Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΛΙΟΥ* Iskra.gr
Η νέα γενικευμένη κρίση του συστήματος
που βιώνουν τα τελευταία χρόνια οι ευρωπαϊκοί λαοί και με ιδιαίτερη σφοδρότητα
ο ελληνικός, έχει τη διεθνή, ευρωπαϊκή
και εθνική της διάσταση. Στην ουσία πρόκειται για κρίση του
νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος, ενός τρόπου
παραγωγής, διανομής και αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών και
υπέρ των κατόχων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ειδικότερα στις χώρες της «ευρωζώνης» η κρίση χρέους και η
κρίση των τραπεζών, αποτελούν σε μεγάλο βαθμό εκδήλωση της δομικής κρίσης της ΟΝΕ (Οικονομικής
Νομισματικής Ενοποίησης) και του «ενιαίου
νομίσματος» (ευρώ) που έχει τις ρίζες της στις ενδογενείς αντινομίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τόσο σε οικονομικό όσο σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Για
την αναζήτηση των αιτίων της κρίσης στη «ζώνη του ευρώ», χρειάζεται να
γυρίσουμε το ρολόι του χρόνου πίσω κατά μια εικοσαετία, όταν στη μικρή πόλη Μάαστριχτ της
Ολλανδίας οι αρχηγοί των ευρωπαϊκών κρατών υπέγραφαν (Δεκέμβρης ’91) τη γνωστή
Συνθήκη του Μάαστριχτ που οδήγησε στη μεταμόρφωση της ΕΟΚ σε «Ευρωπαϊκή Ένωση»
(ΕΕ) και άνοιξε το δρόμο δημιουργίας της ΟΝΕ, σε τρία στάδια, με τελευταίο το
«ενιαίο νόμισμα». Να σημειώσουμε ότι ως τότε οι συναλλαγές μεταξύ των χωρών
στηρίζονταν σε ένα «νόμισμα αναφοράς» τη λεγόμενη «ευρωπαϊκή λογιστική μονάδα»
ή ECU (European Unit of Account) και ένα «μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών»
(ΜΣΙ), όπου τα εθνικά νομίσματα είχαν όριο διακύμανσης μεταξύ τους +/- 2,25%
(με ορισμένες εξαιρέσεις), ενώ μετά το 1993 το όριο διευρύνθηκε σε +/-15%. Η
πορεία προετοιμασίας της ΟΝΕ είχε υποτίθεται στόχο την επίτευξη «οικονομικής
σύγκλισης» μεταξύ των χωρών με βάση ορισμένους δείκτες, τα λεγόμενα «ονομαστικά
κριτήρια σύγκλισης» (ισοτιμίες, επιτόκια, πληθωρισμός, ελλείμματα και δημόσιο
χρέος).[1]
Τα
κύρια ντοκουμέντα που σηματοδότησαν την πορεία προς το «ενιαίο νόμισμα» ήταν η
Συνθήκη Μάαστριχτ (1992) , «τα κριτήρια της Κοπεγχάγης» (1993) τα οποία
αποσαφήνισαν τους γενικούς στόχους της Συνθήκης και η «Σύμβαση Πλαίσιο» για
ένταξη μιας χώρας στην ΕΕ. Αντίστοιχα τα τρία στάδια της ΟΝΕ συνδέονταν κατ’ αρχήν
με εκπλήρωση κριτηρίων της «Κοπεγχάγης», δεύτερον με ένταξη στο Μηχανισμό
Νομισματικών Ισοτιμιών ΙΙ δύο χρόνια πριν τη είσοδο στο τρίτο στάδιο και τέλος
την ικανοποίηση των «ονομαστικών» κριτηρίων σύγκλισης για ένταξη στο ευρώ.
Παράλληλα δημιουργήθηκαν και δύο «πυλώνες» στήριξης της, το «Σύμφωνο
Σταθερότητας και Ανάπτυξης» (ΣΣΑ) και η «Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» (ΕΚΤ). Το
πρώτο είχε αποστολή τη διασφάλιση των δημοσιονομικών κριτηρίων (έλλειμμα κάτω
από 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος κάτω από 60% του ΑΕΠ), τα οποία μετά το 2004
«χαλάρωσαν» στις περιπτώσεις υπερβολικών ελλειμμάτων λόγω ύφεσης. Όσον αφορά
την ΕΚΤ είχε βασική αποστολή τον έλεγχο της ποσότητας του χρήματος, διατήρηση
χαμηλού πληθωρισμού, χαμηλού βασικού επιτοκίου και συντονισμού της νομισματικής
με τη γενικότερη οικονομική πολιτική. Οι χώρες που εντάχτηκαν στο «ενιαίο
νόμισμα» το 1999 ήταν 11 και στην πορεία προστέθηκαν άλλες έξι.[2] Ωστόσο πολλές από τις «περιφερειακές»
χώρες μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, δεν εκπλήρωναν ούτε τα «ονομαστικά», ούτε πολύ
περισσότερο τα «πραγματικά» κριτήρια σύγκλισης (επίπεδο ανάπτυξης). Η ένταξη
έγινε με μεθόδους «δημιουργικής λογιστικής» (αλλοίωση στοιχείων)[3] και την ανοχή των ισχυρών χωρών, κυρίως
Γερμανίας και Γαλλίας, διότι αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τους. Το ενιαίο
νόμισμα ως «ευρώ» (€) τέθηκε σε κυκλοφορία (χαρτονομίσματα και κέρματα) στις
αρχές του 2001.
Στην
πορεία η Συνθήκη για την ΟΝΕ ενισχύθηκε και από άλλες αποφάσεις νεοφιλελεύθερης
πάντα έμπνευσης. Πολύ συνοπτικά σημειώνουμε τη «Συνθήκη Άμστερνταμ» (1997) που
τροποποίησε τις διατάξεις των συνθηκών για την ΕΕ, χάραξε πλαίσιο «κοινής
εξωτερικής πολιτικής και πολιτική ασφάλειας» (ΚΕΠΠΑ), έκανε ρυθμίσεις στη
λειτουργία των θεσμικών οργάνων και τέθηκε σε ισχύ αρχές Μάη 1999. Η «Ατζέντα 2000» (1997) προσδιόρισε ενιαίο πλαίσιο
ανάπτυξης της ΕΕ από τις αρχές του νέου αιώνα, μεταρρύθμισε την «κοινή αγροτική
πολιτική» (ΚΑΠ) και αναδιάρθρωσε τον προϋπολογισμό για στήριξη της διεύρυνσης.
Η «στρατηγική της Λισαβόνας» (2000) έβαλε στόχο να γίνει η «Ένωση» ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη
οικονομία της γνώσης, με άρση εμποδίων μετακίνησης φυσικών προσώπων, εργατικού
δυναμικού και ακαδημαϊκού προσωπικού, κά. Τέλος η Συνθήκης Λισαβόνας ή
Μεταρρυθμιστική Συνθήκη (2008) τέθηκε
σε ισχύ το 2009 (υποκατέστησε το απορριφθέν σχέδιο Ευρωσυντάγματος από Γαλλία
και Ολλανδία), επέφερε αλλαγές στον τρόπο λήψης των αποφάσεων σε βάρος των
μικρών χωρών και ενίσχυσης των μεγάλων,[4]
καθιέρωσε θέση Προέδρου Συμβουλίου και θέση Ύπατου σε θέματα εξωτερικής
πολιτικής, ρύθμισε ζητήματα ασφάλειας και δικαιοσύνης, ρητή αναγνώριση
δικαιώματος αποχώρησης ενός κράτους-μέλους από την Ένωση, κά.
Όλα
παραπάνω κυλούσαν σχετικά «ομαλά» με «ελεγχόμενες» εντάσεις και αντιθέσεις,
μέχρι τη στιγμή της «μεγάλης έκρηξης».! Το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής
κρίσης με αφορμή την κατάρρευση της τράπεζας «Leman Brothers» στις ΗΠΑ, όπου το «κρισιακό
τσουνάμι» διέσχισε γρήγορα τον Ατλαντικό και «σάρωσε» όλες τις οικονομίες της
ΕΕ.
Η «εύφλεκτη ύλη» υπήρχε και στις δύο όχθες. Ήταν η φούσκα των τοξικών
«χρημαπιστωτικών παραγώγων».[5] Αρχικά τα μέτρα στήριξης των
τραπεζών (πακέτα διάσωσης ή προσωρινής κρατικοποίησης τους) έδωσαν την εντύπωση
ότι η κρίση στην τέθηκε υπό έλεγχο. Σύντομα όμως φάνηκε ότι το πρόβλημα της
ευρωζώνης είχε βαθύτερες αιτίες δείχνοντας στο πρόσωπο της κρίσης χρέους των
«περιφερειακών» οικονομικών, ότι το βάθος και η ένταση της ήταν απόρροια του
«σαθρού οικοδομήματος» της ΟΝΕ όπως χαρακτηριστικά διαπιστώνει ο γερμανός
διανοητής Γιούργκεν Χάμπερμας.[6] Δυστυχώς τα αντανακλαστικά
αντίδρασης των κυρίαρχων ελίτ της ευρωζώνης ήταν υποτονικά και η
συνειδητοποίηση του προβλήματος έγινε αργοπορημένα. Ιδιαίτερα στην περίπτωση
της κρίσης χρέους της Ελλάδας, οι κυρίαρχοι κύκλοι της Γερμανίας και των
βόρειων συμμάχων τους, κατέφυγαν σε ρηχές και ευτελείς ερμηνείες,
χαρακτηρίζοντας PIIGS (γουρουνάκια) τις χώρες της «περιφέρειας», «τεμπέληδες
και καλοπερασάκηδες» τους έλληνες που ζουν με δανεικά, «μεθύστακες» τους
ιρλανδούς, κοκ.
Σε
τι ακριβώς συνίσταται η «σαθρότητα» του οικοδομήματος της ΟΝΕ; Στην ύπαρξη θα
λέγαμε επτά τουλάχιστον «θανάσιμων αμαρτημάτων».! Πρώτον, στην απουσία δυνατότητας δανεισμού
«τελευταίας καταφυγής» των κρατών-μελών. Η ΕΚΤ δεν παρείχε όπως όλες οι κεντρικές τράπεζες,
χαμηλότοκο δανεισμό για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους στα πλαίσια μιας
αντικυκλικής πολιτικής, αλλά φθηνές πιστώσεις στις τράπεζες (1%) και οι
τελευταίες με πολλαπλάσια επιτόκια δάνειζαν τα κράτη-μέλη. Δεύτερον, η «ανεξαρτησία» της
ΕΚΤ και η απουσία ουσιαστικού ελέγχου της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών
οδήγησαν σε «κερδοσκοπικές φούσκες» και «κόκκινα δάνεια» τα οποία σήμερα
καλούνται οι λαοί να πληρώσουν με «πακέτα» διάσωσης» με αποτέλεσμα την αύξηση
του δημόσιου χρέους. Τρίτον, απουσία
«κοινοτικής αλληλεγγύης» στις χώρες που αντιμετώπιζαν έκτακτες δυσκολίες,
ενώ όταν εκδηλώθηκε ήταν αργοπορημένη και με επαχθείς όρους. Ταυτόχρονα τα
ακραία μέτρα λιτότητας τις βούλιαξαν στην ύφεση, την ανεργία και φτωχοποίηση
λαϊκών στρωμάτων. Τέταρτον, απουσία μηχανισμών ελέγχου της κερδοσκοπίας των
αγορών και των οίκων αξιολόγησης σχετικά με την πιστοληπτική
ικανότητα των κρατών, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού τους. Πέμπτον, το «κλείδωμα» των νομισματικών ισοτιμιών και η απώλεια της δυνατότητας
χάραξης εθνικής νομισματικής πολιτικής αφαίρεσε τη δυνατότητα
υποτίμησης του νομίσματος και ενίσχυσης μεσοπρόθεσμα της ανταγωνιστικότητας της
οικονομίας και της βελτίωσης του εμπορικού ισοζυγίου. Έκτον, συρρίκνωση αντί για αύξηση των κονδυλίων του κοινοτικού προϋπολογισμού
προκειμένου να στηριχτεί η οικονομική σύγκλιση και η κοινωνική συνοχή. Οι πόροι
του προϋπολογισμού από 1,27% του ΑΕΠ το 1999, μειώθηκαν σε 1,14% το 2004 και
προβλέπονται κάτω από 1% το 2013. Έβδομον,
απουσία ενιαίας, κοινής και ομοσπονδιακού
τύπου μακροοικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής (δημοσιονομικής,
νομισματικής, εισοδηματικής, βιομηχανικής, περιφερειακής, κοινωνικής, κά), για
μείωση των διαφορών στο επίπεδο ανάπτυξης, αύξησης της απασχόλησης, βελτίωσης
του βιοτικού επιπέδου, κά.
2. Η κρίση της
ευρωζώνης και νέοι πυλώνες στήριξης του ευρώ
Η
δημιουργία του οικοδομήματος της ευρωζώνης, ήταν κατ’ αρχήν σε όφελος των
ισχυρών χωρών (όχι όμως των εργαζόμενων)[7] και σε βάρος των αδύναμων οικονομιών και
αντίστοιχα των λαών τους. Ειδικότερα στις διεθνείς συναλλαγές οι χώρες με υψηλότερη
ανταγωνιστικότητας είχαν πλεονεκτήματα τόσο στο σκέλος των εισαγωγών όσο και
των εξαγωγών, εξασφαλίζοντας «πλεονάσματα», ενώ αντίθετα οι αδύναμες είχαν
αυξανόμενα «ελλείμματα». Για παράδειγμα η Γερμανία με το «σκληρό» ευρώ (στη
θέση του «σκληρού» γερμανικού μάρκου), εξασφάλιζε φθηνότερες εισαγωγές
(καύσιμα, πρώτες ύλες, ημικατεργασμένα, αγροτικά, κά), ενώ παράλληλα είχε
μεγάλα οφέλη από εξαγωγές βιομηχανικών, παρ’ ότι ήταν ακριβότερα όμως
ανταγωνιστικότερα. Το αντίθετο συνέβαινε με τις αδύναμες οικονομίες. Οι
εισαγωγές γίνονταν μεν φθηνότερες αλλά έπλητταν την εγχώρια παραγωγή, ενώ οι
εξαγωγές λόγω χαμηλής ανταγωνιστικότητας έχαναν έδαφος, «παράγοντας»
διευρυνόμενα εμπορικά ελλείμματα, αύξηση δανεισμού (δημόσιου και ιδιωτικού) και
τελικά δημόσιου χρέους.[8] Κατά συνέπεια η απώλεια της
συναλλαγματικής πολιτικής ως μέσου στήριξης της ανταγωνιστικότητας (τουλάχιστον
μεσοπρόθεσμα), δεν αφήνει στις αδύναμες οικονομίες άλλο μοχλό ενίσχυσης εκτός
από την εισοδηματική πολιτική, δηλ. την πολιτική «εσωτερικής υποτίμησης» της
αξίας της εργατικής δύναμης, ένα ιδιόμορφο «εργασιακό ντάμπινγκ» μεταξύ χωρών,
το οποίο με τη σειρά του συρρικνώνει την αγοραστική δύναμη, μειώνει τη ζήτηση,
επιδεινώνει την ύφεση, αυξάνει την ανεργία, ελλείμματα, χρέος, κοκ.
Κατά
συνέπεια ο γενικότερος νόμος της «ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης», σύμφυτος
στο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (ανισομέρεια ανάπτυξης κλάδων, περιφερειών,
χωρών), αποκτά στα πλαίσια της ευρωζώνης πρόσθετους μηχανισμούς αναπαραγωγής
της. Εξ’
αιτίας του εγκλωβισμού των «περιφερειακών» χωρών στη «θεσμική αρχιτεκτονική της
ευρωζώνης»,[9] εμφανίζονται ισχυρές τάσεις παραγωγικής
παρακμής, υψηλής ανεργίας, διαχρονικής λιτότητας, αυξανόμενων ελλειμμάτων, κά,
κάνοντας την παραμονή στη «ζώνη του ευρώ» όλο και πιο προβληματική. Στην ουσία
η ευρωζώνη μετατρέπει χώρες και λαούς σε οιονεί «ομήρους» που καλούνται να
υπηρετήσουν τα συμφέροντα των ισχυρών, κυρίως της Γερμανίας που με το «σκληρό»
ευρώ γίνεται «de facto» αλλά και «de jure» επικυρίαρχος της ευρωζώνης. Εκδήλωση
αυτής της «επικυριαρχίας» είναι ο αυξανόμενος ρόλος της στη λήψη των αποφάσεων
και στη μετατροπή «περιφερειακών» χωρών όπως η Ελλάδα σε «μεταμοντέρνα»
γερμανικά φέουδα. Ταυτόχρονα αποκομίζει πρόσθετα οικονομικά οφέλη από την τοκογλυφική
«ανακύκλωση των πλεονασμάτων της»,[10] μέσω της χορήγησης δανείων με πολύ
υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με αυτά που δανείζεται από τις αγορές (τα δεκαετή
της ομόλογα έχουν λιγότερο από 2% επιτόκιο). Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε
χρόνο η Γερμανία από τη συμμετοχή της στα δύο δάνεια της «τρόϊκας» προς την
Ελλάδα, κερδίζει πάνω από 1 δις €,[11] λόγω διαφοράς επιτοκίων.!
Κατά
συνέπεια οι χώρες της «περιφέρειας» ωθούνται αντικειμενικά εκτός ευρωζώνης. Το
νεοφιλελεύθερο όχημα της ΟΝΕ αποδείχτηκε άκρως «ελαττωματικό» για προώθηση της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ακόμα και με όρους κεφαλαίου.!! Η κρίση έδειξε καθαρά ότι υπό τις
συγκεκριμένες συνθήκες αντί για την ενίσχυση των «κεντρομόλων» τάσεων
δημιουργούνται «κεντρόφυγες», τόσο στις 17 χώρες της «ευρωζώνης», όσο στο
σύνολο των 27 χωρών της ΕΕ. Οι αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής και τα
«διθυραμβικά» ανακοινωθέντα δεν διασφάλισαν βιώσιμη έξοδο από την κρίση. Η
ευρωζώνη ομοιάζει σαν τον πύργο της Πίζας, που για την αποφυγή κατάρρευσης
βάζουν διαρκώς νέους «πυλώνες» γύρω του. Έτσι μετά το «Σύμφωνο Σταθερότητας»
και την «ΕΚΤ», οι νέοι πυλώνες είναι «Μηχανισμός Στήριξης» (EFSF/ESM), το
«Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» (ή «Σύμφωνο για το Ευρώ+»), το «Δημοσιονομικό
Σύμφωνο», τα «εξάμηνα συντονισμού των οικονομικών πολιτικών» και πρόσφατα η
«συμφωνία εποπτείας των τραπεζών».[12] Όλα αυτά δημιουργούν ένα ιδιότυπο
«στρατόπεδο συγκέντρωσης» για τις χώρες και τους λαούς της ευρωζώνης υπό την
ηγεμονία της Γερμανίας που δεν έχουν ουδεμία σχέση με το όραμα της «Ευρώπης των
λαών και των εργαζόμενων».!
Ειδικότερα
ο «Ευρωπαϊκός
Μηχανισμός Στήριξης» (ESM/EFSF) παρέχει περιορισμένες πιστώσεις[13] στις χώρες που αντιμετωπίζουν κρίση
δημόσιου χρέους με την υπογραφή ειδικών δανειακών συμβάσεων και την εφαρμογή
ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων στα πλαίσια «Μνημονίων», υπό τη στενή παρακολούθηση της
«τρόίκας» (ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ). Η Ελλάδα και άλλες χώρες βιώνουν τις συνέπειες τέτοιων
δανείων με την εφαρμογή όπως θα δούμε πιο κάτω αντίστοιχων Μνημονίων. Επίσης το
«Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» ή «Σύμφωνο για το Ευρώ+», έχει στόχο την ενίσχυση
της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας των επιχειρήσεων σε βάρος της εργασίας,
με την ευελιξία και την εντατικοποίηση εργασίας, μείωση του εργατικού κόστους,
προσαρμογή συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στις ανάγκες της αγοράς
εργασίας, καθορισμός ορίων σύνταξης με βάση το προσδόκιμο όριο ζωής, εναρμόνιση
προς τα κάτω των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων, κά. Όλα αυτά στην
«απλή» γλώσσα σημαίνουν διαχρονική
λιτότητα, «κινεζοποίηση» μισθών, μεγαλύτερη αποδιάρθρωση εργασιακών
σχέσεων, «κατεδάφιση» βασικών εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, κά.
Επίσης
το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο»,[14] προβλέπει οι προϋπολογισμοί των κρατών-μελών
να είναι ισοσκελισμένοι και το διαρθρωτικό έλλειμμα (μέσος όρος ελλείμματος στη
διάρκεια του κύκλου) να μην ξεπερνά το 0,5% του ΑΕΠ. Σε περίπτωση «υπερβολικού
ελλείμματος»
οι χώρες θα υποβάλλουν προγράμματα διόρθωσης του με αυστηρή εποπτεία της
Επιτροπής και του Συμβουλίου. Σε περίπτωση μη διόρθωσης η Επιτροπή θα επιβάλλει
αυτόματες κυρώσεις και πρόστιμα ύψους 0,2% του ΑΕΠ, εκτός κι αν ειδική
πλειοψηφία του Συμβουλίου (85%) δεν τις υιοθετήσει. Επίσης προβλέπει ότι οι κανόνες «υπερβολικού ελλείμματος» θα γίνουν
πιο αυστηροί. Η Επιτροπή μόλις διαπιστώνει ότι υπάρχει υπέρβαση του
ορίου ελλείμματος (το επιτρεπόμενο ετήσιο όριο με βάση τη συνθήκη Μάαστριχτ
είναι 3% του ΑΕΠ, ενώ το προτεινόμενο «διαρθρωτικό» είναι 0,5% του ΑΕΠ), θα
επιβάλλει αυτόματες κυρώσεις και πρόστιμα ύψους 0,2% του ΑΕΠ, εκτός κι αν
ειδική πλειοψηφία του Συμβουλίου (85%) δεν τις υιοθετήσει. Οι χώρες με δημόσιο
χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ, δεσμεύονται για μείωση του χρέους (άνω του
συγκεκριμένου ορίου) κατά 1/20 το χρόνο (δηλ. κατά 5%).
Ενισχύεται
επίσης ο συντονισμός οικονομικής πολιτικής με καθιέρωση των εξάμηνων συνόδων όπου θα παίρνονται οι
σημαντικότερες αποφάσεις. Στους κανόνες ψηφοφορίας στα πλαίσια του «μηχανισμού
στήριξης» (ΕΜΣ) θα περιληφθούν διαδικασίες εκτάκτου ανάγκης για παροχή
«χρηματοδοτικής συνδρομής» με ειδική πλειοψηφία 85%, όταν υπάρχει αμοιβαία
συμφωνία μεταξύ Επιτροπής και ΕΚΤ. Τέλος θεσπίστηκε για πρώτη φορά «διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών»
στη βάση ορισμένων οικονομικών δεικτών. Σε περίπτωση διαπίστωσης «υπερβολικών
ανισορροπιών», κατόπιν πρότασης της Επιτροπής και απόφασης του Συμβουλίου, επιβάλλονται πρόστιμα ύψους 0,1% του
ΑΕΠ με μορφή άτοκης κατάθεσης, τα οποία σε περίπτωση μη συμμόρφωσης
μετατρέπονται σε χρηματικά πρόστιμα, εκτός αν αποτραπούν με ειδική πλειοψηφία
85% του Συμβουλίου, κά.
Όλα
τα παραπάνω
μέτρα αποπνέουν, ιδιαίτερα για τις αδύναμες οικονομίες, κανόνες «στρατοπέδου συγκέντρωσης» και μια νοοτροπία αντιμετώπισης
οικονομικών προβλημάτων με «διατάγματα», αντί επιλογών οικονομικής πολιτικής.
Οι ανεδαφικοί και «εν πολλοίς» ανιστόρητοι ισχυρισμοί επίτευξης πρωτογενών
πλεονασμάτων,
ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, κά, ανάγουν κρίσιμα ζητήματα δημοσιονομικής
διαχείρισης (πολιτικής εσόδων και δημοσίων δαπανών) σε τεχνικά θέματα
λογιστικού ισοζυγίου εσόδων-εξόδων. Το ίδιο ισχύει για το μεγάλο θέμα της
ανάπτυξης και της απασχόλησης, που η επίλυση τους επαφίεται και πάλι στο
«μηχανισμό της αγοράς», ενώ η εισοδηματική πολιτική του χαμηλού
εργατικού κόστους, παραμένει
βασικός μοχλός στήριξης της ανταγωνιστικότητας των αδύναμων οικονομιών. Στο
λεξικό της «νέας οικονομικής διακυβέρνησης», οι έννοιες της ανακατανομής, της
οικονομικής σύγκλισης, της περιφερειακής ανάπτυξης, της πλήρους απασχόλησης,
της διασφάλισης κοινωνικών δικαιωμάτων, της δικαιότερης κατανομής πλούτου, της
βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, κά, παραμένουν οιονεί άγνωστες.!
Από
τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η ΟΝΕ και η εξέλιξη της «σε ζώνη του ευρώ», με
τους παλαιούς και νέους «πυλώνες» στήριξης, δεν περιορίζεται στενά το ενιαίο
νόμισμα (ευρώ) αλλά αγκαλιάζει το σύνολο των οικονομικών, κοινωνικών και άλλων
πολιτικών, καθώς και θεμελιώδη ζητήματα εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.
Πρόκειται για ένα υπερεθνικό νεοφιλελεύθερο «σομπρέρο» που μπαίνει όλο και πιο
βαθιά στα κεφάλια των λαών και των εργαζόμενων, το οποίο σε κάθε νέο βήμα
ευρωπαϊκής ενοποίησης γίνεται πιο ασφυκτικό και επώδυνο. Το αντιδραστικό και
αυταρχικό πλαίσιο οικοδόμησης της ΟΝΕ, δεν μπορεί να διασφαλίσει την επίλυση
κανενός προβλήματος, ούτε του χρέους, ούτε της ανάπτυξης, ούτε της απασχόλησης,
ούτε της ασυδοσίας των αγορών, ενώ αντίθετα γυρίζει στο πεδίο των κοινωνικών
και πολιτικών δικαιωμάτων το «ρολόι της ιστορίας» σε καταστάσεις 19ου
αιώνα.
3. Τα Μνημόνια παραμορφωτικός καθρέπτης της
«κοινοτικής αλληλεγγύης»
Πριν
την ένταξη στο «ενιαίο νόμισμα» αλλά και αργότερα, τα κυρίαρχα στερεότυπα που
προβάλλονταν από κοινοτικούς επίσημους και κυβερνητικούς εκπροσώπους καθώς από
ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης, ήταν ότι η συμμετοχή στην ευρωζώνη συνεπάγεται
σύγκλιση οικονομιών με διάθεση επαρκών κοινοτικών κονδυλίων, βαθμιαία εξίσωση κοινωνικών κατακτήσεων,
σύγκλιση μισθών, συντάξεων, αναβάθμιση κοινωνικών δικαιωμάτων, κοινοτική
συνδρομή και αλληλεγγύη σε έκτακτες καταστάσεις κά. Δυστυχώς όλα τα παραπάνω
διαψεύστηκαν οικτρά. Οι ευρωπαϊκοί λαοί κυρίως του ευρωπαϊκού νότου και πρώτα
απ’ όλα ο ελληνικός, βιώνει μια «κοινωνική αντεπανάσταση» που έχει στόχο να μην
αφήσει «λίθον επί λίθου» από το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος», ενώ τα δικαιώματα
των εργαζόμενων, γίνονται θυσία στο βωμό του κέρδους των τραπεζιτών και του
χρηματιστικού κεφαλαίου. Η κρίση θίγει άμεσα ή έμμεσα και μερίδες του εγχώριου
κεφαλαίου, κυρίως μικρομεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες λόγω κρίσης
κινδυνεύουν με αφανισμό, είτε με τη μορφή χρεοκοπίας, είτε περιθωριοποίησης,
είτε εξαγοράς από ξένες επιχειρήσεις.
Ειδικότερα
οι «δανειακές συμβάσεις» και τα συνακόλουθα «Μνημόνια» επιβάλλουν καθεστώς
«δήμευσης των λαών» υπέρ των πιστωτών, χωρίς ταυτόχρονα να εξασφαλίζουν τη
«βιωσιμότητα» (δυνατότητα αποπληρωμής) του χρέους, ούτε διέξοδο των οικονομιών
από την κρίση.
Χαρακτηριστικό όλες οι χώρες που μπήκαν στο «Μηχανισμό Στήριξης» (Ελλάδα,
Πορτογαλία, Ιρλανδία), είχαν μείωση ΑΕΠ, αύξηση ανεργίας, μείωση
μισθών-συντάξεων, «ακαμψία» μείωσης των ελλειμμάτων και δημόσιου χρέους κά. Την
ίδια τύχη έχουν και οι χώρες που δεν μπήκαν ακόμα στο «μηχανισμό» (Ισπανία,
Ιταλία, Κύπρος) αλλά εφαρμόζουν παρόμοιες πολιτικές. Ωστόσο η εμπειρία της
Ελλάδας είναι ιδιαίτερα διδακτική. Τα τελευταία χρόνια (2010-12), το ΑΕΠ
μειώθηκε γύρω στο 18%, η ανεργία ανέβηκε στο 25%, η ανεργία των νέων στο 55%,
μπήκαν «λουκέτα» σε 500.000 επιχειρήσεις, οι μισθοί και συντάξεις μειώθηκαν
τουλάχιστον 35-40%, το 31% του πληθυσμού ζει στο όριο της φτώχειας,
καταγράφηκαν πάνω από 3.000 αυτοκτονίες, οι εργασιακές σχέσεις επιστρέφουν στις
αρχές του 1900, ενώ οι ΔΕΚΟ και τα καλύτερα «φιλέτα» της δημόσιας περιουσίας
ξεπουλιούνται.! Πρόκειται για δραματικό απολογισμό που ούτε σε συνθήκες πολέμου
δεν είχαμε στη διάρκεια του αιώνα.
Παρά
τις τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού, το πρόβλημα του χρέους παραμένει
άλυτο. Το γνωστό PSI επέφερε μικρό «κούρεψε» (μόλις 15 δις), ενώ με τη νέα
δανειακή σύμβαση των 130 δις το χρέος αυξήθηκε. Ακόμα κι αν εφαρμοστεί πλήρως το
νέο «Μνημόνιο» και έχουμε επίτευξη των στόχων του (πρωτογενή πλεονάσματα από το
2014 και ρυθμοί ανάπτυξης 2-2,5% το χρόνο ως το 2020), σύμφωνα με επίσημες
εκτιμήσεις του ΔΝΤ και της ΕΕ, το χρέος δεν θα είναι στο θεωρητικό όριο
βιωσιμότητας 120% του ΑΕΠ, ούτε και στο 124% με το νέο μικρό «κούρεμα» της
εξαγοράς των ομολόγων και απομείωσης του κατά 20 δις με πρόσθετο δανεισμό. Από
την άλλη οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί και η δημιουργία πρωτογενών
πλεονασμάτων, δεν κλείνουν τις τρύπες δημιουργίας του χρέους. Πρώτον γιατί
βυθίζουν την οικονομία στην ύφεση, μειώνουν το εθνικό εισόδημα και αυξάνουν την
αναλογία χρέους προς ΑΕΠ. Δεύτερον, διότι τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών
«παράγουν» συνεχώς την ανάγκη δανεισμού (κράτους και επιχειρήσεων), ενώ η
συρρίκνωση των επενδύσεων (δημόσιων και ιδιωτικών) αποτρέπουν την ανάπτυξη,
διαιωνίζοντας το φαύλο κύκλο, ύφεσης, ανεργίας, φτώχειας, ελλειμμάτων, χρέους,
κοκ.
Συνοψίζοντας,
οι δεσμεύσεις του Μνημονίου δεν αποτελούν βιώσιμο όχημα εξόδου της ελληνικής
οικονομίας από την κρίση. Αντίθετα έχει γίνει καθαρό ότι στόχος τους είναι η
δήμευση του ελληνικού λαού προς χάριν των πιστωτών και όχι η σωτηρία του. Χωρίς υπερβολή η νέα δανειακή σύμβαση
και το συνακόλουθο «Μνημόνιο» λειτουργούν ως νέα «βόμβα νετρονίου» που
«σκοτώνει» λαούς και εργαζόμενους, αφήνοντας άθικτα τα συμφέροντα του
χρηματιστικού κεφαλαίου. Το έλλειμμα ρεαλιστικότητας των στόχων τους
αναγνωρίζουν οι πρωταγωνιστές της σύνταξης του οι οποίοι ταυτόχρονα επιμένουν
στην αυστηρή στην εφαρμογή του.! Η βαθύτερη αντίφαση βρίσκεται ανάμεσα στους
«σκοπούς» και στις «δυνατότητες» επίτευξης τους.
Από
τη μια η ηγετική ελίτ της ευρωζώνης δεν θέλει να προχωρήσει σε ουσιαστική
αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος με τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους
του χρέους και ριζοσπαστικές αλλαγές στο οικοδόμημα της ΟΝΕ, ούτε και επιθυμεί την αποχώρηση
της Ελλάδας από την ευρωζώνη προκειμένου να αποφύγει το «ντόμινο» της διάλυσης
της. Από την άλλη οι αστικές δυνάμεις στην Ελλάδα έχοντας ως στρατηγική την
«πάση θυσία» παραμονή στην ευρωζώνη δέχονται δουλικά κάθε μέτρο που υποδεικνύει
η «τρόϊκα», χωρίς ωστόσο να επιλύουν τη βιωσιμότητα του χρέους, ούτε την έξοδο
της οικονομίας από την κρίση, αλλά αναπαράγουν το «φαύλο κύκλο» λιτότητας,
υπανάπτυξης, υπερχρέωσης, κά, που μοιραία την οδηγεί σε έξοδο από την
ευρωζώνη.!
4. Η ευρωζώνη
«έκτρωμα» της ιστορικής τάσης δημιουργίας ενιαίας κοινότητας των ευρωπαϊκών
λαών
Τα
προβλήματα βιωσιμότητας της ευρωζώνης εντείνονται όσο αποτυγχάνουν τα «μέτρα»
στήριξης της, δεδομένου ότι δεν επιλύουν τα ενδογενή της προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο που όλο και
περισσότερο ακούγονται εγκλίσεις από γνωστούς «ευρωπαϊστές» για την επίδειξη
ψυχραιμίας και την ανάληψη πρωτοβουλιών σωτηρίας της ευρωζώνης.[15] Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και το άρθρο
του πρώην προέδρου της Κομισιόν Ρομάνο Πρόντι στη αμερικάνικη εφημερίδα
«Christian Science Monitor»,[16] ο οποίος καλεί τη Γερμανία να παίξει τον
ηγετικό της ρόλο προς μια ομοσπονδιακή Ευρώπη. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται
και ένα «μανιφέστο» τριών γερμανών διανοούμενων (Χάμπερμας-Μποφίνγκερ-Ρίμελιν),[17] οι οποίοι αναγνωρίζοντας ότι η ΟΝΕ δεν
είναι πλέον βιώσιμη, προτείνουν την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την
πολιτική ενοποίηση τουλάχιστον των χωρών της ευρωζώνης και υιοθέτηση
Ευρωσυντάγματος με την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος σε όλες τις χώρες. Επίσης
προτείνουν την προσωρινή αναστολή του δημοσιονομικού συμφώνου, καθώς και την
αναδιάρθρωση του χρέους των χωρών της ευρωζώνης που αντιστοιχείς στη συμφωνία
Μάαστρχτ, καθώς και την κοινή εγγύηση των κρατικών ομολόγων ώστε να αποφευχθεί
το ρίσκο της χρεοκοπίας ενός κράτους. Για να διασφαλισθεί ότι η χορήγηση
συλλογικών εγγυήσεων δεν θα αναστείλει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη
δημοσιονομική εξυγίανση, ενώ θα πρέπει να υπάρχει αυστηρός συλλογικός έλεγχος
των εθνικών προϋπολογισμών. Σε συντομία αυτό που στην ουσία προτείνουν είναι η
ενίσχυση της διαδικασίας «ομοσπονδιοποίησης» της ευρωζώνης.
Ωστόσο
η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν είναι απλά υπόθεση αφηρημένων
οραματισμών και «καλών προθέσεων», αλλά συνδέεται στενά με ένα ευρύτερο πλέγμα διακρατικών
και ταξικών σχέσεων και αντίστοιχων συμφερόντων. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ως
πολιτική «συνεργασίας» κυρίαρχων αστικών τάξεων γίνεται με βάση «το κριτήριο
της ισχύος». Όσο πιο ισχυρή είναι μια χώρα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο,
τόσο πιο βαρύνουσα θέση κατέχει στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η
ισχύς των μεγαλύτερων και πλουσίων χωρών εκδηλώνεται στο θεσμικό πεδίο με τις
αποφάσεις που λαμβάνονται για το μέλλον της συγκεκριμένης ενοποίησης. Η «μεγάλη
πατρίδα» (Γερμανία) επιχειρεί μέσω κυρίως του ενιαίου νομίσματος (ευρώ) να
διεμβολίσει τις «μικρές πατρίδες» θέτοντας την οικονομία της ΕΕ υπό γερμανική
σκέπη.[18]
Οι
αντιθέσεις μεταξύ κυρίαρχων εθνικών ελίτ για το ρόλο της «ηγεμονίας», αλλά και
η αποφυγή ανάληψης αντίστοιχων «υποχρεώσεων» (ανακατανομής πόρων μέσω
ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, έκδοση «ευρωομόλογου» για στήριξη αδύναμων
οικονομιών, κά),
φρενάρει την ιδέα της «ομοσπονδιακής ένωσης». Αυτή η αντίφαση επιτείνει τα
φαινόμενα «απόκλισης» αντί «σύγκλισης» των οικονομιών, ενίσχυσης των
«κεντρόφυγων» αντί των «κεντρομόλων» τάσεων και την «ανισόμετρη οικονομική
ανάπτυξη» στα πλαίσια της Ένωσης. Γιαυτό και η ΕΕ, πολύ περισσότερο η ευρωζώνη,
δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις εξωπραγματικές διακηρύξεις και ουτοπικά οράματα
περί «οικονομικής σύγκλισης», «κοινωνικής συνοχής» και «Ευρώπης των λαών», όταν
κυρίαρχο ρόλο παίζουν κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που ενεργούν με όρους
ισχύος, ανταγωνισμού και ηγεμονίας, αντί ισότιμης συνεργασίας, αλληλεγγύης,
κοινωνικής δικαιοσύνης, ουσιαστικής δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας. Κατά
συνέπεια η σημερινή διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης αντί για ένωση λαών και
εργαζόμενων, προωθεί την ηγεμονία των ισχυρών ελίτ των ευρωπαϊκών πολυεθνικών
στις αδύναμες οικονομίες και μετατρέπει με διαφορετικές ταχύτητες τους
ευρωπαϊκούς λαούς σε «υποζύγια» τους. Η νέα υπερεθνική δομή της ευρωζώνης
καταργεί την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, επιβάλει πολιτική λιτότητα για τους
λαούς και υποταγή των εθνικών ελίτ των αδύναμων χωρών στις ελίτ των ισχυρών
χωρών και κυρίως της Γερμανίας. Η αδύναμες χώρες μετατρέπονται σε πολιτικά
προτεκτοράτα με ουσιαστική συρρίκνωση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας».
Οι
αλλεπάλληλες σύνοδοι των ηγετών της ευρωζώνης για αναζήτηση λύσης στη βαθειά
κρίση, εκτός από τις αποφάσεις ενίσχυσης της «οικονομικής ενοποίησης», έφεραν στο προσκήνιο και
προτάσεις για πιθανές αλλαγές στη Συνθήκη της Ένωσης.[19] Η λεγόμενη «μερική τροποποίηση» των
Συνθηκών, αφορά μεγάλη «γκάμα» θεμάτων, που στην ουσία αλλάζουν προς το
«αντιδραστικότερο» (πολιτικά και κοινωνικά) την ΕΕ. Ειδικότερα πρόκειται πρώτον, για δημιουργία ενός μηχανισμού
αυτόματων κυρώσεων μακράς διάρκειας σε όσες χώρες δεν τηρούν τους περιορισμούς
στο έλλειμμα και το χρέος, δεύτερον,
δυνατότητα τα «απείθαρχα» κράτη να οδηγούνται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, τρίτον, δυνατότητα «έξωσης» (ως έσχατης
λύση) κρατών από την ευρωζώνη που παραβιάζουν τους κανόνες δημοσιονομικής
πειθαρχίας, τέταρτο,
δημιουργία θέσης υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης με αυξημένες αρμοδιότητες ή
δημιουργία θέσης «υπερ-επιτρόπου» που θα αναλαμβάνει την εποπτεία των χωρών που
παραβιάζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας, με δικαίωμα παρέμβασης σε όλες τις
οικονομικές και νομικές αποφάσεις τους, πέμπτον,
μέτρα ενίσχυσης της διακυβέρνησης με δημιουργία στενότερου πυρήνα θεσμικών
οργάνων (πρόεδρου Συμβουλίου Ευρωζώνης, πρόεδρου Eurogroup, πρόεδρου ομάδας
εργασίας ευρωζώνης) στα πλαίσια των ήδη υπαρχόντων θεσμικών οργάνων (Συμβούλιο,
Κομισσιόν και Ecofin).
Το
τελευταίο αναδεικνύει ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα της πολιτικής «νομιμοποίησης»
των διαδικασιών της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που αφορά το ζήτημα της εθνικής και
λαϊκής κυριαρχίας. Δηλαδή εκτός από τις αντιφάσεις «αυτής καθ’ αυτής» της
«οικονομικής διακυβέρνησης», έχουμε ταυτόχρονα και μεγάλα ελλείμματα δημοκρατίας
(«πολιτικής διακυβέρνησης»), με την πλήρη περιθωριοποίηση τόσο των εθνικών
κοινοβουλίων, όσο και αυτού του Ευρωκοινοβουλίου και των θεσμικών οργάνων της
Ένωσης, με τη μετατόπιση όλο και περισσότερο των κέντρων λήψης των αποφάσεων
από την Ένωση στην ευρωζώνη και από εκεί στον σκληρό της πυρήνα, το
γερμανογαλλικό άξονα, προορίζοντας τις άλλες χώρες και λαούς στο ρόλο του
«αρχαίου χορού»…… που σχολιάζει άβουλος και χωρίς θέληση, «τις πράξεις και τα
πάθη» των βασικών πρωταγωνιστών του «δράματος» της ευρωζώνης.!
Μια
τέτοια ποιότητα ευρωπαϊκής ενοποίησης, σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, δεν
μπορεί να εμπνεύσει λαούς και εργαζόμενους της Ευρώπης, να δημιουργήσει δυναμική για
οικονομική σύγκλιση και κοινωνική συνοχή, να οικοδομήσει κοινή ευρωπαϊκή
συνείδηση και συναδέλφωση των λαών. Η διατήρηση και ενίσχυση της σημερινής
αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης, ουσιαστικά
αντιστρατεύεται την ιστορική τάση για προσέγγιση λαών και χωρών και
δεν είναι ούτε φερέγγυα, ούτε και βιώσιμη. Ο ελληνικός λαός, αμήχανος,
φοβισμένος αλλά και οργισμένος, βιώνει τα τεκταινόμενα και αναρωτιέται αν υπό
αυτές τις συνθήκες υπάρχει εναλλακτική διέξοδος τουλάχιστον λιγότερη επώδυνη
από τη σημερινή πορεία. Απαντάμε
κατηγορηματικά ΝΑΙ.! Υπάρχει ασύγκριτα καλύτερη διέξοδος, με λιγότερες θυσίες
και εξασφάλιση ταυτόχρονα του δικαιώματος «αποφασίζειν» του λαού, ανοίγοντας
ελπιδοφόρους δρόμους στη νέα γενιά και στην ελληνική κοινωνία.
5. Αναζήτηση
εναλλακτικής στρατηγικής Όραμα, στόχοι και μέσα
Η
κρίση της ευρωζώνης έφερε στο προσκήνιο διάφορα σενάρια ριζικών «αλλαγών» στην
ευρωζώνη, που καλύπτουν όλο το φάσμα, από μετριοπαθή ως ριζοσπαστικά, με όρους
βελτίωσης όσο και όρους υπέρβασης της.[20] Στα πρώτα, είναι κατ’ αρχήν το σενάριο της «ομοσπονδοποίησης» με τα ίδια
νεοφιλελεύθερα υλικά, το σενάριο
«επιστροφής ο καθένας στο σπίτι του» (εθνικά νομίσματα πριν την ένταξη στο
ευρώ), το σενάριο διχοτόμησης
της ευρωζώνης με «σκληρό» και «μαλακό» ευρώ, το σενάριο διατήρησης του ευρώ
στις εξωτερικές συναλλαγές και στις εγχώριες το εθνικό νόμισμα, κά. Στα
δεύτερα, είναι τα σενάρια της ύπαρξη του «ενιαίου νομίσματος» ως στοιχείο μιας
νέας αρχιτεκτονικής, με ανατροπή του σημερινού οικοδομήματος και επαναθεμελίωση
του με όρους λαών και εργαζόμενων. Το σενάριο αυτό έχει δύο εκδοχές. Όλες μαζί
οι χώρες ή διάρρηξη ευρωζώνης με αποχώρηση ενός, δύο ή περισσότερων με ανατροπή
των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και την ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων μεταξύ τους και
με τις άλλες χώρες του κόσμου. Πρόκειται για ένα ζήτημα πολιτικά ανοικτό. Χωρίς
αμφιβολία το «ιστορικό αναγκαίο» της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν είναι η σημερινή
ευρωζώνη, αλλά μια «Ένωση» που θα εξασφαλίζει μια ανώτερη δημοκρατία, κοινωνική
δικαιοσύνη, βιώσιμη ανάπτυξη, διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των
εργαζόμενων, αμοιβαία επωφελή συνεργασία μεταξύ χωρών και λαών, παράγοντας
ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο και σε όλο τον κόσμο.
Κατά
συνέπεια οι απόψεις που μιλούν για παραμονή «πάση θυσία» στην ευρωζώνη, δεν
σηματοδοτούν φερέγγυα απάντηση στα πλαίσια της σημερινή κρίσης. Αντίθετα με αφετηρία την ανατροπή
του Μνημονίου και τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, ανοίγονται
ελπιδοφόρες προοπτικές που διευκολύνουν την προοδευτική έξοδο από την κρίση, με
ανάκτηση ελέγχου βασικών μοχλών οικονομικής πολιτικής (συναλλαγματικής, νομισματικής,
πιστωτικής, δημοσιονομικής, αναπτυξιακής), την εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των
τραπεζών, έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων, επεξεργασία ανορθωτικού προγράμματος
για αύξηση της απασχόλησης και δικαιότερη κατανομή εισοδήματος. Ριζική
εξυγίανση δημόσιων οικονομικών με αύξηση εσόδων και δικαιότερος επιμερισμός των
φορολογικών βαρών. Πολιτική δαπανών με αναπτυξιακά, κοινωνικά και
περιβαλλοντικά κριτήρια. Στήριξη αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων,
ενίσχυση κοινωνικών δαπανών, ειδικά προγράμματα στήριξης οικογενειακής γεωργίας
και μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων. Δημιουργία θεσμών λαϊκού ελέγχου και συμμετοχής
των εργαζόμενων στα βασικά κέντρα των λήψης αποφάσεων, κά.
Οι
παραπάνω άξονες αμφισβητούν τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και είναι
αφετηρία προωθημένων μετασχηματισμών με ορίζοντα μια ανώτερη κοινωνία. Οι εφαρμογή τους δεν αποτελεί
«περίπατος», ενέχει δυσκολίες και «πιέσεις», δίνουν ωστόσο ελπιδοφόρα
προοπτική, για ανάκαμψη σε 1-1,5 χρόνια, έναντι του δρόμου της διαχρονικής
λιτότητας, της παραγωγικής παρακμής, της υψηλής ανεργίας, της φτωχοποίησης του
λαού και απώλεια της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Δεν έχουν αποκλειστικά
εθνοκεντρικό προσανατολισμό, αλλά στο σύνολο τους μπορούν να εφαρμοστούν σε
υπερεθνικό επίπεδο, στα πλαίσια μιας αληθινά δημοκρατικής ένωσης χωρών και λαών
ομοσπονδιακού χαρακτήρα τόσο σε πολιτικό όσο και οικονομικό επίπεδο. Οι συγκεκριμένοι άξονες εναλλακτικής πρότασης
αποτελούν την «κόκκινη γραμμή» για μια ελπιδοφόρα προοπτική της ελληνικής
κοινωνίας και δεν μπορούν να τεθούν υπό την «αίρεση» της παραμονής ή μη στο
πλαίσιο της ευρωζώνης. Στο βαθμό που το συγκεκριμένο πλαίσιο θέτει (και όπως
είναι σήμερα θέτει) ουσιαστικά εμπόδια σε αυτήν την προοπτική, η υπέρβαση του
αποτελεί αδήριτη ανάγκη.
*Δημοσιεύθηκε στο ειδικό ένθετο του «ΕΠΕΝΔΥΤΗ» (18.1.2013) με
γενικό τίτλο: «ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΤΗΣ ΜΕΡΚΕΛ»
[1]. Κάθε χώρα που επιθυμούσε την ένταξη στο ενιαίο
νόμισμα, έπρεπε να πληροί τα λεγόμενα «κριτήρια σύγκλισης» της Συνθήκης του
Μάαστριχτ τα οποία αφορούσαν: Πρώτον,
οι «ισοτιμίες του νομίσματος» κάθε χώρας έπρεπε να παραμείνουν μέσα στη ζώνη
που ορίζει ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) για δύο τουλάχιστον
χρόνια. Δεύτερον, τα
«μακροπρόθεσμα επιτόκια» δεν μπορούσαν να ξεπερνούν περισσότερο από δύο
ποσοστιαίες μονάδες τα επιτόκια των τριών πιο αποδοτικών κρατών μελών. Τρίτον, ο «πληθωρισμός» έπρεπε να
είναι κάτω από μια τιμή αναφοράς (μέσα σε 3 χρόνια οι τιμές δεν έπρεπε να ήταν
περισσότερο από 1,5% των αντίστοιχων του πιο αποδοτικού κράτους μέλους). Τέταρτον, το «δημόσιο χρέος» έπρεπε να
είναι μικρότερο από το 60% του ΑΕΠ ή να βαίνει προς αυτόν το στόχο (δηλαδή αν
ήταν μεγαλύτερο έπρεπε να έχει πτωτική τάση και να τείνει προς αυτό). Και πέμπτον, «τα ελλείμματα» του κρατικού
προϋπολογισμού της υπό ένταξη χώρας, να είναι μικρότερα από 3% του ΑΕΠ.
[2]. Από αρχές Ιανουαρίου 1999, έντεκα χώρες
υιοθέτησαν το ευρώ (Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ισπανία,
Ιταλία, Κάτω Χώρες (Ολλανδία), Λουξεμβούργο, Πορτογαλία και Φινλανδία). Η
Ελλάδα εισήλθε στις αρχές 2001, ενώ η Κύπρος και Μάλτα το 2004, η Σλοβενία το
2007, η Σλοβακία το 2009 και η Εσθονία το 2010 (;).
[3]. Από πολλούς αναλυτές των ευρωπαϊκών εξελίξεων
και κοινοτικούς παράγοντες έχει εκφραστεί η άποψη ότι η Ελλάδα και άλλες χώρες
δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις ένταξης στο «ενιαίο νόμισμα». (Αναλυτικότερα βλ. Johan Van
Overtveldt, “The end of the Euro, The Uneasy Future of the European Union”,
Chicago 2011, p.205)
[4]. Αναλυτικότερα βλ. Τρύφωνας Κωστόπουλος, «Τοπική
Κοινωνία και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση», εκδ. «Παπαζήσης», Αθήνα, 2010, σελ. 273-290
[5]. Σύμφωνα με στοιχεία της «Τράπεζας Διεθνών
Διακανονισμών» (BIS), ενώ το 2010 το παγκόσμιο ΑΕΠ ήταν 62 τρις δολ., η αξία
των παντός είδους «χρηματοπιστωτικών» παραγώγων» ανήλθε σε 1.062 τρις δολάρια,
δηλαδή 16 φορές μεγαλύτερη αποκαλύπτοντας το μέγεθος της διόρθωσης που έπρεπε
να γίνει μέσω της κρίσης.
[6]. Ο Γιούρκεν Χάμπερμας σε πρόσφατο βιβλίο του «Για
ένα Σύνταγμα της Ευρώπης», μιλάει για «κατασκευαστικό λάθος» της ευρωζώνης,
τονίζοντας ότι κινδυνεύει να καταρρεύσει διότι τα θεμέλια της αποδείχτηκαν
σαθρά. «Καθημερινή», 16.9.12
[7]. Η Γερμανία προκειμένου να μειώσει την
ανταγωνιστικότητα του χαμηλού εργατικού κόστους των «περιφερειακών» οικονομιών,
με την είσοδο στην ευρωζώνη εφάρμοσε πολιτική «παγώματος» μισθών. Έτσι παρά τα
«πλεονάσματα» της Γερμανίας, οι γερμανοί εργαζόμενοι δεν είχαν κανένα όφελος.
[8]. Τα αυξανόμενα εμπορικά ελλείμματα
«περιφερειακών» οικονομιών (Ισπανίας, Πορτογαλίας, Ελλάδας, κά), έγιναν βασική
αιτία υπερβολικής αύξησης του δανεισμού, (δημόσιου και ιδιωτικού) την τελευταία
δεκαετία. Σύμφωνα με έκθεση του «Research on Money and Finance» (παρουσιάστηκε
στην Ελλάδα 15.9.10 από τον καθηγητή Κ.Λαπαβίτσα, κά), το συνολικό χρέος της Ισπανίας
(δημόσιο και ιδιωτικό) ανήλθε το 2009 σε 5.315 δις € (ή 506% του ΑΕΠ), της
Πορτογαλίας 783 δις € (ή 479% του ΑΕΠ) και της Ελλάδας 703 δις € (ή 296% του
ΑΕΠ).
[9]. Σχετικά με τη θεσμική αρχιτεκτονική της
ευρωζώνης βλ. Γ.Αργείτης, «Χρεοκοπία και οικονομική κρίση», εκδ. «Αλεξάνδρεια»,
Αθήνα, 2012, σελ.79-85
[10]. Για την «ανακύκλωση των πλεονασμάτων» βλ.
Γ.Βαρουφάκης, «Παγκόσμιος Μινώταυρος. Οι πραγματικές αιτίες της κρίσης», εκδ.
«Λιβάνη», Αθήνα 2011, σελ. 220-223 και 396-402.
[12]. Το συμβούλιο οικονομικών υπουργών της EE
(Ecofin) αποφάσισε (13.12.12) μετά από συμβιβασμό Γερμανίας και Γαλλίας, τη
σύσταση ενιαίου μηχανισμού εποπτείας των ευρωπαϊκών τραπεζών υπό την εποπτεία
της ΕΚΤ, από 1ης Μαρτίου 2014. Η άμεση εποπτεία θα αφορά 200 μεγάλες
τράπεζες (με ενεργητικό πάνω από 30 δις €), ενώ στις υπόλοιπες την εποπτεία θα
έχουν οι εθνικές αρχές με δικαίωμα παρέμβασης από την ΕΚΤ όταν το κρίνει
αναγκαίο. «Ναυτεμπορική», 14.12.12
[13]. Το σύνολο των κονδυλίων στήριξης του EMS/EFSF
δεν ξεπερνά τα 700 δις € τα οποία μπορεί να επαρκούν για στήριξη μικρών
οικονομιών όχι όμως μεγάλων, όπως η Ιταλία και Ισπανία που το χρέος τους
ανέρχεται περίπου σε 2 τρις και 900 δις € αντίστοιχα.
[14]. Για αναλυτικότερη παρουσίαση, βλέπε δύο κείμενα.
Το πρώτο, αφορά τη «Δήλωση
των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ» (Statement by the Euro
Area Heads of States or Government», «European Council», Brussels, 9 December
2011) και το δεύτερο, τα
«Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής» (Conclusions of European Summit, EUCO
139/11, Brussels, 9 December 2011).
[15]. Ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιθ,
μιλώντας στο γερμανικό κανάλι ARD, απέδωσε τις αιτίες της κρίσης της ευρωζώνης
στην πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης και ζήτησε «μερική αμοιβαιοποίηση του
ευρωπαϊκού χρέους», κά. («Τα Νέα», 9.8.12)
[18]. Αναλυτικότερα βλ. Τρύφωνας Κωστόπουλος, «Τοπική
Κοινωνία και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση», εκδ. «Παπαζήσης», Αθήνα, 2010, σελ σελ.23.
[20]. Αναλυτικότερα βλ. Γ.Τόλιος, «Κρίση, απεχθές
χρέος και αθέτηση πληρωμών. PSI, νέο Μνημόνιο και εναλλακτική στρατηγική», εκδ.
«Τόπος», Αθήνα 2012, κεφ. 7 (ηλεκτρονική έκδοση. Για προμήθεια στα ελληνικά: http://www.readpoint.com/book.aspx?id=521494,
και στα αγγλικά: http://www.readpoint.com/book.aspx?id=523687)
Κυριακή
20 Ιανουαρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου