Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Για το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαϊου 2012

Σταύρου Μαυρουδέα

1. Οι εκλογές αυτές αποτέλεσαν μία από τις πιο κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Σηματοδοτούν το τέλος της μεταπολίτευσης έτσι όπως αυτή άλλαξε το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σκηνικό της χώρας μετά την πτώση της χούντας (πρώτα εκτονώνοντας τον λαϊκό ριζοσπαστισμό, στη συνέχεια ενσωματώνοντας τον στο δικομματικό σύστημα και τέλος εγκαινιάζοντας μία περίοδο αντιδραστικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων). Οι εκλογές αυτές σηματοδοτούν το τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου ακριβώς γιατί η σημερινή δομική καπιταλιστική κρίση (που ξέσπασε το 2007-8) ξεθεμελιώνει όλη την προηγούμενη οικονομική, κοινωνική και πολιτική αρχιτεκτονική του συστήματος.


2. Το βασικό στοιχείο της εκτίμησης του εκλογικού αποτελέσματος είναι ότι αναστατώνει όλα τα σχέδια και τους προγραμματισμούς των εγχώριων και ξένων κέντρων εξουσίας. Το κεντρικό μήνυμα των εκλογών ήταν η απόρριψη του Μνημονίου. Επιπλέον αυτό το αντι-μνημονιακό ρεύμα έχει κατά πλειοψηφία αριστερόστροφα χαρακτηριστικά. Η πλειοψηφία της λαϊκής αντι-μνημονιακής διάθεσης αναζητά λύσεις προς τα αριστερά. Η εκλογική κατάρρευση του δικομματισμού και την αποτυχία του «μεταλλαγμένου δικομματισμού» να προσφέρει μία ομαλή μεταβατική διαδικασία μπερδεύει τον βηματισμό του μνημονιακού προγράμματος αλλά και τον ίδιο τον σχεδιασμό του. Προειλημμένες αποφάσεις αντιλαϊκών μέτρων αλλά και η ίδια η μνημονιακή στρατηγική αμφισβητούνται. Μάλιστα, σε συνδυασμό με την καθολική σχεδόν ήττα των κυβερνήσεων που στηρίζουν την κυρίαρχη σήμερα οικονομική και κοινωνική πολιτική στην ΕΕ όπου έγιναν εκλογές (και χωρίς ψευδαισθήσεις για το τι αντιπροσωπεύει ο Ολάντ στη Γαλλία), δημιουργεί γενικότερα προβλήματα στις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ καθώς όχι μόνο η καθυπόταξη των «μικρών» αλλά και οι συμφωνίες και οι καυγάδες μεταξύ των «μεγάλων» ξαναμπαίνουν στο τραπέζι. Ο ελληνικός λαός, αυθόρμητα και όχι γιατί κάποια πολιτική δύναμη τον οδήγησε εκεί, έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα στα εγχώρια και ξένα κέντρα εξουσίας που παρά τους εκβιασμούς και τα βρώμικα παιχνίδια (και ιδιαίτερα τον άθλιο ρόλο των ΜΜΕ της διαπλοκής) αποδείχθηκε ανίκανος αυτή τη φορά να ξεδοντιάσει την λαϊκή αντίδραση.

3. Το βασικό όχημα έκφρασης αυτής της λαϊκής αριστερόστροφης αντιμνημονιακής τάσης στις εκλογές ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Όχι γιατί σχεδιασμένα οδήγησε στην εξέλιξη αυτή αλλά γιατί στην κρίσιμη στιγμή βρέθηκε πιο κοντά στο λαϊκό αυθόρμητο (με όλες τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες του τελευταίου). Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο δημιουργός αυτού του ρεύματος αλλά ο επικαρπωτής του. Όχι γιατί έχει δουλέψει με σύστημα και με σχέδιο μέσα στον κόσμο (άλλοι το έκαναν πολύ περισσότερο και με μεγαλύτερη συνέπεια και αυτοθυσία) αλλά γιατί την συγκεκριμένη στιγμή βρέθηκε πιο κοντά στην κοινή συνισταμένη αυτού του ρεύματος. Το λαϊκό αυτό ρεύμα – που κανείς δεν νομιμοποιείται να λοιδορεί όπως η ηγεσία του ΚΚΕ – έχει πράγματι μία σειρά αντιφάσεις και αδυναμίες. Κάθε αυθόρμητο λαϊκό ρεύμα χαρακτηρίζεται από τέτοιες και γι’ αυτό χρειάζονται τα κόμματα πρωτοπορίας. Κάθε αυθόρμητο λαϊκό ρεύμα είναι αναμενόμενο να έχει αυξημένες αντιφάσεις και αδυναμίες όταν τα υποτιθέμενα κόμματα πρωτοπορίας μόνο τέτοια δεν είναι. Δυστυχώς αυτή είναι η ελληνική περίπτωση σήμερα.

4. Μπροστά σε αυτό το ξέσπασμα της λαϊκής αγανάκτησης όλα τα ρεύματα της ελληνικής Αριστεράς, άσχετα από εκλογικά κέρδη και ζημιές, στέκονται αμήχανα. Όλα μάλλον εξεπλάγησαν από την έκταση της. Παρόλο ότι, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο (με αλγεινή την περίπτωση του ΚΚΕ), έπαιξαν ρόλο στις λαϊκές κινητοποιήσεις της προηγούμενης περιόδου κανένα δεν έχει μία συστηματική και συγκροτημένη στρατηγική και τακτική που να μπορεί να μετατρέψει την λαϊκή αγανάκτηση σε μαζικό πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα και να διεκδικήσει μία νικηφόρα φιλολαϊκή διέξοδο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ καρπώθηκε προνομιακά όλο αυτό το λαϊκό ρεύμα. Ταυτόχρονα όμως δεν διαθέτει ούτε την στρατηγική ούτε την προγραμματική επάρκεια, για να το οδηγήσει στη νίκη. Είναι εγκλωβισμένος στη ευρωπαϊκή «Μεγάλη Ιδέα» της αστικής τάξης και αδυνατεί να απεμπλακεί από αυτή ακόμη και τώρα που η Μελούνα της είναι ήδη ορατή. Επιδίδεται σε ολοένα και πιο δεξιόστροφους και παλαιοπασοκικούς τακτικισμούς και μυθοπλαστικές ευρωπαϊκές προοδευτικές λύσεις που μακροπρόθεσμα θα οδηγήσουν είτε στην ήττα είτε/και στην ενσωμάτωση. Όμως, προς το παρόν, έχει κατορθώσει να είναι ο βασικός συνομιλητής της λαϊκής αγανάκτησης.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έφερε ένα πολύ καλό (για τα μέτρα και την κατάσταση της) αποτέλεσμα που – αφήνοντας στην άκρη ανόητους προεκλογικούς μικρομεγαλισμούς και μετεκλογικές γκρίνιες – μπορεί να αποτελέσει ένα σκαλοπάτι για το μέλλον. Όμως και εδώ στο βαθμό που δεν επιλύεται αποτελεσματικά τόσο η στρατηγική όσο η προγραμματική αδυναμία (και ιδιαίτερα η ταλάντευση ανάμεσα σε ένα τύπου ΣΥΡΙΖΑ τακτικισμό και σε ένα τύπου ΚΚΕ χιλιασμό) περιορίζεται ο όποιος θετικός ρόλος μπορεί να παίξει.

Το ΚΚΕ αποτελεί το μεγάλο ηττημένο της Αριστεράς όχι γιατί οι αγωνιστές του δεν συμμετέχουν στους αγώνες αλλά γιατί η σημερινή ηγεσία του ακυρώνει κάθε συμμετοχή με την σεκταριστική και ταυτόχρονα οππορτουνιστική γραμμή της που εντέλει υπονομεύει κάθε μαζικό κίνημα. Στο βαθμό που συνεχισθεί η πολιτική αυτή μόνο υπονομευτικό ρόλο θα παίξει ενάντια στο λαϊκό κίνημα, αναστέλλει αντί να ενισχύει την πορεία των μαζών προς τα αριστερά ενώ ταυτόχρονα αμαυρώνει τις κομμουνιστικές ιδέες. Η πολιτική του στο βρώμικο μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό μόνο απαράδεκτη μπορεί να χαρακτηριστεί ενώ τα αδιέξοδα της γραμμής του και η οικτρή ανεπάρκεια της ηγετικής ομάδας του μόνο θλίψη προκαλούν στον κόσμο των ελλήνων κομμουνιστών. Στο βαθμό που δεν βρεθούν οι δυνάμεις που θα ανατρέψουν αυτή την καταστροφική πορεία η στενή κομματική προοπτική του προδιαγράφεται ως μίζερη ενώ ο διαλυτικός ρόλος του θα κοστίσει ακόμη περισσότερο στο λαϊκό κίνημα.

5. Το βασικό ερώτημα της επόμενης ημέρας είναι με ποιο τρόπο μπορεί να μεγαλώσει το ρήγμα που άνοιξε στον αστικό σχεδιασμό. Πέρα από εκλογές και ακόμη και ακόμη και ενδεχόμενες περιστασιακές υποχωρήσεις του λαϊκού ρεύματος αυτό που απαιτείται είναι η συγκρότηση μίας ρεαλιστικής αριστερής κατεύθυνσης ανατροπής των συστημικών επιλογών και επιβολής φιλολαϊκών μέτρων. Η κατεύθυνση αυτή, άσχετα με το βαθμό που αυτό γίνεται λαϊκά κατανοητό, συνδέεται με την σοσιαλιστική προοπτική. Η εκπόνηση της κατεύθυνσης αυτής αφορά όλες τις ζωντανές μαχόμενες δυνάμεις του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος άσχετα από τους κομματικούς χώρους στους οποίους μπορεί αυτή τη στιγμή να εντάσσονται. Αυτό σημαίνει, πρώτον, την εκπόνηση μίας ρεαλιστικής κομμουνιστικής πολιτικής (δηλαδή της συγκεκριμένης ενότητας στρατηγικής και τακτικής στο σήμερα) και, δεύτερον, την έκφραση της σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα άμεσων στόχων και διεκδικήσεων. Το τελευταίο πρέπει να προτείνει συγκεκριμένη φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση και να αναλαμβάνει και τις αντίστοιχες ευθύνες γι’ αυτήν.

6. Το ζήτημα του μεταβατικού προγράμματος είναι ιδιαίτερα κρίσιμο γιατί από αυτό εξαρτάται εάν το σημερινό ρήγμα στον αστικό σχεδιασμό θα οδηγήσει στη συνολική ανατροπή του ή το σύστημα θα επιστρέψει ακόμη πιο βάρβαρο. Η λυδία λίθος, αυτό που διαχωρίζει σήμερα την αστική από την φιλολαϊκή πολιτική, είναι η στάση απέναντι στην ΕΕ. Όλα τα ζητήματα, μικρά ή μεγάλα, εν τέλει οδηγούν εκεί και σε σχέση με αυτό κρίνονται. Όχι μόνο γιατί αυτό είναι κρίσιμο για το λαϊκό και εργατικό κίνημα αλλά γιατί συνολικά η προοπτική της ελληνικής κοινωνίας κρίνεται στο διακύβευμα αυτό. Μέσα στην ΕΕ δεν υπάρχει κανένα περιθώριο όχι μόνο για κοινωνική αλλαγή αλλά ακόμη και για κάποιες φιλολαϊκές κατακτήσεις. Γι’ αυτό προμετωπίδα του μεταβατικού προγράμματος πρέπει να αποτελεί η αποδέσμευση από την ΕΕ (χωρίς κανένα πλεονάζοντα και φανφαρόνικο επιθετικό προσδιορισμό). Αυτό σημαίνει συνολική έξοδο τόσο από τον πολιτικό μηχανισμό όσο και από την ΟΝΕ και την Κοινή Αγορά. Βραχυπρόθεσμα μέτρα του οικονομικού σκέλους του προγράμματος αυτού πρέπει να αποτελούν οι πυλώνες:

(1) Στάση πληρωμών

(2) Έλεγχος των εισαγωγών-εξαγωγών κεφαλαίου

(3) Κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος

(4) Σύστημα προοδευτικής φορολογίας

(5) Ελεγχόμενη διολίσθηση της ισοτιμίας του νέου νομίσματος σε συνδυασμό με ένα σύστημα ελέγχου των τιμών.

Βασικό (και καθοριστικό εντέλει) μακροπρόθεσμο στοιχείο του οικονομικού σκέλους του προγράμματος αυτού αποτελεί η παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας με βάση κεντρικό σχεδιασμό και με δημόσια ιδιοκτησία των βασικών στρατηγικών τομέων.

7. Ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να προβληθεί στον κόσμο όχι με ένα δασκαλίστικο τρόπο που να τον επιτιμά για τις αντιφάσεις του αλλά με ένα πειστικό τρόπο που να δείχνει και τα κόστη και τα οφέλη ενός τέτοιου προγράμματος. Ιδιαίτερα πρέπει να αποτείνεται με ένα ενωτικό τρόπο στο σύνολο των δυνάμεων του κόσμου της εργασίας. Στα ερωτήματα και στα άμεσα μυωπικά διλήμματα που βάζουν – εντίμως ή εκ του πονηρού – δυνάμεις (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ) ή λαϊκά ρεύματα η απάντηση δεν μπορεί να είναι η χιλιαστική καταγγελία (στην οποία επιδίδεται η ηγεσία του ΚΚΕ) αλλά η προβολή των ουσιαστικών ζητημάτων (έναντι των επιφανειακών) και το κάλεσμα στην κοινή δράση σε συγκεκριμένα ζητήματα.

8. Όχημα αυτού του προγράμματος και της κατεύθυνσης που συγκεφαλαιώνει πρέπει να είναι η δημιουργία ενός πλατιού κοινωνικο-πολιτικού μετώπου των δυνάμεων της εργασίας και ιδιαίτερα η συγκρότηση ενός μαζικού ενιαίου εργατικού κινήματος που να μπορεί να διεκδικεί και να νικά. Αυτό πρέπει και μπορεί να ξεπεράσει συμβιβασμένες και εξωνημένες «συνδικαλιστικές» ηγεσίες και γραφειοκρατίες.

9. Ένα ιδιαίτερο ζήτημα που όμως μπορεί να σημαδέψει μελλοντικές εξελίξεις αποτελεί το νεο-ναζιστικό φαινόμενο. Είναι κάτι που έχει υποτιμηθεί – με διάφορους τρόπους – μέχρι τώρα και που μπορεί να πληρωθεί πολύ ακριβά στο μέλλον. Άλλωστε αποτελεί – γι’ αυτό αναδείχθηκε – την λύση έκτακτης ανάγκης του συστήματος κάλλιστα μπορεί να αξιοποιηθεί στο μέλλον. Η αντιμετώπιση του απαιτεί ειδικές επεξεργασίες που να μην υποτιμούν το μεταναστευτικό πρόβλημα και το ζήτημα της ανεργίας.

10. Η περίοδος κυβερνητικής αστάθειας που διαμορφώθηκε με το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαϊου και το πώς τελικά θα κλείσει προσωρινά (με νέες εκλογές ή οικουμενική κυβέρνηση του μεταλλαγμένου δικομματισμού) θα σημαδέψει επίσης κρίσιμα τις μετέπειτα εξελίξεις. Το δίλημμα για τα εγχώρια και ξένα κέντρα εξουσίας είναι πως θα εκτονώσουν την λαϊκή αγανάκτηση, θα λύσουν (τουλάχιστον προσωρινά) τις μεταξύ τους αντιθέσεις και θα διατηρήσουν την συνέχεια και την συνοχή (έστω και με τροποποιήσεις) της Μνημονιακής πολιτικής. Το δίλημμα για το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα είναι πως θα κατορθώσει να μετατρέψει την λαϊκή αγανάκτηση σε ένα μάχιμο και νικηφόρο κίνημα που όχι μόνο θα μπλοκάρει την αστική στρατηγική αλλά και θα διανοίγει την προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης. Άλλωστε τελικά αυτό είναι το μακροπρόθεσμο ιστορικό δίλημμα και η μητέρα όλων των μαχών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου