Του Δημήτρη Μπελαντή
RED NOTEBOOK
Κατά το τελευταίο διάστημα,
αναπτύσσεται ένας σοβαρός διάλογος και προβληματισμός στα πλαίσια της Αριστεράς
–και ιδίως στα πλαίσια των διαδικασιών του ΣΥΡΙΖΑ– σχετικά με το ευρώ, την
ευρωζώνη και την αναγκαία στρατηγική στάση μας απέναντι σε αυτά. Διατυπώνεται η
άποψη ότι μια κριτική ή και αρνητική στάση απέναντι στην ευρωζώνη μπορεί να
δώσει έδαφος για την επαναφορά στην Αριστερά της παλαιάς θεωρίας της
«εξάρτησης», όσον αφορά τον ελληνικό καπιταλισμό, και συνακόλουθα να
οδηγήσει σε μια «εθνικοανεξαρτησιακή» προσέγγιση αναβιώνοντας στην
καλύτερη περίπτωση την θεωρία των σταδίων και στην χειρότερη έναν
εθνικιστικό και απομονωτικό προσανατολισμό. Ότι ακόμη θα μπορεί, έτσι, να
υποβαθμιστεί ο στόχος της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του κοινωνικού
σχηματισμού και η πρωτεύουσα σημασία της κεφαλαιακής σχέσης. Πιστεύουμε ότι
τα πράγματα είναι απείρως πιο σύνθετα και θα διατυπώσουμε ορισμένες
σκέψεις σε σχέση με αυτό.
Θυμίζουμε εδώ ότι τόσο στην
κομμουνιστική Αριστερά όσο και στο ΠΑΣΟΚ κυριάρχησαν μέχρι και την δεκαετία του
’80 ορισμένες παραλλαγές της θεωρίας της εξάρτησης. Στην μεν κομμουνιστική
Αριστερά, κυριάρχησε για δεκαετίες η άποψη της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του
ΚΚΕ (1934) –επικαιροποιημένη κατά διαστήματα βάσει της θεωρίας του
κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού– για έναν ελληνικό καπιταλισμό, όπου δεν
επικρατούσαν πλήρως, ή πάντως όχι με ώριμο τρόπο, οι καπιταλιστικές σχέσεις
παραγωγής και εξουσίας, πράγμα που συνδεόταν άρρηκτα με φεουδαλικά
κατάλοιπα και με την εξάρτησή του ελληνικού καπιταλισμού από τις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. H θέση αυτή οδηγούσε σε ένα στάδιο αστικοδημοκρατικής
και ανεξαρτησιακής ολοκλήρωσης ή σε ένα διακριτό αντιμονοπωλιακό / αντιιμπεριαλιστικό
στάδιο, όπως ίσχυσε μετά τον πόλεμο.
Ακόμη περισσότερο, στο
ριζοσπαστικό ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970 ήταν πολύ ισχυρή η θεωρία
«μητρόπολης-περιφέρειας», η οποία ενέτασσε την Ελλάδα στην «περιφέρεια» του
διεθνούς καπιταλισμού μαζί με την Ασία, την Αφρική και την τότε Λατινική
Αμερική (Σαμίρ Αμίν, Α.Γκ. Φρανκ, Καρντόζο, Κόρντομπα κ.π..α). Οι
θέσεις αυτές θεωρούσαν ότι τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ασκούν απόλυτη οικονομική
και πολιτική κυριαρχία στην ελληνική αστική τάξη («ξενοκρατία»), η οποία
είναι κομπραδόρικη, ότι αποσπούσαν υπερκέρδη μη επανεπενδυόμενα κλπ.
Γενικότερο θεωρητικό πρόβλημα αυτών των θέσεων ήταν το γεγονός ότι
υποβάθμιζαν τις εσωτερικές ταξικές συγκρούσεις και ανήγαν την βασική διαιρετική
τομή στην σύγκρουση του ιμπεριαλισμού με το υπανάπτυκτο έθνος, απολυτοποιώντας
τον υπαρκτό παράγοντα των διεθνών οικονομικών και πολιτικών σχέσεων.
Σε κάθε περίπτωση, η θέση αυτή,
εφαρμοζόμενη στην Ελλάδα, ήταν λαθεμένη. Ο ελληνικός καπιταλισμός, όσον αφορά
την ωριμότητα των καπιταλιστικών σχέσεων, ήταν ήδη από τις απαρχές του,
ένας δυνάμει αναπτυγμένος καπιταλισμός (βλ. και Σ. Μάξιμου «Η αυγή
του ελληνικού καπιταλισμού»), με τάσεις κυριάρχησης στην ευρύτερη περιοχή.
Ιδίως, μάλιστα, μετά την αναδίπλωση του παροικιακού κεφαλαίου στο ελληνικό
κράτος και την μικρασιατική καταστροφή, όχι μόνο σταθεροποιήθηκαν και
παραγωγικά οι καπιταλιστικές σχέσεις, αλλά απέκτησαν και χαρακτηριστικά του
μονοπωλιακού σταδίου (συγκέντρωση/συγκεντροποίηση, δημιουργία ομίλων κλπ βλ.
αυτά αναλυτικά στην κριτική του Π. Πουλιόπουλου στην 6η Ολομέλεια). Μετά την
καταστροφή της δεκαετίας του ’40, και ιδίως από την δεκαετία του ’60 και ως την
δεκαετία του ’80, ο ελληνικός καπιταλισμός αναβαθμίστηκε διεθνώς, έκανε έστω
και περιορισμένες εξαγωγές κεφαλαίων και ανέπτυξε με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα
μια σχέση (ανισότιμης) συνεργασίας και όχι «υποτέλειας». Εσωτερίκευσε πολιτικά,
κοινωνικά και πολιτισμικά όψεις της ύστερης νεοτερικότητας, σε πείσμα
όσων μιλούν μόνο για τις πελατειακές σχέσεις και την «καθ ημάς Ανατολή».
Διεκδίκησε, μάλιστα, και έναν υποϊμπεριαλιστικό ρόλο στα Βαλκάνια και την Α.
Μεσόγειο (θέση που δέχεται πλέον σήμερα και το ΚΚΕ).
Σε όλα τα παραπάνω, η κριτική
τομέων του ελληνικού μαρξισμού, και ιδίως της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος - Β’ Πανελλαδική
και του κύκλου των «Θέσεων», υπήρξε για μεγάλο διάστημα γόνιμη και
διδακτική.
2. Για την κυριαρχία εντός του
ιμπεριαλισμού: λυγίζοντας το ραβδί
Τα παραπάνω, όμως, δεν μπορούν να
οδηγήσουν στο συχνά αιωρούμενο συμπέρασμα ότι ο ιμπεριαλισμός, η διεθνής
καπιταλιστική οργάνωση, αποτελείται από ένα παρατακτικό άθροισμα κοινωνικών
σχηματισμών, ισότιμων και όλων τους δυνάμει ιμπεριαλιστικών (όπως τα «άτομα»
στην καπιταλιστική κοινωνία). Όπως μας έχει διδάξει ο Λένιν, αλλά και όπως
αποδεχόταν ουσιαστικά όλο το δεύτερο κύμα των κλασικών του μαρξισμού στη
Β’ και Γ’ Διεθνή (από τον Κάουτσκυ και τον Χίλφερντινγκ ως την Ρόζα και τον
Μπουχάριν), ο ιμπεριαλισμός αποτελεί μια ανισόμετρα και κυριαρχικά δομημένη
«αλυσίδα», ο τρόπος ένταξης στην οποία σχετίζεται κυρίαρχα με τους όρους
γένεσης και ύπαρξης κάθε εθνικού καπιταλισμού, με την εσωτερική ταξική
πάλη, αλλά δευτερευόντως και με τις διεθνείς οικονομικές και
πολιτικές σχέσεις. Η συμπύκνωση των εσωτερικών και διεθνών αντιφάσεων στον
«αδύνατο» κρίκο οδηγεί στην επαναστατική ρήξη. Ακόμη και μεταξύ των
αναπτυγμένων καπιταλισμών, δεν είναι όλοι ιμπεριαλιστικοί (καθώς αυτό
προϋποθέτει μια ιδιαίτερη συμπύκνωση οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής
ισχύος), ούτε όλοι οι ιμπεριαλιστικοί σχηματισμοί έχουν την ίδια αφετηρία και δυναμισμό∙
για παράδειγμα, δεν είναι σήμερα στην ίδια θέση οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία
ή η Γερμανία και η Ολλανδία. Ούτε είναι στατική η «κατάταξη» στην
ιμπεριαλιστική αλυσίδα, αφού οι κρίκοι της είναι δυνατόν να αναβαθμίζονται ή να
υποβαθμίζονται για λόγους που έχουν σχέση όχι μόνο με τον οικονομικό δυναμισμό,
αλλά και με την ταξική πάλη εντός κάθε χώρας.
Η ελληνική αστική τάξη, χωρίς να
είναι διόλου «υπανάπτυκτη», ανέπτυξε ιστορικά (ανισότιμες) σχέσεις με τα
ιμπεριαλιστικά κέντρα, που υπήρξαν πολύτιμες για την εσωτερική κυριαρχία της,
ιδίως την πολιτική. Ήταν τα γερμανικά όπλα που στήριξαν τους αστούς πολιτικούς
και τις «εθνικές αντιστασιακές οργανώσεις» στην Κατοχή έναντι του ΕΑΜ. Ήταν τα
βρετανικά μυδράλια και τα αμερικάνικα βομβαρδιστικά αυτά που έκριναν πολιτικοστρατιωτικά
–μαζί βεβαίως και με τα στρατηγικά λάθη του ΕΑΜ και το ΚΚΕ– τη νίκη της
ελληνικής αστικής τάξης και την έβγαλαν από του χάρου τα δόντια. Ήταν το σχέδιο
Μάρσαλ που της έδωσε αναπτυξιακή ώθηση. Για όποιους αγνοούν τις αντιφάσεις,
είναι δύσκολο να κατανοηθεί ότι υπήρξε κεφαλαιοκρατικά αναπτυγμένη αλλά συχνά
πολιτικά «υποτελής». Αλλά και από την δεκαετία του ’70 και πέρα, η
μεταπολιτευτική αστική τάξη επένδυσε πολιτικά στην ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση,
όχι μόνο για να μοιράσει με τους ισχυρότερους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς πεδία
κερδοφορίας, αλλά και για να επιβάλει, εκμεταλλευόμενη τη δύναμη της
ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, πολιτικούς και κοινωνικούς όρους (όλο και πιο
νεοφιλελεύθερους, όπως και παντού στην Ε.Ε.) πάνω στην εργατική της τάξη. Η ελληνική
αστική τάξη αξιοποίησε την Ε.Ε. ως ένα «στρατηγείο της αντεπανάστασης» και όχι,
βεβαίως, ως «το πεδίο της δημοκρατίας και της δημιουργικής συνεργασίας των
λαών». Επίσης, την αξιοποίησε για να ενισχύσει τον υποϊμπεριαλιστικό της ρόλο.
Δεν είναι τυχαίες οι αποστολές ελληνικού στρατού στο Κόσοβο, το
Αφγανιστάν, και αύριο στις νέες συρράξεις της περιοχής μας.
Βεβαίως, σε κάθε ενδοκαπιταλιστικό
παιχνίδι υπάρχουν τελικά κερδισμένοι και χαμένοι (η περίφημη θεωρία των
«ψαριών»). Τόσο η ανισόμετρη αρχιτεκτονική της Ε.Ε. –υπέρ των πιο
ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών, υπέρ του φιλογερμανικού μπλοκ– , όσο και
η φυσιολογικά μεγαλύτερη ένταση της κρίσης στους σχετικά πιο
«αδύναμους» καπιταλιστικούς κρίκους, καθόρισαν κατά τα τελευταία χρόνια
–πέρα από την ύπαρξη και φάσεων σημαντικής ανάκαμψης– μια τάση έντονης
υποβάθμισης του ελληνικού καπιταλισμού διεθνώς, αλλά και εντός της Ε..Ε.
Μια φάση που, σε συνδυασμό και με την γενική εξαθλίωση, την όξυνση της
κοινωνικής κρίσης και την ανάπτυξη μιας ηγεμονικής πολιτικής κρίσης στην
Ελλάδα, διαμορφώνει μια κατάσταση γενικότερης καταστροφής των όρων αναπαραγωγής
του κοινωνικού σχηματισμού και «εθνικής κρίσης» (ο όρος ανήκει στον Λένιν και
όχι σε κάποιο θεωρητικό του εθνικισμού). Αλλά και ενισχύει τους όρους
κυριαρχίας των ισχυρότερων κρίκων πάνω στην ελληνική αστική τάξη, μειώνει τους
ελιγμούς και τον χώρο κίνησης της τελευταίας. Όποιος ακούει μαζί με τους
κομπασμούς και τα παράπονα της ελληνικής αστικής τάξης, μπορεί να το καταλάβει.
Τα παραπάνω δεν γράφονται
για να δρέψουν θεωρητικές δάφνες. Σχετίζονται με άμεσα επίδικα:
Όπως η σχέση μιας ενδεχόμενης
κοινωνικής ανατροπής στην Ελλάδα με το διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο: είναι αυτή δυνατή χωρίς
κάποιου είδους σύγκρουση με την ευρωζώνη;
Ή όπως το ζήτημα ακόμη και
της αποκατάστασης δομών κοινωνικού κράτους και δημόσιας περιουσίας στη χώρα μας, αλλά και αλλού: μπορεί να
υπάρξει τέτοιο αντιμνημονιακό πρόγραμμα ακόμη και αμιγώς ρεφορμιστικό, που να
είναι συμβατό με το θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης, τα Σύμφωνα Σταθερότητας και
τον συσχετισμό που αυτά αποτυπώνουν;
Ή όπως το ζήτημα του
εργατικού διεθνισμού:
αυτός θα οργανωθεί επί τη βάσει της αναμονής της «Μεγάλης Νύχτας Στην Ευρωζώνη»
ή της ενίσχυσης της εργατικής τάξης στους πιο αδύναμους κρίκους από την εργατική
τάξη στους πιο ισχυρούς;
Θέτουμε τα ερωτήματα, ελπίζουμε
στον καλόπιστο διάλογο.
Δημήτρης Μπελαντής
REDNotebook
29 Νεμβρίου 2012 - 2:30 πμ | Δημήτρης Μπελαντής
29 Νεμβρίου 2012 - 2:30 πμ | Δημήτρης Μπελαντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου