Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Κράτος, μάζες και πολιτική


του Τάσου Μπέτζελου  
08.12.12
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 30 / Αύγουστος 2012
Ποια μπορεί να είναι η σημασία μιας εκλογικής καταγραφής και κυρίως μιας εκλογικής νίκης για ένα επαναστατικό κόμμα; Ποια πρέπει να είναι η θέση αυτού του επαναστατικού κόμματος εντός του κρατικού μηχανισμού και ποια η σχέση του με το κράτος; Τι σχέση έχει η εκλογική «έλευση στην εξουσία» με την «κατάληψη της πολιτικής εξουσίας» και ευρύτερα με τη μετάβαση σε μια άλλη κοινωνία;
Μέχρι πρότινος τέτοια ερωτήματα είχαν θέση μόνο σε θεωρητικές συζητήσεις εντός της Αριστεράς. Σήμερα μοιάζουν να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Μοιάζουν, άραγε, να βρίσκονται ή βρίσκονται πράγματι στην ημερήσια διάταξη; Ας αφήσουμε σε εκκρεμότητα το τελευταίο ερώτημα ή, μάλλον, ας προσπαθήσουμε να το απαντήσουμε εμμέσως, λαμβάνοντας μέρος σε όλη αυτή τη συζήτηση. Ας παραμερίσουμε, λοιπόν, προς στιγμήν την άμεση επικαιρότητα και ας προσπαθήσουμε να ψηλαφίσουμε μια απάντηση στα πρώτα ερωτήματα που θέσαμε. Ίσως έτσι μπορέσουμε να δούμε πιο καθαρά τι πράγματι συμβαίνει και ποια είναι τα όρια αυτών που συμβαίνουν.
Οι μηχανισμοί του κράτους
Στον απόηχο του Μάη του ’68 αλλά και στο σημείο κορύφωσης της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα το 1969, ο Αλτουσέρ θέλησε να αναμετρηθεί με αυτά τα ερωτήματα. Σε ένα εκτενές χειρόγραφο που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του με τίτλο «Για την αναπαραγωγή» [1] εξετάζει πλήθος ζητημάτων που αφορούν το μαρξισμό. Άξονας του κειμένου είναι η αναπαραγωγή, και από αυτό ακριβώς το χειρόγραφο προέκυψε τελικώς, με ορισμένες τροποποιήσεις, το κείμενο για τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους (ΙΜΚ). Για τον Αλτουσέρ, η έννοια της αναπαραγωγής είναι άμεσα συνυφασμένη με το εποικοδόμημα και ακόμη πιο συγκεκριμένα με το κράτος: «το κράτος είναι το κλειδί για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων» (σ. 157), καθώς διασφαλίζει τις συνθήκες αναπαραγωγής του συστήματος εκμετάλλευσης.
Κατά τον Αλτουσέρ, ο κρατικός μηχανισμός περιλαμβάνει δύο τύπους μηχανισμών: 1) τον Κατασταλτικό Μηχανισμό του Κράτους (ΚΜΚ), ο οποίος αποτελεί «ένα ενιαίο, συγκεντροποιημένο σώμα» (σ. 123) και λειτουργεί πρωτίστως με βάση την καταστολή, 2) τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους (τον σχολικό, τον θρησκευτικό, τον οικογενειακό, τον πολιτικό, τον συνδικαλιστικό, τον πολιτισμικό ΙΜΚ κ.λπ.), οι οποίοι είναι «πολλαπλοί και σχετικά ανεξάρτητοι» (σ. 124) και λειτουργούν πρωτίστως με βάση την ιδεολογία. Ενώ οι ΙΜΚ «μπορούν να είναι εξαιρετικά ευάλωτοι όταν κλονίζονται από τη συγκυρία» (σ. 144), ο ΚΜΚ χαρακτηρίζεται από «μια εξαιρετική συνέχεια και μονιμότητα» (σ. 144) και αποτελεί τον «σκληρό πυρήνα του κράτους» (σ. 183). Κατά τον Αλτουσέρ, ολόκληρο το εποικοδόμημα συντάσσεται γύρω από το κράτος, «ως εξουσία ταξικής καταστολής και ως εξουσία ταξικής ιδεολογικοποίησης» (σ. 180).
Επαναστατικό κόμμα και πολιτικός ΙΜΚ
Ας επικεντρωθούμε στον πολιτικό ΙΜΚ: ο πολιτικός ΙΜΚ περιλαμβάνει, κατά τον Αλτουσέρ, «το εκλογικό σύστημα, τα πολιτικά κόμματα, το κοινοβούλιο κ.λπ.» (σ. 144). Μάλιστα, ο Αλτουσέρ σημειώνει ότι η κυβέρνηση, αν και τυπικά φαίνεται (στην περίπτωση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας) να εντάσσεται στον πολιτικό ΙΜΚ, ανήκει στην πραγματικότητα στον ΚΜΚ (σ. 141, υπ. 66 και σ. 165, υπ. 85). Ωστόσο, το ενδιαφέρον του Αλτουσέρ στρέφεται στη θέση που μπορεί να έχει ένα επαναστατικό κόμμα στον πολιτικό ΙΜΚ. Καταρχάς, επισημαίνει ότι ένα επαναστατικό κόμμα (στόχος του οποίου είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, όπως τονίζει επανειλημμένως) εντάσσεται (όπως και όλα τα πολιτικά κόμματα) στον πολιτικό ΙΜΚ, αλλά καταλαμβάνοντας μια «θέση εξαίρεσης και μια ανταγωνιστική θέση» (σ. 134).
Το ζήτημα που τον απασχολεί είναι η σχέση που πρέπει να έχει το επαναστατικό κόμμα με τον πολιτικό ΙΜΚ και με την ταξική πάλη που διεξάγεται εντός και εκτός του πολιτικού ΙΜΚ. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, επιχειρεί να διακρίνει τους κινδύνους με τους οποίους έρχεται αντιμέτωπο ένα επαναστατικό κόμμα λόγω της συμμετοχής του στον πολιτικό ΙΜΚ (μιας συμμετοχής που, όπως υπογραμμίζει ο Αλτουσέρ αναφερόμενος στη γαλλική ιστορία, δεν του παραχωρήθηκε από την αστική τάξη, αλλά την διεκδίκησε και την κέρδισε παρά τη βούληση της αστικής τάξης).
Ο βασικότερος κίνδυνος κατά τον Αλτουσέρ είναι ο «κοινοβουλευτικός κρετινισμός» (έκφραση του Λένιν). Πότε ένα κόμμα χαρακτηρίζεται από κοινοβουλευτικό κρετινισμό; Όταν περιορίζει την παρέμβασή του, και εντέλει την ύπαρξή του, στο πλαίσιο του πολιτικού ΙΜΚ και δεν αναγνωρίζει ότι μπορεί μεν η ταξική πάλη να διαπερνά ως ένα βαθμό τον πολιτικό ΙΜΚ, αλλά το ουσιώδες μέρος της εκτυλίσσεται έξω από αυτόν τον μηχανισμό. Πιο συγκεκριμένα, οι προλεταριακές οργανώσεις (ο Αλτουσέρ αναφέρεται στο κόμμα και το συνδικάτο) «προδίδουν την αποστολή τους αν αναγάγουν την εξωτερική ταξική πάλη, που απλώς αντανακλάται υπό πολύ περιορισμένες μορφές στην ταξική πάλη η οποία διεξάγεται εντός των ΙΜΚ, σε αυτή την ταξική πάλη που είναι εσωτερική στους ΙΜΚ» (σ. 127). Αν λοιπόν, το επαναστατικό κόμμα δεν είναι απλώς κομμάτι του πολιτικού ΙΜΚ, αλλά αφεθεί να αφομοιωθεί από αυτόν, αν δεν είναι κατά βάση στραμμένο στην ταξική πάλη που διεξάγεται εκτός του πολιτικού ΙΜΚ, τότε προδίδει το χαρακτήρα του.
Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί την ταξική πάλη εντός του πολιτικού (και του συνδικαλιστικού) ΙΜΚ και εκτός αυτών; Η απάντηση του Αλτουσέρ είναι σαφής: «Υπάρχει πράγματι ταξική πάλη στον πολιτικό και στον συνδικαλιστικό ΙΜΚ. Αλλά προσοχή: δεν πρόκειται ούτε για ολόκληρη την ταξική πάλη, ούτε επίσης για το έδαφος στο οποίο ριζώνει η ταξική πάλη. Πρόκειται για μια σφαίρα όπου η ταξική πάλη προσλαμβάνει τις νόμιμες μορφές της, και των οποίων η ίδια η κατάκτηση παραπέμπει σε μια ιστορία της ταξικής πάλης που είναι κατ’ ανάγκη εξωτερική προς αυτές τις νόμιμες μορφές. Αφ’ ης στιγμής κατακτηθούν αυτές οι νόμιμες μορφές, η ταξική πάλη ασκείται εκεί, στα περισσότερο ή λιγότερο στενά όρια αυτών των μορφών, με όλους τους τρόπους στα αυστηρά καθορισμένα όριά τους, την ίδια στιγμή που εκτυλίσσεται μαζικά έξω από αυτές τις μορφές» (σ. 133). Η νομιμότητα όχι απλώς δεν είναι το άπαν σε ό,τι αφορά την ταξική πάλη, αλλά συνιστά μια κατάκτηση αγώνων που διεξήχθησαν εκτός των ορίων μιας προγενέστερης νομιμότητας. Συμπερασματικά, αν ένα κόμμα θέλει να είναι επαναστατικό, την ίδια στιγμή που συμμετέχει στον πολιτικό ΙΜΚ, οφείλει αφενός να μη φετιχοποιεί τη νομιμότητα και αφετέρου να στρέφει τη δράση του στους τόπους όπου ριζώνει η ταξική πάλη.
Εκλογές και επαναστατικό κόμμα
Πώς τίθεται σε αυτό το πλαίσιο το ζήτημα των εκλογών; Το προλεταριακό κόμμα οφείλει καταρχάς να διασφαλίσει την ιδεολογική αυτονομία του, και συνεπώς να αντισταθεί στην κυρίαρχη ιδεολογία που συνέχει τον πολιτικό ΙΜΚ. Κατά τον Αλτουσέρ, αν είναι πράγματι επαναστατικό, μπορεί να χρησιμοποιήσει στοιχεία του πολιτικού ΙΜΚ (όπως κάποια δημοκρατικά συνθήματα), για να συμβάλει μέσω των εκλογών στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης που κατά βάση διεξάγεται έξω από τον πολιτικό ΙΜΚ. Αρκεί βέβαια να μην έχει υιοθετήσει τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Δεν αρνείται, λοιπόν, ο Αλτουσέρ ότι ακόμη και η συμμετοχή στις εκλογές, μια από τις κορυφαίες διεργασίες του πολιτικού ΙΜΚ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς όφελος της επαναστατικής πάλης. Εδώ όμως, εκ νέου, ο Αλτουσέρ εφιστά την προσοχή: «Τη στιγμή που όλος ο κόσμος προβληματίζεται για το “πέρασμα” στο σοσιαλισμό, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι δεν υπάρχει κοινοβουλευτικός δρόμος προς το σοσιαλισμό. Τις επαναστάσεις τις κάνουν οι μάζες και όχι οι βουλευτές, ακόμη κι αν οι κομμουνιστές και οι σύμμαχοί τους γίνονταν προσωρινά, ως εκ θαύματος, πλειοψηφία σε ένα κοινοβούλιο» (σ. 137).
Υπάρχει λοιπόν πραγματικά περίπτωση ένα επαναστατικό κόμμα να κατακτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ο Αλτουσέρ παρουσιάζει τις πιθανότητες που γεννιούνται. Υπενθυμίζει αρχικά ότι το αστικό κράτος δεν πρόκειται ποτέ να δεχτεί αμαχητί την πιθανότητα να καταληφθεί και να καταστραφεί. Θεωρεί δεδομένη τη βίαιη αντίδραση της αστικής τάξης και του ΚΜΚ σε μια τέτοια περίπτωση. Διότι, όπως επισημαίνει, «το αστικό κράτος είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την κυβέρνηση» (σ. 138). Ακόμη όμως κι αν δεν συμβεί αυτό, διότι η αστική τάξη δεν θα έχει αισθανθεί ακόμα τη «θανάσιμη απειλή εναντίον του ίδιου του κράτους» (σ. 152), τότε μια «απλή κυβέρνηση δημοκρατίας για τον λαό» (σ. 138) θα βρίσκεται υπό το έλεος των κινήσεων και των οικονομικο-πολιτικών ελιγμών που θα κάνει η αστική τάξη.
Μόνη λύση σε αυτή την περίπτωση είναι να παρέμβουν άμεσα και δυναμικά οι  λαϊκές μάζες στην πολιτική σκηνή, για να υποχρεώσουν το κοινοβούλιο να υιοθετήσει ριζοσπαστικά μέτρα που θα μετασχηματίζουν το ρου της ιστορίας και θα προσδίδουν έναν αμετάκλητο ταξικό χαρακτήρα και μια αμετάκλητη πορεία στην υφιστάμενη δημοκρατία, «με πράξεις που θα οδηγούν τελικώς στην καθαυτό σοσιαλιστική επανάσταση» (σ. 138). Πρέπει, λοιπόν, να παρέμβουν οι λαϊκές μάζες και να οξύνουν τις αντιφάσεις, ώστε να μετεξελιχθεί η μεταβατική αυτή κατάσταση σε σοσιαλιστική επανάσταση.
Ο Αλτουσέρ συμπεραίνει ότι αν το κομμουνιστικό κόμμα και οι σύμμαχοί του κατακτούσαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και αν η αστική τάξη τού επέτρεπε  να αναλάβει τις «κυβερνητικές» ευθύνες που του αναλογούν στο πλαίσιο της αστικής νομιμότητας, τότε: «θα διανοιγόταν η προοπτική μιας δημοκρατίας για τον λαό» (σ. 139), και καθώς το αστικό κράτος θα παρέμενε στη θέση του (πρωτίστως ο κατασταλτικός μηχανισμός), η φύση αυτής της μεταβατικής διαδικασίας θα  κρινόταν από «τη δράση των λαϊκών μαζών» (σ. 139), αρκεί αυτές «να έχουν διαπαιδαγωγηθεί, να έχουν κινητοποιηθεί και να έχουν στρατευτεί στον αγώνα με μια ορθή γραμμή» (σ. 139). Έτσι, ανάλογα με «το συσχετισμό δυνάμεων και σύμφωνα με την πολιτική γραμμή στην οποία έχουν κινητοποιηθεί οι λαϊκές μάζες από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αυτή η μεταβατική περίοδος θα μπορούσε να οδηγήσει είτε (ύστερα από κάποιες επιτυχίες του λαού) σε μια νικηφόρα αστική αντίδραση είτε στο θρίαμβο της σοσιαλιστικής επανάστασης» (σ. 139).
Εδώ ακριβώς ο Αλτουσέρ αναφέρεται στην «κατάληψη της πολιτικής εξουσίας» και τονίζει ότι χωρίς την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, χωρίς την καταστροφή του κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους και χωρίς μια μακρά μάχη για τη συντριβή των αστικών ΙΜΚ η επανάσταση είναι αδιανόητη ή ο θρίαμβός της είναι μόνον προσωρινός. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι όλη αυτή η διαδικασία δεν γίνεται να μην περιλαμβάνει μεταβατικές περιόδους: όμως, «χωρίς ορθή γραμμή μαζών είναι  μάταιο να επικαλείται κανείς την αναγκαιότητα των μεταβάσεων: πρόκειται τότε  για λόγια χωρίς περιεχόμενο» (σ. 139, υπ. 64). Σε αυτήν ακριβώς τη βάση, ο Αλτουσέρ επικαλείται τον Μάο και σημειώνει ότι ο αγώνας για την «επαναστατική κατάληψη του αστικού κράτους» (σ. 183) συνιστά έναν «παρατεταμένο ταξικό πόλεμο» (σ. 183). Παράλληλα, έχει υπενθυμίσει ότι ένα πραγματικά επαναστατικό κόμμα, όπως το μπολσεβίκικο το 1917, μπορεί να πείσει και να κινητοποιήσει «τις μάζες μέσα σε λίγους μήνες» (σ. 139).
Ο Αλτουσέρ είναι λοιπόν σαφής: δεν υπάρχει κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό. Ακόμη και μια εκλογική νίκη το μόνο που επιτυγχάνει είναι να θέτει στην ημερήσια διάταξη νέα καθήκοντα για ένα επαναστατικό κόμμα και ασφαλώς  να καθιστά επιτακτική ανάγκη την άμεση παρέμβαση των μαζών. Αλλά προειδοποιεί κιόλας ότι αυτή η δράση των μαζών δεν μπορεί να γεννηθεί επ’ ευκαιρία μιας εκλογικής νίκης, αλλά πρέπει ήδη να έχει διανύσει κάποια πορεία εκεί όπου ριζώνει η ταξική πάλη…
Η ιδιοτυπία της επαναστατικής πολιτικής
Συνεπώς, ένα επαναστατικό κόμμα μπορεί να χρησιμοποιήσει τις εκλογές και πολύ περισσότερο μια εκλογική νίκη (ή μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία) προκειμένου να πετύχει τους στόχους του. Σε μια τέτοια περίπτωση η εκλογική νίκη σηματοδοτεί και εγκαινιάζει μια μεταβατική περίοδο (και κατά βάση μια βραχεία μεταβατική περίοδο) που θα οδηγήσει τελικώς είτε σε μια σοσιαλιστική επανάσταση είτε στη νικηφόρα αντεπίθεση της αστικής τάξης. Για να συμβεί το πρώτο ενδεχόμενο, θα πρέπει οι λαϊκές μάζες να παρέμβουν πριν και μετά τις εκλογές, να γνωρίζουν τα εμπόδια που θα προβάλλει ο σκληρός πυρήνας του αστικού κράτους και να βρίσκονται όχι απλώς σε επιφυλακή αλλά σε δράση και σε κινητοποιήσεις.
Διαφορετικά, αν δηλαδή πρόκειται για μια απαθή μάζα που περιμένει τη λύση να τη δώσουν οι εκλογές και εν γένει οι εναλλαγές εξουσίας στο πλαίσιο του πολιτικού ΙΜΚ, αν πρόκειται επίσης για ένα κόμμα που δεν έχει κάνει τίποτα για να κινητοποιήσει τις μάζες, αν πρόκειται για ένα κόμμα που προτιμά να επιδίδεται σε ασκήσεις υπευθυνότητας, αν επίσης πρόκειται για ένα κόμμα που αντί να προβάλλει το στόχο μιας άλλης κοινωνίας προτιμά να παίζει μονίμως στο γήπεδο του αντιπάλου επικαλούμενο εντέλει έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, τότε είναι φανερό ότι ένα τέτοιο κόμμα, ανεξαρτήτως προθέσεων, δεν… εμπίπτει στην κατηγορία του (επαναστατικού) κόμματος που περιγράφει ο Αλτουσέρ.
Αν το επαναστατικό κόμμα κατέχει εντός του πολιτικού ΙΜΚ μια θέση εξαίρεσης και ανταγωνισμού, τούτο οφείλεται ασφαλώς στην ουσία της επαναστατικής πολιτικής, η οποία, όπως ορθά έχει επισημάνει ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, συνιστά μια νέα πρακτική της πολιτικής, δηλαδή μια πολιτική που δεν μπορεί να ανάγεται στην αστική πολιτική και στον αστικό τρόπο άσκησης της πολιτικής. Η επαναστατική πολιτική συνιστά επομένως μια ιδιότυπη πολιτική, η οποία δεν μπορεί να επικεντρώνεται στην εκλογική διαδικασία ή σε ό,τι συμβαίνει εντός των κρατικών μηχανισμών. Ζητούμενο σε κάθε εποχή είναι να επανορίζεται η ιδιοτυπία της επαναστατικής πολιτικής σε συνάρτηση τόσο με τη συγκυρία όσο και με την ιστορία, τις νίκες αλλά και τις ήττες του επαναστατικού κινήματος. Έτσι, θα μπορούσαμε σήμερα να θέσουμε εκ νέου το ερώτημα: τι σημαίνει επαναστατική πολιτική σήμερα; Έχει μάλιστα σημασία να το θέσουμε σε συνάρτηση με όλη την πρόσφατη ιστορία, ώστε να αναδειχθούν και τα όρια στα οποία προσέκρουσε η πολιτική του επαναστατικού κινήματος εν γένει.
Το βασικότερο ίσως συμπέρασμα που θα μπορούσε να εξαχθεί είναι ότι η επαναστατική πολιτική δεν μπορεί να συνιστά απλώς μια διαδικασία συσσώρευσης δυνάμεων για τη μεγάλη ρήξη (η γραμμή του ΚΚΕ συνιστά απλώς μια ακραία εκδοχή μιας τέτοιας αέναης συσσώρευσης δυνάμεων για μια ρήξη που δεν θα έρθει ποτέ), αλλά ότι απαιτείται στο επίπεδο της ίδιας της καθημερινότητας να υπάρχει κινητοποίηση των μαζών, και συγχρόνως οικοδόμηση νέων σχέσεων, νέων δικτύων, νέων οργανωτικών μορφών, και –ας τολμήσουμε να το πούμε– οικοδόμηση θεσμών αυτοοργάνωσης του λαού, που θα επιχειρούν τόσο να αλλάξουν τη ζωή, όσο αυτό είναι δυνατό, ήδη σήμερα όσο και να τείνουν σε μια στιγμή ρήξης με το αστικό κράτος στο πλαίσιο μιας δυαδικής εξουσίας. Σε αυτόν ακριβώς τον «παρατεταμένο ταξικό πόλεμο» μπορούν και πρέπει να χρησιμοποιηθούν τόσο οι εκλογικές αναμετρήσεις όσο και γενικότερα οι δυνατότητες που παρέχουν ο πολιτικός και ο συνδικαλιστικός ΙΜΚ.
Εν ολίγοις, το ζήτημα των νέων κοινωνικών σχέσεων δεν πρέπει απλώς να παραπέμπεται στο μέλλον, αλλά και να δοκιμάζεται στο παρόν, όσο αυτό είναι δυνατόν και σε αντιπαράθεση με το αστικό κράτος. Όπως η εξουσία, έτσι και οι αντιστάσεις έρχονται πάντα από κάτω και γεννιούνται στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας. Με αυτή την έννοια, η αντίσταση δεν είναι κάτι που προκύπτει από κάποιο υπερβατικό κέντρο για να διαχυθεί στη συνέχεια στο κοινωνικό σώμα• υπάρχει αντιθέτως ως πολλαπλότητα αντιστάσεων στους ίδιους τους χώρους της αστικής κυριαρχίας. Ζητούμενο είναι να αναζητηθούν και να επινοηθούν μέσα και εργαλεία που θα φέρνουν σε επικοινωνία αυτές τις αντιστάσεις, που θα τις ενοποιούν, θα τις συλλογικοποιούν και θα τις συντονίζουν σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση (διαδικασία που δεν είναι καθόλου εύκολη ή αυτονόητη). Ή, για να μιλήσουμε με τους όρους του Ανρί Λεφέβρ, «η ολότητα των αμφισβητήσεων και η αμφισβήτηση της ολότητας, δηλαδή η αρνητικότητα, μπορούν να ανασυγκροτηθούν μόνο με βάση το καθημερινό» [2].
Συνεπώς, το πεδίο της καθημερινότητας (όπου δομούνται, αναδομούνται και αποδομούνται οι μορφές ζωής) και της οικοδόμησης νέων σχέσεων σε καθημερινή βάση δεν μπορεί παρά να είναι κομβικό για μια σύγχρονη επαναστατική πολιτική. Όχι επειδή θα επεδίωκε να αλλάξει τον κόσμο χωρίς να πάρει την εξουσία, αλλά επειδή θα γνώριζε ότι μόνο αν αρχίσει να αλλάζει τον κόσμο σήμερα θα έρθει η στιγμή που η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας θα σηματοδοτεί πράγματι μια στιγμή και μια διαδικασία ρήξης. Όπως είναι προφανές, μια τέτοια ανασημασιοδότηση της επαναστατικής πολιτικής δεν θα μπορούσε παρά να εστιάζεται πολύ περισσότερο στο χώρο παρά στο χρόνο (ο Ζορζ Λαμπικά σε εποχές που ο καπιταλισμός έμοιαζε αήττητος αναφερόταν σε «νέους πολιτικούς χώρους», ενώ, προλογίζοντας τη Μεταφιλοσοφία του Ανρί Λεφέβρ, επικαλούνταν την «πολιτική του καθημερινού»). Και αυτό θα ήταν ήδη μια σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τον τρόπο που νοούνταν οι επαναστάσεις στο παρελθόν. Εξάλλου, ο χώρος είναι η κοινή συνισταμένη τόσο των διεκδικήσεων όσο και των πειραματισμών για μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση.
Συμπερασματικά, το ζήτημα δεν είναι να αντικατασταθεί ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός από έναν… αντικοινοβουλευτικό κρετινισμό, αλλά να οριστεί εκ νέου τόσο η έννοια της πολιτικής σήμερα, όσο –πολύ περισσότερο– και η έννοια της επαναστατικής πολιτικής σήμερα, μιας πολιτικής που μένει τελικώς να την επινοήσουμε…
[1] Louis Althusser, Sur la reproduction, PUF, 1995 (τα αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο θα φέρουν μόνο αριθμό σελίδας).
[2] Henri Lefebvre, Métaphilosophie, éditions Syllepse, 2000, σ. 273.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου