του Σταύρου Δ. Μαυρουδέα
Πανεπιστήμιο
Μακεδονίας, Τμήμα Οικονομικών
Ι. Ιμπεριαλισμός και
«παγκοσμιοποίηση»
Η
εισβολή στο Ιράκ έφερε, με τον πιο τραγικό τρόπο, ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα
του ιμπεριαλισμού. Προηγουμένως, το ζήτημα αυτό είχε – από πολλές πλευρές και
ιδιαίτερα τους ορθόδοξους αλλά και ριζοσπάστες οπαδούς της θεωρίας της
παγκοσμιοποίησης – επιχειρηθεί να εξοβελισθεί ως ξεπερασμένο από την ιστορική εξέλιξη.
Αξίζει κανείς να θυμηθεί το κλίμα των σχετικών συζητήσεων στην περίοδο της
διάλυσης και του πολέμου στην Γιουγκοσλαβία. Τότε, από πολλές πλευρές όλου του
πολιτικού και του θεωρητικού φάσματος, είχε υποστηριχθεί ότι η γιουγκοσλαβική
κρίση ήταν αποτέλεσμα εσωτερικών αντιθέσεων και ιδιαίτερα της περίπου αυτοφυούς
ανάδυσης τοπικών εθνικισμών και δεν έπαιζαν κανένα ρόλο ξένες μεγάλες δυνάμεις.
Στις πιο φαιδρές εκδοχές μάλιστα αυτής της προσέγγισης περίπου υποστηριζόταν
ότι οι ξένες δυνάμεις ενεπλάκησαν ακουσίως[1]. Είναι σαφές ότι η αμερικανική
εισβολή στο Ιράκ έπληξε σοβαρά όλες αυτές τις αντιλήψεις με τον ρητό αλλά και
ταυτόχρονα ειρωνικό τρόπο που σοβαρά ιστορικά γεγονότα απαξιώνουν περίπου εν
ριπή οφθαλμού μέχρι πρότινος κραταιές θεωρίες.
Αυτή
η ευπρόσδεκτη «επιστροφή» της θεωρίας του ιμπεριαλισμού έχει, σε μεγάλο βαθμό,
βασισθεί στο επίπεδο των εμπειρικών πεποιθήσεων. Δηλαδή αποδείχθηκε έμπρακτα –
για άλλη μία φορά στην ιστορία – ότι στις διάφορες εθνικές και διεθνείς
συγκρούσεις που ανέκυψαν στα τέλη του 20ου αιώνα και μετέπειτα υπάρχει και
είναι σημαντικός ο ρόλος του «ξένου παράγοντα», δηλαδή «μεγάλων δυνάμεων» που
πυροδοτούν, εκμεταλλεύονται ή/και επεμβαίνουν στις συγκρούσεις αυτές. Και
φυσικά, διαψεύσθηκε οικτρά η αντίθετη εμπειρική πεποίθηση, δηλαδή ότι οι
«μεγάλες δυνάμεις» είτε συνεργάζονται, είτε έχουν ενοποιηθεί σε ένα ενιαίο
«αυτοκρατορικό γαλαξία» χωρίς συγκεκριμένη εδαφική βάση και δεν εμπλέκονται
πλέον σε περιφερειακές συγκρούσεις και άλλες παρόμοιες μικρότητες.
Είναι
όμως επίσης αναγκαίο αυτή η «επιστροφή» να συνοδευθεί με μία συστηματική μελέτη
και ανάπτυξη της θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Φυσικά κάθε θεωρία ξεκινά από
εμπειρικές πεποιθήσεις – δηλαδή προ-θεωρητικές διαγνώσεις των βασικών σημείων
μίας συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας – και επάνω σε αυτές συγκροτεί την
ανάλυσή της. Όμως είναι το θεωρητικό οικοδόμημα αυτό καθ’ εαυτό και η
μακροχρόνια ερμηνευτική ικανότητα της πραγματικότητας που επιδεικνύει που εν
τέλει το κρίνουν.
Το
κεντρικό επιχείρημα των αντίπαλων της θεωρίας του ιμπεριαλισμού – εκτός εκείνων
που παραδοσιακά την απέρριπταν – είναι ότι ο ιμπεριαλισμός είναι χαρακτηριστικό
της προηγούμενης ιστορικής περιόδου. Υποστηρίζεται ότι σήμερα διάγουμε μία νέα,
εντελώς διαφορετική ιστορική περίοδο όπου η έννοια του ιμπεριαλισμού έχει
περιπέσει σε αχρηστία καθώς η «παγκοσμιοποίηση» έχει ενιαιοποιήσει τον κόσμο
και έχει εξαλείψει τις βάσεις δημιουργίας αντιπαλοτήτων μεταξύ κρατών, μπλοκ
κρατών κλπ. Η συνεργασία είναι αυτή που κυριαρχεί ενώ οι συγκρούσεις είναι πολύ
πιο υποδόριες και ελεγχόμενες. Συνεπώς η αυτοκρατορία (Hardt & Negri
(2000)) ή ο μετα-ιμπεριαλισμός (Hayne (1999)) αντικαθιστούν τον ιμπεριαλισμό.
Κοινή
βάση όλων αυτών των απόψεων είναι η θεωρία της παγκοσμιοποίησης ενώ στο
μεθοδολογικό επίπεδο υπάρχουν – σε πολλές από αυτές (π.χ. στην αυτοκρατορία του
Negri αλλά και στον μετα-ιμπεριαλισμό) – εμφανείς επιδράσεις του
μετα-μοντερνισμού. Σε αναλυτικό επίπεδο όλες αυτές οι θεωρίες είναι ουσιαστικά
αναδιατυπώσεις της τραγικά διαψευσμένης από τον Α΄ Παγκ. Πόλεμο θεωρίας του Kautsky
(1914) περί υπεριμπεριαλισμού (και της αντίστοιχης του Hobson (1902) περί
διιμπεριαλισμού).
Η
θεωρία της παγκοσμιοποίησης αποτελεί ένα ισχυρό κυρίαρχο ιδεολόγημα σήμερα το
οποίο, δυστυχώς, έχει σοβαρές επιδράσεις και σε ριζοσπαστικές απόψεις. Το ιδεολόγημα
αυτό έχει αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο σήμερα για το καπιταλιστικό σύστημα
καθώς αποδιαρθρώνει τη λογική κάθε αντίστασης στις καπιταλιστικές
αναδιαρθρώσεις (καθώς αυτή έχει αντικειμενικά εθνική βάση όσο και εάν
απαιτείται να αποκτά διεθνιστικό χαρακτήρα) και παράγει μία εύκολη
«αντιπολίτευση του βασιλέως» με την μορφή υποτιθέμενα αντικαπιταλιστικών
υπερεθνικών ουτοπιών.
Σήμερα
βέβαια η θέση περί «παγκοσμιοποίησης» αμφισβητείται σοβαρά ακόμη και σε
ορθόδοξους κύκλους[2]. Έχει δειχθεί πειστικά ότι η «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι
(α) ούτε καινοφανής, (β) ούτε μη-αναστρέψιμη και, (γ) σε καμία περίπτωση δεν
αναιρεί την κεντρικότητα του εθνικού κράτους και της οικονομίας του.
Όσον
αφορά την υποτιθέμενη πρωτοτυπία και μοναδικότητα της πεντηκονταετίας 1950-2000
έχει δειχθεί ότι δεν αποτελεί κάτι εξαιρετικό συγκρινόμενη με την περίοδο
1850-1914 σε ότι αφορά τις ροές εμπορευμάτων, επενδύσεων κεφαλαίου και
εργατικής μετανάστευσης. Σε αυτή την δεύτερη περίοδο όλες αυτές οι
διασυνοριακές ροές ήταν συγκρίσιμες ή ακόμη και μεγαλύτερες από ότι στην πρώτη
περίοδο. Ακόμη και το επιχείρημα ότι η σημερινή εκδοχή της «παγκοσμιοποίησης»
είναι πρωτότυπη γιατί χαρακτηρίζεται από μία πρωτοφανή απελευθέρωση των
χρηματο-οικονομικών ροών – όπως για παράδειγμα επιπόλαια υποστηρίζουν διάφορες
θεωρίες περί «καπιταλισμού – καζίνο» – έχει επίσης αμφισβητηθεί πειστικά[3].
Όσον
αφορά την μη-αναστρεψιμότητα της «παγκοσμιοποίησης» είναι επίσης γνωστό ακόμη
και σε επιπόλαιους γνώστες της ιστορίας ότι η προηγούμενη περίοδος αυξημένης
απελευθέρωσης και ανόδου των διεθνών κεφαλαιακών ροών τερματίστηκε δραματικά
στις αρχές του 20ου αιώνα με την όξυνση των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών
και την επαναφορά προστατευτικών πολιτικών που συνοδεύθηκαν με την έκρηξη δύο
παγκοσμίων πολέμων – αλλά και αρκετών τοπικών επίσης.
Τέλος,
όσον αφορά την εξάλειψη της σημασίας του εθνικού κράτους και της οικονομίας του
έχει επίσης δειχθεί ότι τόσο στην περίοδο 1850-1914 όσο και σήμερα δεν ισχύει
(βλέπε Hirst & Thompson (1999)). Μάλιστα, ακόμη και στην σημαντική περίπτωση
των σημερινών πολυεθνικών εταιρειών (και φυσικά στην περίπτωση των προπατόρων
τους του 19ου αιώνα) υπάρχει πάντα εθνική βάση συσσώρευσης αλλά και πολιτικής
στήριξης (βλέπε Hirst & Thompson (1999), σ.80-96).
Με
αυτή την έννοια αντί της «παγκοσμιοποίησης» είναι ορθότερο να αναφέρεται κανείς
σε περιόδους αυξημένης διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Αυτό διαψεύδει διάφορες
αιθεροβάμονες ριζοσπαστικές απόψεις που θεωρούν ότι ο καπιταλισμός – ένα
σύστημα που γεννήθηκε με βάση τα εθνικά κράτη – θα εξαλείψει μόνος του τους
εθνικούς διαχωρισμούς (και τις πολεμικές συγκρούσεις που τους συνοδεύουν) και θα προκύψει μία «καθαρή» ταξική
αντιπαράθεση σε παγκόσμιο επίπεδο που δεν θα περιπλέκεται από τα όντως ακανθώδη
εθνικά ζητήματα. Όπως εύστοχα είχε επισημάνει ο Bukharin (1976), το
καπιταλιστικό σύστημα διαπερνάται από μία οργανική αντίφαση μεταξύ της τάσης
διεθνοποίησης και της τάσης εθνικοποίησης του κεφαλαίου– δηλαδή της αύξησης της
διεθνούς αλληλεξάρτησης της παγκόσμιας οικονομίας και της διαίρεσης της
τελευταίας σε εθνικά μπλοκ – την οποία δεν πρόκειται ποτέ να επιλύσει. Έτσι
περίοδοι αυξημένης διεθνοποίησης του κεφαλαίου (με ενδεχομένως ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά η κάθε μία) διαδέχονται περιόδους επιστροφής στις εθνικές βάσεις
και διαίρεσης σε κλειστά αντίπαλα μπλοκ.
Τέλος,
υπάρχει άλλο ένα σημαντικό συναφές ζήτημα που αποσταθεροποιεί επίσης κρίσιμες
πλευρές της θέσης περί παγκοσμιοποίησης. Έχει υποστηριχθεί ότι η απελευθέρωση
των διεθνών κεφαλαιακών ροών – και η αντίστοιχη της εργασίας – θα ευνοήσουν την
ανάπτυξη των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών και εν τέλει θα οδηγήσουν στην
σύγκλιση των επιπέδων ανάπτυξης των ανεπτυγμένων και των λιγότερο ανεπτυγμένων
οικονομιών. Με τον τρόπο αυτό πράγματι ο πλανήτης μας θα γίνει ένα «ενιαίο
παγκόσμιο χωριό». Όμως, τόσο στην προηγούμενη περίοδο αυξημένης διεθνοποίησης
του κεφαλαίου όσο και στην σημερινή διαψεύσθηκε οικτρά αυτή η ορθόδοξη
πεποίθηση περί σύγκλισης. Αντιθέτως επιβεβαιώθηκε για πολλοστή φορά η θέση του
Lenin για την ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ των διαφορετικών εθνικών οικονομιών. Η
αυξημένη διεθνοποίηση όχι μόνο δεν μειώνει το χάσμα αναπτυγμένων και λιγότερο
ανεπτυγμένων οικονομιών αλλά αντιθέτως το αυξάνει καθώς κατά κανόνα λειτουργεί
προς όφελος των πρώτων (π.χ. βλέπε Nayar (2006), σ.151 και 154). Όπως εύστοχα
έχει δείξει η μαρξιστική προβληματική για τον ιμπεριαλισμό – και αντίθετα με
τις νεοκλασσικές δοξασίες αλλά και κάποια ριζοσπαστικά «ανεστραμμένα είδωλα»
τους – οι διεθνείς κινήσεις του κεφαλαίου ξεκινούν από την ύπαρξη διαφορετικών
επιπέδων ανάπτυξης, αποσκοπούν στην εκμετάλλευση τους και εν τέλει τα
αναπαράγουν σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό[4]. Στην βάση αυτών των διαφορών
γεννιούνται οι διεθνείς κινήσεις του κεφαλαίου και οι συνακόλουθοι
ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί που κάθε άλλο παρά κάνουν τον κόσμο μας ένα ενιαίο,
αγαπημένο πλανητικό χωριό.
Η
απόρριψη της θεωρίας της παγκοσμιοποίησης αποδεικνύει την συνεχιζόμενη
επικαιρότητα της θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Όμως το πιο βασικό καθήκον
παραμένει, δηλαδή η περαιτέρω ανάπτυξη αυτής της θεωρίας. Σε αυτό στοχεύει να
συνεισφέρει η εργασία αυτή. Στο επόμενο τμήμα θα δειχθεί συνοπτικά πως
γεννήθηκε η θεωρία του ιμπεριαλισμού και ιδιαίτερα η μαρξιστική και ποιες
υπήρξαν μέχρι σήμερα οι βασικές συζητήσεις στο εσωτερικό της. Ιδιαίτερα
τονίζεται η συμβολή του Lenin (1975, 1977,1987) στην συγκρότηση του κεντρικού
πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Στο τελευταίο τμήμα
προτείνεται μία αναδιατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού, στην
βάση του λενινιστικού πυρήνα της, που παίρνει υπ’ όψη νεότερες ιστορικές έρευνες
για το παρελθόν του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και σύγχρονες εξελίξεις.
ΙΙ. Η ιστορική εποχή και η
πορεία συγκρότησης της μαρξιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό
Η
συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα σε μία κρίσιμη
φάση του καπιταλιστικού συστήματος. Στους δύο προηγούμενους αιώνες το
καπιταλιστικό σύστημα είχε εγκαθιδρυθεί στη Δύση (όπως επίσης και στην
Ιαπωνία), είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλο τον κόσμο (αξιοποιώντας συνήθως στοιχεία
προηγούμενων κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων), είχε γνωρίσει ήδη την πρώτη
«χρυσή εποχή του» (δηλαδή μία μακρόχρονη περίοδο υψηλής και σχετικά απρόσκοπτης
κερδοφορίας και καπιταλιστικής συσσώρευσης, τον 19οαιώνα) καθώς και μία μεγάλη
περίοδο έντονης διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Από τα μέσα όμως του 19ου αιώνα
και ιδιαίτερα στο τελευταίο τρίτο του το καπιταλιστικό σύστημα μπήκε στην
πρώτη, βαθειά, δομική και επίσης σχετικά παγκόσμια (τουλάχιστον όσον αφορά τις
επιπτώσεις της) κρίση του. Η πτώση της κερδοφορίας και οι επιπτώσεις της στην
καπιταλιστική συσσώρευση οδήγησαν σε όξυνση του ανταγωνισμού η οποία
μεταφέρθηκε και στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Η όξυνση του διεθνούς
ανταγωνισμού δεν πήρε φυσικά μόνο την μορφή του ανταγωνισμού μέσω των τιμών των
εμπορευμάτων αλλά πάνω απ’ όλα την διεκδίκηση «στρατηγικών όρων» ανώτερης
κερδοφορίας και συσσώρευσης, δηλαδή τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών, αγορών
και γενικότερα οικονομικών χώρων και φυσικά τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών από
αυτούς. Στις συγκρούσεις αυτές τα διάφορα εθνικά (ακόμη και πολυεθνικά)
κεφάλαια σχεδόν από την αρχή συνεπικουρήθηκαν από τα κράτη τους (κατά κανόνα)
με αποτέλεσμα οι οικονομικές συγκρούσεις σύντομα να εξελιχθούν σε πολιτικές –
και μετέπειτα στρατιωτικές – συγκρούσεις (καθώς είναι πάντα επίκαιρη η ρήση του
Κλαούζεβιτς, που εύστοχα επικρότησε ο Lenin, ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχεια
της πολιτικής {και της οικονομίας θα μπορούσε να προσθέσει κανείς] με άλλα
μέσα»).
Οι
εξελίξεις αυτές ανέτρεψαν μία εδραία πεποίθηση του κλασικού φιλελευθερισμού,
ότι δηλαδή ο καπιταλισμός – σε αντίθεση με το βίαιο και πολεμοχαρές παρελθόν
των προηγούμενων κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων – δεν έχει ανάγκη τον πόλεμο
αλλά την ειρήνη, καθώς ο πρώτος αποθαρρύνει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Αυτό συνοδευόταν με την θέση ότι η καπιταλιστική κερδοφορία ευνοείται
αποκλειστικά και μόνο από το ελεύθερο εμπόριο – αγνοώντας ότι τα πρώτα κρίσιμα
βήματα του το καπιταλιστικό σύστημα (τόσο στο εμπόριο όσο και στην βιομηχανία)
τα έκανε κάτω από τις φτερούγες του εμποροκρατικού προστατευτισμού.
Η
επιστροφή του προστατευτισμού, του αγώνα δρόμου για τον έλεγχο γεωγραφικών
περιοχών και η όξυνση των συναφών πολιτικο-στρατιωτικών συγκρούσεων οδήγησε
στις πρώτες προβληματικές περί ιμπεριαλισμού οι οποίες γεννήθηκαν σαν
ετερόδοξες αστικές θεωρίες. Η πρώτη συγκροτημένη εκδοχή είναι αυτή του Άγγλου
Φαβιανού J.Hobson (1902), που συνέδεσε τον ιμπεριαλισμό με την οικονομική κρίση
του καπιταλισμού (την οποία απέδωσε στην υποκατανάλωση) και υποστήριξε ότι
φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις του συστήματος (όπως η εργατική εκπροσώπηση στο
κοινοβούλιο και ο ελεύθερος συνδικαλισμός) θα ενισχύσουν την αγοραστική δύναμη
της εργατικής τάξης και συνεπώς θα επιλυθεί το πρόβλημα της υποκατανάλωσης.
Επομένως δεν θα υπάρχει λόγος οικονομικής εξόδου στο εξωτερικό και
πολιτικο-στρατιωτικών συγκρούσεων για να την υποστηρίξουν. Ακολούθησαν άλλες
θεωρίες – συχνά στα πλαίσια αυτού που ονομάσθηκε αντι-ιμπεριαλιστικός
φιλελευθερισμός – μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει αυτή του Schumpeter (1919), η
οποία αποδίδει τον ιμπεριαλισμό σε προ-καπιταλιστικά κατάλοιπα. Σύντομα όμως
είναι το εργατικό κίνημα και το σοσιαλιστικό ρεύμα αυτό που παίρνει την
πρωτοκαθεδρία στις συζητήσεις – αλλά και στην κοινωνική και πολιτική δράση –
σχετικά με τον ιμπεριαλισμό. Αυτό δεν ήταν καθόλου παράξενο καθώς, σε μεγάλο
βαθμό, οι αστικές θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό απηχούσαν την παλιά ορθοδοξία
του συστήματος η οποία όμως είχε πλέον περιπέσει σε αχρηστία καθώς οι «νέοι
καιροί» του συστήματος απαιτούσαν άλλες θεωρίες και άλλα εργαλεία πολιτικής.
Αντιθέτως, το εργατικό κίνημα είχε κάθε λόγο να συνδέσει την πάλη του με τον
αντι-ιμπεριαλισμό καθώς η όξυνση της εκμετάλλευσης συνδέεται άμεσα με την
όξυνση του ανταγωνισμού και τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και καθώς
επίσης είναι οι εργάτες που προμηθεύουν το απαραίτητο «κρέας για τα κανόνια».
Στην βάση αυτή αναπτύχθηκε η κλασική μαρξιστική συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό
στην περίοδο πριν και μετά τον Α’ Παγκ.Πόλεμο.
Το
πρώτο σημαντικό έργο στα πλαίσια της μαρξιστικής παράδοσης ήταν το
«Χρηματιστικό Κεφάλαιο» του R.Hilferding (που άρχισε να γράφεται το 1905 στην
Βιέννη, αλλά ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε το 1910 στην Γερμανία). Βέβαια, πρέπει
να τονιστεί ότι ο ίδιος ο Hilferding δεν χρησιμοποιούσε στο βιβλίο του τον όρο
«ιμπεριαλισμός» αλλά αναφέρεται σε «σύγχρονη προστατευτική πολιτική», «σύγχρονη
αποικιακή πολιτική» ή «εξωτερική πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου». Ο όρος
«ιμπεριαλισμός» εμφανίζεται στο τελευταίο μέρος (Μέρος V). Όταν όμως τελείωνε
την μελέτη του ο όρος αυτός είχε γίνει το επίκεντρο των συζητήσεων. Άρρητα, ο
Hilferding θεωρούσε ότι ο καπιταλισμός είχε μπει σε μία νέα εποχή, αυτή των
μονοπωλίων, που ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή που έζησε και μελέτησε ο
Marx. Ουσιαστικά – αλλά χωρίς να δηλώνεται πουθενά ρητά – στόχος του ήταν να
γράψει το «Κεφάλαιο» αυτής της νέας εποχής που θεωρούσε ότι σηματοδοτούσε το
χρηματιστικό κεφάλαιο. Συνοπτικά, υποστήριζε ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
του νέου αυτού προσώπου του καπιταλισμού ήταν ότι οι τάσεις συγκέντρωσης και
συγκεντροποίησης οδηγούν στον σχηματισμό και την κυριαρχία των μονοπωλίων[5],
με συνεπακόλουθο την κατάργηση του ελεύθερου ανταγωνισμού[6]. Η κυριαρχία αυτή
βασίζεται στην συγχώνευση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο, υπό την
κυριαρχία του πρώτου. Το προϊόν αυτής της σύμφυσης είναι το χρηματιστικό
κεφάλαιο. Η μονοπωλιοποίηση της εσωτερικής αγοράς λειτουργεί ως «τροχοπέδη της
παραγωγικότητας» (Hilferding (1981), σ.314) και οδηγεί στον περιορισμό της
δυνατότητας επέκτασης της παραγωγής μέσα σε ορισμένα όρια. Ο περιορισμός των
σφαιρών τοποθέτησης του κεφαλαίου οδηγεί στις εξαγωγές κεφαλαίου και οι
βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες μετατρέπονται σε διεθνείς τραπεζίτες.
Επιπλέον οι εξαγωγές κεφαλαίων ενισχύονται από την προστατευτική πολιτική των
υψηλών δασμών που επιβάλλονται από τα μονοπώλια. Έτσι, ο ρόλος του προστατευτισμού
μετασχηματίζεται ριζικά και από αμυντικό μέσο εναντίον της εισόδου στην εγχώρια
αγορά ξένων κεφαλαίων γίνεται, επιπλέον, ένα μέσο κατάκτησης ξένων αγορών
εφόσον δίνει τεράστια πλεονεκτήματα στα εγχώρια κεφάλαια. Οι εξαγωγές
κεφαλαίων, συνεπικουρουμένων από τα κράτη τους, οδηγεί σε συγκρούσεις και
πόλεμους για νέα εδάφη και σφαίρες επιρροής.
Η
θεωρία του Hilferding είχε σημαντική απήχηση σε εχθρούς και φίλους από όλες τις
πτέρυγες της μαρξιστικής παράδοσης. Αυτή η απήχηση προέκυπτε από την αναλυτική
της συνοχή, την πρωτοτυπία της καθώς επίσης και το ότι η θέση περί
χρηματιστικού κεφαλαίου αντανακλούσε πιστά τα ιστορικά δεδομένα των
γερμανόφωνων χωρών και της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης[7]. Αγνοήθηκε έτσι
ότι η ανάλυση του έχει σοβαρές αδυναμίες και ελλείψεις. Ιδιαίτερα αγνοήθηκε ότι
η εμπειρική επιβεβαίωση της έννοιας του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι
εξαιρετικά αμφισβητίσημη καθώς δεν ίσχυε για τις αγγλοσαξωνικές χώρες, την
Γαλλία και το μεγαλύτερο τμήμα της Δύσης. Επίσης, μία σειρά άλλες αναλυτικές
αδυναμίες όπως η θεωρία κρίσης του (ένα ιδιόμορφο μίγμα κρίσης υποκατανάλωσης
και δυσαναλογίας), η αδυναμία συνεκτικής ερμηνείας του πως προκύπτει αυτό το
ανενεργό περίσσευμα κεφαλαίου καθώς και η λανθάνουσα αποδοχή του μίας
παραλλαγής της σημερινής νεοκλασικής θεωρίας περί σύγκλισης δεν επισημάνθηκαν
τουλάχιστον επαρκώς. Πάνω απ’ όλα δε αγνοήθηκε ότι με την θεωρία του περί
ανταγωνισμού ουσιαστικά θέτει στο περιθώριο την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας του
K.Marx.
Ο
Κ.Kautsky δεν είχε μία συστηματική καί ολοκληρωμένη θεωρία για τον
ιμπεριαλισμό. Δανειζόταν την ανάλυση του Hilferding, και μάλιστα με αρκετά
υποτιμητικό τρόπο, συχνά, περίπου διεκδικώντας την πατρότητα και την
αυθεντικότητα της. Υποστήριζε ότι η ιμπεριαλιστική πολιτική εκφράζει τα
συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων, αλλά βρίσκει
αντίθετες μερίδες του βιομηχανικού κεφαλαίου που εξακολουθούσαν να έχουν
συμφέρον την ειρήνη και το ελεύθερο εμπόριο. Έμεινε γνωστός για την εξαιρετικά
άστοχη θέση του περί υπερ-ιμπεριαλισμού, , σύμφωνα με την οποία οι μεγάλες
καπιταλιστικές δυνάμεις θα μπορούσαν να υπερπηδήσουν ειρηνικά τις μεταξύ τους
αντιθέσεις, να διαμοιράσουν τον κόσμο και να συμφωνήσουν στην συνεκμετάλλευση
του.
Η
επόμενη συνεισφορά που ξεχώρισε ήταν αυτή της R.Luxembourg, που είναι σήμερα
ευρέως γνωστή λόγω της συγγένειας της τόσο με πλευρές της κεϋνσιανής θεωρίας
όσο και με το νεότερο ρεύμα της Θεωρίας της Εξάρτησης των P.Sweezy και P.Baran
(1968). Παρόμοια με τον Hobson θεωρούσε ότι όλα ξεκινούσαν από την κρίση
υποκατανάλωσης που οργανικά διαπερνά τον καπιταλισμό καθώς το περιορισμένο
εισόδημα της εργατικής τάξης – μαζί με τις επενδυτικές και καταναλωτικές
δαπάνες των καπιταλιστών – αδυνατεί να καλύψει το σύνολο των παραγόμενων
προϊόντων. Συνεπώς χρειάζονται κάποια «τρίτα πρόσωπα» – ούτε εργάτες ούτε
καπιταλιστές – για να απορροφήσουν τα πλεονάζοντα εμπορεύματα αλλιώς προκύπτει
κρίση πραγματοποίησης. Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αυτές οι
ενδιάμεσες κοινωνικές τάξεις περιορίζονται δραστικά και συνεπώς απομένει κυρίως
η διέξοδος κάποιων άλλων μη-καπιταλιστικών χωρών. Συνεπώς, ο ιμπεριαλισμός για
την Luxembourg ήταν ο ανταγωνισμός των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών για
την επικυριαρχία σε υπανάπτυκτες μη-καπιταλιστικές χώρες ώστε να εξασφαλισθούν
διέξοδοι για την επιπλέον παραχθείσα αξία. Στον βαθμό που ο χώρος αυτός
συρρικνωνόταν ο καπιταλισμός αντικειμενικά όδευε προς την οικονομική του
κατάρρευση. Τα προβλήματα της θεωρίας της Luxembourg είναι ευρέως γνωστά, ξεκινώντας
από το πιο θεμελιακό, δηλαδή την θεωρία υποκατανάλωσης της. Όπως έδειξαν πολλοί
– πρώτος μεταξύ των οποίων ο Bukharin – τίποτα δεν αποκλείει η επιπλέον αξία να
καλυφθεί από τις αυξανόμενες δαπάνες των ίδιων των καπιταλιστών καθώς οι
τελευταίοι επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους.
Η
συνεισφορά που σφράγισε την μαρξιστική συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό είναι
αναμφίβολα αυτή του Lenin. Σίγουρα δεν χρήζει παρουσίασης. Αξίζει όμως να
τονισθούν ιδιαίτερα ορισμένες σημαντικές πλευρές της που συχνά διαφεύγουν της
προσοχής.
Πρώτον,
ο Lenin είναι ο πρώτος που συνδέει το ζήτημα του ιμπεριαλισμού με μία ρητή
θεωρία περιοδολόγησης του καπιταλισμού. Η αξία της περιοδολόγησης του
καπιταλισμού είναι γνωστή καθώς έτσι μπορεί μία γενική ανάλυση να
συγκεκριμενοποιηθεί περαιτέρω και φυσικά μία πολιτική στάση να αποκτήσει
συγκεκριμένους οδηγούς και σημεία προσανατολισμού. Ο Lenin συνδέει ρητά τον
ιμπεριαλισμό με το στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Μάλιστα παρόλο που στο
πιο γνωστό κείμενο του – για πολιτικούς λόγους όπως σαφώς φαίνεται και στο ίδιο
και στα «Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό» – δίνει τον τίτλο του σταδίου στον
ιμπεριαλισμό είναι ουσιαστικά ο προηγούμενος που τον κατέχει. Με αυτή την
έννοια ο ιμπεριαλισμός είναι ουσιαστικά η μορφή οργάνωσης του διεθνούς συστήματος
του καπιταλισμού στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Βέβαια η μεθοδολογία
και τα κριτήρια περιοδολόγησης του Lenin είναι εξαιρετικά αντιφατικά και έχουν
σημαντικά προβλήματα, όμως είναι ο πρώτος που εγκαινιάζει με σοβαρό τρόπο το
πεδίο αυτό.
Δεύτερον,
είναι ο πρώτος – μετά από κάποιες αρχικές αντιφάσεις – που ορίζει την
διαδικασία κρίσης που εν τέλει οδηγεί στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς όχι
σαν κρίση υποκατανάλωσης ή δυσαναλογίας αλλά σαν κρίση πτωτικής τάσης του
ποσοστού κέρδους λόγω ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Η προσέγγιση
αυτή – χωρίς να είναι εδώ αναγκαίο να ανοιχθεί η συζήτηση περί θεωρίας κρίσης –
είναι εκείνη που σήμερα συγκεντρώνει την μεγαλύτερη αναλυτική και εμπειρική
επιβεβαίωση.
Τρίτον,
ξεκαθαρίζει ότι η μονοπωλιοποίηση δεν καταργεί τον ανταγωνισμό αλλά γεννάται
από αυτόν και τον οξύνει. Αυτή η προσέγγιση, που είναι σήμερα εμπειρικά
δικαιωμένη, ήταν και αυτή που περιέγραψε ο Marx. Στην μαρξιστική παράδοση –
αλλά όχι, παραδείγματος χάριν, στον Hilferding – το μονοπώλιο αντί να αποκλείει
τον ανταγωνισμό παραπέμπει σε πιο έντονες και πολύπλοκες μορφές ανταγωνισμού.
Αντίθετα, στην αστική θεωρία το μονοπώλιο (ή το ολιγοπώλιο) παραπέμπουν στην
κατάργηση του ανταγωνισμού.
Τέταρτον,
είναι πάντα επίκαιρη και εύστοχη – και απουσιάζει από άλλες προσεγγίσεις – η
έμφαση που αποδίδει στην ανισόμερη ανάπτυξη και στις επιπτώσεις της στους
ενδοκαπιταλιστικούς και ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Πέμπτον,
είναι επίσης πάντα επίκαιρη και εύστοχη – και επίσης διακρίνει την προσέγγιση
του από τις υπόλοιπες – η έμφαση που αποδίδει όχι μόνο στην εξαγωγή
εμπορευμάτων αλλά και στην εξαγωγή κεφαλαίου. Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα
κρίσιμο καθώς η διεθνοποίηση των τριών βασικών μορφών του κεφαλαίου (εμπορικό,
χρηματικό, παραγωγικό) ακολούθησε σχετικά διαφορετικούς δρόμους και είχε
διαφορετική έκταση και συνέπειες σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Έτσι,
όπως δείχνουν νεότερες προβληματικές και έρευνες, στην φάση αυξημένης
διεθνοποίησης του πρώτου σταδίου του καπιταλιστικού συστήματος (που συνήθως
ονομάζεται στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού) ήταν το εμπορικό κεφάλαιο –
δηλαδή οι εξαγωγές εμπορευμάτων αυτό που κυριαρχούσε. Αντιθέτως, στην
αντίστοιχη φάση του σταδίου του μονοπωλιακού καπιταλισμού – στην οποία
αναφέρεται ο Lenin – ήταν το χρηματικό κεφάλαιο (σε άλλη ορολογία οι επενδύσεις
χαρτοφυλακίου και κυρίως με την μορφή του τραπεζικού δανεισμού) που έδιναν τον
τόνο. Τέλος, φαίνεται ότι από τα μέσα του 20ου αιώνα είναι το παραγωγικό
κεφάλαιο (σε άλλη ορολογία οι άμεσες ξένες επενδύσεις) – μέσω των πολυεθνικών
εταιρειών και όχι μόνο – που δίνει τον τόνο στις τάσεις διεθνοποίησης του
κεφαλαίου. Βέβαια ο Lenin όταν αναφέρεται στην εξαγωγή κεφαλαίου έχει υπ’ όψιν
του κυρίως τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου, που κυριαρχούσαν στην εποχή του.
Υπάρχουν
φυσικά και προβλήματα, αντιφάσεις και σφάλματα στην προσέγγιση του Lenin. Δύο
από αυτά αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα.
Πρώτον,
είναι εσφαλμένη η υιοθέτηση εκ μέρους του αυτούσιας της θέσης περί
χρηματιστικού κεφαλαίου του Hilferding με τα γνωστά προβλήματα που
προαναφέρθηκαν. Βέβαια, ο Lenin δείχνει σε διάφορα κείμενα ότι ήταν ενήμερος
των προβλημάτων αυτών (π.χ. Lenin (1977), τομ.32, διάλεξη «Πόλεμος και
Επανάσταση», επίσης στην συλλογή Lenin (1987), σ.122). Παρόλα αυτά διατηρεί την
αναφορά στην θέση αυτή.
Δεύτερον,
είναι παραπλανητική η αίσθηση που αποπνέουν – συνήθως για πολιτικούς λόγους –
τα κείμενα του ότι ο ιμπεριαλισμός αποτελεί το τελευταίο στάδιο του
καπιταλισμού. Γι’ αυτό έχει κατηγορηθεί από πολλούς (π.χ. Harvey (2004), σ.69).
Βέβαια, όπως αποδεικνύει μεταξύ άλλων ένα πρόσφατο «Σημείωμα των Εκδοτών» της
Monthly Review (2004), στην θεωρία του o Lenin κάθε άλλο παρά διακατέχεται από
μία τέτοια πεποίθηση. Ενδεικτικά, δείχνουν ότι ο Lenin αρχικά σχεδίαζε να δώσει
στο βιβλίο «Ιμπεριαλισμός» τον τίτλο «Τα Βασικά Χαρακτηριστικά του Σύγχρονου
Καπιταλισμού», ενώ στο χειρόγραφο του 1916 χρησιμοποίησε τον τίτλο
«Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού». Τελικά, το βιβλίο εκδόθηκε
το 1917 με τον τίτλο «Ιμπεριαλισμός, το πιο πρόσφατο στάδιο του καπιταλισμού».
Ήταν στην επανέκδοση του βιβλίου μετά τον θάνατο του που επαναφέρθηκε ο τίτλος
του χειρόγραφου. Όμως η αίσθηση που αποπνέουν πολλές πολιτικής σκοπιμότητας
διατυπώσεις βαραίνει άδικα την θεωρία του.
Μετά
την κλασική μαρξιστική συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό των αρχών του 20ου αιώνα
ακολούθησαν και άλλες συνεισφορές που δεν υπάρχει η δυνατότητα εδώ να
συζητηθούν. Όμως όλες σε μεγάλο βαθμό υστερούν σε βάθος και αναλυτική
στιβαρότητα σε σχέση με εκείνες τις πρώτες συνεισφορές. Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα
οι μετέπειτα συζητήσεις νόθευσαν ή τροποποίησαν εσφαλμένα βασικές πλευρές της
αρχικής συζήτησης.
ΙΙΙ. Για μία σύγχρονη
αναδιατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό
Μία
σύγχρονη αναδιατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό οφείλει να
βασισθεί στην προσέγγιση που αποτέλεσε το βάθρο της κλασικής συζήτησης και
ιδιαίτερα της προσέγγισης του Lenin. Ο ιμπεριαλισμός είναι πρώτα και κύρια
οικονομική διαδικασία από την οποία προκύπτουν πολιτικο-στρατιωτικές
διαδικασίες. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα καθώς – σαν αποτέλεσμα
εσφαλμένων απόψεων που κυριάρχησαν μετά την κλασική συζήτηση – πολλές φορές ο
ιμπεριαλισμός ταυτίζεται απλά και μόνο με την πολιτικο-στρατιωτική επέμβαση και
σύγκρουση. Η οικονομική αυτή διαδικασία – δηλαδή η εξαγωγή κεφαλαίων είτε με
όλες είτε με κάποιες από τις τρεις θεμελιακές μορφές του κεφαλαίου (δηλαδή η
εξαγωγή εμπορευμάτων, η εξαγωγή χρηματικού κεφαλαίου και η εξαγωγή παραγωγικών
δραστηριοτήτων) γεννιέται από τις – πολλές φορές ακόμη πρώιμες και λανθάνουσες –
κρισιακές τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Με αυτή την έννοια αποτελεί
ταυτόχρονα ένδειξη δύναμης και αδυναμίας[8]. Αυτή η οικονομική έξοδος στο
εξωτερικό οδηγεί σε σύγκρουση με άλλα κεφάλαια από άλλες χώρες που υιοθετούν
την ίδια κίνηση. Στην οικονομική αυτή σύγκρουση έρχεται να προστεθεί η πολιτική
συνεπικουρία των κρατών προέλευσης ή στήριξης των κεφαλαίων αυτών, γεγονός που
μετατρέπει την οικονομική σύγκρουση και σε πολιτική. Στα πλαίσια της
διαδικασίας αυτής συχνά διαμορφώνονται λιγότερο ή περισσότερο σταθερά και
μόνιμα μπλοκ κεφαλαίων και κρατών.
Η
κλασική συζήτηση επεσήμαινε επίσης ότι η ιμπεριαλιστική σύγκρουση είναι εν
τέλει σύγκρουση μεταξύ αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών καθώς αυτές ερίζουν
για επέκταση της γεωγραφικής κυριαρχίας του και δευτερευόντως σύγκρουση μεταξύ
ιμπεριαλιστικών χωρών και χωρών που υφίστανται την ιμπεριαλιστική
επιθετικότητα. Με βάση την ιστορική εμπειρία της περιόδου της κλασικής
συζήτησης αυτό έπαιρνε συνήθως την μορφή επέκτασης των ιμπεριαλιστικών χωρών σε
λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, σύγκρουση – μερικές φορές «δι’ αντιπροσώπων» –
με άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες στο έδαφος αυτό και τέλος την έκρηξη της
σύγκρουσης στο έδαφος των ίδιων των αναπτυγμένων ιμπεριαλιστικών χωρών. Αυτό
ήταν το κλασικό σενάριο στην περίοδο που οδήγησε στον Α΄ Παγκ.Πόλεμο.
Με
βάση τα παραπάνω, ο ιμπεριαλισμός μπορεί να ορισθεί ως η εξαγωγή από τις
ισχυρότερες καπιταλιστικές δυνάμεις των κρισιακών τάσεων στο εξωτερικό λόγω
αυξημένου εθνικού και διεθνούς ανταγωνισμού που οδηγεί σε διεκδίκηση σφαιρών
επιρροής – σε βάρος άλλων λιγότερο ισχυρών χωρών – που αποσκοπεί όμως εν τέλει
στην υπερίσχυση έναντι άλλων ισχυρών καπιταλιστικών δυνάμεων. Συνεπώς, οι
ενδο-ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί αποτελούν τον κινητήριο μοχλό όλης της
διαδικασίας. Η πολιτικο-στρατιωτική σύγκρουση (ανοικτή είτε συγκαλυμμένη) είναι
το αναγκαίο συνεπακόλουθο της διαδικασίας αυτής.
Με
αυτή την έννοια ο ιμπεριαλισμός δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του δευτέρου
σταδίου του καπιταλιστικού συστήματος – ή και κάποιου ενδεχόμενου διαδόχου του
– αλλά γενικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος. Δηλαδή ο
ιμπεριαλισμός αποτελεί τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του διεθνούς
συστήματος του καπιταλισμού. Επομένως, και στο πρώτο στάδιο του καπιταλισμού – αλλά
ακόμη και στο μεταβατικό προστάδιο της εμποροκρατίας – κυριαρχούν
ιμπεριαλιστικές σχέσεις. Οι αποικιακές αυτοκρατορίες, το εμπόριο σκλάβων και
ακόμη και η πειρατεία δεν αποτελούσαν κατάλοιπα κάποιων προηγούμενων
κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων αλλά είχαν μετασχηματισθεί και ενσωματωθεί
πλήρως σε διαδικασίες της «πρωταρχικής συσσώρευσης» του διεθνούς καπιταλιστικού
συστήματος[9]. Στο στάδιο αυτό κυριαρχεί η εξαγωγή εμπορικού
κεφαλαίου (δηλαδή εμπορευμάτων) αν και υπάρχουν επίσης και εξαγωγές χρηματικού
και παραγωγικού κεφαλαίου (και ακόμη και οι πρώτες πολυεθνικές εταιρείες,
ιδιαίτερα με την μορφή των διαφόρων Εταιρειών των Ινδιών κλπ.). Αντίστοιχα,
όπως προαναφέρθηκε, στο δεύτερο στάδιο του καπιταλισμού κυριαρχεί η εξαγωγή
χρηματικού κεφαλαίου. Τέλος, στην περίοδο από το τέλος του Β΄ Παγκ. Πολέμου και
μετά φαίνεται ότι κάτι αλλάζει καθώς τον τόνο δίνουν – με διάφορες διακυμάνσεις
– οι εξαγωγές παραγωγικού κεφαλαίου οι οποίες ενισχύονται μετά το 1945 και
κυριολεκτικά εκτινάσσονται μετά το 1990 (βλέπε στοιχεία UNCTAD, World Investment
Report, online database).
Στο
σημείο αυτό χρήζει ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός ότι στην περίοδο μετά τον Β΄
Παγκ. Πόλεμο ο μεγάλος όγκος των διεθνών κεφαλαιακών ροών είναι μεταξύ των
τριών αναπτυγμένων πόλων του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος (Β.Αμερική,
Δ.Ευρώπη, λεκάνη του Ειρηνικού) και ένα μικρότερο τμήμα μόνο κατευθύνεται προς
άλλες λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές. Αυτό έχει χρησιμοποιηθεί από ορισμένους
ως εμπειρική διάψευση της θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Χωρίς να πλατειάσει κανείς
επάνω στο σημαντικό αυτό ζήτημα, αξίζει να επισημανθεί ότι και στην περίοδο
1850-1914 δεν διέφεραν πάρα πολύ οι αναλογίες αυτές. Όμως όσον αφορά την
μεταπολεμική περίοδο σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει η διαμόρφωση τριών ευρύτερων
πόλων διεθνούς συσσώρευσης και οι συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ τους. Ένα
δεύτερο αξιοσημείωτο ζήτημα είναι η εμφάνιση τις τελευταίες δεκαετίες των
λεγόμενων «πολυεθνικών των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών».
Στην
ερμηνεία και των δύο αυτών ζητημάτων βοηθά η προσέγγιση του Lenin και ιδιαίτερα
η θέση του περί ιμπεριαλιστικής αλυσίδας όπου ακόμη και μεσαίοι ή χαμηλότεροι
κρίκοι της μπορούν να επιδοθούν σε ιμπεριαλιστικές δραστηριότητες σε βάρος
όμοιων ή κατώτερων τους. Με αυτή την έννοια η εξαγωγή κεφαλαίου ως διαδικασία
εκμετάλλευσης δεν λειτουργεί μόνο μεταξύ αναπτυγμένων και λιγότερο αναπτυγμένων
χωρών αλλά και μεταξύ των ίδιων των αναπτυγμένων χωρών. Γι’ αυτό άλλωστε η
εξαγορά μεγάλων επιχειρήσεων από άλλες ξένες αποκτά σχεδόν πάντα σοβαρές
πολιτικές διαστάσεις που παραμερίζουν ανενδοίαστα τα φληναφήματα περί ελεύθερου
ανταγωνισμού.
Υπάρχει τέλος μία
σημαντική ανοικτή συζήτηση σήμερα γύρω από τον προφανώς σημαντικό ρόλο του
χρηματο-πιστωτικού συστήματος στην ιμπεριαλιστική διαδικασία. Είναι προφανές επίσης ότι η έννοια του
χρηματιστικού κεφαλαίου, που ερμήνευε στην κλασική συζήτηση το πεδίο αυτό είναι
ανεπαρκής. Και
επίσης ότι χρήζουν ερμηνείας νέα φαινόμενα, όπως παραδείγματος χάριν η
περίπτωση μεγάλων παραγωγικών επιχειρήσεων (όπως η General Electric και η
General Motors) που όχι μόνο επιδίδονται σήμερα σε χρηματοπιστωτικές
δραστηριότητες αλλά που μάλιστα τα τελευταία χρόνια τα τμήματα τους αυτά
συμβάλλουν στην κερδοφορία τους περισσότερο από τα παραγωγικά τμήματα τους
(βλέπε Berman, Sender & McDonald (2005)).
Τέλος,
ένα μεγάλο ζήτημα είναι αυτό που ήταν στο επίκεντρο της προβληματικής του
Lenin. Δηλαδή πώς αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης του διεθνούς συστήματος του
καπιταλισμού συνδέονται με την περιοδολόγηση του συστήματος.
Όλα
αυτά τα ζητήματα – και ενδεχομένως και σε άλλα που παραλείφθηκαν ή πρόκειται να
ανακύψουν – καλείται να απαντήσει σήμερα η μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού
για να συνεχίσει να είναι αναλυτικά και εμπειρικά υπέρτερη των αντιπάλων της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Baldwin, R. & Martin P, (1999), ‘Two Waves of
Globalization: Superficial Similarities, Fundamental Differences’, NBER Working
Paper 6904 (January).
Βaran, P. & Sweezy, P. (1968), Monopoly Capital, New York: Monthly
Review Press.
Berman, D., Sender, H. & McDonald, I. (2005), ‘GM
auction won’t be simple’, Wall Street Journal, 27 April.
Brewer, A. (1980), Marxist Theories of Imperialism,
London: Routledge.
Bucharin, N. (1976), Imperialism and World Economy,
London: Merlin.
Hardt, M. & Negri, A. (2000), Empire,
Massachusetts: Harvard University Press.
Harvey, D. (2004), ‘The ‘New’ Imperialism’, Socialist
Register 2004.
Hayne, K. (1999), ‘Capitalism and the Periodization of
International Relations: Colonialism, Imperialism, Ultraimperialism, and
Postimperialism’, Radical History Review no.57.
Hilferding, R. (1981), Finance Capital, London: Routledge.
Hirst, P. & Thompson, G. (1999), Globalization in
Question: The International Economy and the Possibilities of Governance,
Cambridge: Polity Press.
Hobson, J. (1902), Imperialism, London: Allen &
Unwin.
Kautsky, K. (1914), Ultra-imperialism, Die Neue Zeit,
September 11th.
Lenin,
V.I. (1975), Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Αθήνα: Σύγχρονη
Εποχή.
Lenin,
V.I. (1977), Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό, Άπαντα τομ.28, Αθήνα: Σύγχρονη
Εποχή.
Lenin,
V.I. (1987), Για τον ιμπεριαλισμό και τους ιμπεριαλιστές, Αθήνα: Σύγχρονη
Εποχή.
Monthly Review (2004), ‘Notes from the Editors’,
Monthly Review vol.55 no. 8.
Nayyar, D. (2006), ‘Globalisation, history and
development: a tale of two centuries’, Cambridge Journal of Economics, no.30.
Schumpeter, J. (1919), The Sociology of Imperialism,
Wien: Archiv fur Sozialwissenschaft und Sozialpolitik.
Zevin, R. (1988), ‘Are world financial markets more
open? If so, why and with what effect?’, paper delivered at WIDER Conference on
Financial Openess, Helsinki.
--------------------------------------------------------------------------------
[1] Αξίζει να
θυμηθεί κανείς τα εξαιρετικά εύστοχα και ταυτόχρονα άκρως ειρωνικά σχόλια του
Lenin (1977, τόμος 28 σ.243), για τις ανάλογες απόψεις του Kautsky ότι η
σύγκρουση Αυστρίας – Σερβίας δεν προκλήθηκε αποκλειστικά από ιμπεριαλιστικές
τάσεις αλλά έχει εξίσου εθνικιστικές ρίζες.
[2] Βλέπε, για
παράδειγμα, την ανάλυση των Baldwin & Martin (1999) για μία από τις πρώτες
ορθόδοξες αμφισβητήσεις της πρωτοτυπίας της περιόδου 1950-2000. Από μία πιο
ριζοσπαστική σκοπιά ενδεικτική είναι η μελέτη των Hirst & Thompson (1999).
[3] Ο Zevin
(1988) έδειξε αρκετά νωρίς ότι δεν υπάρχει κάποια συνταρακτική ιδιαιτερότητα
στον τομέα αυτό και ότι στην περίοδο 1850-1914 η ενοποίηση των χρηματο-οικονομικών
αγορών ήταν εξίσου σημαντική.
[4] Η νεοκλασσική
θεωρία υποστηρίζει ότι ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός οδηγεί – υπό
«κανονικές» συνθήκες (τέλεια πληροφόρηση, ανεμπόδιστη κίνηση των παραγωγικών
συντελεστών κλπ.) – σε μία κατάσταση ισορροπίας όπου όχι μόνο εξισώνονται τα
ποσοστά κερδοφορίας αλλά επιπλέον μηδενίζονται. Αυτό φυσικά σημαίνει απουσία
κινήτρων για τα ατομικά κεφάλαια να επενδύσουν περαιτέρω και, φυσικά, να
μετακινηθούν γεωγραφικά. Πρόκειται για ένα εμφανώς μη-ρεαλιστικό πόρισμα που απορρέει
όμως από τις θεμελιώδεις υποθέσεις του νεοκλασσικού μοντέλου μεγέθυνσης. Έδω
βασίζεται και η θέση περί σύγκλισης (convergence) και οι διάφορες παραλλαγές
της.
Αντιθέτως, για
την μαρξιστική θεωρία στα πλαίσια του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού κάθε ατομικό
κεφάλαιο αποσκοπεί στην επίτευξη πρόσθετου κέρδους (πέραν του μέσου ποσοστού
κέρδους που δεν αποτελεί ένα σημείο ισορροπίας αλλά ένα συνολικό κέντρο
βαρύτητας του συστήματος). Μέσω της επίτευξης αυτού επιδιώκει να δημιουργήσει
και να αναπαράγει ένα δικό του ανώτερο (και συνεπώς διαφορετικό) επίπεδο
συσσώρευσης από αυτά των ανταγωνιστών του. Με τον τρόπο αυτό στοχεύει στο να
αναπαράγει και να επιτείνει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του. Συνεπώς, για
την μαρξιστική πολιτική οικονομία, επίσης για θεμελιακούς λόγους – και φυσικά
χωρίς τις μεταφυσικές νεοκλασσικές «κανονικές συνθήκες» – η ανισόμερη ανάπτυξη
αποτελεί τον κανόνα λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος τόσο σε εθνικό
όσο και σε διεθνές επίπεδο.
[5] Ο Hilferding
– όπως επισημαίνει ο Brewer (1982, σ.87) -θεωρούσε δεδομένο ότι τα μονοπώλια σχηματίζονται σε
εθνική βάση. Ήταν ο Bukharin και ο Lenin που έστρεψαν την προσοχή σε πολυεθνικά
μονοπώλια.
[6] «Το καρτέλ
αποκλείει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, με τον διαμοιρασμό της
ποσότητας της παραγωγής που αντιστοιχεί στην εγχώρια κατανάλωση» (Hilferding
(1981), σ.308)
[7] Και επίσης
της Ιαπωνίας, την οποία όμως ουσιαστικά αγνοούσαν την περίοδο εκείνη.
[8] Με ένα
παρόμοιο τρόπο προσεγγίζει ο Marx το ζήτημα της κρίσης: είναι η υπερβολική
επιτυχία του συστήματος (η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου) αυτή που οδηγεί στην
αποτυχία του (την κρίση).
[9] Με τον ίδιο
τρόπο που η «πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου» σε εθνικό επίπεδο επιτεύχθηκε
με την μετατροπή των καταλοίπων της παλαιότερης φεουδαρχίας σε καπιταλιστές
γαιοκτήμονες με την χρήση βίαιων, ληστρικών και καθόλου «κανονικά
καπιταλιστικών» μεθόδων και διαδικασιών.
Κόκκινη
Σημαία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου