Ένας λαός σκλαβώνεται μόνος του, κόβει
τον ίδιο του το λαιμό όταν, έχοντας επιλέξει ανάμεσα στο να είναι υποτελής και
στο να είναι ελεύθερος, εγκαταλείπει τις ελευθερίες και μπαίνει στο ζυγό,
συναινώντας στην ίδια του τη δυστυχία, ή μάλλον, προφανώς, καλωσορίζοντας την.
Εάν κοστίζει κάτι στους ανθρώπους η
ανάκτηση της ελευθερίας τους, δεν θα τονίσω την ανάγκη δράσης προς αυτή την
κατεύθυνση, αν και δεν υπάρχει τίποτα που ένα ανθρώπινο ον θα μπορούσε να αγαπήσει
περισσότερο από την αποκατάσταση του δικού του φυσικού δικαιώματος, να
μεταμορφωθεί ο ίδιος από ένα κτήνος με κυρτή πλάτη σε άνθρωπο για να το πούμε
έτσι. Δεν απαιτώ απ' αυτόν τέτοια τόλμη' αφήστε τον να προτιμά την αμφίβολη
ασφάλεια της άθλιας ζωής όπως την επιθυμεί.
Τι γίνεται τότε; Εάν προκειμένου να έχει
την ελευθερία δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο από το να την επιθυμεί, εάν
μόνο μια απλή πράξη της θέλησης είναι αναγκαία, υπάρχει κανένα έθνος στον κόσμο
που να θεωρεί πως μια απλή επιθυμία έχει τόσο υψηλό τίμημα προκειμένου να
ανακτήσει δικαιώματα, τα οποία οφείλει να είναι έτοιμο να αποκαταστήσει με
κόστος το ίδιο του το αίμα, δικαιώματα τέτοια που η απώλεια τους υποβιβάζει
όλους τους τίμιους ανθρώπους σε σημείο να νιώθουν τη ζωή αφόρητη και τον ίδιο
το θάνατο σαν σωτηρία;
Όλοι γνωρίζουν ότι η φωτιά που ξεκινά
από ένα μικρό σπινθήρα θα μεγαλώσει και θα γίνει φλόγα όσο βρίσκει ξύλο να
κάψει• όμως χωρίς να σβηστεί με νερό, αλλά απλώς μη βρίσκοντας άλλο καύσιμο να
τροφοδοτηθεί, ξοδεύεται μονάχη της, ξεθυμαίνει, και δεν είναι πια φλόγα.
Παρομοίως, όσο περισσότερο οι τύραννοι διαρπάζουν, τόσο περισσότερο λαχταρούν,
αφανίζουν και καταστρέφουν όσο περισσότερο κάποιος υποχωρεί απέναντι τους και τους
υπακούει, τόσο περισσότερο αυτοί γίνονται ισχυρότεροι και τρομερότεροι, έτοιμοι
να αφανίσουν και να καταστρέψουν.
Αλλά αν ούτε ένα πράγμα δεν υποχωρεί
απέναντι τους, αν, χωρίς καμιά βία, απλώς κανείς δεν υπακούει, απογυμνώνονται
και εκμηδενίζονται, ακριβώς όπως όταν η ρίζα δεν παίρνε τροφή, το κλαδί
μαραίνεται και πεθαίνει. Για να καρπωθούν το καλό που επιθυμούν, οι τολμηροί
δεν φοβούνται τον κίνδυνο• οι έξυπνοι δεν αρνούνται να υποφέρουν τα βάσανα.
Είναι οι χαζοί και οι δειλοί που ούτε είναι σε θέση να υπομείνουν τις
ταλαιπωρίες, ούτε να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, σταματούν απλώς στη
λαχτάρα γι' αυτά και χάνουν μέσω της ατολμίας τη γενναιότητα που ξεπηδά από την
προσπάθεια διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους, αν και η επιθυμία να τα απολαύσουν
παραμένει ακόμα ως μέρος της φύσης τους.
[...] φτωχοί, εξαθλιωμένοι και χαζοί
άνθρωποι, έθνη αποφασισμένα για την ίδια σας την δυστυχία και τυφλά στο δικό
σας καλό! Αφήνεστε να στερήστε μπροστά* στα ίδια σας τα μάτια, το καλύτερο
μέρος των εσόδων σας• τα χωράφια σας λεηλατούνται, τα σπίτια σας ληστεύονται,
τα οικογενειακά σας κειμήλια αφαιρούνται. Ζείτε με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να
μην μπορείτε να θεωρήσετε ούτε ένα πράγμα δικό σας.
[...] Δεν σας ζητώ να θέσετε τις χείρες
πάνω στον τύραννο για να τον ανατρέψετε, αλλά απλώς να μην τον στηρίζετε πλέον.
Τότε θα τον παρατηρήσετε σαν έναν μεγάλο Κολοσσό του οποίου αποσπάστηκε το
βάθρο, να πέφτει από το ίδιο του το βάρος και ναι σπάει σε κομμάτια!
Ο
Etienne De La Boetie γεννήθηκε το 1530 στο Sarlat, στην περιφέρεια Perigord της
νοτιοδυτικής Γαλλίας από αριστοκρατική οικογένεια. Ορφάνεψε σε νεαρή ηλικία και
ανατράφηκε από το θείο του που ήταν βοηθός ιερέα στο Bouilbonnas. Πήρε το
δίπλωμα της νομικής από το Πανεπιστήμιο της Orleans το 1553. Οι μεγάλες του
ικανότητες έφεραν τον επόμενο χρόνο το βασιλικό διορισμό του στο κοινοβούλιο
του Bordeaux, παρότι δεν είχε συμπληρώσει το νόμιμο όριο ηλικίας. Διακρίθηκε ως
δικαστής και διπλωμάτης μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1563. Ήταν επίσης
διακεκριμένος ποιητής και ανθρωπιστής, μετέφρασε δε Ξενοφώντα και Πλούταρχο.
Δάσκαλός του ήταν ο Anne du Bourg, ένθερμος
αμφισβητίας, που το 1559 κάηκε στην πυρά σαν αιρετικός.
Εκείνη την εποχή η μελέτη των νομικών ήταν μια
εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περιπέτεια, μια φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας και
των θεμελιωδών αρχών που έπρεπε να διέπουν τη δίκαιη κοινωνία. Σ' αυτό το κλίμα
ο La Boetie συντάσσει τη μελέτη του "Πραγματεία περί εθελοδουλείας" ,
η οποία διανεμήθει υπό μορφή χειρογράφου και δεν εκδόθηκε ποτέ από τον ίδιο. Το
ριζοσπαστικό της περιεχόμενο ήταν ένας σημαντικός λόγος που απέτρεψε τον
συγγραφέα από τη δημοσίευση. Για τον ίδιο λόγο δεν προχώρησε στη δημοσίευσή της
και ο μεγάλος λόγιος Michel de Montaigne, που συνδέθηκε με στενή φιλία με τον
La Boetie και μάλιστα μετά το θάνατό του έγραψε ένα δοκίμιο γι' αυτήν την
σχέση, με τίτλο "Περί φιλίας".
Η "Πραγματεία" ξεχάστηκε για έναν
περίπου αιώνα και ξαναήλθε στο φως κατά την περίοδο του Διαφωτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου