Τετάρτη, 16 Ιανουαρίου
2013
Του
Ανέστη Ταρπάγκου
1.
Οι κύριες πλευρές του τριετούς κοινωνικού ολέθρου
Μέσα
στην τελευταία πενταετία της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου (φθινόπωρο
2008 – χειμώνας 2013), και στην τριετία άσκησης της μνημονιακής κυβερνητικής
πολιτικής (άνοιξη 2010 – χειμώνας 2013), έχει επέλθει μια πολλαπλών διαστάσεων
οικονομική και κοινωνική καταστροφή, που εκφράζεται κατ’ εξοχήν με:
Α. Την
σταδιακή κατάρρευση της απασχόλησης που μέσα στο 2013 προβλέπεται να
τετραπλασιαστεί σε σχέση με το 2008 (από τα 7,5% του ΟΕΠ στα 30%), πράγμα που
μόνον σε περίοδο πολεμικής σύρραξης μπορεί να εμφανιστεί. Παράλληλα μ’ αυτή την
έκλυση της μαζικής ανεργίας, πρωτοφανούς για τα ελληνικά και ευρωπαϊκά
δεδομένα, καταστρέφεται ένα σημαντικό μέρος του παραγωγικού ιστού της χώρας
εφόσον απαξιώνονται και εκκαθαρίζονται τα μη κερδοφόρα τμήματα και επιχειρήσεις
της καπιταλιστικής οικονομίας. Από τη στιγμή που ο συνολικός αριθμός των
ενεργών εργαζομένων (στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα) υπολείπεται πλέον κατά 1,0
εκατομ. άτομα από τον μη ενεργό πληθυσμό (άνεργοι, συνταξιούχοι, παιδιά), η
ελληνική οικονομία έχει διαβεί πλέον το σημείο εισόδου της στην καθολική
καταστροφή. Έτσι και στην καλύτερη ακόμη των περιπτώσεων, όπως σχεδιάζουν τα
αστικά πολιτικά επιτελεία, και αν ακόμη η ύφεση που τρέχει μέσα στο 2013 με
ρυθμό -4,0% του ΑΕΠ, υποχωρήσει, και αν ακόμη αρχίσουν και πραγματοποιούνται
επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (πράγμα που τα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία διαψεύδουν),
θα πρόκειται για μια κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη που ο ετήσιος ρυθμός της θα
κυμαίνεται γύρω στο 0%-1%, και θα αφορά την κερδοφόρο λειτουργία «οικονομικών
θυλάκων» της ιδιωτικής οικονομίας, δηλαδή μεγάλων κερδοφόρων επιχειρήσεων στους
επιμέρους παραγωγικούς τομείς (των υπηρεσιών αλλά και της βιομηχανίας και του
εμπορίου), μέσα σε ένα γενικότερο κοινωνικό περιβάλλον υπερμεγέθους ανεργίας,
μισθολογικής εξαθλίωσης και μαζικού κλεισίματος εμπορικών καταστημάτων,
μικρομεσαίων επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων επαγγελματιών.
Β. Η
συστηματική μείωση των μισθών, ημερομισθίων, συντάξεων και εργατικών
δικαιωμάτων μ’ έναν τρόπο επίμονο και συνεχή με αποτέλεσμα : Την κατάργηση του
κατώτατου μισθού της ΕΓΣΣΕ και της ισχύος των κλαδικών ΣΣΕ, την ταπείνωση των
μισθών και των συντάξεων κατά ένα ποσοστό τουλάχιστον 40% στην τελευταία
τριετία, την μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης των εργαζομένων, την κατάργηση
των δώρων και των επιδομάτων αδείας, την αύξηση του χρονικού ορίου χορήγησης
των συντάξεων κλπ. Αυτή η απροσχημάτιστη «δήμευση» των εργατικών εισοδημάτων
και συντάξεων (που άλλωστε καμία σχέση δεν έχει με την αποπληρωμή του
οποιουδήποτε δημόσιου χρέους, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά προς όφελος της
ιδιωτικής εργοδοσίας), ολοκληρώνεται με την επιβολή και μονιμοποίηση της
υπέρμετρης φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών εργαζομένων, με την αύξηση του
συντελεστή φόρου εισοδήματος και την αντίστοιχη επιβολή του φόρου επί των
κατοικιών, που έχουν αποκτηθεί με το αίμα και τις οικονομίες της εργατικής
τάξης στη διάρκεια πολλών δεκαετιών.
Γ. Την πρόκληση της αποδιάρθρωσης
του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος, τόσο του ΙΚΑ όσο και των άλλων ασφαλιστικών
ταμείων εργαζομένων και αυτοαπασχολουμένων (ΤΣΜΕΔΕ, ΟΠΑΔ, ΟΓΑ, ΤΣΑΥ κ.ά.), με
τις παλιότερες και σύγχρονες μορφές καταλήστευσης των αποθεματικών των
ασφαλιστικών ταμείων, που είχαν συσσωρευθεί από τις προηγούμενες περιόδους
σταθερής απασχόλησης και ασφαλιστικής κάλυψης. Από τη μια πλευρά η
χρησιμοποίηση αυτών των αποθεματικών για την άτοκη χρηματοδότηση της
καπιταλιστικής επιχειρηματικότητας, η οποία μακροπρόθεσμα υπονόμευε την αξία
των αποθεματικών, από την άλλη πλευρά με το τζογάρισμά τους σε ομολογιακούς
χρηματιστηριακούς τίτλους, και τέλος με το «κούρεμα» αυτών των αποθεματικών στα
μέσα του 2011, όλα αυτά μαζί έχουν οδηγήσει συνειδητά στην οικονομική ασφυξία
και χρεοκοπία του ΕΟΠΥΥ, ταυτόχρονα με την συγκρότησή του. Ως συνέπεια αυτών
ξεκίνησε η διαδικασία μεσοπρόθεσμης μετατροπής των συντάξεων σε «προνοιακά
επιδόματα» των 200 – 300 ευρώ, με το πρόσχημα της απουσίας των αναγκαίων
ασφαλιστικών πόρων που έχουν εν τω μεταξύ αποτελέσει αντικείμενο ληστρικής
επιδρομής του αστικού κράτους και του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Άλλωστε αφού
οι αποδοχές των ενεργών εργαζομένων που προσλαμβάνονται πλέον σήμερα με
συμβάσεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας, φτάνουν στα επίπεδα
των 300 – 400 ευρώ, επόμενο είναι αυτό να συμπαρασύρει και τις συντάξεις σε
αντίστοιχα επίπεδα. Και το σημαντικότερο όλων η κατάρρευση της κοινωνικής
ασφάλισης τροφοδοτείται πλέον σταθερά με την αποψίλωση των εσόδων των
ασφαλιστικών ταμείων. Όταν το 30% του εργατικού δυναμικού είναι ριγμένο στην
ανεργία και δεν καταβάλλει εξαντικειμένου ασφαλιστικές εισφορές, και όταν
παράλληλα το 30% των ενεργών εργαζομένων απασχολείται με συνθήκες «μαύρης
αδήλωτης εργασίας», και άρα εξίσου δεν μπορεί να καταβάλλει τις εισφορές στα
ασφαλιστικά ταμεία, τότε το υπόλοιπο μειοψηφικό ποσοστό του 40% των εργαζομένων
που καλύπτει την κοινωνική του ασφάλιση είναι απολύτως ανεπαρκές να εξασφαλίσει
την λειτουργία της κοινωνικής ασφάλισης. Σε κάθε περίπτωση η σημερινή γενιά των
40δων – 60ρηδων είναι και η τελευταία που προβλέπεται να συνταξιοδοτηθεί, έστω με
την μορφή των «προνοιακών επιδομάτων», στο βαθμό που ποσοστό άνω του 50% των
ανέργων είναι νέοι, με σημαντικό μορφωτικό επίπεδο, και ξεκινούν την
ασφαλιστική τους κάλυψη σε προχωρημένη ηλικία με αποτέλεσμα να μην μπορούν ποτέ
να θεμελιώσουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα.
Δ. Η
διπλή διαδικασία της κατάρρευσης των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών και οι
ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων και συνεταιριστικών επιχειρήσεων και οργανισμών.
Το κλείσιμο και οι συγχωνεύσεις κλινικών και νοσοκομείων, σχολείων και
πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, η αποκρατικοποίηση της Αγροτικής Τράπεζας και του
Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, των γαλακτοκομικών βιομηχανιών της Αγνό όσο και της
Δωδώνης κλπ., καταργούν τον δημόσιο, κοινωφελή ή συνεταιριστικό χαρακτήρα
ενεργειακών, συγκοινωνιακών, επικοινωνιακών, διατροφικών υπηρεσιών, αγαθών που
γίνονται πλέον δυσπρόσιτα για τις λαϊκές εργαζόμενες τάξεις. Η ιδιωτική
εκμετάλλευση των κερδοφόρων και αποδοτικών τομέων όλου αυτού του ευρύτερου
δημόσιου και κοινωφελούς τομέα καθιστά την χρησιμοποίησή τους σχεδόν απαγορευτική
για τους εργαζόμενους. Αυτή η κατάρρευση βαδίζει παράλληλα με την ενίσχυση των
μηχανισμών του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους, στην κατεύθυνση της
αυταρχικής του θωράκισης και της έντασης της κρατικής καταστολής απέναντι σ’
οποιαδήποτε μορφή έκφρασης του λαϊκού εργατικού κινήματος.
Ε. Η
κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών μέσα από την ιστορικών διαστάσεων
ολοκληρωτική φορολογική ασυλία της επιχειρηματικής κεφαλαιοκρατικής
δραστηριότητας της ελληνικής αστικής τάξης, αλλά και των ανώτερων στρωμάτων των
μικροαστικών τάξεων. Παράλληλα σ’ αυτή τη διαδικασία κινήθηκε η ταυτόχρονη και
αδιάλειπτη ενίσχυση των ιδιωτικών επιχειρήσεων με κάθε είδους οικονομικά
κίνητρα και την συνακόλουθη μείωση του κοινωνικού σκέλους του κρατικού
προϋπολογισμού (π.χ. Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων). Αυτός ο διπλός μηχανισμός
(φορολογική ασυλία και επιδοτήσεις του ιδιωτικού κεφαλαίου) βρίσκεται μέχρι
σήμερα και θα βρίσκεται στο μέλλον στην αφετηρία των συνεχών δημοσιονομικών
ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους, του οποίου η αποπληρωμή θα μετακυλίεται
στην υπερφορολόγηση των λαϊκών εργατικών νοικοκυριών. Και εξίσου αυτός ο
μηχανισμός θα συνεχίσει να προκαλεί συστηματικά την παύση πληρωμών του αστικού
κράτους προς τρίτους στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας, πράγμα που αντιπροσωπεύει
διόλου ευκαταφρόνητα ποσά. Πρόκειται ακριβώς για την αδυναμία σημαντικών τομέων
του ελληνικού καπιταλισμού και των τραπεζικών ιδρυμάτων να αναπαραχθούν
κερδοφόρα με τις δικές τους οικονομικές δυνάμεις, και επιβάλλουν στο αστικό
κράτος την ευθεία χρηματοδοτική του στήριξη, μεταβιβάζοντας το κόστος στις
δυνάμεις της μισθωτής εργασίας.
2.
Αντιμνημονιακή διαπάλη και αντισυστημική προοπτική
Η
πολιτική εφαρμογής των μνημονίων, που είναι έκφραση του ακραίου
νεοφιλελευθερισμού, και συνενώνει το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην
Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι πρωτίστως προϊόν της
αντιδραστικότητας και της εγγενούς αντιλαϊκότητας αυτών των δυνάμεων . Έτσι
κάτω από άλλες οικονομικές συνθήκες οι ίδιες δυνάμεις είχαν εφαρμόσει
σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές ή πολιτικές ήπιου νεοφιλελευθερισμού, έχοντας
επίγνωση ότι ο μετωπικός νεοφιλελευθερισμός οδηγεί αντικειμενικά στην
αποσταθεροποίηση της εξουσίας τους και στον κλονισμό της λαϊκής τους
νομιμοποίησης. Ούτε παράλληλα είναι αποτέλεσμα «εξωγενών» υπαγορεύσεων των
τοκογλυφικών τραπεζικών ιδρυμάτων, των ευρωπαϊκών πολιτικών κέντρων και των
διεθνών πιστωτικών οργανισμών (ΕΚΤ, ΔΝΤ), που ασκούνται με αφορμή το δημόσιο
χρέος, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση οι όποιες περικοπές θα αφορούσαν μόνον τον
δημόσιο τομέα, ενώ στην προκειμένη περίπτωση τα συνεχή κύματα των αντιδραστικών
μεταλλάξεων και της ατελεύτητης λιτότητας αφορούν κατ’ εξοχήν τον εργαζόμενο
κόσμο, τους συνταξιούχους και τους ανέργους της ίδιας της ιδιωτικής
καπιταλιστικής οικονομίας.
Απεναντίας
η ασκούμενη καταστρεπτική μνημονιακή πολιτική των τρικομματικών συγκυβερνήσεων,
και χωρίς να υποτιμάται η παρέμβαση των δύο προηγούμενων παραγόντων
(αντιδραστικότητα της αστικής τάξης, παρεμβάσεις των υπερεθνικών ολοκληρώσεων
και οργανισμών), μακράν του να είναι «άστοχη», «αναποτελεσματική», «ξενόδουλη»
και «υποτελής», έχει ως θεμελιώδη και πρωταρχική αφετηρία και επιδίωξη: Να
στηρίξει την ελληνική αστική τάξη και τις διεθνοποιημένες επιχειρήσεις που
λειτουργούν στην ελληνική οικονομία, απέναντι στην ιστορικών πλέον διαστάσεων
κρίση καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης, να λειτουργήσει προς την κατεύθυνση
υπέρβασης αυτής της κρίσης προς όφελος της επιχειρηματικής εργοδοσίας, μέσα από
την ολοσχερή συντριβή της μισθωτής εργασίας, να την καταστήσει δηλαδή εξαιρετικά
φθηνή, εντελώς πειθήνια και πλήρως απορρυθμισμένη. Αποδεικνύεται ότι η
νεοφιλελεύθερη απάντηση στην αντίστοιχη κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970,
παρόλο που στάθηκε αποτελεσματική για τις τρεις επόμενες δεκαετίες,
συγκρατώντας τις συνέπειες της κρίσης υπερσυσσώρευσης, εντούτοις δεν κατόρθωσε
να αποτρέψει την τελική έκρηξη της καπιταλιστικής κρίσης με τα πλέον έντονα
χαρακτηριστικά και με απρόσμενη χρονική διάρκεια. Οι διαπιστώσεις αυτές είναι
απόλυτα αναγκαίες για την διαμόρφωση της λαϊκής ριζοσπαστικής πολιτικής που
επιδιώκει να ξεπεράσει την καπιταλιστική κρίση από τη σκοπιά των συμφερόντων
κοινωνικής άμυνας και στρατηγικής χειραφέτησης των δυνάμεων της μισθωτής
εργασίας.
Προφανώς
η απαλλαγή της ελληνικής κοινωνίας από τις υπαγορεύσεις των διευθυντικών
οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, η μονομερής διαγραφή του
χρέους και η άμεση παύση πληρωμών , η σύγκρουση με τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις των
συνθηκών σταθερότητας, απασχόλησης, δημοσιονομικών και ευρώ, αντιπροσωπεύουν
ουσιαστικές αναγκαιότητες για την άμεση προάσπιση των λαϊκών εργαζομένων
τάξεων, για τον τερματισμό της διαδικασίας εξαθλίωσης, εισοδηματικής αφαίμαξης
και κοινωνικής απορρύθμισης σε κάθε περίπτωση. Ωστόσο, η αναγκαία ακύρωση των
μνημονίων, των συνοδευτικών τους νόμων και των δανειακών συμβάσεων και η
απαλλαγή από τον σφικτό εναγκαλισμό του δημόσιου χρέους και των υπερεθνικών
καπιταλιστικών υπαγορεύσεων, δεν αντιμετωπίζουν από εκεί και πέρα την λύση στο
θεμελιακό ζήτημα της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης, η οποία μάλιστα μ’
αυτά τα δεδομένα είναι δυνατό να βαθύνει ακόμη περισσότερο, συμπαρασύροντας
πλέον τα τρία-τέταρτα της ελληνικής κοινωνίας στην πλήρη καταστροφή (από την
αναφορά στην κοινωνία των δύο-τρίτων της δεκαετίας του 1980 βρισκόμαστε πλέον
στην κοινωνία του ενός-τετάρτου). Άρα η αντιμνημονιακή πολιτική ακόμη και αν
προσλάβει την μορφή της λαϊκής επαναστατικής εξέγερσης, δεν μπορεί να έχει
αποτελεσματικότητα αν δεν συνοδεύεται από μια ριζοσπαστική πολιτική
αντιμετώπισης της κρίσης, δηλαδή μια αντισυστημική (αντικαπιταλιστική)
πολιτική.
Πώς θα
αντιμετωπισθεί το ζήτημα της απασχόλησης του 1,5 εκατομ. ανέργων αν δεν
προωθηθούν με τρόπο ρηξικέλευθο εντατικά προγράμματα συνεταιριστικής και
κοινωνικοποιημένης παραγωγής, που δεν είναι άλλα από αυτά της σοσιαλιστικής οικονομικής
ανάπτυξης; Πώς θα αποκατασταθεί το επίπεδο των μισθών και των συντάξεων των
εργαζομένων αν δεν προχωρήσουν διαδικασίες κοινωνικοποίησης των περιουσιακών
στοιχείων των καπιταλιστών που έχουν επωφεληθεί και έχουν προκαλέσει τον ακραίο
κοινωνικό όλεθρο ; Πώς θα ορθοποδήσουν τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης αν δεν
φορολογηθούν ισχυρά οι ιδιωτικές επιχειρηματικές δραστηριότητες και δεν
αυξηθούν σημαντικά οι ασφαλιστικές εισφορές της εργοδοσίας; Πώς θα λειτουργήσει
το δίκτυο των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών και των κοινωφελών επιχειρήσεων, αν
δεν επανέλθουν σε δημόσια ιδιοκτησία και εργατικό έλεγχο οι οργανισμοί που
έχουν ιδιωτικοποιηθεί σ’ ολόκληρη την τελευταία εικοσαετία, χωρίς αποζημίωση
των ιδιωτών επιχειρηματιών; Τέτοιες και άλλες ριζικές παρεμβάσεις και τομές
συγκροτούν το αναγκαίο ριζοσπαστικό μεταβατικό πρόγραμμα μιας αριστερής λαϊκής
διακυβέρνησης που θα ακολουθήσει την ανατροπή της συγκυβέρνησης των μνημονίων
και θα κατακτήσει την λαϊκή πολιτική πλειοψηφία.
3.
Απόσυρση του κινήματος με εκλογική απογείωση της Αριστεράς
Στο
διάστημα από την άνοιξη του 2010 μέχρι το φθινόπωρο του 2011, αναπτύχθηκε ένα
σύνολο λαϊκών αντιδράσεων και κινητοποιήσεων των εργαζομένων σε τρία
αλληλοεπηρεαζόμενα επίπεδα:
Α. Με
τις πανελλαδικές απεργίες και επιμέρους κινητοποιήσεις εργαζομένων (όπως σε
επιχειρήσεις σαν τη Χαλυβουργία ή τους ΟΤΑ κλπ.), με κατεξοχήν αριστερή
συνδικαλιστική συμμετοχή στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά και με μαζική
εργατική λαϊκή συμμετοχή σε πανεργατικές απεργίες κορύφωσης του κινήματος (λ.χ.
Μαίου 2010, Οκτωβρίου 2011). Ωστόσο αυτές δεν είχαν την απαιτούμενη
αποτελεσματικότητα, αν όχι για την συνολική ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής,
τουλάχιστον για την απόκρουση των πιο ακραίων πλευρών της, εξ αιτίας της
κυριαρχίας του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού στις περισσότερες
δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, που δεν αναδείκνυαν
την κλιμάκωση και την συνέχιση των εργατικών κινητοποιήσεων, τον συντονισμό και
την συνολικοποίησή τους. Αυτή η κυριαρχία της «πέμπτης φάλαγγας» εντός των
κόλπων του εργατικού κινήματος οφείλεται ιστορικά αφενός στην σταδιακή
παραφθορά του εργατικού συνδικαλισμού εδώ και δύο δεκαετίες με την σταδιακή
επικράτηση των πρακτικών του «κοινωνικού εταιρισμού», αφετέρου στην αποψίλωση
των εργατικών συνδικάτων του ιδιωτικού τομέα λόγω της επίδρασης των
αποτελεσμάτων της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και τέλος από την μαζική στελέχωση
των συνδικαλιστικών οργανώσεων του ευρύτερου δημόσιου κοινωφελούς τομέα (ΔΕΗ,
ΟΤΕ, Τράπεζες, ΕΛΤΑ , ΟΣΕ κ.ά.) από τους ρουσφετολογικούς διορισμούς του ΠΑΣΟΚ
και της ΝΔ.
Β. Με το
κίνημα της πλατείας Συντάγματος κυρίως και δευτερευόντως των άλλων πόλεων της
ελληνικής περιφέρειας, αλλά και με άλλα επιμέρους τοπικά κοινωνικά κινήματα
αυτοτελούς χαρακτήρα (π.χ. οικολογικής προστασίας όπως στην Κερατέα και στις
Σκουριές, κινήσεις απέναντι στη φορολογική υπερβάρυνση των κατοικιών και των
εισοδημάτων των μισθωτών εργαζομένων κλπ.). Εντούτοις παρόλο που το κίνημα των
πλατειών του καλοκαιριού 2011 διασφάλιζε μια σημαντική μαζικότητα και είχε
δυναμικά χαρακτηριστικά, ωστόσο δεν κατόρθωσε και αυτό να αποτρέψει την
υλοποίηση των εφαρμοστικών νόμων και του μεσοπρόθεσμου προγράμματος
σταθεροποίησης. Οι αιτίες σ’ αυτή την περίπτωση εντοπίζονται από την μια πλευρά
στην βίαιη αστυνομική καταστολή του κινήματος με τον πρωτοφανή «χημικό πόλεμο» που
είχε εξαπολυθεί, και από την άλλη πλευρά στην απουσία σχέσεων
αλληλοτροφοδότησης αυτού του κινήματος με τις πρακτικές αγωνιστικών εργατικών
σωματείων και την αντιμνημονιακή αντιπολίτευση των αριστερών πολιτικών
σχηματισμών.
Γ. Με
την προβολή από την μεριά του ελληνικού αριστερού κινήματος μιας δραστικής
αντιπολιτευτικής αντιπαλότητας προς τις νεοφιλελεύθερες μνημονιακές
μεταλλάξεις, τόσο στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης, όσο και σ’
εκείνο της συμβολής στην αναγκαία παλλαϊκή κινητοποίηση, ανεξάρτητα από τους
επιμέρους διαχωρισμούς και ασύμπτωτες πορείες. Σ’ αυτό τον ενάμιση πρώτο χρόνο
της μνημονιακής εποχής (Μάϊος 2010 – Οκτώβριος 2011) κυριολεκτικά το «ζήτημα
παιζόταν στο δρόμο». Εντούτοις, και παρά την μείζονα επιτυχία του λαϊκού εργατικού
κινήματος μετά τον «θερμό» Οκτώβριο του 2011, δηλαδή τον τερματισμό του διετούς
βίου της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το εργατικό λαϊκό κίνημα παρουσίασε μια βαθειά
«κοιλιά» από τότε και μέχρι τον Ιανουάριο του 2013, παρόλη την αγριότητα και
τον κτηνώδη χαρακτήρα των μέτρων του 2ου και 3ου μνημονίου (Φεβρουαρίου και
Οκτωβρίου 2012) που εφαρμόστηκαν από τις διαδοχικές τρικομματικές
συγκυβερνήσεις (λ.χ. χαμηλή απεργιακή συμμετοχή στις πανεργατικές απεργίες
26-Σεπτεμβρίου, 19-Οκτωβρίου και 6 & 7 Νοεμβρίου του 2012).
Δεν
πρόκειται για «την κόπωση, την απογοήτευση, την απόγνωση» του εργαζόμενου
κόσμου που είχε κινητοποιηθεί προηγούμενα και στη συνέχεια υποχώρησε στην
εξατομικευμένη βίωση της κοινωνικής καταστροφής, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται
εντελώς και αυτή η παράμετρος. Πέρα από τον υπονομευτικό ρόλο των συναινετικών
πλειοψηφιών σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ίδια η στάση των
αριστερών πολιτικών κομμάτων που έκλινε πλέον καθοριστικά στην κατεύθυνση του
«εκλογικισμού». Βεβαίως η πολιτική έκφραση της λαϊκής αγανάκτησης και οργής που
αποτυπώθηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις του Μαίου – Ιουνίου 2012,
εξαπλασιασιάζοντας τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, και τριπλασιάζοντας συνολικά τις
εκλογικές επιδόσεις της ελληνικής Αριστεράς, αποτέλεσε μια αναγκαία διάσταση
της αντιπολιτευτικής αριστερής πολιτικής γραμμής. Εντούτοις αυτή η διαδικασία,
που συνεχίστηκε και μετά το καλοκαίρι του 2012, αλλά και παρατείνεται στην αρχή
του 2013, βάδισε παράλληλα με την ατροφία της πολιτικής κινηματικής παρέμβασης
του αριστερού κινήματος στην κατεύθυνση συγκρότησης, ενεργοποίησης και
κινηματικής δράσης των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων. Ενώ δηλαδή προηγούμενα η
πολιτικά περιορισμένη Αριστερά (του ιστορικού 13%) ενέπνεε, υποστήριζε και
ενεργοποιούσε τις εργατικές συνδικαλιστικές αντιδράσεις, στη συνέχεια η
ανάδειξη της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης
(με τη συνολική αριστερή εκλογική επίδοση στο 32%), και η επικράτηση ενός
ορισμένου «κυβερνητισμού» (δηλαδή επιδίωξης κατάκτησης της πολιτικής
διακυβέρνησης μονοδιάστατα μέσα από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και όχι σε
συνάρτηση με την καθοριστική ανάπτυξη του μαζικού κοινωνικού κινήματος), βάδισε
παράλληλα με την απόσυρση της λαϊκής κινηματικής δυναμικής από το προσκήνιο.
4.
Η ισχύς του μνημονιακού και δεξιού πολιτικού μπλοκ
Έτσι στη
σημερινή συγκυρία και στη βάση των καταστρεπτικών συνεπειών της μέχρι σήμερα
τριετούς ακραία νεοφιλελεύθερης πολιτικής επιχειρείται με την εφαρμογή του 3ου
μνημονίου η ολοκληρωτική πλέον ισοπέδωση μισθών, ασφαλιστικών δικαιωμάτων,
δημόσιων και κοινωφελών υπηρεσιών, δηλαδή η ολοσχερής εξόντωση (ηθική,
οικονομική, κοινωνική, φυσική) των τριών-τετάρτων των λαϊκών εργαζομένων
τάξεων. Σ’ αυτό το πεδίο των αρχών του 2013 καταγράφεται η εκλογική
πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, και η αυξημένη πολιτική επιρροή της συνολικής
Αριστεράς, ωστόσο όμως μακράν ακόμη από την κατάκτηση της δημοκρατικής λαϊκής
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για την ανάδειξη της αριστερής πολιτικής
διακυβέρνησης. Παράλληλα η Ριζοσπαστική Αριστερά εμφανίζεται μονομερώς σχεδόν
προσανατολισμένη στην επιδίωξη πολιτικής της επικράτησης δια μέσου αποκλειστικά
των αστικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών, ενώ το ΚΚΕ περιχαρακώνεται ακόμη
περισσότερο και αυτοεγκλωβίζεται στο κομματικό του «φρούριο», και μάλιστα με
έναν προσανατολισμό που στρέφεται ενάντια σε κάθε άλλη αριστερή πολιτική και
αγωνιστική συνδικαλιστική δύναμη που βρίσκεται πέραν αυτού, παραπέμποντας την
όποια αντιμετώπιση των καίριων κοινωνικών λαϊκών ζητημάτων στο «υπερπέραν» της
λαϊκής εξουσίας και οικονομίας.
Από την
άλλη πλευρά η καθίζηση του αντιμνημονιακού εργατικού κινήματος της προηγούμενης
περιόδου συνεχίζεται εδώ και πάνω από έναν χρόνο με χαρακτηριστικά πλέον:
Βίωσης της αναποτελεσματικότητας των απεργιακών κινητοποιήσεων της πρώτης
μνημονιακής περιόδου, υποχώρησης των εργαζομένων έναντι των συνεχών πληγμάτων
στο εισόδημα και στα δικαιώματά τους, παρατεινόμενης διόγκωσης της ανεργίας με
την ατελείωτη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων (απασχόλησης και παγίου
κεφαλαίου) που όσο μεγεθύνεται τόσο περισσότερο επιδρά παραλυτικά στον ενεργό
εργαζόμενο κόσμο, καταστάσεων απόγνωσης ευρύτατων στρωμάτων των λαϊκών τάξεων
πολλά από τα οποία αντιμετωπίζουν το φάσμα της φυσικής τους πλέον εξόντωσης,
βαθύτατης οργής και αγανάκτησης, η οποία μη βρίσκοντας διεξόδους έκφρασης, παίρνει
τη μορφή μηδενιστικών στάσεων.
Απέναντι
σ’ αυτά, η αστική τρικομματική μνημονιακή συγκυβέρνηση, αφού «πέρασε» το 3ο
μνημόνιο και τον κρατικό προϋπολογισμό 2013, χωρίς να «ανοίξει ρουθούνι», και
παρόλο που φαίνεται πλήρως απονομιμοποιημένη (τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης
βρίσκονται από την άποψη της εκλογικής τους επιρροής σε χαμηλότερα ποσοστά σε
σχέση με τις εκλογικές τους επιδόσεις του Ιουνίου 2012), εντούτοις και
διακομματική συνοχή παρουσιάζει, και αντοχή στις όποιες αντιπολιτευτικές
κοινοβουλευτικές πιέσεις. Η μνημονιακή τρικομματική συγκυβέρνηση δεν έχει
κανέναν λόγο, και θα ήταν «αυτοκτονικό» από μέρους της, να προσφύγει σήμερα
στην λαϊκή ετυμηγορία, εφόσον γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αποκτήσει την
κοινοβουλευτική πλειοψηφία, εκτός και αν συσπειρωθεί ολόκληρη σε μια ενιαία
παράταξη τύπου «εθνικής σωτηρίας και ευρωπαϊκής προοπτικής», πράγμα όμως
εξαιρετικά παρακινδυνευμένο για την συνολική αστική πολιτική κυριαρχία, και
έχοντας ως δεδομένο ότι δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο από την πλευρά των αριστερών
δυνάμεων σε ένα κοινό αριστερό μέτωπο.
Πέραν
αυτών, είναι ηλίου φαεινότερο ότι η μνημονιακή συγκυβέρνηση, με την
παρατεινόμενη κρίση υπερσυσσώρευσης και την συνεχιζόμενη πολιτική αιματηρής
λιτότητας και ακραίων δημοσιονομικών περιορισμών, αδυνατεί να επιτύχει την
αντιμετώπιση της οικονομικής ύφεσης και την καταγραφή θετικών ρυθμών αύξησης
του ΑΕΠ. Η πρόσκληση προς το πολυεθνικό κεφάλαιο, η ολοκλήρωση της
αποκρατικοποίησης «όποιου δημόσιου τομέα ενδιαφέρει τις ιδιωτικές
επιχειρήσεις», αλλά και η αμφισβητήσιμη επανεκκίνηση ορισμένων δημόσιων έργων
(κι’ αυτών προφανώς ολοκληρωτικά ιδιωτικοποιημένων με τις συμβάσεις
παραχώρησης), δεν πρόκειται να επηρεάσουν ούτε το ποσοστό της ανεργίας, ούτε να
ανατροφοδοτήσουν το ζωντάνεμα της οικονομικής δραστηριότητας.
Παρόλα
αυτά η παρατεταμένη μνημονιακή πολιτική ασκείται χωρίς τον υπολογισμό του
«πολιτικού κόστους», παρά την απονομιμοποίησή της, τον εξοντωτικό της χαρακτήρα
και τις ολέθριες συνέπειές της. Αυτή η επιμονή της τρικομματικής πολιτικής
διακυβέρνησης προέρχεται:
Αφενός
από το γεγονός ότι σ’ ολόκληρη την περίοδο από το Νοέμβριο 2011 και μέχρι τον
τρέχοντα Ιανουάριο 2013, δεν απειλείται άμεσα τουλάχιστον από την δυναμική και
την παρέμβαση του λαϊκού κινηματικού παράγοντα.
Αφετέρου
από το ότι ενώ το 3ο μνημόνιο που έχει ψηφίσει καταφέρνει
καθοριστικά πλέον πλήγματα σε ευρύτατα στρώματα του λαϊκού πληθυσμού, εντούτοις
εμφανίζεται να έχει ανθεκτικότητα στις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, στο
μέτρο που η Αριστερά συνολικά παρουσιάζεται να κινείται στο 35%, ενώ το σύνολο
των αστικών μνημονιακών κομμάτων να συνεχίζουν να ξεπερνούν το 40%.
Επίσης,
από την διαπίστωση ότι σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση του ακραίου
νεοφιλελευθερισμού βλέπει ότι στα δεξιά της λειτουργεί μια σημαντική δεξαμενή
της «αντιμνημονιακής» δεξιάς (νεοφιλελεύθερης και νεοναζιστικής) που
προσεγγίζει το 20% των εκλογικών εκπροσωπήσεων, η οποία και με κατάλληλους
χειρισμούς, σε «τελευταία περίπτωση» είναι δυνατό να επανατροφοδοτήσει οριακά
εκ νέου τη δεξιά παράταξη.
Τέλος,
με τον αντιδημοκρατικό και αντισυνταγματικό εκτροχιασμό που έχουν επιφέρει οι
άτεγκτες ανάγκες εφαρμογής των μνημονίων, εγκαθιστώντας ένα καθεστώς
«κοινοβουλευτικής ημι-δικτατορίας», μπορεί να καταφύγει σε ακόμη πιο ακραίες
μορφές αντιδημοκρατικότητας και αντισυνταγματικότητας, που λίγο πλέον να
απέχουν από την εγκαθίδρυση μιας σχετικής μορφής «δικτατορίας» με την όποια
κοινοβουλευτική επικάλυψη.
5.
Επαναπροσδιορισμοί και αποκρυστάλλωση καθαρής γραμμής πλεύσης
Α.
Πρωταρχική προτεραιότητα για την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ ως την κύρια
συνιστώσα της, είναι ο άμεσος και ριζικός προσανατολισμός για την πολιτική και
κοινωνική οργάνωση του ευρύτερου λαϊκού κινήματος, με στόχο την αγωνιστική του
κινητοποίηση και την επιδίωξη ανατροπής της τριοκομματικής μνημονιακής
συγκυβέρνησης, έναντι του κυρίαρχου σήμερα «εκλογικισμού» και «κυβερνητισμού»,
της εγκατάλειψης ουσιαστικά του λαϊκού εργατικού παράγοντα και της
μονοδιάστατης λειτουργίας στο επίπεδο των κοινοβουλευτικών εκπροσωπήσεων.
Άλλωστε αυτή η ίδια η αναγκαία πολιτική διακυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί
να επιτευχθεί με την σημερινή πορεία των πραγμάτων, δηλαδή μέσα από την
μονομερή πριμοδότηση της κοινοβουλευτικής παρέμβασης. Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ και η
Αριστερά συνολικά φτάνουν σήμερα σε ποσοστό εκλογικής επιρροής του 35%, αυτό
οφείλεται στις κινητοποιήσεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος στην πρώτη
μνημονιακή διετία. Από εκεί και πέρα η «καθίζηση» του κινήματος που ακολούθησε,
εξ αιτίας του κυρίαρχου «εκλογικισμού», ορίζει και τα πολιτικά όρια του
αριστερού κινήματος σήμερα, που παρουσιάζει πλέον μια ανακοπή της ανοδικής του
πορείας, πράγμα που συνεχίζει να δίνει την πολιτική πλειοψηφία στις αστικές
μνημονιακές δυνάμεις, με την δυνητική άλλωστε αξιοποίηση και της δεξαμενής της
«αντιμνημονιακής» δεξιάς (νεοφιλελεύθερης και νεοφασιστικής). Μόνον η
καθοριστική πολιτική συμβολή της ελληνικής Αριστεράς στην ανάταξη και
ενεργοποίηση του καθηλωμένου σήμερα, από τα συνεχή πλήγματα που έχει δεχθεί,
εργατικού λαϊκού κινήματος μπορεί να ανατρέψει την μνημονιακή κυβερνητική
εξουσία, και μ’ αυτό τον τρόπο να τροφοδοτήσει την πολιτική διαδικασία της
μετατροπής της Ριζοσπαστικής και ευρύτερης Αριστεράς σε κοινωνική και
κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Β. Δεν
μπορείς πλέον να επικαλείσαι, και μάλιστα κατά τρόπο καταχρηστικό, την εαμική
εμπειρία και ταυτόχρονα να την αποποιείσαι σε κάθε σου βήμα. Αυτή η πολιτική
στροφή του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ και συνολικότερα της Αριστεράς στην οργάνωση και
κινηματική ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα, απαιτεί την διαμόρφωση στους
κλάδους εργασίας, στις γειτονιές και στους δήμους, στους ανέργους, στη νεολαία,
στους συνταξιούχους, ενωτικών κοινωνικών μετώπων με αντιμνημονιακά και
ταυτόχρονα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Σ’ αυτό το πλαίσιο της εαμικής μορφής
πολιτικής και κοινωνικής συγκρότησης, καλούνται να συμμετέχουν ενιαία και
συναγωνιστικά το σύνολο του κόσμου του αριστερού κινήματος και κυρίως ο λαϊκός
εργαζόμενος κόσμος που πλήττεται ανεπανόρθωτα από την πολιτική των μνημονιών
και αναζητεί ένα «μετερίζι» κοινωνικής άμυνας, ένα οχυρό ριζοσπαστικής
αντεπίθεσης. Σ’ αυτό και μόνον το επίπεδο μπορεί να επιλυθεί το ζήτημα της
αναγκαίας αριστερής λαϊκής ενότητας, μ’ αυτό τον τρόπο μπορούν να αναδειχθούν
οι λαϊκοί θεσμοί στήριξης της δημοκρατικής αριστερής κυβερνητικής εξουσίας.
Γ. Το ξεκαθάρισμα της πολιτικής γραμμής
αντιπολιτευτικής κινηματικής αντιπαλότητας και του μεταβατικού αντισυστημικού
προγράμματος διακυβέρνησης, που ούτε στο «υπερπέραν» μπορεί να παραπέμπεται,
αλλά και ούτε να υφίσταται συνεχείς «διολισθήσεις» που το καθιστούν αγνώριστο.
Έτσι μεταξύ των άλλων: Καθαρή τοποθέτηση για ακύρωση των μνημονίων, διαγραφή
του χρέους, παύση πληρωμών, συγκρουσιακή αντιπαράθεση με τα ευρωπαϊκά κέντρα
της ακραία νεοφιλελεύθερης πολιτικής, δημοψηφισματική λαϊκή αντιμετώπιση των
ευρωπαϊκών ζητημάτων (έναντι θέσεων τύπου «επαναδιαγραγμάτευσης», «μορατόριουμ»
πληρωμών, «ρήτρας» ανάπτυξης ή εφαρμογής δημοσιονομικών ρυθμίσεων με
«ανθρώπινο» πρόσωπο). – Κρυστάλλινη θέση για την επανεθνικοποίηση –
κοινωνικοποίηση με εργατικό έλεγχο όλων ανεξαίρετα των δημόσιων κοινωφελών
επιχειρήσεων που έχουν ιδιωτικοποιηθεί, χωρίς αποζημίωση των επιχειρηματιών που
τις έχουν εξαγοράσει (έναντι λογικών αποδοχής των μέχρι σήμερα «τετελεσμένων»
και προαγωγής μιας κατεύθυνσης «σύμπραξης» των δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν
απομείνει, ελάχιστες πλέον, με κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα, κάτι σαν ΣΔΙΤ
δηλαδή). – Άμεση δραστική φορολόγηση των καπιταλιστικών κερδών στο 45% καθώς
και ολόκληρης της αστικής περιουσίας που «λιμνάζει» με την μορφή καταθέσεων
στις ελληνικές και ελβετικές τράπεζες (έναντι της απλής αναφοράς στο σύνθημα
«να πληρώσουν οι πλούσιοι» που αποσκοπεί σε μια στοιχειώδη «ελάφρυνση» των
λαϊκών βαρών χωρίς αποκατάσταση της προτέρας κατάστασης πραγμάτων). –
Δρομολόγηση της διαδικασίας μιας εντατικής κοινωνικοποιημένης και
συνεταιριστικής παραγωγικής οικονομικής ανάπτυξης, πέρα από τη λειτουργία των
ανταγωνιστικών νόμων της ελεύθερης αγοράς, ένταξη της όποιας «παραγωγικής
ανασυγκρότησης» στο πλαίσιο των ευρύτερων σοσιαλιστικών ριζοσπαστικών
μετασχηματισμών (έναντι της μονομερούς αναφοράς στην «παραγωγική ανασυγκρότηση»
που χωρίς ένα ευρύτερο πλαίσιο σοσιαλιστικών οικονομικών αλλαγών, δεν μπορεί να
καταλήγει παρά στον παραγωγικό «εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό»). – Προώθηση
της διαδικασίας εθνικοποίησης – κοινωνικοποίησης όλου του τραπεζικού συστήματος
και λειτουργία του με παραγωγικά επενδυτικά και λαϊκά κριτήρια πιστωτικής
πολιτικής (έναντι του «δημοσίου» ελέγχου του τραπεζιτικού συστήματος δίχως
ιδιοκτησία του δημοσίου και έλεγχο των ίδιων των εργαζομένων και των χρηστών).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου