περιλαμβάνουν τον
κοινωνικό ανταγωνισμό και την αντίθεση όχι μόνο στα διεθνή κέντρα εξουσίας
αλλά και στις εγχώριες δυνάμεις του κεφαλαίου, που την αντιπαραθέτουν σε όλες
τις μορφές του ρατσισμού και την ταυτίζουν όχι με το έθνος ή το αφηρημένο σύνολο
των πολιτών, αλλά με την κοινωνική συμμαχία όλων αυτών μέσα σε έναν κοινωνικό
σχηματισμό, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εξαρτώνται από την εργατική τους
δύναμη για να επιβιώσουν. Αυτό, βέβαια, σημαίνει και μορφές
δημοκρατίας που υπερβαίνουν τον κοινοβουλευτισμό.
Οι τρέχουσες μορφές άμεσης
δημοκρατίας του αγώνα, μη ιεραρχικών μορφών συντονισμού, πρωτότυπων μορφών
αλληλεγγύης και επανοικειοποίησης υλικών και συμβολικών πόρων, ισηγορίας και
ισοτιμίας μέσα στη συλλογική δράση, που αναδύονται στον τρέχοντα διεθνή κύκλο
διαμαρτυρίας, δεν θα πρέπει να ειδωθούν ως εργαλειακοί τρόποι για την
ικανοποίηση διεκδικήσεων, αλλά ως μορφές μιας αναδυόμενης «δυαδικής
εξουσίας», ως πρώιμες μορφές νέων κοινωνικών και πολιτικών μορφών που
συνυπάρχουν με τις παλιές. Την ίδια στιγμή πρέπει να σκεφτούμε την έννοια της
λαϊκής κυριαρχίας ως συλλογικό αυτοκαθορισμό, ως συλλογική πολιτική ικανότητα
να αμφισβητηθούν και να ανατραπούν μορφές καπιταλιστικής κυριαρχίας και
εκμετάλλευσης, ως εξαναγκαστική ικανότητα να επιβληθεί η «βούληση του λαού»
ενάντια στους όποιους «εχθρούς του λαού» και ως συλλογική προσπάθεια να
δημιουργηθούν νέες κοινωνικές μορφές που να στηρίζονται στη συνεργασία, την
αλληλεγγύη και ένα μη εκμεταλλευτικό παραγωγικό υπόδειγμα.
Από την
πλατεία Ταχρίρ μέχρι τη Wall Street, περνώντας από τα διάφορα πρόσωπα της
ελληνικής εξέγερσης, το δημοκρατικό αίτημα ξαναέρχεται στο προσκήνιο, όχι ως
διαδικαστικό αίτημα «διαβούλευσης», αλλά ως εκρηκτική απαίτηση της πολύμορφης
πλειοψηφίας των «από κάτω» να ορίσουν τις τύχες τους. Ο ριζοσπαστικός
δημοκρατισμός του κομμουνιστικού προτάγματος είναι περισσότερο παρά ποτέ
αναγκαίος.
[1] Domenico Losurdo, Liberalism. A Counter-History,
London: Verso
[2] Η Παγκόσμια Οργάνωση Εργασίας υπολόγιζε το 2005 ότι
πάνω από 8.000.000 εργαζόμενοι, εξαιρουμένων των περιπτώσεων σεξουαλικής
εκμετάλλευσης, ήταν θύματα εξαναγκαστικής εργασίας.
[3] Σπινόζα, Πολιτική Πραγματεία, Αθήνα, εκδ. Πατάκη,
1996, σελ. 107
[4] A. Negri, Insurgencies. Constituent Power and the
Modern State, Minneapolis: Minnesota University Press
[5] Τζων Στιούαρτ Μιλ, Περί Ελευθερίας, Αθήνα,
Επίκουρος, 1983, σελ. 149
[6] Φ. Α. Χάγιεκ, Το Σύνταγμα της Ελευθερίας, Αθήνα,
Ίδρυμα Καραμανλή, 2009, σελ. 173
[7] H. Arrendt, Jewish Writings, New York: Schocken Books, 2007.
[8] Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καντ θεωρούσε την άμεση
δημοκρατία δεσποτική πολιτειακή αρχή (Για την Αιώνια Ειρήνη, Αθήνα,1992, εκδ.
Αλεξάνδρεια, σελ. 39).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου