Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Η «άυλη εργασία»: Νέγκρι, Λατσαράτο και Χαρντ

Σέρτζιο Λέσα  ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΥΤΟΠΙΑ ΝΟ 71
Είμαστε πεισμένοι ότι η θέση για την «άϋλη εργασία», η πρωτότυπη διατύπωση της οποίας οφείλεται στους Χαρντ, Νέγκρι και Λατσαράτο, δεν αντέχει σε μια πιο προσεκτική ανάλυση. Αυτό είναι το θέμα του άρθρου μας.
Κατ` αρχήν, ως σημείο εκκίνησης για την έκθεσή μας σε σχέση με την «άϋλη εργασία» είναι πρόσφορο να θυμηθούμε με συντομία τη διάκριση ανάμεσα στις έννοιες της διανοητικής ή πνευματικής εργασίας (geistigen Arbeit) που χρησιμοποιούνται συχνά από το Μαρξ και που έχουν μία αποφασιστική σημασία στην κριτική του στο κεφάλαιο.
Από τα Χειρόγραφα του 44, περνώντας από τη Γερμανική Ιδεολογία, τα Grundrisse και το Κεφάλαιο, δηλαδή στο σύνολο της μαρξιανής σκέψης, είναι αναρίθμητα τα αποσπάσματα στα οποία ξαναβρίσκουμε εκείνο το οποίο έχει υποδειγματικά συντεθεί στη δεύτερη παράγραφο του 14ου κεφαλαίου του Κεφαλαίου για τη σχετική και απόλυτη υπεραξία.
Στο βαθμό που η παραγωγική διαδικασία είναι απλή προσωπική διαδικασία, ο ίδιος εργαζόμενος συνενώνει στον εαυτό του όλες τις λειτουργίες που αργότερα διαχωρίζονται. Στην ατομική ιδιοποίηση των αντικειμένων που δίνονται από τη φύση για τους σκοπούς της ζωής του, ο εργαζόμενος ελέγχει τον ίδιο του τον εαυτό … Ο μεμονωμένος άνθρωπος (einzelne Mensch) δεν μπορεί να δράσει πάνω στη φύση χωρίς να ενεργοποιήσει τους μύς του κάτω από τον έλεγχο του εγκεφάλου του. Όπως στο φυσικό οργανισμό, μυαλό και μπράτσα συνδέονται, έτσι η παραγωγική διαδικασία συνενώνει διανοητική εργασία (Kopfarbeit) και χειρωνακτική εργασία (Handarbeit).


Η εργασία κατά την οποία το άτομο και η φύση τίθενται σε άμεση σχέση είναι μία «αφαίρεση», «ανεξάρτητη από τις ιστορικές της μορφές». Κάθε σχέση ανάμεσα σε ένα άτομο και τη φύση είναι πάντα και άμεσα η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε μια δοσμένη κοινωνία και στη φύση, αφού οπωσδήποτε δεν υπάρχει άτομο χωρίς κοινωνία. Γι` αυτό το λόγο, όταν αναλύεται η εργασία ως ιδιαίτερη εκδήλωση μιας ιστορικής στιγμής, αυτή η «αφαίρεση» «δεν είναι επαρκής». Για να ξεπεράσει αυτή την ανεπάρκεια, ο Μαρξ στο 19ο κεφάλαιο επιστρέφει στην κατηγορία της εργασίας, αφού την έχει σκιαγραφήσει στο 5ο κεφάλαιο («ο χειρότερος αρχιτέκτονας και η καλύτερη μέλισσα», η εργασία ως «αιώνια αναγκαιότητα»). Για τη μελέτη της «αφηρημένης εργασίας» -μία ιστορικά ιδιαίτερη μορφή της εργασίας στον καπιταλισμό- είναι αναγκαίο να συνδεθεί προς την αφηρημένη ανάλυση η εξέταση των ιστορικών μεταβολών που αρθρώνουν την εργασία ως καθολική ιστορική κατηγορία στην ιστορικά ιδιαίτερη μορφή της «αφηρημένης εργασίας».

Για να αποφύγουμε παρεξηγήσεις, ας θυμηθούμε ότι για το Μαρξ μία θεωρητική αφαίρεση δεν σημαίνει ούτε μία πλάνη ούτε ένα «παλμό» υποκειμενικότητας. Για το γερμανό διανοητή, καθολικότητα και ατομικότητα είναι διακριτές σφαίρες της γενίκευσης του πραγματικού και γι` αυτό το λόγο είναι εξ ίσου πραγματικές. Οι πραγματικές, αντικειμενικές διαδικασίες παράγουν στιγμές ατομικότητας και καθολικότητας, σαφήνειας και αφαίρεσης. Κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο το πραγματικό παράγει την ατομικότητα (αυτή την πέτρα, αυτό το άτομο, αυτή την ιστορική στιγμή) παράγει επίσης την καθολικότητα (το βασίλειο των ορυκτών, την κοινωνία, την ιστορία). Το πραγματικό «απεργάζεται αφαιρέσεις». Εκείνο που διακρίνει το πραγματικό από το ατομικό, ή το αφηρημένο από το συγκεκριμένο, δεν αποτυπώνει, ως εκ τούτου, διακριτούς βαθμούς της ύπαρξης: δεν είναι – όπως ήθελε η μεταφυσική σκέψη μέχρι το Χέγκελ – μία διάκριση του quantum από το είναι: είναι οντολογικές σφαίρες εξ ίσου πραγματικές. Εκείνο που τις διακρίνει είναι οι διαφορετικές ποιότητες της γενίκευσης καθεμιάς (το ατομικό είναι η εξατομίκευση ενός καθολικού, και αυτό, με τη σειρά του, μία γενίκευση των ατομικοτήτων).

Ως εκ τούτου, η εργασία θεωρημένη «αφηρημένα» - αυτός ο σύνδεσμος ανάμεσα στην τελεολογία και την αιτιοκρατία που σηματοδοτεί την ειδικά ανθρωπο – κοινωνική μορφή της επίλυσης της «αιώνιας αναγκαιότητας» της οργανικής ανταλλαγής με τη φύση – είναι τόσο πραγματική όσο η ιστορικά πιο ειδική μορφή της εργασίας που μετατρέπεται σε εμπόρευμα του καπιταλισμού, την «αφηρημένη εργασία». Αυτή η τελευταία είναι μία καθολική κατηγορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είναι τόσο πραγματική όσο και οι άλλες ατομικές εκφράσεις της αφηρημένης εργασίας, ατόμων ιστορικά καθορισμένων, χωρίς τα οποία δεν θα υπήρχε αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Ας ξαναγυρίσουμε στο κείμενο του Μαρξ. Εάν, κατ` αρχήν, η «πνευματική εργασία» και η «χειρωνακτική εργασία» είναι «ενωμένες», «αργότερα διαχωρίζονται μέχρι το σημείο να αντιπαρατίθενται σαν εχθροί». Εάν «στην ατομική ιδιοποίηση των αντικειμένων που δίνονται από τη φύση για τους σκοπούς της ζωής του … ο εργαζόμενος ελέγχει τον εαυτό του», αργότερα «θα ελέγχεται». Και ο Μαρξ συνεχίζει:

Το προϊόν μετασχηματίζεται γενικά από άμεσο προϊόν του ατομικού παραγωγού σε κοινωνικό προϊόν, κοινό προϊόν ενός συλλογικού εργαζόμενου, δηλαδή ενός υποκειμένου συνδυασμένης εργασίας, τα μέλη του οποίου κατέχουν ένα μέρος πιο μεγάλο ή πιο μικρό στο χειρισμό του αντικειμένου της εργασίας. Δηλαδή, με το συνεργατικό χαρακτήρα της διαδικασίας της εργασίας, διευρύνεται αναγκαστικά η έννοια της παραγωγικής εργασίας και του οχήματός της, δηλαδή του παραγωγικού εργαζόμενου. Τώρα πια, για να δουλεύει κανείς παραγωγικά δεν είναι πια αναγκαίο να βάλει προσωπικά το χέρι του στη δουλειά, αρκεί να είναι όργανο του συλλογικού εργαζόμενου (Gesamtarbeiter) και να εκπληρώνει μία, οποιαδήποτε, από τις εξαρτημένες λειτουργίες του.

Τι συμβαίνει όταν αυτή η ιστορική νέα μορφή εργασίας γίνεται κυρίαρχή στην κοινωνική παραγωγή;

… η έννοια της παραγωγικής εργασίας περιορίζεται. Η καπιταλιστική παραγωγή δεν είναι μόνο παραγωγή εμπορευμάτων, είναι ουσιαστικά παραγωγή υπεραξίας. Ο εργάτης δεν παράγει για τον εαυτό του, αλλά για το κεφάλαιο. Δηλαδή, δεν αρκεί πια να παράγει γενικά ο εργάτης. Πρέπει να παράγει υπεραξία. Παραγωγικός είναι μόνο εκείνος ο εργάτης που παράγει υπεραξία για τον καπιταλιστή, η αλλιώς που χρησιμεύει στην αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου.

Και συνεχίζει:

Η σύλληψη του παραγωγικού εργαζόμενου δε συνεπάγεται λοιπόν καθόλου μόνο μία σχέση ανάμεσα στη δραστηριότητα και στο ωφέλιμο αποτέλεσμα, ανάμεσα στον εργάτη και στο προϊόν της εργασίας, αλλά συνεπάγεται επίσης μία σχέση παραγωγής ειδικά κοινωνική, ιστορικής προέλευσης, που αποτυπώνει στον εργάτη τη σφραγίδα της άμεσης αξιοποίησης του κεφαλαίου. Έτσι λοιπόν το να είναι κανείς παραγωγικός εργάτης δεν είναι τύχη, αλλά δυστυχία.

Στην προηγούμενη παράγραφο, ο Μαρξ έχει ξεκαθαρίσει:

Ο … πρωταρχικός καθορισμός της παραγωγικής εργασίας, που συνάγεται από την ίδια τη φύση της υλικής παραγωγής, παραμένει πάντα αληθινός για το συλλογικό εργαζόμενο (Gesamtarbeiter), θεωρούμενο στη συλλογικότητά του (Gesamtheit). Αλλά δεν ισχύει πια για κάθε μέλος του, ατομικά παρμένο.

Το ίδιο πράγμα συναντάται στη Γερμανική Ιδεολογία. Πραγματευόμενοι τη διάκριση της εργασίας, ο Μαρξ και ο Ένγκελς ισχυρίζονται ότι:

Η διάκριση της εργασίας καθίσταται πραγματικά τέτοια τη στιγμή κατά την οποία αναδύεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα στην υλική εργασία και την πνευματική εργασία (materiellen und geistigen Arbeit).

Στο Μαρξ, η έννοια της «διανοητικής εργασίας» ή «πνευματικής εργασίας» - εάν όντως θέλουμε να μεταφράσουμε τον όρο geistigen Arbeit – είναι πολύ ακριβής. Προκύπτοντας από τη διάκριση της εργασίας που αποσυνδέει «τη νόηση» από «το χέρι», το μόνο που δεν σημαίνει είναι η εξίσωση ή η ομογενοποίηση της διανοητικής εργασίας με τη χειρωνακτική εργασία, ώστε από την πρώτη να δημιουργηθεί μία δραστηριότητα οντολογικά εξαρτημένη από τη δεύτερη. Χωρίς ένα μετασχηματισμό της φύσης που θα έχει γίνει με το χέρι, δεν θα ήταν δυνατή καμία «διανοητική δραστηριότητα», εφόσον το άτομο και η κοινωνία που δεν θα επιτύγχαναν να σκεφτούν ή να προετοιμάσουν τις αντικειμενικοποιήσεις που μετασχηματίζουν τη φύση, δεν θα παρήγαν τα υλικά αγαθά που είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή. Αυτή είναι μία διάκριση – εξάρτηση που επιβεβαιώνεται σε κάθε πιθανό τρόπο παραγωγής ανεξάρτητα από τις ιστορικές μορφές που ισχύουν στις ιδιαίτερες ιστορικές στιγμές.

Με την προϊούσα «υποχώρηση των φυσικών ορίων», με την ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων που εκφράζεται με κομβική μορφή στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η ανθρωπότητα πρέπει να χρησιμοποιεί πάντα λιγότερη εργασία για να μετασχηματίσει τη φύση. Αυτό είναι, πολύ απλά, το νόημα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων: είναι απαραίτητη πάντα λιγότερη εργασία στην οργανική ανταλλαγή με τη φύση. Πράγμα που ωστόσο σημαίνει ότι ένα διαρκώς μεγαλύτερο ποσό ανθρώπινης ενέργειας μπορεί να μετατοπίζεται σε άλλες δραστηριότητες, που δεν είναι η εργασία, ανοίγοντας έτσι ένα τεράστιο χώρο για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας.

Φτάνοντας στον ώριμο καπιταλισμό, αυτό το γενικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής αναπαραγωγής εκφράζεται με τη συνεχώς μεγαλύτερη ικανότητα από την πλευρά της κοινωνίας να απελευθερώνει μία αυξανόμενη ποσότητα εργατικής δύναμης για δραστηριότητες διαφορετικές από το μετασχηματισμό της φύσης: η αύξηση του τομέα των υπηρεσιών και των δραστηριοτήτων που προετοιμάζουν την εργασία είναι η πιο άμεση έκφραση αυτού του πράγματος. Επιβεβαιώνοντας τον εαυτό της υπό την αιγίδα του καπιταλισμού, αυτή η αύξηση των δραστηριοτήτων, που δεν σχετίζονται ειδικά με την οργανική ανταλλαγή με τη φύση, λίγο - λίγο προσαρμόζεται στη διαδικασία της αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου, η οποία έτσι μετασχηματίζει μία όλο και μεγαλύτερη ποσότητα ανθρωπίνων δραστηριοτήτων σε πηγή υπεραξίας. Για τούτο, συντελείται ένας διαρκής επανακαθορισμός των ορίων ανάμεσα στην αφηρημένη παραγωγική εργασία και στην αφηρημένη μη παραγωγική εργασία. Ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ένας τέτοιος επανακαθορισμός έχει ενταθεί πολύ με την επέλαση της κρίσης του δίπολου φορντισμός – κοινωνικό κράτος. Και συντελείται επίσης ένας σταθερός επανακαθορισμός των ορίων ανάμεσα στους τομείς και στις κοινωνικές τάξεις που παράγουν υπεραξία και σε εκείνους που δεν την πραγματοποιούν.

Παρ` όλα αυτά, αυτή η εξέλιξη αφήνει απολύτως ανέπαφη την οντολογική εξάρτηση της «διανοητικής» από την «χειρωνακτική» εργασία, της διανοητικής εργασίας από εκείνη που διεξάγει ευθέως την οργανική ανταλλαγή με τη φύση. Δεν παράγει ολόκληρη η παραγωγή της υπεραξίας το «υλικό περιεχόμενο του πλούτου» (stöfflichen Inhalt des Reichtums) με το μετασχηματισμό της φύσης στα αναγκαία αγαθά για την κοινωνική αναπαραγωγή. Ένας μηχανικός, ένας καθηγητής, ένας καλλιτέχνης, ένας κοινωνικός λειτουργός ή ένας κοινωνιολόγος μπορούν να προσληφθούν από το κεφάλαιο για την παραγωγή υπεραξίας, διαδικασία που δεν καταλήγει σε λιγότερη εξάρτηση από το μετασχηματισμό της φύσης, επειδή μπορούν να επιτελέσουν μια αναπαραγωγή των δραστηριοτήτων τους ως τμήματος του καταμερισμού εργασίας. Η οντολογική εξάρτηση των άλλων ανθρωπίνων δραστηριοτήτων από την εργασία που παράγει «το υλικό περιεχόμενο του πλούτου» παραμένει ανέπαφη στον καπιταλισμό, χωρίς την εργασία οι άλλες δραστηριότητες δεν θα μπορούσαν να είναι ούτε καν αντικείμενο φαντασίας. Το γεγονός ότι το κεφάλαιο μετασχηματίζει σε πηγή κέρδους όχι μόνο την οργανική ανταλλαγή με τη φύση, αλλά επίσης μία τεράστια σειρά ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, καταδεικνύει την πάρα πολύ μεγάλη ικανότητα του κεφαλαίου να εξαπλώνεται σε όλες τις κοινωνικές σφαίρες: δείχνει την απίστευτη ικανότητα του κεφαλαίου να μετασχηματίζει προς όφελος της αυτοαξιοποίησής του τις πιο διαφορετικές ανθρώπινες δραστηριότητες – αλλά αυτό δε σημαίνει κατά κανένα τρόπο την ακύρωση της εργασίας οργανικής ανταλλαγής με τη φύση ως θεμελιώδους κατηγορίας του ανθρώπινου κόσμου. Γι` αυτό το λόγο, στη μαρξιστική παράδοση, η αντίθεση ανάμεσα στη διανοητική και τη χειρωνακτική εργασία, όπως ο μετασχηματισμός και των δύο σε παραγωγική εργασία (όσον αφορά την παραγωγή υπεραξίας), δεν αποτελούν στιγμές που αποκλείει η μία την άλλη – είναι αντίθετα εκφράσεις της πιο γενικής αντίθεσης ανάμεσα στην ανθρωπότητα και το κεφάλαιο.

Ωστόσο, είναι ακριβώς αυτή η θεμελιώδης θέση των Νέγκρι, Χαρντ και Λατσαράτο. Οπωσδήποτε, όπως θα δούμε, σύμφωνα με τους παραπάνω, η διάκριση ανάμεσα στο «χέρι» και στη «νόηση» θα καταργούνταν και σήμερα η δραστηριότητα της νόησης θα ήταν ταυτόσημη με εκείνη τη χεριού. Η σύλληψη της «άυλης εργασίας» άλλο δεν είναι παρά η αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση ανάμεσα στη διανοητική δραστηριότητα και τη δραστηριότητα μετασχηματισμού της φύσης, περιορίζοντας, γι` αυτό το λόγο τη μαρξιστική θέση της εργασίας ως θεμελιώδους κατηγορίας του κόσμου των ανθρώπων. Για να μείνουμε απόλυτα πιστοί σε αυτούς τους συγγραφείς, η ταυτοποίηση που προτείνουν είναι πολύ πιο πλατειά: κατανάλωση, παραγωγή και κυκλοφορία θα ήταν ένα και το ίδιο πράγμα κάτω από την ετικέτα της «άυλης εργασίας». Για τους δημιουργούς της θέσης της «άυλης εργασίας», θα ήταν καθαρή νοσταλγία του παρελθόντος των ορθόδοξων μαρξιστών, η πεποίθηση ότι η διανοητική ή πνευματική εργασία μπορεί να υπάρχει μόνο στη δεδομένη προπαρασκευαστική στιγμή αυτής της θεμελιώδους εργασίας, δηλαδή του μετασχηματισμού της φύσης σε αγαθά αναγκαία για την κοινωνική αναπαραγωγή.

Δεν είναι πλεονασμός να θυμίσουμε ότι, ξεκινώντας ακριβώς από αυτή τη διάρθρωση και σύγχρονη διάκριση ανάμεσα στη διανοητική εργασία και στην εργασία οργανικής ανταλλαγής με τη φύση, ο Μαρξ – στο απόσπασμα από το 19ο κεφάλαιο του Κεφαλαίου που παραθέσαμε – ισχυρίζεται ότι με τον καπιταλισμό «διευρύνεται η έννοια της παραγωγικής εργασίας … και του παραγωγικού εργαζόμενου» και συγχρόνως «η έννοια της παραγωγικής εργασίας συρρικνώνεται». Όταν το κεφάλαιο ενσωματώνει στη διαδικασία της αυτοαξιοποίησής του άλλες κοινωνικές σχέσεις που ξεπερνούν την οργανική ανταλλαγή με τη φύση, η σύλληψη του «παραγωγικού εργαζόμενου» περικλείει μία πάρα πολύ πλατειά γκάμα ατόμων, δραστηριοτήτων και εργασιών που δεν δρουν μόνο στη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, του μεγαλύτερου μέρους των υπηρεσιών. Γι’ αυτό το λόγο, «παραγωγοί» υπεραξίας δεν είναι μόνο οι δραστηριότητες που εκτυλίσσονται κατά την παρέμβαση του ανθρώπου στη φύση. Αυτή η ιστορικο – κοινωνική διεύρυνση του παραγωγικού εργαζόμενου σημαίνει, από την άλλη, μία «συρρίκνωση» της «παραγωγικής εργασίας»: αφού αναχθεί σε καθαρή αφηρημένη εργασία, η «παραγωγική εργασία» παράγει ακριβώς υπεραξία. Η ποιοτική της διάσταση, καθοριστική όταν επρόκειτο για παραγωγή αξίας χρήσης, ακυρώνεται στις νέες κοινωνικές σχέσεις, όπου όλα ανάγονται σε εμπόρευμα και «συρρικνώνουν» όλη την παραγωγή σε παραγωγή υπεραξίας. Από τη σκοπιά του κεφαλαίου, γι αυτό το λόγο, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη διανοητική ή πνευματική εργασία και στην εργασία οργανικής ανταλλαγής με τη φύση: όλα ανάγονται στον κοινό παρονομαστή του να είναι κανείς πολύ ή λιγότερο παραγωγός υπεραξίας.

Αλλά αυτό συμβαίνει από τη σκοπιά του κεφαλαίου, από τη σκοπιά της διαδικασίας αυτοαξιοποίησής του. Παρ’ όλα αυτά, η ταυτότητα ανάμεσα στο κοινωνικό σύνολο και στο κεφάλαιο αποτελεί από οντολογική άποψη μια απόλυτη έλλειψη δυνατότητας. Καθώς το ανθρώπινο ον είναι κάτι πολύ περισσότερο από την αφηρημένη εργασία, της οποίας είναι φορέας, οι κοινωνικές σχέσεις είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη διαδικασία αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου. Ας θυμηθούμε μόνο ένα πολύ γνωστό γεγονός: μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, έγινε όλο και πιο προφανές ότι οι αναγκαιότητες και οι δυνατότητες που ιστορικά παρήγαγαν οι άνθρωποι βρίσκονται σε ανταγωνιστική αντίθεση με τις αναγκαιότητες και τις δυνατότητες της αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου. Όταν, στα μέσα του 19ου αιώνα η ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους μπήκε σε ανταγωνισμό με την εμπορευματική του διάσταση, άνοιξε μια ιστορική περίοδος κατά την οποία ή το κεφάλαιο θα κατέστρεφε την ανθρωπότητα, ή εκείνη αυτό: η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, όπως τη σκέφτηκε ο Μαρξ.

Για να επιστρέψουμε στις θέσεις των Χαρντ, Νέγκρι και Λατσαράτο, θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι δεν υπάρχει ταυτότητα ανάμεσα στη σύλληψη της «παραγωγικής εργασίας» (που παράγει υπεραξία) και στην εργασία ως «αιώνια αναγκαιότητα» της ανθρώπινης ζωής: πρόκειται για διακριτές έννοιες που διεισδύουν η μία στην άλλη μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Τέτοια «διείσδυση» είναι μόνο αυτό, διείσδυση και ποτέ ταυτότητα.

Η νέα Weltanschauung που προτείνουν οι Χαρντ, Νέγκρι και Λατσαράτο.

Η κεντρική θέση των Χαρντ, Νέγκρι και Λατσαράτο είναι αυτή: σήμερα ζούμε μία περίοδο μετάβασης προς μία κοινωνία «μετα–βιομηχανική», «μεταφορντική» και «κομμουνιστική». Σε κάθε περίοδο μετάβασης, όχι μόνο οι παλιές κοινωνικές μορφές τείνουν να παλέψουν για την επιβίωσή τους, αλλά επίσης και οι παλιές ιδέες κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να μην εγκαταλείψουν το ιστορικό προσκήνιο, αλλά δε θα αποφευχθεί η καθιέρωση των νέων παραμέτρων και η απώλεια, από την πλευρά των παλιών, της ικανότητάς τους να μορφοποιούν την κοινωνική ζωή.

Το κίνητρο αυτής της μετάβασης, σύμφωνα πάντα με τους συγγραφείς μας, είναι η ανάπτυξη μιας νέας «υποκειμενικότητας», που έχει υποκαταστήσει, στην καθημερινή πράξη, τη διαδικασία αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου με μία άλλη διαδικασία αξιοποίησης, εκείνη της αυτοαξιοποίησης της «άυλης εργασίας». Η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη «υποκειμενικότητα» του κεφαλαίου και στη «νέα υποκειμενικότητα» είναι ότι, ενώ για την πρώτη η παραγωγή ταυτίζεται άμεσα με την κυριαρχία, με έναν άμεσο διαχωρισμό ανάμεσα στην παραγωγή και την κάρπωση της παραγωγής, η νέα υποκειμενικότητα καθιερώνεται ιστορικά με την ταυτότητα ανάμεσα στην παραγωγή και την κάρπωσή της. Η «νέα υποκειμενικότητα» αναδύεται ακριβώς ως ικανότητα κάρπωσης του παραγόμενου προϊόντος και παραγωγής των ‘καρπών’, ξεπερνώντας, γι` αυτό το λόγο, όλη την καπιταλιστική αλλοτρίωση. Μη όντας αντικείμενο αυτού του άρθρου, θα αναφερθούμε μόλις στο γεγονός ότι η σύλληψη της αποξένωσης από αυτούς τους συγγραφείς είναι θεμελιωδώς ιδεαλιστική. Αυτοί ταυτίζουν την αλλοτρίωση με τη γνωσιολογική – υποκειμενική διαδικασία της μη αναγνώρισης του εργαζομένου μέσα στο προϊόν του. Δεν περνά από το μυαλό αυτών των συγγραφέων ότι η σύγχρονη κυρίαρχη αλλοτρίωση είναι μία σχέση όχι τόσο ιδεολογική – υποκειμενική, αλλά αντιθέτως υλική, σχέση εκμετάλλευσης της εργασίας από την πλευρά του κεφαλαίου.

Η ανάδυση αυτής της «νέας υποκειμενικότητας», που κατέβασε εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους το 1968, όπως και το 1989, έκανε να καταρρεύσει η παλιά καπιταλιστική τάξη τόσο στη σοβιετική πλευρά, όσο και στη δυτική. Τα πλήθη, κουρασμένα από το παλιό φορντικό καθεστώς και από το κεϋνσιανό κράτος, που έθετε ένα δοσμένο μοντέλο στη σχέση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, και, στο σοβιετικό μπλοκ, κουρασμένα από το καθεστώς εκμετάλλευσης που είχε εγκαθιδρυθεί εκεί, πέρασαν στην άρνηση της εργασίας στο εργοστάσιο, και εγκαταλείποντας το εργοστάσιο εγκαθίδρυσαν νέα δίκτυα κοινωνικών σχέσεων, στα «μικρά διάκενα» του καπιταλισμού, στη βάση της «άυλης εργασίας». Σ` αυτά τα νέα δίκτυα κοινωνικών σχέσεων, μία χρηματική ανταλλαγή δε σημαίνει πια την ύπαρξη της ανταλλακτικής αξίας και της αξίας των εμπορευμάτων, αφού με την «άυλη εργασία» θα καταργούνταν η διάκριση ανάμεσα στην παραγωγική και τη μη παραγωγική εργασία, καθώς και εκείνη ανάμεσα στον παραγωγικό και το μη παραγωγικό εργαζόμενο. Θα ξαναγυρίσουμε σε αυτό το ζήτημα.

Με την κατάργηση της ανταλλακτικής αξίας και με την άρνηση της αφηρημένης εργασίας, η «νέα υποκειμενικότητα» παρουσιάζει την ιστορία ως ταυτότητα ανάμεσα στη γνώση και στην παραγωγή, ανάμεσα στη «νόηση» και στο «χέρι», με μαρξιανούς όρους· η «διανοητικότητα της μάζας» είναι τώρα η νέα και μοναδική «παραγωγική δύναμη». Αυτή η νέα και μοναδική «παραγωγική δύναμη» είναι υπεύθυνη για το τέλος του φορντισμού (και, ας θυμηθούμε, του σχεδόν ψευδώνυμού του, του σοβιετικού σοσιαλισμού). Με την εγκατάλειψη των εργοστασίων από τους εργάτες, οι αστοί δε θα είχαν άλλη εναλλακτική λύση από τη δημιουργία νέων τεχνολογιών, σε εντατικό κεφάλαιο, τεχνολογιών που αντικαθιστούν τη χειρωνακτική εργασία, από την οποία δεν εξαρτώνται πια. Η ρομποτική, οι νέες μορφές ενέργειας, η «παραγωγική αναδόμηση» άλλο δεν θα ήταν παρά απαντήσεις του κεφαλαίου στην καινούργια ιστορική κατάσταση, στην οποία οι εργάτες αρνούνται να τους εκμεταλλεύεται το φορντικό κεφάλαιο.

Για τους Νέγκρι, Χαρντ και Λατσαράτο, είναι ωσάν σε ολόκληρο τον κόσμο οι εργοδότες να βρέθηκαν σε πανικό, εξ αιτίας της έλλειψης εργατών, οι οποίοι – την εποχή της «άυλης εργασίας» - δεν θα είχαν πια λόγο να δέχονται την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Η εικόνα των σειρών των ανέργων, που γεννιούνται από μια διαδικασία εντατικοποίησης της απόσπασης υπεραξίας μέσω της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και μορφών δράσης, γι` αυτούς τους συγγραφείς άλλο δεν είναι παρά η κληρονομιά μιας παλιάς και αρτηριοσκληρωτικής μαρξιστικής αριστεράς, που νοσταλγεί την «πειθαρχία του εργοστασίου» και που, φυλακισμένη στις παλιές ιδέες, δεν κατορθώνει να συλλάβει την πραγματικότητα. Μία αριστερά – θα κατηγορήσουν οι συγγραφείς μας – που επιμένει ακόμα να σκέφτεται τον κόσμο από τη σκοπιά του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού του Μαρξ. Ελεύθεροι από αυτές τις παλιές προκαταλήψεις, οι Νέγκρι, Χαρντ και Λατσαράτο πετυχαίνουν αντίθετα να αποκαλύψουν την αλήθεια: η αιτία της κρίσης δεν είναι οι εργαζόμενοι που πετιούνται έξω από τα φορντικά εργοστάσια, δεν είναι η νέα μορφή της παλιάς αξιοποίησης του κεφαλαίου που δεν χρειάζεται πια τόση χειρωνακτική εργασία. Η ανεργία, για την ακρίβεια, ούτε καν υπάρχει. Εντελώς αντίθετα, οι εργαζόμενοι θα αρνούνταν τη δουλειά στο εργοστάσιο, την «αφηρημένη εργασία», και θα διάλεγαν αντίθετα την «άυλη εργασία». Ο αναγνώστης θα αισθανθεί σίγουρα πολύ ανακουφισμένος, πετυχαίνοντας τελικά να καταλάβει το πιο αξιοσημείωτο κοινωνικό φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών: απελπισμένοι εργοδότες που προσφέρουν όλο και υψηλότερους μισθούς, για να προσελκύσουν, αφού υπάρχει έλλειψη άλλων, τουλάχιστον τους πιο καθυστερημένους πολιτισμικά εργαζόμενους για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις τους. Οι σειρές των ανέργων, η αύξηση των «εργαζομένων σε παρένθεση» δεν είναι παρά αντικατοπτρισμοί στο φανταστικό κόσμο των θεωρητικών της «άϋλης εργασίας».

Τα παράδοξα, ωστόσο, δεν σταματούν εδώ. Οι Λατσαράτο, Νέγκρι και Χαρντ είναι πολύ σαφείς στην ανάπτυξη των θέσεών τους. Ισχυρίζονται – και η σαφήνεια εδώ είναι ανυπέρβλητη – ότι ο Μαρξ στο σύνολό του πρέπει να αναθεωρηθεί. Όχι μόνο όσον αφορά τις κατηγορίες της εργασίας, της αφηρημένης εργασίας, της παραγωγικής εργασίας κτλ., αλλά και όσον αφορά την ιστορία. Πρόκειται – τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο – για το ξαναγράψιμο της ιστορίας, ώστε να ξεπεραστεί ο Μαρξ: βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα θεωρία της ιστορίας, μία νέα Weltanschauung. Πάντοτε σύμφωνα με αυτούς τους συγγραφείς, από το 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, αυτό που συμβαίνει δεν είναι, όπως υποστήριζε ο Μαρξ, μία διαδικασία ταξικής πάλης πρώτα ανάμεσα στην αστική τάξη και στον παλιό φεουδαρχικό κόσμο και έπειτα ανάμεσα στην αστική τάξη και τους εργάτες, για να απλοποιήσουμε τα πράγματα. Δεν είναι η ταξική πάλη που σημαδεύει την ιστορία αυτών των αιώνων, αλλά η αυξανόμενη και όλο και πιο σαφής επιβεβαίωση μιας ορθολογικότητας που παρουσιάζεται σαν μια «ανθρώπινη κινητοποίηση … για να βιωθεί μία ηθική μετασχηματισμού διαμέσου μιας αγωνίας για συμμετοχή που αγάπη για τον υπό συγκρότηση χρόνο».

Γι` αυτό το λόγο, «τα πλήθη», για όλους αυτούς τους αιώνες, παρουσιάζονται στο ιστορικό προσκήνιο, ως η ανέκκλητη δύναμη που, σε κάθε στιγμή, συνδέει αυτή την «αγάπη για το χρόνο» και αυτή την «κινητοποίηση» για την ηθική με τη μορφή μιας πλημμυρίδας που ανεβαίνει, που κορυφώνεται το 1789, με τη Γαλλική Επανάσταση. Η τρίχρωμη ορθολογικότητα ξεπερνιέται από την Επανάσταση των μπολσεβίκων, που «επιτείνει τη δύναμη του κράτους για να διασφαλίσει την ελευθερία της κοινωνίας», Το αποτέλεσμα δεν μπορούσε να είναι διαφορετικό: η αναγέννηση του καπιταλισμού στο σοβιετικό μπλοκ. Μπροστά σε αυτό το αποτέλεσμα, η αγάπη για το χρόνο και η κινητοποίηση για μία ηθική ζωή τρέπονται στην εκδήλωσή τους ως «άρνησης της εργασίας», που καταστρέφει το φορντισμό και το σοσιαλισμό και θεμελιώνει μία μετάβαση στο «μεταφορντισμό» και τον «κομμουνισμό».

Σύμφωνα με αυτούς τους συγγραφείς, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η επανάσταση, έτσι διευρυμένη, δεν έχει τίποτα από αυτό το δραματικό τόνο, τον τόνο ρήξης που φαντάστηκαν είτε ο Μαρξ, είτε οι μπολσεβίκοι. Δεν πρόκειται για μια ένοπλη δράση για την κατάληψη της εξουσίας, και ούτε ακόμα για μία ριζική ρήξη με το παλιό. Πρόκειται αντίθετα, λίγο – πολύ, για μια «ειρηνική μετάβαση» που οικοδομεί «στα μικρά διάκενα του κεφαλαίου», στο εσωτερικό του ίδιου του καπιταλισμού, τον «κομμουνισμό». Και θεμέλιο αυτής της ειρηνικής και χωρίς ρήξεις μετάβασης είναι η σύγχρονη διατράνωση της «αγάπης για το χρόνο» που είναι η «άυλη εργασία».

Η «άυλη εργασία», έκφραση σύγχρονη της «αγάπης για το χρόνο», είναι το έσχατο θεμέλιο του περάσματος από το «φορντικό κόσμο» στον «κομμουνισμό», πέρασμα που επιβεβαιώνεται κάθε μέρα με το τέλος της ανταλλακτικής αξίας και της αξίας των εμπορευμάτων στα κοινωνικά δίκτυα του νέου μοντέλου της αξιοποίησης της «νέας υποκειμενικότητας» (ταυτόχρονη ικανότητα παραγωγής και κάρπωσης, ας θυμηθούμε). Αυτό είναι, σύμφωνα με αυτούς, το περιεχόμενο της κεντρικής θέσης της εργασίας στο σύγχρονο κόσμο: η κεντρική θέση της «άυλης εργασίας». Ας δούμε λοιπόν αυτή την «άυλη εργασία».

Η «άυλη εργασία»

Για τους Λατσαράτο, Χαρντ και Νέγκρι, η «άυλη εργασία» είναι η πράξη της «νέας υποκειμενικότητας» που αναδύεται όταν το κεφάλαιο προσλαμβάνει καθολικό χαρακτήρα σε όλη την κοινωνία. Υποτάσσοντας το κοινωνικό σύνολο, το κεφάλαιο δημιουργεί «απρόοπτα» αυτή τη «νέα υποκειμενικότητα» που αρνείται την «αξιοποίηση» του κεφαλαίου, υποκαθιστώντας την ίδια του την αυτοαξιοποίηση. Αυτό είναι δυνατό – κατά τη γνώμη τους - επειδή η υπαγωγή του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων στο κεφάλαιο οδηγεί στο να γίνει η γνώση η πραγματική παραγωγική δύναμη, πράγμα που καθιστά δυνατό η πολιτική πίεση «της εργατικής τάξης που παρακρατεί αυτή τη «γνώση» να υψώνει την τιμή πώλησης της εργατικής της δύναμης πάνω από την αξία της. Με αυτό τον τρόπο, θα καταργούνταν στην πράξη η αξία εργασίας και θα άνοιγε ο ιστορικός χώρος για μια άλλη αξιοποίηση, όχι πια του κεφαλαίου, αλλά της «διανοητικότητας της μάζας».

Σε αυτή τη νέα διαδικασία αξιοποίησης, η διανοητικότητα της μάζας καθιερώνεται ως προπομπός μιας νέας παραγωγικής διαδικασίας, ενός νέου «τρόπου παραγωγής». Με την πληροφορική, τη ρομποτική και τους νέους τρόπους επαφής και επίδρασης των πληροφοριών, η στιγμή της γνώσης και η στιγμή της υλικής παραγωγής θα ενοποιούνταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορούμε πια να μιλήσουμε για διακριτές στιγμές μιας και της ίδιας παραγωγικής διαδικασίας και, ακόμα λιγότερο, για προπαρασκευαστικές στιγμές της παραγωγικής διαδικασίας.

Σύμφωνα με τους Νέγκρι, Λατσαράτο και Χαρντ, θα είχαμε μια απόλυτη ταυτοποίηση ανάμεσα στη γνώση και την παραγωγή, και γι` αυτό επίσης ανάμεσα στην κατανάλωση, την κυκλοφορία και την παραγωγή. Το να σκέφτεσαι, να καταναλώνεις, να πουλάς και να αγοράζεις θα ήταν το ίδιο με το να παράγεις, αφού δεν θα υπήρχε καμία παραγωγή που δεν θα ενσωμάτωνε στη στιγμή τα αιτήματα, τις αναγκαιότητες και τις δυνατότητες που θα είχαν προκύψει κατά την πράξη της σκέψης, της κατανάλωσης, της πώλησης και της αγοράς.

Ο νέος «μετα – φορντικός» και «κομμουνιστικός» τρόπος παραγωγής, χαρακτηρίζεται, γι` αυτό, κατ` αρχήν, από το ξεπέρασμα της διάκρισης ανάμεσα σε παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, όπως τις συνέλαβε ο Μαρξ. Περνάμε κατόπιν στην κριτική εκείνου που καθορίζουν ως «περιορισμένο» χαρακτήρα της έννοιας της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, όπως τις συνέλαβε ο Μαρξ (στην πραγματικότητα, την οντολογική άρνηση αυτής της έννοιας), ισχυριζόμενοι ότι αυτή η μαρξιανή έννοια, ήδη σπάνια εφαρμόσιμη κατά το 19ο αιώνα, σήμερα θα ήταν απολύτως ξεπερασμένη. Πέρα από αυτό, με την «ηγεμονία» της νέας διαδικασίας αξιοποίησης, η κατανάλωση και η κυκλοφορία θα ήταν εξ ίσου «παραγωγικές».

Όπως έχουμε ήδη ισχυριστεί προηγουμένως, πρέπει να αναγνωρίσουμε την αποφασιστικότητα αυτών των συγγραφέων να οδηγούν τις θέσεις τους μέχρι τις έσχατες συνέπειές τους. Οδηγούν γρήγορα στα όρια τα αξιώματά τους. Εάν τώρα πια δεν υπάρχει καμία διάκριση ανάμεσα στην παραγωγή, την κατανάλωση και την κυκλοφορία, εάν όλες οι κοινωνικές σχέσεις είναι τώρα εξ ίσου «παραγωγικές», προκύπτουν αναπόφευκτα δύο συμπεράσματα: η κατάργηση των κοινωνικών τάξεων, όπως τις συνέλαβε ο Μαρξ, και η γενίκευση των παραγωγικών ενοτήτων σε όλο τον κοινωνικό ιστό.

Εάν με το φορντισμό ο καπιταλισμός έτεινε να εξειδικεύσει και να διαχωρίσει τις στιγμές της θεωρητικής σύλληψης και της παραγωγής, και, στο εσωτερικό της, να διαχωρίσει μεταξύ τους τα συστατικά στοιχεία, οδηγώντας σε έναν ακραίο και λεπτομερειακό καταμερισμό εργασίας, με το νέο «μετα – φορντικό» και «κομμουνιστικό» τρόπο παραγωγής, θα είχαμε την αντίστροφη κίνηση. Το φορντικό εργοστάσιο παραχωρεί τη θέση του στο πέρασμα στο «κοινωνικό εργοστάσιο», μία νέα κατάσταση στην οποία όλες οι κοινωνικές σχέσεις είναι εξ ίσου παραγωγικές. Τώρα, η παραγωγή μπορεί να οδηγήσει τη δυναμική της στα άκρα, αφού δεν υπάρχει πια τίποτα που να μην είναι «παραγωγικό».

Με αυτή την εξάπλωση της παραγωγής σε όλο τον κοινωνικό ιστό, δεν υπάρχει πια θέση για μία παρασιτική τάξη που αντιπαρατίθεται σε μία παραγωγική τάξη. Αυτό ίσως μπορούσε να συμβαίνει το 19ο αιώνα. Σήμερα, όμως, δεν υπάρχει πια μία εργατική τάξη που την εκμεταλλεύεται μία αστική τάξη, για τον απλό λόγο ότι δεν υπάρχουν πια ούτε το παλιό κεφάλαιο ούτε η παλιά αφηρημένη εργασία. Καθώς δεν υπάρχει πια καμία διάκριση ανάμεσα στην παραγωγή και στην κάρπωση, ανάμεσα σε παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, εάν η διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου σβήσει, δεν έχει πια κανένα νόημα να μιλάμε για κεφάλαιο και εργασία. Αυτή η ουσιώδης αντίθεση του παλιού καπιταλισμού θα έδινε τη θέση της σε μία ταυτότητα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία που δεν είναι πια το «παλιό κεφάλαιο» και η «παλιά αφηρημένη εργασία», αλλά αντίθετα «κοινωνικό κεφάλαιο» και «άυλη εργασία». Με την ίδια έννοια, δεν υπάρχει πια καμία διάκριση ανάμεσα σε εργάτες και αστούς, αλλά υπάρχουν μόνο «κοινωνικοί εργαζόμενοι» και «πολιτικοί επιχειρηματίες». Η διαφορά ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν είναι ότι πρώτα οι αστοί ζούσαν από την αξιοποίηση του κεφαλαίου με την εκμετάλλευση της αφηρημένης εργασίας του εργάτη: αντίθετα τώρα οι «πολιτικοί επιχειρηματίες» και οι «κοινωνικοί εργαζόμενοι» είναι εξ ίσου «παραγωγικοί» και δρουν στο εσωτερικό της ίδιας διαδικασίας αξιοποίησης. Όχι μόνο δεν υπάρχει καμία αντίθεση ανάμεσά τους – αλλά αντίθετα είναι πανομοιότυποι. Στο «νέο τρόπο παραγωγής» - ισχυρίζεται ο Νέγκρι – «δε θα είναι πια δυνατό να διακρίνουμε την εργασία από το κεφάλαιο». Στο φανταστικό βασίλειο αυτού του «κομμουνισμού», θεμελιωμένου πάνω στην «άυλη εργασία», θα πραγματοποιούνταν εκείνο που ένας από τους Αποστόλους του καθορίζει ως «συμφιλίωση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία».

Η «άυλη εργασία» είναι, γι` αυτό το λόγο, εκείνος ο νέος τρόπος δράσης που ταυτίζει τη θεωρητική σύλληψη, την απόληψη και την κυκλοφορία με την παραγωγή. Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι, εάν ο καπιταλισμός, στην πορεία της ανάπτυξής του, έχει συμπεριλάβει (σχεδόν) τα πάντα στο κεφάλαιο, οι θεωρητικοί της «άυλης εργασίας» επιχειρούν κάτι, το λιγότερο, συμμετρικό: γενικεύουν την έννοια της παραγωγής κατά τρόπο ώστε οποιαδήποτε ανθρώπινη δραστηριότητα να γίνει «παραγωγική». Κάνοντας αυτό, καταργούν τη διάκριση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, καταργούν την πάλη των τάξεων ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας και καταργούν την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία ως ουσία του κόσμου στον οποίο ζούμε. Σε αυτό το περιβάλλον, αυτοί μιλούν αξιωματικά για την «άυλη εργασία».

«Η μη – υλικότητα της εργασίας».

Μιλώντας για «υλική εργασία» (materiellen Arbeit), ξαναπαίρνοντας μία έκφραση που χρησιμοποιείται στη Γερμανική Ιδεολογία, ο Μαρξ έχει μία σαφή ιδέα για εκείνο στο οποίο αναφέρεται: είναι η ειδικά ανθρωπο – κοινωνική μορφή οργανικής ανταλλαγής με τη φύση, η ουσία της οποίας είναι η διάρθρωση ανάμεσα στην τελεολογία και το τυχαίο. Η «υλική εργασία» της Γερμανικής Ιδεολογίας είναι η ίδια έννοια που ο Μαρξ, στο 5ο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, καθορίζει ως «αιώνια αναγκαιότητα» της κοινωνικής ζωής.

Η «διανοητική» ή «πνευματική εργασία» (geistigen Arbeit) είναι μία συνέπεια του καταμερισμού της εργασίας που έχουν διαφοροποιήσει οι προπαρασκευαστικές στιγμές της εργασίας ως τέτοιας. Γνωρίζουμε ότι είναι μία διαδικασία εντατικά διαφοροποιημένη, με την εγκαθίδρυση και την εξέλιξη των ταξικών κοινωνιών, και δεν θα μακρηγορήσουμε πάνω σε αυτή την ιδιαιτερότητα.

Εκείνο που μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι ότι η διάκριση ανάμεσα στις δύο μορφές δραστηριότητας (εκείνη που προετοιμάζει την εργασία και την εργασία καθεαυτή) σημαίνει απολύτως την άρνηση οποιασδήποτε ταυτότητας ανάμεσα στις δύο. Για να συντομεύσουμε τη μακρά ιστορία, δεν υπάρχει στο Μαρξ καμία ταυτότητα ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο: το να σκέφτεσαι δε σημαίνει ακόμα να μετασχηματίζεις τον αντικειμενικό κόσμο: το να προετοιμάζεις μία πράξη εργασίας δε σημαίνει ακόμα να την υλοποιείς, το να συλλαμβάνεις με το νου ένα νέο προϊόν δε σημαίνει ακόμα να το παράγεις.

Από την άλλη, ο Μαρξ αρνείται οποιαδήποτε έννοια υλικότητας που δεν επιτρέπει να αναγνωρίσουμε την «υλική δύναμη» των ιδεών στον κόσμο των ανθρώπων. Ή, με άλλους όρους, ο Μαρξ αρνείται την παραδοσιακή υλιστική σύλληψη, για την οποία η ύλη είναι μόνο πέτρα, το σύνολο φυσικών αντικειμένων, και ότι οι κοινωνικές σχέσεις και τα ιδεολογικά σύνολα δεν ασκούν δήθεν καμία δύναμη στον καθορισμό της υλικής ανάπτυξης των ανθρώπων. Ο Μαρξ αρνείται την ταυτότητα υποκειμένου – αντικειμένου του Χέγκελ, και την ίδια στιγμή απομακρύνεται από τη μηχανιστική υλιστική σύλληψη, για την οποία οι ιδέες – μη όντας «πραγματικές» - δεν θα είχαν καμία επίδραση στον καθορισμό της υλικής ανάπτυξης της κοινωνικότητας.

Ένας πιο δυνατός οντολογικός σύνδεσμος και στην υλική ανάπτυξη της κοινωνίας συγκροτήθηκε – το γνωρίζουμε – από την εργασία, πρώτη μορφή όλων των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Με την εργασία, με την οποία συναρθρώνονται η τελεολογία και η αιτιοκρατία, ξεκινάει μία εξελικτική διαδικασία, η αρχή της οποίας ξαναβρίσκεται μόνο σε ανθρώπινες πράξεις που έχουν τεθεί τελεολογικά. Οι ανθρώπινες πράξεις, εξάλλου, μεταστρέφονται σε γενικές ιστορικές τάσεις μέσω της συνολικής και ευμετάβλητης διαδικασίας της κοινωνικής αναπαραγωγής – και σε αυτή τη σύνθεση η τελεολογία που είναι παρούσα στις ατομικές πράξεις μετασχηματίζεται σε καθαρή αιτιότητα των ιστορικών διαδικασιών.

Ο κόσμος των ανθρώπων, ωστόσο, κατέχει στο Μαρξ μία υλικότητα διακριτή από το σύνολο των φυσικών πραγμάτων, αλλά που, κατά κανένα τρόπο, δεν είναι το ίδιο πράγμα με την εγελιανή ιδεοκρατία. Πρόκειται για μία υλικότητα που μπορεί να αναπαραχθεί μόνο με τη μεσολάβηση των ατομικών πράξεων τελεολογικά ορισμένων από συγκεκριμένα άτομα (ιστορικά καθορισμένα), αλλά πρόκειται επίσης για μία υλικότητα που μπορεί να αναπαραχθεί μετασχηματίζοντας σε καθαρή αιτιότητα την τελεολογία των ατομικών της στοιχείων. Χωρίς την τελεολογία των ατομικών πράξεων, δεν υπάρχει κοινωνική αναπαραγωγή. Μα χωρίς ένα μετασχηματισμό μιας τέτοιας τελεολογίας των ατομικών πράξεων σε αιτιότητα των παγκόσμιων ιστορικών διαδικασιών, θα ήταν εξ ίσου αδύνατη κάθε κοινωνική αναπαραγωγή. Το να ισχυριστούμε ότι το κοινωνικό είναι αποτελεί μία οντολογική σφαίρα διακριτή από τη φύση ισοδυναμεί με το να ισχυριστούμε ότι η διαφορά ανάμεσα στη φυσική και την κοινωνική ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι σε αυτήν η αναπαραγωγή απαιτεί τη μεσολάβηση της συνείδησης, πάντοτε στο όριο της συνείδησης των ατομικών υποκειμένων, ιστορικά καθορισμένων. Δηλαδή, ότι στον κόσμο των ανθρώπων, διαφορετικό από το φυσικό κόσμο, οι ιδέες είναι ενεργές, ασκούν μία υλική επίδραση στην ανάπτυξη της κοινωνικότητας. Διαφορετικά από αυτό που συμβαίνει στη φύση, στο κοινωνικό είναι η συνείδηση δεν αποτελεί ένα καθαρό επιφαινόμενο .

Η στιγμή της εργασίας, με την οποία ο ιδεατά ορισμένος σκοπός μετασχηματίζεται σε κοινωνική αντικειμενικότητα, είναι η αντικειμενικοποίηση. Αυτή τη στιγμή – πάντα σε εξέλιξη – η δραστηριότητα του υποκειμένου μετασχηματίζει το πραγματικό σε ένα καινούργιο αντικείμενο. Η ιδέα ενός σκεπαρνιού δεν είναι ακόμα ένα σκεπάρνι. Η ιδιότητα του πράγματος που έχει η πέτρα ή το ξύλο δεν είναι ακόμα σκεπάρνι. Το σκεπάρνι είναι η σύνθεση, υλοποιημένη μέσω της αντικειμενικοποίησης, ανάμεσα στο ιδεατό σχέδιο του σκεπαρνιού και το μετασχηματισμό αυτής της πέτρας και αυτού του κομματιού ξύλου σε αυτό το σκεπάρνι. Και την ίδια στιγμή, έστω και με όλες τις πιθανές ιστορικά ανισορροπίες, όταν διαρθρωθεί για πρώτη φορά η αντικειμενικοποίηση, βρίσκουμε το μετασχηματισμό του υποκειμένου (άμεσα με την παραγωγή νέων ικανοτήτων και γνώσεων, που αποκτώνται κατά τη διαδικασία της αντικειμενικοποίησης, αλλά και με άλλες διαμεσολαβήσεις, πολύ σημαντικές, που δρουν σε αυτή τη διαδικασία). Το άτομο και η κοινωνία που έχουν κατασκευάσει το σκεπάρνι διαθέτουν τώρα ικανότητες, γνώσεις, αναγκαιότητες και πιθανότητες που δεν κατείχαν πριν από αυτή την αντικειμενικοποίηση.

Είναι η διαφορετική ποιότητα των αντικειμενικοποιήσεων που διαφοροποιεί τις διαφορετικές πράξεις και σε αυτό το σημείο διαφέρουν οι ποικίλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ή, με άλλους όρους, στην ιδιαίτερη ποιότητα της αντικειμενικοποίησης κάθε ανθρώπινης πράξης εκφράζεται η κοινωνική λειτουργία που βρίσκεται στην αρχή της. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως δείχνει ο Λούκατς, βρίσκει στην εργασία την πρωταρχική της μορφή, με την έννοια ότι κατέχει πάντα την πιο γενική μορφή της σύνθεσης ανάμεσα στην τελεολογία και την αιτιότητα – και αυτό που τη διαφοροποιεί οντολογικά είναι η κοινωνική λειτουργία που ασκεί, και ως εκ τούτου η διαφορετική ποιότητα των αντικειμενικοποιήσεών της. Κατά τον ίδιο τρόπο, στον καπιταλιστικό κόσμο, εκείνο που καθιστά «παραγωγική» μία δραστηριότητα είναι η κοινωνική της λειτουργία παραγωγής υπεραξίας. Στην ανθρώπινη ιστορία, μία δραστηριότητα μετασχηματίζεται σε «εργασία» όταν πραγματοποιεί την οργανική ανταλλαγή με τη φύση. Η ιδεολογία διαχωρίζεται από την εργασία, επειδή πρωτίστως αντικειμενικοποιεί τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, πριν από εκείνες ανάμεσα στη φύση και στους ανθρώπους, και ούτω καθ` εξής.

Και γι` αυτό επίσης δεν υπάρχει στο Μαρξ καμία κοινωνική υλικότητα που δεν ανάγεται σε μία διαδικασία αντικειμενικοποίησης. Και η έννοια της «άυλης εργασίας» απουσιάζει ακριβώς από αυτή την κατηγορία, της αντικειμενικοποίησης. Θέλοντας να είμαστε πιο συνθετικοί, η «άυλη εργασία» είναι μόνο μία εργασία που δεν έχει στην αντικειμενικοποίηση μια ουσιώδη στιγμή. Ωστόσο, μπορούμε να αγνοήσουμε κατά απόλυτο τρόπο τις οντολογικές διακρίσεις ανάμεσα στις διαφορετικές αντικειμενικοποιήσεις. Γι` αυτό το λόγο, στη βάση αυτής της θεωρίας, ο εργάτης που μετασχηματίζει τη φύση σε αγαθά απαραίτητα για την κοινωνική αναπαραγωγή ασκεί την ίδια λειτουργία με τον καταναλωτή που αγοράζει κάλτσες ή με τον καπιταλιστή που μεταφέρει το κεφάλαιό του από μια επενδυτικό πεδίο στο χρηματιστήριο, ή τέλος με έναν ειδικό του «μάρκετινγκ» που επινοεί μία νέα διαφημιστική καμπάνια. Το να πηγαίνεις στο σινεμά, ή να μεταμορφώνεις μεταλλεύματα σιδήρου σε ατσάλινες πλάκες είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα, με την έννοια της «παραγωγής»: τα πάντα καταλήγουν σε «μη – υλικότητα» της «μεταφορντικής» εργασίας. Γι` αυτό το λόγο, κυκλοφορία, κατανάλωση, κάρπωση και παραγωγή είναι πράγματα απολύτως ταυτόσημα: να προετοιμάζεις την εργασία και να εργάζεσαι, να σχεδιάζεις, να κάνεις τη διαφήμιση ενός προϊόντος, να καταναλώνεις και να παράγεις είναι – γι` αυτούς – δραστηριότητες απολύτως ταυτόσημες. Να σκέφτεσαι και να παράγεις είναι ένα και το ίδιο πράγμα, και από αυτή τη σύλληψη αναδύεται μία θέση ότι η «γνώση» είναι η παραγωγική μορφή και ότι, γι` αυτό το λόγο, η διανοητικότητα της μάζας είναι ο φορέας της «αγάπης για το χρόνο» που προωθεί σήμερα τη μετάβαση από τη φορντική κοινωνία στον «κομμουνισμό».

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία: βρισκόμαστε μπροστά σε πλήρη μεταμοντέρνο ιδεαλισμό.

Συμπεράσματα

Ο κόσμος βρίσκεται σε μια εποχή βαθέως μετασχηματισμού. Ποικίλες διαστάσεις των φαινομένων, από τις πιο σημαντικές, δεν είναι πια οι ίδιες εδώ και δέκα χρόνια, για να μη μιλήσουμε για μια μεγαλύτερη χρονική περίοδο. Η ταχύτητα και η ποιότητα των μετασχηματισμών είναι τέτοιας τάξης ώστε καμία θεωρητική πρόβλεψη δεν έχει αντισταθεί, ακόμα και για λίγα χρόνια. Ακόμα και οι προβλέψεις που περιλαμβάνονται στις πιο φροντισμένες μελέτες, διαψεύδονται σχεδόν την επόμενη βδομάδα από τη δημοσίευσή τους.

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σημαντικό μετασχηματισμό όχι μόνο ειδικά στο εργοστάσιο, αλλά επίσης στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Σε αυτό το περιβάλλον, αναδύονται νέες μορφές διάρθρωσης ανάμεσα σε παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Είναι, για τούτο, λογικό να ισχυριστούμε ότι η φυσιογνωμία των κοινωνικών τάξεων έχει αλλάξει, με απρόβλεπτες συνέπειες για την πάλη των τάξεων και – εντελώς προφανές – επίσης και για την πολιτική.

Είμαστε επίσης πεισμένοι ότι αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν αγγίζουν αυτό που είναι η ουσία της κοινωνικότητας, που πυροδοτεί τη σημερινή κρίση: την κυριαρχία του κεφαλαίου. Στις νέες κοινωνικές συνθήκες της εξάντλησης του φορντικού μοντέλου συσσώρευσης και του κοινωνικού κράτους, το νέο επίπεδο απόσπασης υπεραξίας και οι νέες τεχνολογίες και μορφές δράσης είναι όλα όσα μπορεί να προσφέρει το κεφάλαιο για το μέλλον. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει πια ιστορική ταύτιση ανάμεσα στην αναγκαιότητα αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου και τις ανθρώπινες ανάγκες, ο καταστροφικός χαρακτήρας του κεφαλαίου ισχυροποιείται από το γεγονός αυτό, σε σημείο που να έχει υπολογιστεί μέχρι χιλιοστού, κατά τον αιώνα που μόλις έκλεισε, η πυρηνική καταστροφή ολόκληρης της ανθρωπότητας! Για ένα μοναδικό λόγο: για το κέρδος, για να θυμηθούμε τη μοναδική λέξη μιας πασίγνωστης συνέντευξης του Τζον Ρηντ.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η συνέχιση της παραγωγής υπεραξίας, ως πηγής αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου, έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της διάκρισης ανάμεσα σε παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Ακόμα και αν το κεφάλαιο μπορεί να ενσωματώσει νέες κοινωνικές σχέσεις στη διαδικασία αυτοαξιοποίησής του και, με αυτή την έννοια, μπορεί να μετασχηματίσει σε παραγωγικές εργασίες εργασίες που προηγουμένως ήσαν μη παραγωγικές, αυτό δε σημαίνει την κατάργηση της οντολογικής σχέσης ανάμεσα σε παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Χωρίς να μακρηγορήσουμε υπερβολικά, ένας τέτοιος επανακαθορισμός των δραστηριοτήτων δεν καταργεί ούτε τις διακρίσεις και τις διαρθρώσεις ανάμεσα σε εργαζόμενους και εργάτες, ανάμεσα σε παραγωγή, κυκλοφορία και κατανάλωση και ούτε βέβαια ανάμεσα σε «διανοητική εργασία» και «υλική εργασία», για να συνεχίσουμε με τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία.

Οι μαρξιστές θεωρητικοί της «άυλης εργασίας» (αφού οι Νέγκρι, Λατσαράτο και Χαρντ επιμένουν να αυτοαποκαλούνται «μαρξιστές») – κατά τη γνώμη μας – σφάλλουν απολύτως. Από θεωρητική σκοπιά, επειδή η «άυλη εργασία» είναι μία αντίθεση στο μαρξιανό σύμπαν: η εργασία είναι πάντα «κοινωνικά υλική» και η μη υλικότητα της εργασίας είναι απλώς ένας τετραγωνισμός του κύκλου.

Δεύτερον, επειδή η εκ νέου διευθέτηση των δραστηριοτήτων και των σκοπών στο εσωτερικό των διαδικασιών της παραγωγής ή της υλοποίησης της υπεραξίας δεν καταργεί, αλλά μάλλον επαναβεβαιώνει την οντολογική διάκριση ανάμεσα σε παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, όπως τη συνέλαβε ο Μαρξ.

Τρίτον, επειδή η εκ νέου διευθέτηση των δραστηριοτήτων και των σκοπών ως «παραγωγικών» ή «μη παραγωγικών» υπεραξίας δεν καταργεί τη διάκριση ανάμεσα στους εργάτες (τη μοναδική τάξη που ζει από τον υλικό πλούτο που παράγει) και τους άλλους, μη εργάτες, μισθωτούς εργαζόμενους (που ζουν από το υλικό περιεχόμενο του πλούτου που παράγεται από την εργασία του εργάτη). Με άλλους όρους, το κριτήριο εισόδου στην παραγωγική δομή, ως κομβικό σημείο του καθορισμού της ύπαρξης και της υποκειμενικότητας των κοινωνικών τάξεων, συνεχίζει να παραμένει σταθερό. Και αυτό είναι ανεξάρτητο από την απόλυτη ή σχετική ποσότητα με την οποία η εργατική δύναμη κατανέμεται σε παραγωγικές και μη παραγωγικές δραστηριότητες, και επίσης από την αύξηση ή τη μείωση, απόλυτη ή σχετική, του αριθμού των εργατών στην κοινωνία.

Παρόλο που δηλώνουν «μαρξιστές», οι Νέγκρι, Λατσαράτο και Χαρντ κατασκευάζουν μια νέα σύλληψη της ιστορίας που δεν μπορεί να, ούτε ισχυρίζεται ότι, είναι εκείνη του Μαρξ. Στο περιβάλλον αυτής της νέας σύλληψης της ιστορίας παρουσιάζουν μία νέα πρόταση για την επανάσταση, μια νέα σύλληψη του κομμουνισμού και μία νέα σύλληψη του επαναστατικού υποκειμένου. Η ανάγνωση, έστω και επιφανειακή, ενός οποιουδήποτε από τα βιβλία που παρατίθενται σε αυτό το άρθρο αρκεί για να ξεκαθαρίσει τα ιδιαίτερα σημεία αυτής της πρότασης. Γενικά, η «καινοτομία» της πρότασης για την επανάσταση και τον κομμουνισμό είναι, ας το πούμε, αρκετά παλιά. Δεν πάει πολύ πέρα από την παλιά αστική θέση για το κεφάλαιο ως παραγωγική δύναμη (όχι παρασιτική) και για την αστική τάξη ως υποκείμενο της παραγωγής. Σε αυτό το σαφώς αστικό ιδεολογικό σύμπαν, κεφάλαιο και εργασία του εργάτη δίνουν τη θέση τους στους «πολιτικούς επιχειρηματίες» και στους «κοινωνικούς εργαζόμενους»: οι μισθοί δεν είναι πια ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος εργατική δύναμη και μετασχηματίζονται σε κάρπωση του προϊόντος από την πλευρά του παραγωγού. Και κατά τον ίδιο τρόπο, η «παλιά» αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία αντικαθίσταται από την ενοποίηση ανάμεσα στην κατανάλωση, τη θεωρητική σύλληψη, το σχεδιασμό, την κυκλοφορία και την παραγωγή με την ανάδυση της «άυλης εργασίας». Είναι προφανές ότι η έννοια της κοινωνικής τάξης, στα λόγια του Νέγκρι, πρέπει να είναι «διευρυμένη» όχι μόνο για να περιοριστεί η «αντιπαράθεση ανάμεσα σε εργάτες και εργαζόμενους», ανάμεσα σε εργάτες και μικροαστούς, αλλά επίσης για να ενισχύσει την ταύτιση και τη «συμφιλίωση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία».

Συμπερασματικά, η θέση της «άυλης εργασίας» των Νέγκρι, Χαρντ και Λατσαράτο:

καταργεί την εργασία οργανικής ανταλλαγής με τη φύση ως θεμελιώδους κατηγορίας του ανθρώπινου κόσμου,

υποκαθιστά την πάλη των τάξεων με την «κινητοποίηση» για «συμμετοχή» που γίνεται «αγάπη για το χρόνο»,

Αξιώνει τη «συμφιλίωση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία». Καταργεί την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και την αντικαθιστά με την ταύτιση ανάμεσα σε «κοινωνικό κεφάλαιο» και «άυλη εργασία», ανάμεσα σε «πολιτικό επιχειρηματία» και «κοινωνικό εργαζόμενο».

«διευρύνει» την έννοια της τάξης και καταργεί τον κεντρικό ρόλο της εργατικής τάξης στην πάλη για το σοσιαλισμό. Όλα τα άτομα, σαφέστατα όλα, είναι εξ ίσου «παραγωγικά».

«αποδραματοποιεί» την έννοια της επανάστασης: είναι η συνέχιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης που κάνει να αναδύεται η «νέα υποκειμενικότητα». Αυτή θέτει την ηγεμονία της «άυλης εργασίας» και πραγματοποιεί έτσι τη μετάβαση, ξεκινώντας από τα «μικρά διάκενα» του καπιταλισμού «προς τον κομμουνισμό».

Όσο και αν ήταν σύντομη και πολύ περιληπτική, ελπίζουμε ότι αυτή η έκθεση του πυρήνα της θέσης της «άυλης εργασίας», έχει το δικαίωμα να θέσει τουλάχιστον ένα ερώτημα: δε θα μπορούσε να είναι – αυτή η θεωρία – μία ακόμη από τις τόσες συνθηκολογήσεις ενώπιον του κεφαλαίου, που κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν υποχωρήσει στο κίνητρό του για αυτοαξιοποίηση, στο οποίο φαίνεται ανοιχτά ότι δεν μπορεί να αντισταθεί; Θα μπορούσε να αναδυθεί, από την πλευρά της αριστεράς, ένας μεγαλύτερος έπαινος για το «θετικό χαρακτήρα» των μετασχηματισμών που έχουμε συνηθίσει να συνοψίζουμε κάτω από τον όρο της «παραγωγικής αναδόμησης»; Εάν επρόκειτο για στοίχημα, θα έβαζα πάνω στο τραπέζι μία ωραία, παγωμένη Μοέτ – Σαντόν, απέναντι σε ένα μόλις ανοιγμένο αναψυκτικό με φυσαλίδες, και ο χρόνος θα αναλάμβανε να αποκαλύψει ότι πρόκειται για την ίδια περίπτωση.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Antunes, R. Os sentidos do trabalho, Sao Paulo, Boitempo, 1999.

Cocco, G., Trabalho e Citadania, Sao Paulo, Ed. Cortez, 2000.

Lazzarato, M., «Le concept de travail immatériel : la grande entreprise», Futur Antérieur, n. 10, Paris, L` Harmattan, 1992/2.

Lessa, S., Sociabilidade e Individuacao – a categoria da reproducao na ontologia de Lukacs, Maceio, Edufal, 1995.

Lessa, S., Trabaldo e ser social, Maceio, Edufal, 1997.

Lukacs, G., Os principios ontologiocos fundamentais de Marx, μετάφραση Carlos Nelson Coutinho, Sao Paulo, Ed. Ciencias Humanas, 1979.

Lyotard, J.P., The post – modern condition : a report of knowledge, University of Minessota Press, 1984.

Μarx, K., O Capital, vol. 1, tomo II, Sao Paulo, Abril Cultural, 1985.

Marx, K., Das Kapital, Berlin, Dietz Verlag, 1975.

Marx, K. Engels, F., Ideologia alema, Sao Paulo, Ed. Hucitec, 1987.

Marx, K. Engels, F., Werke, Band III, Berlin, Dietz Verlag, 1958.

Negri A, Hardt M., Labour of Dionysus, University of Minessota Press, 1984.

Negri A., «La première crise du postfordisme», Futur Antérieur, n. 16, Paris, L` Harmattan, 1993/2.

Negri, A., «Valeur travail : crise et problèmes de reconstruction dans le post – moderne», Futur Antérieur, n. 10, Paris, L` Harmattan, 1992/2.

Negri, A. , Lazzarato, M., «Travail immatériel et subjectivité», Futur Antérieur, n. 10, Paris, L` Harmattan, 1991.

Negri A., El poder constituyente, Espanha, Libertarias, 1994.

Negri, A. Marx beyond Marx, EUA/Inglaterra, Atonomedia/Pluto Press, 1991.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου