ΟΝΕ ΚΑΙ
ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ [1]
Werner
Bonefeld
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι ακόλουθες τέσσερις προτάσεις συνοψίζουν το κύριο
επιχείρημα του κειμένου. Η εισαγωγή καταλήγει σε μια σχετικά συμβατική
διαπίστωση πάνω στην ΟΝΕ εν είδη περίληψης.
1) «Το χρήμα δεν είναι πράγμα, αλλά κοινωνική
σχέση» (Marx, 1977)
2) «Η εξουσία την οποία ασκεί κάθε άτομο πάνω στη
δραστηριότητα των άλλων ή πάνω στο συνολικό κοινωνικό πλούτο ενυπάρχει σε αυτό
υπό τη μορφή της κατοχής ανταλλακτικής αξίας, χρήματος. Το άτομο φέρει την
κοινωνική εξουσία, καθώς και τον δεσμό του με την υπόλοιπη κοινωνία, μέσα στην
τσέπη του» (Marx, 1977)
3) «Αν και η πολιτική συγκρότηση του κράτους
πραγματοποιείται σε εθνική βάση, ο ταξικός του χαρακτήρας δεν ορίζεται με
εθνικούς όρους, ο καπιταλιστικός νόμος της ιδιοκτησίας και της σύμβασης
υπερβαίνει τα εθνικά νομικά συστήματα και το παγκόσμιο χρήμα υπερβαίνει τα
εθνικά νομίσματα» (Clarke, 1992)
4) Η ΟΝΕ εστιάζει την προσαρμογή σε «δύο κύρια
κανάλια: α) η εργασία μπορεί να μεταναστεύσει, β) οι μισθοί μπορούν να
αλλάξουν». (Currie, 2000)
Η Νομισματική Ένωση υποκαθιστά τα εθνικά νομίσματα με ένα
ενιαίο νόμισμα. Με άλλα λόγια, αντικαθιστά τις διάφορες αρχές λήψης αποφάσεων
με μία, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι χώρες μέλη χάνουν τον έλεγχο της
νομισματικής πολιτικής και δεν είναι πλέον σε θέση να χρησιμοποιούν την
υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας για την προσαρμογή της εθνικής
παραγωγικότητας στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Τα εθνικά νομίσματα, όπως
το γερμανικό μάρκο, δεν υπάρχουν πλέον. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από την
άποψη της συμβατικής κυριαρχίας πάνω στη νομισματική της πολιτική, ούτε η
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπάρχει. Ωστόσο, η δημοσιονομική
πολιτική, η φορολογική πολιτική και η εθνική οικονομική πολιτική παραμένουν
αρμοδιότητα του κάθε κράτους μέλους, αν και το πλαίσιο άσκησης τους
περιορίζεται και καθορίζεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας. Οι πολιτικές που
αφορούν την αγορά εργασίας παραμένουν εξ ολοκλήρου εθνική αρμοδιότητα.
Ο Padoa Schioppa περιγράφει με περιεκτικό τρόπο την
απώλεια και διατήρηση «τομέων της πολιτικής», όταν λέει ότι «η αρχή της
επικουρικότητας και όχι ο Λεβιάθαν είναι το σύνθημα της Ευρωπαϊκής πολιτικής
ένωσης» (Padoa Schioppa, 1994). Η αρχή της επικουρικότητας, που λέει ότι
λαμβάνουν βοήθεια όσοι βοηθούν τον εαυτό τους, διατηρεί για/, ή «προσφέρει»
στην εργασία την «εθνική περιοχή» ως το «πλαίσιο» διεξαγωγής των δημοκρατικών
συγκρούσεων πάνω στην οικονομική προσαρμογή. Η συνεχιζόμενη διατήρηση της
«εδαφικοποίησης» των εργατικών τάξεων της Ευρώπης είναι σημαντική για τον
κατακερματισμό της αντίστασης στη λιτότητα, είναι χρήσιμη γιατί παρουσιάζει την
απαίτηση για υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας με όρους «εθνικού
συμφέροντος» και συμβάλλει στη συγκράτηση της δυσαρέσκειας για τις
επιδεινούμενες συνθήκες ζωής εντός των εθνικιστικών πλαισίων. Οι εργάτες
ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο στη βάση της κοινής αγοράς και του κοινού
νομίσματος, την ίδια στιγμή που παραμένουν εγκλωβισμένοι στα όρια του έθνους
κράτους, κάτι που με τη σειρά του χρησιμεύει ως προϋπόθεση για τη διαθεσιμότητα
φτηνής εργατικής δύναμης και τη σύγκλιση των διαφορετικών εκφράσεων της
«περιφερειακής πολιτικής».
Κατά πόσο η ΟΝΕ θα είναι «λειτουργική» όσον αφορά την
επιβολή της απορρύθμισης της εργασίας και τον κατακερματισμό της αντίστασης
είναι ένα άλλο ερώτημα με το οποίο ωστόσο δεν θα ασχοληθούμε εδώ. Δεν υπάρχει
κάποιο σινικό τείχος που να απομονώνει το κύκλωμα του χρήματος από την ταξική
πάλη. Οι «τοπικοί αγώνες» γενικεύονται μέσα από το κύκλωμα του χρήματος
(Holloway, 2000).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το κύριο μέρος κάνει μια ανασκόπηση των απόψεων που
συνηγορούν υπέρ της ΟΝΕ, εστιάζοντας στην πολιτική της επικουρικότητας. Στα
συμπεράσματα κάνουμε ορισμένες πολιτικές παρατηρήσεις.
Η αρχή της επικουρικότητας της ΟΝΕ δομείται ξεκάθαρα με
ιεραρχικό τρόπο. Αυτή η ιεραρχία δεν δομείται από τα κάτω προς τα πάνω, αλλά
αντίθετα, από πάνω προς τα κάτω. Η νομισματική πολιτική δεν οργανώνεται με
στόχο να διευκολύνει την προσαρμογή όσων κρατών εμφανίζουν συγκριτικά χαμηλή
παραγωγικότητα της εργασίας στα διεθνή επίπεδα ανταγωνιστικότητας, διαμέσου,
για παράδειγμα, της υποτίμησης του νομίσματος. Η προσαρμογή διαμέσου της
νομισματικής πολιτικής λαμβάνει τέλος. Αντίθετα, η αύξηση της παραγωγικότητας
της εργασίας είναι αυτή που πρέπει να προσαρμοστεί στην ακολουθούμενη
νομισματική πολιτική σε υπερεθνικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, η προσαρμογή
αναμένεται από την εργασία. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι ο
μοναδικός και σημαντικότερος μηχανισμός προσαρμογής της ΟΝΕ. Αυτό από μόνο του
δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη: το κεφάλαιο πρέπει να συσσωρεύεται. Αυτό είναι
το «κοινό αγαθό» [bonum commune] της καπιταλιστικής μορφής της κοινωνικής
αναπαραγωγής (Agnoli, 2003). Το ειδοποιό χαρακτηριστικό της ΟΝΕ είναι ότι αυτό
το κοινό αγαθό στηρίζεται σε μια υπερεθνική δομή, η οποία δεν είναι μόνο
θεσμικά απομακρυσμένη από τις ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις, αλλά δομείται με
τέτοιο τρόπο ώστε να υπονομεύει την πανευρωπαϊκή ταξική αλληλεγγύη, αυξάνοντας
τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης για την εύρεση
εργασίας σε επιδεινούμενες συνθήκες. Η ΟΝΕ είναι το μέσο και η μέθοδος για την
απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και αυτό το κάνει διατηρώντας την επιβολή της πειθαρχίας
με εθνικούς όρους υπό τη μορφή διακριτών και ανταγωνιζόμενων αγορών εργασίας
(Bonefeld, 2001).
Στην αρχή της επικουρικότητας εστιάζει ο Padoa-Schioppa
(1994): η ΟΝΕ βασίζεται σε ένα συλλογικό μηχανισμό λήψης αποφάσεων, ο οποίος
προωθεί την ευρωπαϊκή πολλαπλότητα και τον κατακερματισμό των εργατικών τάξεων,
ενώ την ίδια στιγμή υπονομεύει την εθνική πολλαπλότητα στη λήψη αποφάσεων για
χάρη ενός συλλογικού ηγεμόνα ή, όπως το θέτει, ενός «συλλογικού πρίγκιπα»
(ό.π). Για αυτόν η προσωποποίηση του μακιαβελικού πρίγκιπα είναι η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα [ΕΚΤ]. Επεκτείνοντας τη μεταφορά του, η δημοσιονομική πολιτική
εμφανίζεται ως η αυλή του πρίγκιπα και η Τέταρτη Τάξη[2] αποτελείται
από την πολλαπλότητα των εθνικά πειθαρχημένων και διαχωρισμένων εργατικών
τάξεων.
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΑΙ Η ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Το μοναδικό καθήκον της ΕΚΤ είναι η εγγύηση της
σταθερότητας των τιμών. Οι υποστηρικτές της ΟΝΕ ισχυρίζονται ότι η νομισματική
πολιτική θα είναι τόσο πιο αξιόπιστη όσο λιγότερο υπόκειται η ΕΚΤ σε πολιτικές
επιρροές. «Ένας από τους τρόπους ενίσχυσης της αξιοπιστίας αυτού του στόχου
(δηλ. της σταθερότητας των τιμών) είναι η ανάθεση της ευθύνης της νομισματικής
πολιτικής σε ένα θεσμό που δεν υπόκειται σε πολιτικές πιέσεις (Padoa-Schioppa,
1994). Έτσι, η νομισματική πολιτική και η δημοκρατία φαίνεται να
αλληλοαποκλείονται . Η χάραξη της νομισματικής πολιτικής, για να είναι
αξιόπιστη, θα πρέπει να διεξάγεται σε ένα πεδίο εξωτερικό ως προς τις
δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες. Η πολιτική φαίνεται να καθιστά αναξιόπιστη
τη νομισματική πολιτική, ή τουλάχιστον δημιουργεί τον κίνδυνο πολιτικής
χειραγώγησης και κρατικής παρέμβασης, κάτι που απορρίπτεται γιατί υπονομεύει τη
δημοκρατία της αγοράς ή, όπως το θέτει ο φον Μίζες (1944), οδηγεί στο
σχεδιασμένο χάος.
Οι αρχιτέκτονες της ΟΝΕ θεωρούν την οικονομία
αυτορυθμιζόμενη και η οικονομική αποτυχία θεωρείται ότι οφείλεται στην έλλειψη
προσαρμογής στις σχέσεις προσφοράς και ζήτησης. Έτσι, θεωρείται ζωτικής
σημασίας η απομάκρυνση της πολιτικής επιρροής από την νομισματική πολιτική. Η
ΕΚΤ «δεν μπορεί να λαμβάνει εντολές από οποιοδήποτε δημοκρατικό σώμα… σαν να
ήταν δικαστήριο και όχι εργαλείο δημόσιας πολιτικής» (Grahl, 1997). Η ΕΚΤ
«απαγορεύεται να δανείζει άμεσα τις κυβερνήσεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό
επίπεδο» και είναι «υποχρεωμένη να αποφεύγει τη χρηματοδότηση των δημόσιων
ελλειμμάτων». Εν συντομία, η ΕΚΤ εμποδίζεται να στηρίζει «ανεύθυνες»
κυβερνήσεις και αντίθετα επιφορτίζεται με το καθήκον να αντιδρά όταν τα κράτη
μέλη εφαρμόζουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική ως απάντηση στις κοινωνικές
διεκδικήσεις. Με βάση αυτήν την οπτική, η ΟΝΕ παρέχει θεσμικά κατοχυρωμένους
«κανόνες» που δεν επηρεάζονται από μαζικές δημοκρατικές διεκδικήσεις. Η ΟΝΕ
βασίζεται στην ιδέα του θεσμικά «εμπεδωμένου» και νομικά ρυθμιζόμενου
οικονομικού φιλελευθερισμού (Bonefeld 2002). Το ζήτημα, σε αυτήν την περίπτωση,
είναι το αποκαλούμενο θεσμικό πλαίσιο και η οργάνωση του, μέσω του οποίου
διατηρούνται το καπιταλιστικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας και μέσω του οποίου η
συσσώρευση θωρακίζεται στη βάση του νόμου και του χρήματος.
Για τους υποστηρικτές της ΟΝΕ, «οι κοινωνικές προσδοκίες
βρίσκονται στην καρδιά του πληθωρισμού» (Padoa Schioppa, 1994). Εφόσον, σύμφωνα
με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, ο πληθωρισμός οφείλεται στις προσδοκίες
και εφόσον οι οικονομικές σχέσεις είναι αυτορυθμιζόμενες και οι
κυβερνήσεις δεν είναι πλέον υπεύθυνες για τη νομισματική πολιτική, οποιαδήποτε
οικονομική αποτυχία μέσα στην ΟΝΕ θα αντανακλά την ελλιπή προσαρμογή των
δημοκρατικών πλειοψηφιών, οι οποίες έχουν απαιτήσεις που ξεπερνούν τα «όρια της
αγοράς». Η ευθύνη της «αποτυχίας», τότε, προκαλείται από «τις παράλογες
απαιτήσεις των μισθωτών» (Williams etal, 1991). Έτσι, η ΟΝΕ γίνεται το μέσο και
η μέθοδος για την πειθάρχηση των κοινωνικών διεκδικήσεων και προσδοκιών στο
πλαίσιο της αγοράς, το οποίο είναι η δημοκρατία της προσφοράς και της ζήτησης.
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η ΟΝΕ υπερθεματίζει την ανάγκη για δημοσιονομική
αυστηρότητα ως αποτέλεσμα και προϋπόθεση της σταθερότητας της νομισματικής
ένωσης. Η δημοσιονομική πολιτική τοποθετείται στην διαχωριστική γραμμή ανάμεσα
στο έθνος κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΟΝΕ αποκλείει τη μετάθεση της
ευθύνης της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ένωση. Την ίδια στιγμή, η Ένωση
εμπλέκεται στη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής. Η Ένωση έχει την εξουσία
συντονισμού και επιτήρησης, τη δυνατότητα να προτείνει τροποποιήσεις της
δημοσιονομικής πολιτικής και να επιβάλλει κυρώσεις σε κυβερνήσεις που δεν
συμμορφώνονται με τα προτεινόμενα μέτρα. Η περίσταση κατά την οποία η
δημοσιονομική πολιτική είναι ευθύνη και της Ένωσης και των κυβερνήσεων είναι
συμπτωματική. Για τους υποστηρικτές της ΟΝΕ, το κρίσιμο ζήτημα για τη
σταθερότητα της είναι η δημοσιονομική πολιτική και διαμέσου αυτής η υπαγωγή της
ταξικής σύγκρουσης στην αναγκαιότητα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών σε όλο
το πλάτος της ΕΕ. Ένας τρόπος για να εξασφαλισθεί η συγκράτηση της
δημοσιονομικής πολιτικής στα πλαίσια που θέτει η ΟΝΕ θα ήταν η ανάληψη της
ευθύνης για τη χάραξή της εξ ολοκλήρου από την Ένωση. Ωστόσο, αυτή η λύση
απορρίφθηκε γιατί απαιτεί την ομοσπονδιοποίηση σε δημοσιονομικό επίπεδο ως
συμπλήρωμα της νομισματικής ομοσπονδίας και κατ’ επέκταση τη δημιουργία ενός
υπερεθνικού συστήματος αναδιανομής. Από την άλλη, το να αφεθεί η χάραξη της
δημοσιονομικής πολιτικής εξ ολοκλήρου στα χέρια του κάθε κράτους μέλους
εμπεριέχει τον κίνδυνο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού.[3] Η λύση
της διατήρησης της ευθύνης της δημοσιονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο εντός
ενός υπερεθνικού πλαισίου κανόνων συντονισμού υπονομεύει τη δυνατότητα
δημοσιονομικού εκτροχιασμού σε εθνικό επίπεδο και εμποδίζει την πλήρη μετάθεση
της δημοσιονομικής αναδιανομής στο υπερεθνικό επίπεδο. Αυτός ο τρόπος χειρισμού
της δημοσιονομικής πολιτικής είναι μια απάντηση στον «κίνδυνο» οι εθνικές
κυβερνήσεις να καταφύγουν σε επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα ως αποτέλεσμα της
σύγκρουσης με την εργασία. Αυτός ο κίνδυνος αυξάνεται επειδή τα κράτη μέλη,
διατηρώντας την ευθύνη σχεδιασμού της δημοσιονομικής πολιτικής, μπορεί να
αυξήσουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού τους εις βάρος της Ένωσης. Η
δημοσιονομική επέκταση σε εθνικό επίπεδο ίσως αποτελέσει «μείζονα απειλή για τη
συνολική νομισματική σταθερότητα» της Ένωσης (Emerson 1992). Επιπλέον, το
κόστος χρηματοδότησης του ελλείμματος θα μετακυλιόταν στις άλλες χώρες μέλη
(Eichengreen, 1994). Όπως το θέτει ο Padoa-Schioppa (1994), το ερώτημα είναι
«κατά πόσο η Ένωση διατρέχει σημαντικό κίνδυνο υπονόμευσης από την ανεξαρτησία
και την έλλειψη συντονισμού στη χάραξη του προϋπολογισμού μεταξύ των κρατών
μελών». Ένα κράτος που απαντά στην ταξική σύγκρουση με αύξηση των δημοσίων
δαπανών θα πρέπει να σταθεροποιείται με την μεταφορά πόρων από άλλα κράτη μέλη
ή θα πρέπει η ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται να το κάνει, να έχει τη
δυνατότητα χρηματοδότησης του αυξανόμενου δημόσιου χρέους; Σε περίπτωση όμως
που νομιμοποιηθούν τέτοιου είδους απαντήσεις, αυτό δεν θα είναι μια «πρόσκληση»
και στα υπόλοιπα κράτη μέλη να υιοθετήσουν επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα για
την αντιμετώπιση των εργατικών αγώνων; Αν αφήσουμε στην άκρη το Σύμφωνο
Σταθερότητας, ποιός κατέχει με τη βεμπεριανή προοπτική το νόμιμο μονοπώλιο της
βίας, δηλαδή την πολιτική κυριαρχία να εγκαλεί στην δημοσιονομική τάξη όσα
κράτη μέλη την παραβιάζουν;
Ο αποκλεισμός της δημοσιονομικής ομοσπονδιοποίησης ως
συμπλήρωμα της νομισματικής ομοσπονδίας και η πρόληψη του δημοσιονομικού
εκτροχιασμού ήταν ζητήματα ζωτικής σημασίας για τους αρχιτέκτονες της ΟΝΕ. Οι
ρυθμίσεις για την περίοδο μετάβασης στην ΟΝΕ, δηλαδή τα κριτήρια σύγκλισης, και
το Σύμφωνο Σταθερότητας στοχεύουν ενάντια σε αυτό που αποκαλείται
«ελλειμματικές πολιτικές προϋπολογισμού σε ένα κράτος μέλος». Αυτές οι πολιτικές
φαίνεται να οδηγούν είτε στην «αδυναμία αποπληρωμής είτε στη χρηματοδότηση του
χρέους» η οποία θα αποτελούσε «μείζονα απειλή για τη συνολική νομισματική
σταθερότητα» (Ευρωπαϊκή Οικονομία, 1990). Με αυτήν την οπτική, και όπως κάνουν
όντως σαφές και τα κριτήρια του Μάαστριχτ, οποιαδήποτε άνοδος του χρέους
ανεξάρτητα από την αιτιολογία της καθίσταται μη ανεκτή. Όπως καθιστά σαφές ο
Emerson (1992), «η δημοσιονομική πειθαρχία ορίζεται ως η αποφυγή της
δημιουργίας δυσβάστακτου δημόσιου χρέους» και η μετάβαση στην ΟΝΕ «ενισχύει την
αποτελεσματικότητα της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής για την επίτευξη
σταθερότητας», απαιτώντας το στενό έλεγχο των κρατών μελών «ώστε η
δημοσιονομική επέκταση να μην αποκτήσει συστηματικά το χαρακτήρα
«ικετεύω–το–γείτονα». Εν συντομία, «η επιτήρηση θα πρέπει να διορθώνει την τάση
υπέρμετρης διόγκωσης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού» και η ΟΝΕ βασίζεται
«στην δημοσιονομική πολιτική για τη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού».
Έτσι, η ΟΝΕ απαγορεύει την εφαρμογή αντικυκλικής[4]
δημοσιονομικής πολιτικής κεϋνσιανού χαρακτήρα και επιφορτίζει τη δημοσιονομική
πολιτική με το καθήκον του ελέγχου των δημοσίων δαπανών. Εξαιτίας της επιμονής
της Γερμανίας, η οποία φοβόταν ότι η ύπαρξη κρατών μελών με αυξημένο δημόσιο
χρέος θα εξασθενίσει την ισχύ του ευρώ, η ΕΕ συμφώνησε στο Σύμφωνο
Σταθερότητας, το οποίο μετατρέπει τα κριτήρια σύγκλισης[5] σε
μόνιμο οικονομικό καθεστώς, η τήρηση του οποίου επιτηρείται από την Κομισιόν
και την ΕΚΤ και ενισχύεται με την επιβολή προστίμου έως και 0,5% του ΑΕΠ σε όσα
κράτη αθετούν το Σύμφωνο. Ωστόσο, κατόπιν επιμονής της γαλλικής πλευράς, το
Συμβούλιο των Υπουργών έχει το δικαίωμα να εξαιρέσει με πλειοψηφία όσες χώρες
εμφανίζουν υπερβολικό έλλειμμα αλλά διαθέτουν το ελαφρυντικό του σοβαρού
καθοδικού κύκλου της οικονομίας. Ο ορισμός του «σοβαρού» καθοδικού κύκλου είναι
βέβαια ζήτημα αντικρουόμενων ερμηνειών και ενδοϊμπεριαλιστικών σχέσεων
εξουσίας. Επιπλέον, λόγω της μυστικότητας των συνεδριάσεων του Συμβουλίου
μπορεί κάλλιστα να φαίνεται ότι η απόρριψη μιας αίτησης εξαίρεσης αντιστοιχεί
σε ήττα του αιτούμενου μέλους. Το κατά πόσο όμως η αίτηση για εξαίρεση όντως
καταψηφίστηκε είναι ένα διαφορετικό ερώτημα. Και ακόμη και αν ισχύει αυτό,
ποιος θα κατηγορήσει την καταψηφισμένη κυβέρνηση επειδή προσπάθησε να πείσει
τους «άλλους» για την αναγκαιότητα της εξαίρεσης της; Οι «Βρυξέλλες» παίζουν το
ρόλο του χρήσιμου αποδιοπομπαίου τράγου για τις εθνικές ελίτ που προσπαθούν να
διατηρήσουν τη νομιμοποίηση τους. Ο εξευρωπαϊσμός της εθνικής δημόσιας
πολιτικής δεν απομονώνει μόνο την εθνική πολιτική από τις δημοκρατικές
πλειοψηφίες, αλλά παρέχει επίσης και το μέσο για τον κατευνασμό των συγκρούσεων
στο εσωτερικό του κάθε κράτους μέλους.
Η ΟΝΕ έτσι υποστηρίζεται ως ένα «πλαίσιο κινήτρων και
περιορισμών» που «θέτει τους όρους χάραξης των εθνικών προϋπολογισμών, για τους
οποίους οι λέξεις κλειδιά θα είναι αυτονομία (για να ανταποκρίνονται στα
ιδιαίτερα προβλήματα κάθε χώρας), πειθαρχία (για την αποφυγή των υπερβολικών
ελλειμμάτων) και συντονισμός (για τη διασφάλιση της συνολικά κατάλληλης
πολιτικής της Κοινότητας) (Emerson 1992). Εν ολίγοις, η διατήρηση της
δημοσιονομικής εξουσίας στα έθνη κράτη είναι τυπική την ίδια στιγμή που η Ένωση
δεν έχει δημοσιονομικές ευθύνες. Το καθήκον της είναι η διασφάλιση της
εφαρμογής περιοριστικών πολιτικών από τα κράτη μέλη. Έτσι, η ένωση έχει την
εξουσία να πειθαρχεί όσα κράτη εμφανίζουν δημοσιονομική χαλαρότητα, ενώ τα
κράτη μέλη διατηρούν την «εξουσία» εφαρμογής μιας «υπεύθυνης» δημοσιονομικής
πολιτικής ως αποτέλεσμα της πολιτικής τους κυριαρχίας. Σε αυτήν την περίπτωση,
η επικουρικότητα σημαίνει ότι οι εθνικές και ευρωπαϊκές ελίτ ορίζουν αυτό που
είναι δημοσιονομικά επιτρεπτό, ενώ τα κράτη μέλη διατηρούν την εξουσία χάραξης
μιας υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής που αναδιανέμει το εισόδημα από την
εργασία στο κεφάλαιο. Έτσι, η ΟΝΕ απορρίπτει εμφανώς τη δημοσιονομική
ομοσπονδία, αλλά δίνει στην Ένωση την εξουσία να επιτηρεί και να συντονίζει τη
δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών, να υποδεικνύει τις κατάλληλες
τροποποιήσεις στη βάση των κοινών κανόνων και τελικά να επιβάλει πρόστιμο σε
όσα κράτη δεν συμμορφώνονται. Το πρόβλημα που δημιουργείται για το ρεφορμιστικό
εργατικό κίνημα είναι ότι ούτε η εθνική κυβέρνηση ούτε η Ένωση φαίνονται να
είναι υπεύθυνες για την ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική. Επιπλέον, αυτή η
ρύθμιση ευνοεί τις πλουσιότερες χώρες έναντι των φτωχότερων με μικρότερη
φορολογική βάση
Όποια και αν είναι τα «σχεδιαστικά λάθη» του Συμφώνου
Σταθερότητας, τα οποία και έγιναν εμφανή αυτή τη χρονιά[6], όταν η
Γερμανία δέχτηκε προειδοποιήσεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική της, ο
πρωταρχικός στόχος του Συμφώνου είναι ξεκάθαρος και είναι ο εξής: η επικερδής
εκμετάλλευση της εργασίας πρέπει να επικυρώσει στο παρόν τη συναφθείσα υποθήκη
πάνω στη μελλοντική της εκμετάλλευση. Οι γερμανικές διαμαρτυρίες δεν
εμπεριείχαν, όσο έντονη κι αν ήταν η αντίδραση έναντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
ούτε την πολιτικοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής ούτε την απαίτηση για
αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων. Η γερμανική αντίδραση στην Ευρωπαϊκή
Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την απαίτηση για δημοσιονομική πειθαρχία. Η γερμανική
κυβέρνηση ζήτησε «ελαστικότερη» ερμηνεία του Συμφώνου Σταθερότητας. Ωστόσο τι
σημαίνει ελαστικότητα; Η ελαστικότητα δεν γίνεται αντιληπτή ως «δημοσιονομική
σπατάλη». Μάλλον, η γερμανική κυβέρνηση απαίτησε μεγαλύτερο χώρο για ελιγμούς
μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων. Με άλλα λόγια, η γερμανική κυβέρνηση κατηγόρησε
την Ευρώπη για ανελαστική ερμηνεία του Συμφώνου Σταθερότητας. Έτσι, η ταξική
σύγκρουση μεταμορφώθηκε σε σύγκρουση μεταξύ του γερμανικού κράτους και της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτή η μεταμόρφωση εξυπηρετεί την άμβλυνση της κοινωνικής
σύγκρουσης γύρω από την πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς η ίδια η
κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να αρθρώνει την αποστροφή της έναντι της
αυστηρότητας των κανόνων της δημοσιονομικής πολιτικής.
Εν συντομία, η κυβέρνηση εμφανίζεται ως υπερασπιστής των
διεκδικήσεων της εργατικής τάξης για δημοσιονομική αναδιανομή, ως ο υπέρμαχος
του λαού, μεταφέρει τη μάχη στις Βρυξέλλες και πιέζει τις «Βρυξέλλες» να κάνουν
το θαύμα: την υιοθέτηση μιας πιο ελαστικής ερμηνείας του Συμφώνου Σταθερότητας
και τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας την οποία απαιτεί το Σύμφωνο.
Αυτό που ενδιαφέρει βέβαια την κυβέρνηση περισσότερο είναι η διατήρηση της
δημοτικότητας της, ειδικά αν πλησιάζουν εκλογές. Η τοποθέτηση της
δημοσιονομικής πολιτικής στο κατώφλι μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκών
κανονισμών παρέχει όντως περισσότερο χώρο για κυβερνητικούς ελιγμούς με στόχο
τη ρύθμιση της ταξικής σύγκρουσης! Η γερμανική κριτική στην ανελαστική ερμηνεία
του ΣΣ έκανε την κυβέρνηση να φαίνεται ότι εκφράζει τη δυσαρέσκεια εκ μέρους
των πολιτών της. Εν τω μεταξύ, η γερμανική κυβέρνηση δεν παρεκκλίνει από τους
στόχους της, τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού και την προώθηση μεγαλύτερης
ελαστικότητας εκεί που το απαιτεί η ΟΝΕ, δηλαδή στην αγορά εργασίας και το
πεδίο της παραγωγής (Beck et al, 2002; Claussen, 2002). Να αναμένουμε
περισσότερες αντιπαραθέσεις πάνω στο ΣΣ, καθώς επίσης και ότι αυτό θα
τροποποιηθεί με στόχο όχι τη μεγαλύτερη δημοσιονομική ελαστικότητα, αλλά τη
μεγαλύτερη προσαρμογή αυτών πάνω στην εργασία των οποίων στηρίζεται ο πλούτος
των εθνών.
Συνοψίζοντας, για τους υποστηρικτές της, η ΟΝΕ φαίνεται
να παρέχει ισχυρά κίνητρα για μεγαλύτερη ελαστικότητα της εργασίας με όρους και
μισθολογικής και εργασιακής κινητικότητας. Ο αυξημένος ανταγωνισμός εντός της
ΕΕ «θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη αντιστοιχία μισθών και ανεργίας», με «την
ελαστικότητα της αγοράς εργασίας και κυρίως την ελαστικότητα του μισθού,… να
είναι το πιο σημαντικό εργαλείο προσαρμογής»(Emerson, 1992). Η σταθερότητα της
ΟΝΕ εξαρτάται από την ετοιμότητα της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης να υποταχθεί σε
μια πολιτική νομισματικής σταθερότητας σε όλη την Ευρώπη μέσω της
παραγωγικότερης χρησιμοποίησης της παραγωγικής της δύναμης με αντάλλαγμα την
επιδείνωση των συνθηκών ζωής της. Η πολιτική της ΟΝΕ δεν θα αλλάξει επειδή οι
κυβερνήσεις θα προσποιηθούν τους υπερασπιστές των συμφερόντων της εργατικής
τάξης. Αυτή η αλλαγή θα πρέπει να επέλθει από την ίδια την ευρωπαϊκή εργατική
τάξη. Ο εθνικός κατακερματισμός των ταξικών σχέσεων στην Ευρώπη δεν ωφελεί την
εργασία. Αντίθετα, οδηγεί σε ενδοταξικές συγκρούσεις, συγκρούσεις τις οποίες η
ΟΝΕ ενθαρρύνει και το κεφάλαιο περιμένει να εκμεταλλευθεί. Όπως το έθεσε ο
γερμανός καγκελάριος κ. Σρέντερ «η εβδομάδα των 35 ωρών εργασίας στη Γαλλία
είναι κάτι καλό για την απασχόληση στη Γερμανία (The Economist, Φεβρουάριος
2000).
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ
Οι υποστηρικτές της ΟΝΕ τη θεωρούν ένα μηχανισμό που θα
προσαρμόσει την κατανάλωση της εργατικής τάξης στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Τα κριτήρια σύγκλισης και το Σύμφωνο Σταθερότητας υποτάσσουν τις χώρες με
σχετικά υψηλό κόστος εργασίας σε αυτές με χαμηλό. Εξαιτίας της δημοσιονομικής
πειθαρχίας που επιβάλλει η ΟΝΕ και του γεγονότος ότι η υποτίμηση του νομίσματος
καθίσταται ανέφικτη, «η ελαστικότητα της σχέσης μισθών – τιμών παραμένει το
κύριο εργαλείο προσαρμογής ως υποκατάστατο της ονομαστικής συναλλαγματικής
ισοτιμίας» (Emerson, 1992). Επιπλέον, η μετανάστευση της εργασίας αναμένεται να
προσαρμόσει ανάλογα την πίεση που ασκεί η ανεργία στους εθνικούς
προϋπολογισμούς. Εν συντομία, η ΟΝΕ εγγράφει σε θεσμική μορφή αυτό που το
κεφάλαιο και το έθνος κράτος αναζητούσαν μάταια τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Οι εθνικές κυβερνήσεις βλέπουν την ΟΝΕ ως ένα ισχυρό μέσο για την απορύθμιση της
κοινωνικής πρόνοιας, την ενίσχυση του πειθαρχικού ρόλου της αγοράς και την
αναδιανομή πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο.
Η ΟΝΕ δίνει έμφαση στην απορύθμιση, στην ελαστικοποίηση,
στην πειθάρχηση των μισθωτών, στην κινητικότητα της εργασίας και ιδιαίτερα στη
μείωση του κόστους εργασίας. Η συμπίεση του κόστους εργασίας είναι «προϋπόθεση
για τη σχετική μείωση των τιμών που απαιτείται για την αποκατάσταση της
ανταγωνιστικής θέσης των κρατών μελών και για την εξισορρόπηση παραγωγής και
απασχόλησης» και «η κινητικότητα, ειδικά η κινητικότητα της εργασίας, ίσως
επιλύσει το πρόβλημα μέσω της μετανάστευσης» (Emerson, 1992). Πιστεύεται ότι
«οι απαιτήσεις των μισθωτών θα επηρεαστούν από την ύπαρξη μιας αξιόπιστης
νομισματικής ένωσης καθώς θα συνειδητοποιήσουν ότι οι υπερβολικές αυξήσεις των
μισθών δεν θα συνοδεύονται από υποτιμήσεις (ό.π). Με άλλα λόγια, το κόστος με
όρους παραγόμενου προϊόντος και απασχόλησης ίσως να μην είναι υψηλό αν η
εργατική τάξη αποδεχθεί τη συμπίεση του μισθού και αν είναι πρόθυμη να υποβληθεί
σε πιο επικερδή και αποτελεσματική εκμετάλλευση. Αν απουσιάζει αυτή η προθυμία,
θα αυξηθεί η ανεργία και ίσως προκύψει η «ανάγκη» για μετανάστευση. Ο ίδιοι οι
εργοδότες θα βοηθηθούν από την ΟΝΕ, επειδή η ήττα τους στη σύγκρουση με την
εργασία με στόχο τη μείωση του εργασιακού κόστους θα ισοδυναμεί με απώλεια της
ανταγωνιστικότητας. Έτσι, η ΟΝΕ θεωρείται ότι ωθεί τους εργοδότες να
καταβάλλουν μεγαλύτερες προσπάθειες για τη μείωση του κόστους εργασίας. Όπως το
έθεσε ο Henning (2000), «γνωρίζοντας ότι η πολιτική των συναλλαγματικών
ισοτιμιών δεν είναι πλέον σε θέση να αναστρέψει τις αρνητικές επιπτώσεις της
αύξησης των μισθών και των τιμών πάνω στην ανταγωνιστικότητα, οι επιχειρήσεις
και τα συνδικάτα θα πρέπει να επιδεικνύουν μεγαλύτερη υπευθυνότητα».
Συνοψίζοντας, η αρχιτεκτονική της νομισματικής ένωσης
φαίνεται όντως να επαληθεύει την οπτική του Padoa-Schioppa που βλέπει την ΟΝΕ
ως μια μοντέρνα εκδοχή του μακιαβελικού ηγεμόνα. Η αυλή του ηγεμόνα είναι η
δημοσιονομική πολιτική που στέκει στο κατώφλι μεταξύ έθνους κράτους και Ένωσης.
Οι υπήκοοι του ηγεμόνα είναι οι ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις, οι οποίες είναι
εδαφικά διαχωρισμένες σε φέουδα, δηλαδή σε έθνη κράτη. Η θέση τους είναι αυτή
των δημοκρατικά ενταγμένων πληβείων, δημοκρατικά ενταγμένων στη δημοκρατία της
αγοράς.
Η κοινωνική και η εργασιακή πολιτική παραμένουν θεσμική
ευθύνη του κάθε κράτους μέλους, επιτρέποντας έτσι τον κατακερματισμό των
εργατικών κινημάτων και όχι την ενοποίηση τους σε πανευρωπαϊκή βάση. Η ΟΝΕ
παρέχει το θεσμικό πλαίσιο και για την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και
για τη νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας.
Ο Stephen Gill υποστηρίζει ότι οι θεσμικές ρυθμίσεις της
ΟΝΕ «στοχεύουν στην απομόνωση των σημαντικότερων οικονομικών φορέων, ειδικά των
Κεντρικών Τραπεζών, από την επιρροή των εκλεγμένων κυβερνήσεων» (Gill, 1992).
Ωστόσο, τροποποιώντας το επιχείρημα του Gill, στην ΟΝΕ «η συγκέντρωση της λήψης
αποφάσεων εντοπίζεται σε εκείνο ακριβώς τον τομέα τον οποίο το έθνος κράτος
προσπαθούσε ανέκαθεν να κρατήσει με νύχια και με δόντια μακριά από το
δημοκρατικό έλεγχο: τη νομισματική πολιτική (Gowan, 1996). Έτσι, ο υπερεθνικός
χαρακτήρας της ΟΝΕ είναι σημαντικός όχι επειδή καθιστά μη ελέγξιμο δημοκρατικά
κάτι που πριν ήταν κάτω από δημοκρατικό έλεγχο. Αντίθετα, είναι σημαντικός επειδή
τα έθνη κράτη, με δική τους πρωτοβουλία και προθυμία, έχουν εκχωρήσει την
δυνατότητα ενσωμάτωσης της εργασίας στην καπιταλιστική σχέση μέσω της
επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, της πληθωριστικής διάβρωσης των
πραγματικών μισθών και της νομισματικής υποτίμησης. Η ΟΝΕ, λοιπόν, χρησιμοποιεί
πολιτικές λιτότητας για να εξασφαλίσει την υποταγή της εργασίας σε εθνικό
επίπεδο. Οδηγεί στην εξάλειψη και των τελευταίων υπολειμμάτων κεϋνσιανισμού και
των κατακτήσεων του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος που σχετίζονταν με αυτόν.
Επίσης, αποπολιτικοποιεί την οικονομική πολιτική, εμφανίζοντας τη νομισματική
πολιτική ως κάτι που κινείται πέραν της πολιτικής διαμάχης. Αντίθετα, η
νομισματική πολιτική φαίνεται ως κάτι καθαρά «τεχνικό» που πρέπει να αφήνεται
στην αρμοδιότητα των ειδικών, η κρίση των οποίων είναι πολιτικά αμερόληπτη
(Burnham, 2000). Με άλλα λόγια, η ταξική πολιτική κρύβεται πίσω από το μανδύα
της τεχνοκρατίας (Bonefeld, 2002). Για όσες κυβερνήσεις συναντούσαν δυσκολίες
στην επιβολής της νομισματικής πειθαρχίας, η ΟΝΕ προσφέρει τη χρυσή ευκαιρία
της από τα έξω επιβολής της πειθαρχίας. Η εκχώρηση της νομισματικής πολιτικής
στην Ευρώπη, εμπεδώνει έτσι την εκμετάλλευση της εργασίας στα κράτη μέλη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ο Άνταμ Σμιθ ήταν βέβαιος ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί
τον πλούτο των εθνών. Ο Χέγκελ συμφώνησε αλλά προσέθεσε ότι η συσσώρευση
πλούτου καθιστά αυτούς, των οποίων η κοινωνική αναπαραγωγή εξαρτάται από την
πώληση της εργατικής τους δύναμης, απροστάτευτους μέσα σε ένα πλαίσιο
επιδεινούμενων συνθηκών ζωής. Κατέληξε ότι παρά τη συσσώρευση πλούτου, η αστική
κοινωνία θα συναντήσει τεράστια δυσκολία στην πειθάρχηση των εξαρτημένων μαζών,
και είδε τη μορφή κράτος ως μέσο άμβλυνσης του κοινωνικού ανταγωνισμού, ως μέσο
συγκράτησης των εξαρτημένων μαζών. Ο Ρικάρντο διατύπωσε το συμπέρασμα ότι οι
καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις οδηγούν αναγκαστικά στην παραγωγή
«πλεονάζοντος πληθυσμού». Ο Μαρξ ανέπτυξε αυτή την ενόραση και έδειξε ότι το
ιδανικό των ίσων δικαιωμάτων είναι στην πραγματικότητα ένα αστικό δικαίωμα. Όσον
αφορά το περιεχόμενο του είναι δίκαιο της ανισότητας (Μαρξ, 1968). Ενάντια στην
αστική μορφή της τυπικής ισότητας, υποστήριξε ότι ο κομμουνισμός βασίζεται στην
ισότητα του ατόμου, δηλαδή στην ισότητα των ατομικών ανθρώπινων αναγκών.
Στο δοκίμιο αναφέρθηκαν συχνά οι όροι δημοκρατική
πλειοψηφία και δημοκρατικές αρχές. Ο εκδημοκρατισμός των ανθρώπινων κοινωνικών
σχέσεων διανοίγει την κατάλληλη προοπτική για τον αγώνα για μια κοινωνική
Ευρώπη, μια Ευρώπη στην οποία η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι προϋπόθεση
για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων. Θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη το ζήτημα του
δημοκρατικού ελλείμματος στην Ευρώπη γενικά αλλά και στην ΟΝΕ ειδικότερα.
Ωστόσο, στη σχετική συζήτηση η δημοκρατία δεν γίνεται κατανοητή ως η κυριαρχία
του λαού ή, όπως θα το είχε θέσει ο Μαρξ, ως η κοινωνία των ελεύθερων και ίσων.
Συνήθως αφορά την έλλειψη νομιμοποίησης των θεσμών της ΕΕ. Με άλλα λόγια, το
δημοκρατικό έλλειμμα δεν γίνεται αντιληπτό ως έλλειμμα του δικαιώματος
αυτοκαθορισμού, αλλά ως έλλειμμα νομιμοποίησης της ΕΕ έναντι των εδαφικά
ταξινομημένων υπηκόων. Ωστόσο, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη αυτή τη συζήτηση.
Μια δημοκρατική Ευρώπη πρέπει να σημαίνει τον πλήρη εκδημοκρατισμό όλων των
κοινωνικών δυνάμεων, θέτοντας τες στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών. Συνοψίζοντας,
η αντιπαράθεση για το δημοκρατικό έλλειμμα θα πρέπει καταρχήν να ενταχθεί στην
μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση της σκέψης του Διαφωτισμού: Αμφισβητήστε τα πάντα!
Δεύτερον, θα πρέπει να οδηγηθεί μέχρι τις τελικές λογικές συνέπειες της: στη
δημοκρατική οργάνωση της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας από τους ίδιους τους
παραγωγούς.
Επιπλέον, η κριτική της ΟΝΕ από τη θέση του «εθνικού
σοσιαλισμού» παρουσιάζει, εκούσια ή ακούσια, τη φρίκη του παρελθόντος ως λύση
στο παρόν. Η κριτική της ΟΝΕ δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα υπεράσπιση του
έθνους κράτους. Μια τέτοια κριτική εμποδίζει την κατανόηση της ουσίας του
πολιτικού στην αστική κοινωνία. Η πολιτική είναι το σύστημα κατάληψης,
διατήρησης και άσκησης της εξουσίας. Ίσως είναι αναγκαίο να απορρίψουμε τη
νεοφιλελεύθερη πολιτική ή την πολιτική του Τρίτου Δρόμου. Όσο αναγκαία και
κατανοητή και αν είναι αυτή η απόρριψη, δεν αρκεί. Αυτό που πρέπει να γίνει
αντιληπτό είναι ότι η βάση συγκρότησης του πολιτικού στην αστική κοινωνία δεν
εντοπίζεται στην πολιτική τάξη. Αυτό που πρέπει να γίνει αντικείμενο άρνησης
είναι η μορφή κράτος, την οποία ο Μαρξ συνόψισε ως: «η συγκέντρωση της αστικής
κοινωνίας». Εν συντομία, η δυσαρέσκεια με την πολιτική τάξη αντιστοιχεί,
παραφράζοντας το Μαρξ, σε μια κριτική των μορφών εμφάνισης, παραβλέπει την
κοινωνική συγκρότηση της ύπαρξης τους και εξαιτίας αυτού επιβεβαιώνει το κράτος
σαν «ένα ανεξάρτητο ον που διαθέτει τις δικές του διανοητικές, ηθικές και
φιλελεύθερες βάσεις» (Μαρξ 1968). Αντιστοιχεί, έτσι, σε μια εξέγερση υπέρ ενός
ενάρετου κράτους, ενός κράτους δηλαδή που θα διασφαλίζει το κοινό αγαθό της
αστικής κοινωνίας. Εντός της καπιταλιστικής μορφής της κοινωνικής αναπαραγωγής,
αυτό το κοινό αγαθό είναι η κοινότητα του αφηρημένου πλούτου για το καλό τη
καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η κριτική του ευρώ δεν μπορεί να είναι υποστήριξη
της λίρας. Η ιστορία των εθνικών νομισμάτων ήταν ανέκαθεν η ιστορία της
παγκόσμιας αγοράς.
Επιπλέον, η ιδέα του Τρίτου Δρόμου[7] θα πρέπει
να ξεσκεπαστεί ώστε να αποκαλυφθεί το νόημα της, δηλαδή ότι το χρήμα δεν είναι
ένα πράγμα αλλά μια κοινωνική σχέση, μια σχέση της αφηρημένης εργασίας.
Επιπλέον, και χωρίς κακοπροαίρετους συνειρμούς, η ιδέα του Τρίτου Δρόμου
αναδύθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία στις αρχές του 1930ς. Ο υποστηρικτής της
ήταν ο Μουσολίνι. Τώρα στις αρχές του νέου αιώνα και πέρα από την παραδοσιακή
αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και σοβιετικού κομμουνισμού, το νόημα του Τρίτου
Δρόμου συνεπάγεται κάτι άλλο. Ποιο είναι το αντίπαλο δέος στην απεριόριστη
παγκόσμια συσσώρευση του κεφαλαίου; Είναι το έθνος κράτος, το οποίο αν
μετασχηματιστεί ώστε να διαθέτει νέες ρυθμιστικές εξουσίες θα είναι σε θέση να
καταστήσει το κεφάλαιο υπηρέτη της ισότητας των ανθρώπινων αναγκών; Κάτι
φαίνεται να μην πηγαίνει καλά με τον Τρίτο Δρόμο.
Η πάλη για το σοσιαλισμό είναι μια πάλη πάνω στις αρχές
της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας. Αντί για μια κοινωνική πραγματικότητα
στην οποία τα προϊόντα της κοινωνικής εργασίας εμφανίζονται να κυριαρχούν πάνω
στον Άνθρωπο αντί να κυριαρχούνται από αυτόν, η κοινωνική αναπαραγωγή πρέπει να
«ελέγχεται από αυτόν» (Μαρξ 1983). Η πολιτική της ΟΝΕ δείχνει ότι η πολιτική
εποχή προς την οποία κινούμαστε δεν θα είναι ιδιαίτερα «φιλάνθρωπη». Η σύγκριση
με τον μακιαβελικό ηγεμόνα την οποία κάνει ο Padoa Schioppa αποτελεί δείκτη
ανησυχίας για το μέλλον, εφόσον είναι εντελώς διαχωρισμένος από τους
υποτιθέμενους, εθνικά οργανωμένους, άρχοντες, δηλαδή από τις απαιτήσεις και τις
προσδοκίες των πληθυσμών. Ειδικά σε δύσκολους καιρούς, πρέπει να επιμείνουμε
στον θεωρητικό και πρακτικό προσανατολισμό προς την ουτοπία μιας κοινωνίας
ελεύθερων και ίσων. Αν δεν επιδιώκουμε την άρνηση του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής δεν θα πρέπει να μιλάμε για ελευθερία και ειρήνη. Για να το θέσουμε διαφορετικά,
αυτοί που επιθυμούν σοβαρά την ελευθερία και την ισότητα ως κοινωνικά άτομα,
αλλά δεν επιθυμούν την αποσταθεροποίηση του καπιταλισμού αντιφάσκουν με τον
εαυτό τους. «Όσο πιο αδύνατη φαντάζει η προοπτική του σοσιαλισμού, τόσο πιο
επείγουσα και αναγκαία καθίσταται η υπεράσπιση του» (Horkheimer, 1974).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Agnoli, J. (2003),
'Emancipation: Paths and Goals', in Bonefeld, W. and S. Tischler (eds.) What is
to be Done?, Ashgate, Aldershot.
Anderson, P. (1996), 'The
Europe to Come', in P. Gowan and P. Anderson (eds.) 1996, The Question of
Europe, Verso, London.
Beck, S., Caglar, G. and
Ch. Scherrer (2002), Nach der New Economy. Perspektiven der deutschen
Wirtschaft, Westf„lisches Dampfboot, M_nster.
Bonefeld, W. (2001),
European Monetary Union: Ideology and Class', in Bonefeld, W. (ed.), The
Politics of Europe, Plagrave, London.
Bonefeld, W. (2002),
'European Integration: the market, the political, and class', Capital &
Class, no. 77.
Burnham, P. (2000),
'Globalization, Depoliticization and "Modern" Economic Management',
in Bonefeld, W. and K. Psychopedis (eds.), The Politics of Change, Palgrave, London.
Clarke, S. (1992), 'The
Global Accumulation of Capital and the Periodisation of the Capitalist State
Form', in Bonefeld, W. etal (eds.) Open Marxism, vol. I, Pluto, London.
Claussen, D. (ed.) (2002),
Transformation der Arbeit, Verlag Neue Kritik, Frankfurt.
Currie, D. (2000), 'EMU:
Threats and Opportunities for Companies and National Economies', Baimbridge, M.
etal (eds.) (2000), The Impact of the Euro, Palgrave, London.
Eichengreen, B. (1994),
'Fiscal Policy and European Monetary Union', in B. Eichengreen and J. Frieden
(eds.) The Political Economy of European Monetary Integration, Westview,
Bolder.
Emerson, M. (ed.) (1992),
One Market, One Money, Oxford University Press, Oxford.
European Economy, (1990),
'One Market, One Money', 44, October.
Gowan, P. (1996), 'British
Euro-solipsism', In P. Gowan and P. Anderson (eds.) The Question of Europe,
Verso, London.
Gill, S. (1992), 'The
Emerging World Order and European Change', in R. Miliband and L. Panitch
(eds.), Socialist Register 1992, Merlin, London.
Gowan, P. (1996), 'British
Euro-solipsism', In P. Gowan and P. Anderson (eds.) The Question of Europe,
Verso, London.
Grahl, J. (1997), After Maastricht, Lawrence & Wishart, London.
Henning, C.R. (2000),
'US-EU Relations after the Inception of the Monetary Union', in Henning C.R.
and T. Padoan, Transatlantic Perspectives on the Euro, Brookings, Washington.
Holloway, J. (2000),
'Zapata in Wallstreet', in Bonefeld, W. and K. Psychopedis (eds.) The Politics
of Change, Palgrave, London.
Horkheimer, M. (1974),
Notizen 1950 bis 1989 und D„mmerung. Notizen in Deutschland, Fischer, Frankfurt.
Marx, K. (1968), Kritik
des Gothaer Programms, MEW 19, Dietz,
Berlin.
Marx, K. (1973),
Grundrisse, Penguin, London.
Marx, K. (1977), Das Elend
der Philosophie, MEW 4, Dietz,
Berlin.
Marx, K. (1983), Capital,
vol. I, Lawrence & Wishart, London.
Padoa-Schioppa, T. (1994),
The Road to Monetary Union, Clarendon Press, Oxford.
von Mises, L. (1944),
Planned Chaos, The Foundation for Economic Education, New York.
Williams, J., K. Williams
and C. Haslam (1991), 'Leap before you look', in A. Amin and M. Dietrich (eds.)
Towards a New
Europe?, Edward and Elgar, Aldershot
[1]
[ΣτΜ] Το παρόν κείμενο με αγγλικό τίτλο “Class and EMU” πάρθηκε από το
διαδικτυακό περιοδικό Commoner (www.commoner.org.uk)
και συγκεκριμένα από το τεύχος νο 5, Φθινόπωρο του 2002, το οποίο έχει ως
θεματική τις κρίσεις.
[2]
[ΣτΜ] Ο όρος Τέταρτη Τάξη (Fourth Estate) είθισται να σημαίνει στην τρέχουσα
χρήση του τον Τύπο (βλ. Τέταρτη Εξουσία κοκ), κάτι που σε αυτό το σημείο του
κειμένου δεν φαίνεται να βγάζει κάποιο νόημα. Μία άλλη ερμηνεία που είναι και η
πιο ταιριαστή είναι το προλεταριάτο,
η μάζα των πληβείων, με τις
άλλες τρεις τάξεις, να είναι οι ευγενείς, ο κλήρος και η τάξη των
εμπόρων-τεχνιτών. Αυτές ήταν οι επίσημα αναγνωρισμένες τρεις Τάξεις, ενώ ο όρος
Τέταρτη Τάξη χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους συγγραφείς του 18ου
αιώνα για να αναφερθούν στο κομμάτι της κοινωνίας που δεν συμπεριλαμβανόταν σε
καμία από τις παραπάνω τρεις τάξεις αλλά ήταν και το πολυπληθέστερο.
[3] [ΣτΜ] Ως δημοσιονομικό εκτροχιασμό
μεταφράζω τον όρο «fiscal free-riding». Γενικά, ο όρος free-riding αναφέρεται
σε όσους κάνουν χρήση κοινών αγαθών χωρίς να πληρώνουν το κόστος που τους
αναλογεί (π.χ. οι «λαθρεπιβάτες» των μέσων μαζικής μεταφοράς), με αποτέλεσμα να
ζημιώνουν έμμεσα το κοινωνικό σύνολο.
[4]
[ΣτΜ] Αντικυκλική πολιτική σημαίνει ότι μπροστά σε μια ύφεση το κράτος
εφαρμόζει επεκτατικά δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα (αύξηση των δημόσιων
δαπανών, μείωση επιτοκίων κτλ) με στόχο την τόνωση της ανάπτυξης και την
αποφυγή του καθοδικού κύκλου της ύφεσης (εξού και ο όρος «αντικυκλική»).
[5]
[ΣτΜ] Τα κριτήρια σύγκλισης είναι: ετήσιο έλλειμμα του εθνικού προϋπολογισμού
μικρότερο από 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος μικρότερο από 60% του ΑΕΠ. Το
Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης τέθηκε σε ισχύ από το 1997.
[6]
[ΣτΜ] Το 2002 η Γερμανία δέχτηκε προειδοποιήσεις από την ΟΝΕ επειδή το έλλειμμα
της πλησίαζε το όριο που έθετε το Σύμφωνο Σταθερότητας
[7]
[ΣτΜ] Ο Τρίτος Δρόμος είναι μια μοντέρνα εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, με
βασικό θεωρητικό εκπρόσωπο τον Anthony Giddens, που προέκυψε στα τέλη της
δεκαετίας του ’90 και επιχειρεί να εμπλουτίσει την οικονομία της αγοράς με
δημοκρατικό περιεχόμενο, ενσωματώνοντας και στοιχεία από τα λεγόμενα νέα
κοινωνικά κινήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου