Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Το χρέος, η ζωή και η κακή οικονομία. Ένας άκαιρος έπαινος του χρέους


του Yann Moulier - Boutang  Από: nomadic universality

Τα πλεονεκτήματα των υπέρογκων χρεών
«Αν χρωστάς δέκα χιλιάδες λίρες, έχεις ένα πρόβλημα με την τράπεζα· αν χρωστάς δέκα εκατομμύρια λίρες, η τράπεζα έχει ένα πρόβλημα με σένα». Αυτός ο ωραίος κανόνας του Κέινς είναι καθολικός. Ίσχυε τότε για το γερμανικό χρέος που προέκυψε από τη συνθήκη των Βερσαλλιών (τις επανορθώσεις), αυτό το γερμανικό χρέος το οποίο δηλητηρίασε τις διεθνείς σχέσεις από το 1922 μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που ήταν γνήσιο τέκνο του. Όσο μεγαλύτερο είναι το χρέος, τόσο λιγότερο είναι πιθανό να χρειαστεί να το αποπληρώσεις στο σύνολό του. Σήμερα έχουμε μεταφράσει την κεϋνσιανή διαπίστωση με το απόφθεγμα too big to fail (υπερβολικά μεγάλες για να χρεωκοπήσουν) σε σχέση με τις πολύ μεγάλες τράπεζες μετά την οδυνηρή εμπειρία της κατάρρευσης της Λέμαν Μπράδερς το 2008. Την ασυλία που εξασφαλίζει αυτός ο κανόνας, που δεν είναι μακριά από το quia nominor leo (επειδή εγώ ο λέων φτιάχνω τους νόμους), οι οικονομολόγοι, με τη συνήθη γελοιότητά τους, την αποκαλούν «ηθικό κίνδυνο», επειδή το να πουν τα σύκα σύκα τούς είναι κάτι αδύνατο. Προτιμούν να λένε ότι η οικτρή αποτυχία της χρηματοπιστωτικής ρύθμισης οφείλεται σε αυτό το λάθος σήμα που στάλθηκε στην αγορά (δηλαδή στις αίθουσες συναλλαγών των τραπεζών, οι οποίες πραγματοποιούν γενικώς πάνω από το μισό των κερδών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων).



Το να παίρνεις υπέρμετρο ρίσκο δεν χρησιμεύει μόνο στο να αποκτάς άκοπα (ή με αντίτιμο ισχυρή έκλυση αδρεναλίνης και αρκετές δόσεις κοκαΐνης) όσα θα απέφερε σε δέκα χρόνια ένα μίζερο βιομηχανικό κέρδος, βγαλμένο από τον ιδρώτα χιλιάδων εργατών. Η κερδοσκοπία δεν είναι μόνο αυτή η κοινοτοπία την οποία ανακάλυψαν διάφοροι υποψήφιοι για το βραβείο Νομπέλ, η νοσηρή απληστία (the greed), αλλά επίσης μία τακτική του υπαρκτού ή του ενδεχόμενου οφειλέτη για να κάνει το χρέος του να αυξηθεί σε ένα επίπεδο τέτοιο, που να αποτελεί την καλύτερη προστασία του. «Μα αυτό είναι αποκρουστικό και βαθύτατα ανήθικο», θα πουν οι υγιώς σκεπτόμενοι. Δείχνει πόσο αδίστακτο είναι αυτό το 1% σε σχέση με το 99% των δικαίων. Η  συνέχεια είναι γνωστή: «στην πυρά, στην πυρά!!!». Αλλά μπορεί κανείς να αναρωτηθεί: αν το όλο ζήτημα είναι να φέρουμε στο σωστό δρόμο το 1% του πληθυσμού, γιατί δεν το έχουμε κάνει ακόμη;
Αυτή όμως η περιστασιακή «ανηθικότητα», είναι κάτι που όλοι κάνουν. Από τα ποντίκια μέχρι τον λέοντα. Από τους Μάντοφ που καταδικάζονται μέχρι τους αμέτρητους ατιμώρητους «εγκληματίες του λευκού κολάρου», και μέχρι τους φτωχούς Αμερικανούς με υψηλό κίνδυνο αφερεγγυότητας οι οποίοι συνήψαν ενυπόθηκα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Αυτό το μαγείρεμα της χρέωσης συντελέστηκε επειδή βοηθούσε τον Άλαν Γκρήνσπαν να αυξήσει τον αριθμό των ιδιοκτητών για να ενισχύσει την υποστήριξη προς την ιδεολογία της αγοράς (το είπε ο ίδιος απερίφραστα), επειδή βόλευε τους εισοδηματίες της αγοράς ακινήτων, τη βιομηχανία της οικοδομής, αλλά επίσης –και αυτό είναι που ξεχνάμε ελαφρά τη καρδία σε αυτούς τους καιρούς της «καταδίκης για τα δάνεια και τους πιστωτές»- επειδή ένας αξιοσέβαστος αριθμός αμερικανικών νοικοκυριών με μέτριο ή ασταθές εισόδημα μπορούσαν πλέον να αποκτήσουν στέγη, να μην ξαναζήσουν τον εφιάλτη των κατασχέσεων και εξώσεων λόγω χρεών. Με δυο λόγια, να έχουν, όχι πλέον το «κοτόπουλο στην κατσαρόλα» εκείνου του αγαθού Ερρίκου του 4ου*, αλλά το home sweet home του αμερικανικού ονείρου.
Στη Γαλλία, όπου η αποταμίευση των βιβλιαρίων τύπου Α των ταμιευτηρίων, την οποία διαχειρίζεται το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, δημιουργεί δικαιώματα για δανεισμό με προνομιακό επιτόκιο (χαμηλότερο από εκείνο της αγοράς) για την απόκτηση κατοικίας, και όπου ο τομέας των επιδοτούμενων ενοικίων (HLM) αντιπροσωπεύει το 43% της συνολικής αγοράς ενοικίου, η οποία με τη σειρά της αντιπροσωπεύει μόνο το 43% της κύριας κατοικίας (δηλ. 19%), δεν υπήρξε κρίση ενυπόθηκων δανείων. Αφού οι γαλλικές τράπεζες δανείζουν μόνο στους πλούσιους και τους φερέγγυους, όσους έχουν εισόδημα πάνω από το διπλάσιο του κατώτατου μισθού, είναι δύσκολο να αποκτήσει κανείς σπίτι στις περιφέρειες και σχεδόν αδύνατο στο Παρίσι. Η αγορά των φτωχών όμως είναι κερδοφόρα, επιτρέπει την εφαρμογή επιτοκίων τελείως τοκογλυφικών, όπως αποδεικνύουν κάθε μέρα οι «ανακυκλούμενες» πιστωτικές κάρτες (με γενικό ποσοστό 17,5% ετησίως). Και αν οι τράπεζές μας, που αποτελούν τον ανθό της γαλλικής οικονομίας μαζί με τα σούπερ μάρκετ, δανείζουν ελάχιστα στους φτωχούς και στις νέες γενιές, εκτός και αν έχουν ως εγγύηση τη γονική κληρονομία, μην ανησυχείτε, βγάλαν τα σπασμένα δανείζοντας σε μεγάλη κλίμακα στα κράτη που στήριζαν την κατανάλωση των νοικοκυριών, άρα τη γερμανική ανάπτυξη μέσω των εισαγωγών των χωρών με αξιολόγηση τρία Α. Σε ποια κράτη δάνεισαν οι γαλλικές, οι γερμανικές, οι ολλανδικές, οι αγγλικές τράπεζες; Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, για τις πρώτες, στην ανατολική Ευρώπη, στην Ιρλανδία για τις δεύτερες. Ενώ οι ισλανδικές τράπεζες και το νορβηγικό δημόσιο ταμείο τοποθετούσαν τις οικονομίες των καταθετών τους σε αυτό το καραβάν σαράι του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η αλληλεξάρτηση των μεν προς τις δε είναι πλέον τόσο ισχυρή που αναρωτιέται κανείς μήπως η επάνοδος στην παλιά καλή διάκριση ανάμεσα σε τράπεζες καταθέσεων (που υποτίθεται ότι ανήκουν στη λεγόμενη πραγματική οικονομία) και σε επιχειρηματικές τράπεζες (που υποτίθεται ότι ανήκουν στον εικονικό κόσμο της κερδοσκοπικής αυταπάτης) ανάγεται στον ίδιο ευσεβή πόθο με εκείνον που, μετά το 2008, φιλοδοξούσε να διαχωρίσει την πραγματική οικονομία από το χρηματοπιστωτικό τομέα.
Το δάνειο, η χρέωση και η χρηματοπιστωτική οφειλή έγιναν καθολικά φαινόμενα. Και δεν αφορούν μόνο τους πολύ πλούσιους. Στην αμερικανική περίπτωση για παράδειγμα, το σημαντικό είναι ότι οι φτωχοί πήραν κατά λέξη την επιταγή «πλουτίστε!» των τοπικών Γκιζό* (Γκρήνσπαν, Ρέιγκαν, Μπους, Κλίντον), προκαλώντας απερίγραπτη σύγχυση στο μηχανισμό των παράγωγων προϊόντων που βασίστηκαν πάνω στα ενυπόθηκα δάνεια (τα οποία αποκαλούνται «δομημένα προϊόντα»). Σε μια χώρα όπου το 67% των πολιτών κατείχαν χρηματοπιστωτικούς τίτλους στον τραπεζικό τους λογαριασμό, όλα δείχνουν ότι και οι φτωχοί εφάρμοσαν αυτό τον περίφημο κανόνα· αν είναι να χρεωθούμε, ας χρεωθούμε πολύ, και, αν είμαστε πολλοί (η εκδοχή του πλήθους για το σύνθημα too big to fail), θα τη γλιτώσουμε πιο φτηνά. Απόδειξη: για το έτος 2011, το ποσοστό κατάσχεσης ακινήτων λόγω μη αποπληρωμής ενυπόθηκων δανείων κυμαινόταν ανάμεσα στο 3,7 και το 6% στις Ηνωμένες Πολιτείες[1]. Οι κατασχέσεις αυτές έπληξαν περισσότερο την Kαλιφόρνια, τη Νεβάδα, την Αριζόνα, το Ιλλινόι, το Μίσιγκαν, τη Φλόριντα, τη Τζόρτζια και τη νότια Καρολίνα, και ήταν αρκετά στενά συνδεδεμένες με την απώλεια θέσεων εργασίας. Το 2012 δεν προβλέπεται να είναι καλύτερο. Στα τέσσερα χρόνια που πέρασαν από την κρίση των subprimes, το ποσοστό των αγορασμένων ακινήτων που κατασχέθηκε συνολικά κυμαίνεται από το 25 μέχρι το 15%. Ο αριθμός όσων αναγκάστηκαν να το πουλήσουν είναι ασφαλώς μεγαλύτερος, αλλά τουλάχιστον αυτοί δεν χάσανε τα πάντα. Έτσι, από τα δώδεκα εκατομμύρια ενυπόθηκα δάνεια που «έτρεχαν» το 2007, εκ των οποίων τέσσερα αντιστοιχούσαν ή μεταβλήθηκαν σε subprimes, πάνω από τους μισούς δανειολήπτες και οφειλέτες κατάφεραν πάντως κάτι να περισώσουν. Εξάλλου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ή οι τοπικές αρχές παρενέβαιναν στις περιπτώσεις των πιο φτωχών κυρίως παρά των μεσαίων τάξεων.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η άρνηση αποπληρωμής των δανείων των νοικοκυριών δεν έφερε την καταστροφή που περιγράφουν οι νέοι σταυροφόροι κατά της χρέωσης. Το σύνηθες, και χρόνιο, ποσοστό μη αποπληρωμής τοποθετείται γενικά γύρω στο 2 με 3,5%. Η κρίση των subprimes το έκανε να ανεβεί στο 6,5% (ενίοτε έφτασε και το 9,5%). Η κρίση προέκυψε λόγω της χρέωσης των φτωχών, αλλά πρόκειται περισσότερο για ένα κανάλι διάχυσης παρά για μια αιτία. Αυτό που πραγματικά πυροδότησε την κρίση ήταν το σύστημα των παραγώγων και των πολυάριθμων συμβάσεων για ασφάλιστρα κινδύνου (τα CDS), που άρχισαν να συνάπτονται προς πάσα κατεύθυνση.
Υπάρχει σαφώς μία προλεταριακή πρακτική του χρέους, και πολλαπλές χρήσεις της χρέωσης. Θα επανέλθουμε σε αυτό στο τεύχος 49 του περιοδικού, την άνοιξη.
Κι ωστόσο αυτή η πραγματικότητα αποσιωπάται ή παραγνωρίζεται πανηγυρικά από τους νέους σταυροφόρους κατά του χρέους. Η πρόσβαση στην ακίνητη περιουσία αποτελεί σημαντικό διακύβευμα. Το 95% των μη χρηματοπιστωτικών πόρων των νοικοκυριών στη Γαλλία αφιερώνεται στην απόκτηση στέγης και το 57% των Γάλλων είναι ιδιοκτήτες της κύριας κατοικίας τους.
Οι Γερμανοί από την πλευρά τους είναι στην πλειονότητά τους ενοικιαστές: το ποσοστό των ιδιοκτητών της κύριας κατοικίας τους είναι μόνο 42%[2]. Διαθέτουν ένα απόθεμα κοινωνικής κατοικίας εξίσου σημαντικό με το δικό μας, εφόσον οι θεσμικοί εκμισθωτές εκπροσωπούν το 24% του συνόλου και η γερμανική αγορά ακινήτων είναι σαφώς λιγότερο κερδοσκοπική απ’ ό,τι η δική μας. Είναι λοιπόν λάθος ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη ενός αποθέματος κοινωνικής κατοικίας παρεμποδίζει τη λειτουργία μιας ιδιωτικής αγοράς κατοικίας. Είναι όμως πιθανό ότι δυσκολεύει τη λύση της πρόσβασης στην ιδιοκτησία, η οποία είναι μία μορφή απο-προλεταριοποίησης και προστασίας απέναντι στην επισφάλεια.
(…)
Οι νεοφώτιστοι καταστροφολόγοι κατά του χρέους
Το ότι ο Φρανσουά Μπαϊρού επιτίθεται σφοδρά στο χρέος και προσθέτει την αμίμητη «κοινή λογική» του στη συναινετική χορωδία όσων καταγγέλλουν τις δημόσιες δαπάνες, τους υπερβολικά πολλούς δημόσιους υπαλλήλους, τους υπερβολικά πολλούς περιστασιακούς εργαζομένους στο χώρο του θεάματος, δεν είναι περίεργο. Το καινούριο, ωστόσο, σε αυτούς τους απαίσιους καιρούς, είναι ότι η καταδίκη του χρέους γενικώς δεν έρχεται πλέον μόνο από το «παλάτι» και τους υποτακτικούς του, αλλά και από την «καλύβα». Κάποιοι κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι, φιλόσοφοι, ιστορικοί που είχαν μάθει να υμνούν την «ακατέργαστη, παγανιστική λογική του εργατικού εγωισμού», «την εργατική και προλεταριακή άρθρωση του κεφαλαίου» (Μάριο Τρόντι), άρα και εκείνη των διάφορων μορφών χρέους και πίστωσης και της κρίσης του ευρώ, μία μαρξική ανάγνωση της χρηματιστικής κερδοσκοπίας (Σέρτζιο Μπολόνια), την αυτονομία των αναγκών και την αυτοαξιοποίηση (Α. Νέγκρι), φίλοι παλιοί στο κάτω κάτω, έχουν απλά και ξεκάθαρα αρχίσει τα κηρύγματα ενάντια στο χρήμα as such, ενάντια στο χρέος που υποτίθεται ότι αντικαθιστά τα δικαιώματα, ή τις διαπρύσιες εκκλήσεις κατά του «finazism[3]». Το Occupy Wall Street, οι Ισπανοί Αγανακτισμένοι βρίσκονται αναγκασμένοι να περιοριστούν στην έκφραση ενός ριζοσπαστισμού χωρίς περιεχόμενο, τον οποίο δεν θα εξετάσουμε εδώ.
Αυτό που μας ενδιαφέρει, είναι η υποκειμενική θέση που παίρνει σάρκα και οστά πάνω στο χρηματιστικό τομέα, την πίστωση και το χρέος. Η αλήθεια την οποία γνωρίζουν πολύ καλά όσοι πέρασαν από τις φυτείες ζαχαροκάλαμου στις αποικιακές Αντίλλες, οι κυνηγοί γούνας στη βόρεια και τη νότια Αμερική, οι συλλέκτες του καουτσούκ στην Αμαζονία, ότι η πίστωση στην εταιρεία προμηθειών μετατρέπεται σε χρέος, και ότι όσο λιγότερο μπορείς να το ξεπληρώσεις, τόσο περισσότερο αλυσοδένεσαι στην υποταγή σου απέναντι στον εργοδότη, η αλήθεια αυτή ισχύει πάντα και αναδημιουργείται από το νεοφιλελευθερισμό. Μήπως πρέπει να συμπεράνουμε ότι το χρέος είναι η δουλεία; Ότι το δίκαιο υποκαταστάθηκε από το δικαίωμα να αναλαμβάνεις χρέη, μια νέα μορφή εθελοδουλείας; Ότι το σύνολο της πίστωσης έχει ιδιωτικοποιηθεί, τη στιγμή που μόλις παρακολουθήσαμε την πιο γιγαντιαία μεταβίβαση ιδιωτικού χρέους πρώτα προς τα κράτη, στη συνέχεια προς τους νέους χρηματιστικούς φεουδάρχες και τέλος, μέσα από μία γκάμα μέτρων που ποικίλλουν από την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (πράγμα που, σε απλά γαλλικά, σημαίνει παραίτηση από το 60%, αν όχι περισσότερο, του κεφαλαίου της οφειλής) μέχρι μία παταγώδη χρεωκοπία; Αν είναι έτσι, τότε το μόνο που μας μένει είναι να «καλλιεργούμε τον κήπο μας» όπως ο Καντίντ* και να βοσκάμε τα πρόβατά μας. Αρκεί βέβαια να μην έχουμε πάρει δάνεια από την Crédit Agricole, πράγμα ασυνήθιστο, ακόμα κι αν βρισκόμαστε στην πιο απομακρυσμένη γωνιά της «βαθιάς Γαλλίας».
Γιατί άραγε οι καλοί μας οι νεοφώτιστοι στην εχθρότητα ενάντια στο χρέος, ο «μεγάλος στρατός της αγάπης», ενώνουν τη φωνή τους με την αντιπαθή χορωδία των κατοικίδιων του παλατιού, που αναφέραμε παραπάνω; Δίνουν την εντύπωση ότι κάθε οφειλέτης είναι υποδουλωμένος, ότι οι πιστωτές λύνουν και δένουν, ότι ο μισθός ή τα μετρητά που καταβάλλονται απολήγουν πάντοτε σε έλεγχο. Μήπως όμως πρέπει να δούμε ότι οι οφειλέτες και οι μισθωτοί έγραφαν ανέκαθεν μία άλλη ιστορία; Αυτή που συνίσταται στο να παίρνεις τα λεφτά και να αρνείσαι τον έλεγχο; Να παίρνεις το χρήμα του δανείου που ελευθερώνει και να μην πληρώνεις τους δεσμούς που υποδουλώνουν; Όλη η οικονομική εκλέπτυνση της ασύμμετρης πληροφόρησης, οι πονηριές των τραπεζιτών για να ξεχωρίσουν εκ των προτέρων τους κακούς πληρωτές ή οφειλέτες, δεν μαρτυρούν άραγε αυτή την πραγματικότητα;
Δεν βλέπουν ότι σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός, που τον εμφανίζουν να θριαμβεύει, αρχίζει να μένει από καύσιμα; Ότι δεν μπορεί πλέον να διατηρεί τη συλλογική νόηση μέσα στα ασφυκτικά δεσμά της μισθωτής σχέσης, παρά μόνο κάνοντας όλο και πιο επισφαλή την εργασία, ή δημιουργώντας συνεχώς νέες μορφές χρεών (μεταξύ των οποίων το δικαίωμα δανεισμού για σπουδές, ή για ιατρική μέριμνα) πάντοτε με έναν και μόνο σκοπό, να σταθεροποιήσει την εργασία και να ελέγξει τη γενική εργατικότητα; Σε τι ωφέλησε να ασκούμε διαρκώς κριτική στη σχολή της Φρανκφούρτης για τη μονόπλευρη και ηγεμονική της θεώρηση ως προς την επικράτηση του καπιταλισμού και την ικανότητά του να ελέγχει ιδίως τα ΜΜΕ, αν είναι να επαναλάβουμε στον οικονομικό τομέα και στο ζήτημα του χρέους το ίδιο λάθος με τον Αντόρνο; Ναι, μπορούμε να δανειζόμαστε με subprimes! Ναι, πρέπει να αγωνιστούμε για να διευρύνουμε τα δικαιώματα του μικροοφειλέτη. Παραδείγματος χάρη, για να στείλουμε στον αγύριστο τον απαράδεκτο κανόνα ότι ένα ακίνητο για το οποίο δόθηκε ενυπόθηκο δάνειο παραμένει στην κυριότητα της τράπεζας μέχρι την καταβολή της τελευταίας δόσης. Ναι, πρέπει να αναθεωρηθεί ο κανόνας ότι πρώτα επιστρέφεται το κεφάλαιο και μετά οι τόκοι.
Μπορούμε να αμφιβάλλουμε κατά πόσο ένα ορισμένο καταστροφολογικό ύφος στην πολιτική, πάνω σε βάσεις τόσο περιορισμένες όσο η εσχατολογική αναγγελία της αγωνίας του καπιταλισμού, συμβάλλει στις διαδικασίες υποκειμενοποίησης των παραγωγικών τάξεων, που τόσο πολλοί αναζητούν εναγωνίως –και δικαιολογημένα.
Σε όλους αυτούς τους γκρινιάρηδες του χρέους, ηθικολόγους και απελπισμένους που καλούν σε εξέγερση με φόντο ένα αίσθημα ήττας, νιώθει κανείς την ακατανίκητη επιθυμία να απαντήσει με τον υπέροχο ύμνο στο χρέος –και τη ζωή- που βρίσκουμε στο Τρίτο Βιβλίο του Ραμπελαί με τίτλο «Πώς ο Πανούργος επαινεί τους οφειλέτες και δανειολήπτες[4]»: «Μα, ρώτησε ο Πανταγκρυέλ, πότε θα βγείτε από τα χρέη; –Στις ελληνικές καλένδες, απάντησε ο Πανούργος. Όταν όλος ο κόσμος θα είναι ευχαριστημένος και εσείς θα είστε κληρονόμος του εαυτού σας. Ο θεός να με φυλάξει και να μη βγω ποτέ. Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. Χρωστάς πάντοτε σε κάποιον; Τότε αυτός διαρκώς θα προσεύχεται στο θεό να σου χαρίζει ωραία, μακρά και ευτυχισμένη ζωή: καθώς θα φοβάται μη χάσει το χρέος του, θα λέει πάντα καλά λόγια για σένα σε όλες τις παρέες, και πάντα θα σου βρίσκει νέους πιστωτές, ώστε να αποπληρώσεις αυτόν[5]».
Αυτή η πρακτική του χρέους είναι πολύ παλιά. Αυτή εξηγεί γιατί, δύο χρόνια μετά την άφεση χρεών των Ινδών χωρικών, που επιδίωξε ο Γκάντι, το επίπεδο χρέωσης είχε επανέλθει εκεί που βρισκόταν πριν. «Χρέος δεν θα υπάρχει πλέον όταν όλος ο κόσμος θα είναι ευχαριστημένος και εσείς θα είστε κληρονόμος», λέει ο Πανούργος. Με άλλα λόγια, με ένα εγγυημένο εισόδημα διαβίωσης για αρχή και με την πλήρη απελευθέρωση της ανθρωπότητας στη συνέχεια. Άρα, η σοφία έγκειται στο να ζεις με το χρέος, να το χρησιμοποιείς εφόσον είναι ανάγκη, να το τιθασεύεις, να παραπλανάς τα παράσιτα που επικάθονται σε αυτό το υπέροχο σώμα της ζωής που αγωνίζεται να διευρύνει το μέλλον. Οι πρακτικές του βιώσιμου χρέους και οι δεσμοί που απελευθερώνουν κρύβουν θησαυρούς που πρέπει να ξαναανακαλύψουμε. Οι πρακτικές αυτές περιλαμβάνουν τα εναλλακτικά νομίσματα, τα τοπικά συστήματα ανταλλαγών, αλλά επίσης το μετασχηματισμό του μισθωτού καταναγκασμού μέσα από το εγγυημένο εισόδημα διαβίωσης και τα νέα δικαιώματα πρόσβασης και χρήσης των κοινών αγαθών. Εάν πλαισιώσουμε τις οφειλές και τις πιστώσεις, τις οποίες αναγνωρίζουμε στην οικονομική και τη συμβολική σφαίρα, με το νέο οικολογικό χρέος, τότε θα εισέλθουμε σε μία άλλη σειρά πρακτικών και δοκιμαστικών αξιών που θα αγγίζουν τη διακυβέρνηση των εξωτερικοτήτων.
Τα τωρινά όρια των δανειακών συμβάσεων τροποποιούνται ριζικά για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι η νομιμοποίηση μιας κάλυψης των χρεών και των ανταλλαγών που αυξάνει το οικολογικό χρέος (με άλλα λόγια που αναλώνει ανανεώσιμους φυσικούς πόρους ταχύτερα απ’ όσο τους αναπληρώνει το οικοσύστημα) αρχίζει να αμφισβητείται συνολικά. Για να πληρώσουμε το οικολογικό χρέος, πιθανόν να χρειαστεί να προκαλέσουμε παταγώδεις χρεωκοπίες για τα δάνεια που είχαν συναφθεί την εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το εν λόγω χρέος είναι ασύμμετρο. Ασύμμετρο διότι είναι αδύνατο να εκφράσουμε σε νόμισμα το χρέος που συνήφθη καθ’ υπέρβαση των περιθωρίων αποκατάστασης των οικοσυστημάτων. Ασύμμετρο επίσης διότι, παρά την ύπαρξη του οικολογικού χρέους, ο πιστωτής που είναι σε θέση να δημιουργήσει την πίστωση προς το παρόν δεν εκπροσωπείται, και άρα δεν είναι σε θέση να αξιώσει αποζημίωση, η οποία εξάλλου είναι αδύνατη απ’ τη στιγμή που φτάσουμε ένα κατώφλι δανεισμού. Οι οφειλέτες αυτορυθμίζονται μεταξύ τους, προσωποποιώντας συμβατικά οι ίδιοι τα υποκείμενα που υφίστανται τις ζημίες. Η συμβολική ισχύς του οικολογικού χρέους έχει ήδη προχωρήσει αρκετά, αλλά η ουσιαστική νομική ισχύς του βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα.
Ούτε κοράκια, ούτε πρόβατα: Καλά χρέη, κακά χρέη
Το πρόβλημα δεν είναι το χρέος καθαυτό. Ένας κόσμος χωρίς χρέη θα ήταν κόσμος χωρίς πίστη, χωρίς δεσμό, χωρίς αλληλεξάρτηση. Ακόμα χειρότερα, θα ήταν χωρίς μέλλον –άλλο από τη φειδωλή επανάληψη του παρόντος, χωρίς ορμή, χωρίς προσαύξηση, χωρίς φύση, με δυο λόγια χωρίς ζωή.
«Μα εσείς μιλάτε για το συμβολικό χρέος», θα πει κανείς. Αυτό σύμφωνοι, το δεχόμαστε στην οικονομία του δώρου: στις κοινωνικές, ηθικές υποχρεώσεις. Αλλά το χρηματικό χρέος, αυτό της αγοράς … α, αυτό είναι τρομερό. Από αυτό έρχονται όλα τα κακά! Δείτε τον Έμπορο της Βενετίας! Όπως ο τόκος, αυτά τα μη φυσικά παιδιά που κάνει το χρήμα, που αποκτάται χωρίς εργασία, αυτό το εισόδημα του εισοδήματος, που ένας καλός καπιταλιστής θα έπρεπε να μισεί μαζί με τους έντιμους εργαζόμενους. Όπως δεν παύουν να μας υπενθυμίζουν όλοι οι υμνητές της αναβιομηχάνισης και της ιερής συμμαχίας της παραγωγής κατά της χρηματιστικοποίησης. Ας απλώσουμε το χέρι στον μεγαλοβιομήχανο, μπροστά στον φοβερό και τρομερό χρηματιστή!
Αφελές λάθος. Μας λένε ότι ο καπιταλιστής προκαταβάλλει το χρήμα των μέσων παραγωγής και διακινδυνεύει το μισθό πριν την πραγματοποίηση της αξίας των εμπορευμάτων του. Στην πραγματικότητα, ο εργαζόμενος είναι αυτός που προκαταβάλλει το πότλατς της υπεραξίας (και όχι απλώς της εργασίας). Ο πιστωτής αποδεικνύεται οφειλέτης. Ο άνθρωπος με τα σκούδα έχει ανάγκη τον προλετάριο, ενώ οι διευθυντές εργοστασίου, οι μάνατζερ αποτελούν τα πιστά του κατηγορήματα.
Όχι, δεν μιλάμε μόνο για το συμβολικό χρέος, θεμέλιο του δεσμού και των υποχρεώσεων, μιλάμε για το νομισματικό χρέος. Το χρήμα απελευθερώνει από το χρέος, μια απελευθερωτική δύναμη απεριόριστη, ενίοτε πολύ εξυπηρετική (όπως όταν ο δούλος εξαγοράζει την ελευθερία του, ή όταν ο καταπιεσμένος από χίλιες και μία κοινωνικές συμβατικότητες μπορεί να επιδεικνύει βασιλική ανεξαρτησία από όλο αυτό το φορτίο). Αυτή η κίνηση, αυτή η πορεία προς την ελευθερία είναι το πραγματικό ελατήριο της νομιμοποίησης της αγοράς (όχι του καπιταλισμού) και, όταν εκλείπει, η αγορά δεν λειτουργεί πλέον. Αλλά ο πιο ισχυρός καθορισμός του χρήματος με την έννοια αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «νόμισμα», είναι η πίστη –με όλες τις σημασίες της λέξης. Αυτή η πίστη που δίνουμε ή που δεχόμαστε, είναι τόσο για τον έναν όσο και για τον άλλο ένας γιγάντιος δανεισμός από το μέλλον, ένας δανεισμός διαρκής. Προεξοφλήσεις του μέλλοντος για τις οποίες δεν υπάρχουν και μεγάλα αποθεματικά σε ρευστό (είναι περισσότερο πιστώσεις, άρα δάνεια άλλων). Και ευτυχώς: διότι τότε η κατάρρευση και η χρεωκοπία θα ήταν μόνιμες, καθολικές. Η πίστη είναι η ζωή, η εμπιστοσύνη στη δύναμη δράσης και στη διαρκή ορμή της.
Η δημιουργία νομίσματος είναι λοιπόν μία καταπληκτική εξουσία, ίσως η ουσία της εξουσίας ως ελέγχου όχι επί του άθλιου παρόντος, αλλά προκαταβολικού ελέγχου επί του μέλλοντος, όπως ένα στοίχημα. Μυστικό που το κρατάνε ζηλότυπα οι χρηματοπιστωτικοί ναοί. Ο τραπεζίτης που σας δανείζει χρήματα, ανοίγει μια νέα γραμμή πίστωσης και δεν αρκείται να ανακατανείμει διαφορετικά τις υπάρχουσες καταθέσεις σε μετρητά. Αλλιώς δεν θα υπήρχε ποτέ αύξηση της νομισματικής μάζας. Ο τραπεζίτης δημιουργεί μέσα πληρωμής από κάθε είδους υλικά, χωρίς να έχει το ισόποσο αντιστάθμισμα σε καταθέσεις. Τεράστια δύναμη που βασίζεται στην εμπιστοσύνη· μια εμπιστοσύνη η οποία, για να λειτουργήσει, πρέπει να υπάρχει και από τις δύο πλευρές. Από την πλευρά του κοινού, από τα κάτω, διότι αν όλος ο κόσμος πιστεύει ότι δεν θα μπορέσει να πληρώσει σε μετρητά την αξία των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, τότε θα υπάρξει ένας πανικός απόσυρσης των καταθέσεων και η τράπεζα θα καταρρεύσει. Από τα πάνω, διότι η κεντρική τράπεζα οφείλει να μεριμνά ώστε να εξαλείφονται οι ανεύθυνες συμπεριφορές που θέτουν σε κίνδυνο την αρχή λειτουργίας της τράπεζας (όχι αυτήν ή την άλλη τράπεζα). Αυτό μεταφράζεται σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας, διότι η παροχή πίστωσης είναι μια δραστηριότητα που υπόκειται σε έντονη ρύθμιση. Ακόμη και ο δανεισμός μεταξύ ιδιωτών ελέγχεται, διότι τα τοπικά νομίσματα, από τη στιγμή που θα προσλάβουν κάπως σημαντική διάσταση, καταστέλλονται από τις κεντρικές τράπεζες, που φροντίζουν να διατηρήσουν το μονοπώλιο του κράτους στην επικύρωση της δημιουργίας πίστης.
Το χρέος και η πίστη λοιπόν είναι σε μεγάλο βαθμό υπό επιτήρηση. Γιατί; Διότι επιτρέπουν να διευρύνουμε τα παράλογα και αποκρουστικά όρια της παρούσας κατάστασης. Επειδή επιτρέπουν να δώσουμε τα μέσα σε όσους δεν τα έχουν. Ναι, θα μου πείτε, αλλά το αντίτιμο αυτού του μικρού θαύματος; Τη σαγήνη της δαπάνης, της επένδυσης, δεν την ακολουθεί η απότομη προσγείωση των μηνιαίων δόσεων, το άγχος των αναχρηματοδοτήσεων, η αγανάκτηση της χρεωκοπίας; Ας μη γινόμαστε τα πρόβατα του Πανούργου, που μας εξυμνούν τη γενικευμένη χρέωση τη στιγμή που ο Πανταγκρυέλ, από τη θέση του αφεντικού είναι αλήθεια, μισεί τους οφειλέτες όσο και τους δανειστές. Στο βασίλειο της ικανοποίησης, στον Παράδεισο, ούτε το χρήμα, ούτε η πίστη, ούτε το χρέος με τους δύο εταίρους του παρουσιάζουν το παραμικρό διαφέρον (και με τις δύο έννοιες του όρου*).
Για τον οφειλέτη, όπως και για τον πιστωτή, όλο το ζήτημα έγκειται στην ποιότητα του αντιτίμου, αλλά επίσης και της σύμβασης που καθορίζει αυτό το αντίτιμο. Η ποιότητα αυτή νοείται πρώτα απ’ όλα με τη λογιστική έννοια, με μια σύλληψη της λογιστικής ως θετικού δικαίου. Ωστόσο, η λογιστική νόρμα είναι μία «διαρκής δημιουργία», όπως κάθε μορφή δικαίου. Αλλά νοείται και σε ένα μετα-λογιστικό επίπεδο, που κείται εκτός των λογιστικών βιβλίων. Προκειμένου η λογιστική να σχηματίσει, να διαμορφώσει μία συγκλίνουσα γνώμη για το μέλλον και την αξία του, χρειάζονται υφιστάμενοι κανόνες, αλλά χρειάζονται επίσης κανόνες για το σχηματισμό νέων κανόνων που να καθιστούν ανενεργούς όσους κανόνες δεν ανταποκρίνονται πλέον στην εξέλιξη της οικονομικής αξίας, των γνώσεων, την ολοένα και μεγαλύτερη ένταξη των εξωτερικοτήτων που δεν αποτιμώνται νομισματικά. Η χρηματιστική αγορά που εμφανίστηκε εδώ και τριάντα χρόνια, διαμόρφωσε κατά τρόπο εξ αρχής διεθνικό κανόνες των οποίων οι οίκοι αξιολόγησης είναι απλώς η ορατή κορυφή. Στην παρούσα κρίση βλέπουμε καθαρά ότι τα εθνικά τραπεζικά συστήματα που ήθελαν τρόπον τινά να αναδειχθούν σε κεντρικές τράπεζες των χρηματιστικών αγορών, δυσκολεύονται πολύ να το επιτύχουν.
Ο οφειλέτης είναι το κορόιδο της υπόθεσης όταν η αποπληρωμή τον φτωχαίνει, όταν γίνεται τόσο επαχθής που δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει. Τότε χάνει τη δύναμή του να δρα αντί να την αυξάνει. Ο δανειστής, από τη μεριά του, αν παρατραβήξει το σκοινί, κινδυνεύει να χάσει το κεφάλαιο (πράγμα που δεν είναι και τόσο σημαντικό) και τους τόκους (που είναι σημαντικότεροι, ιδίως στην αρχή του δανείου). Οι εκμισθωτές φόρων επί μοναρχίας δεν ήταν σε διαφορετική κατάσταση απέναντι στον κύριο οφειλέτη τους, το κράτος. Το ίδιο ισχύει και για τον αγοραίο χρηματοπιστωτικό τομέα. Τόσο μάλλον που ο οφειλέτης παραμένει κύριος δύο σημαντικών όπλων: του πληθωρισμού, που επιτρέπει τη μείωση της αξίας των αποπληρωμών, και των βασικών επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας, που μπορούν να οδηγήσουν σε αρνητικά πραγματικά επιτόκια. Όσοι θρηνούν για την απόλυτη εξουσία του χρηματοπιστωτικού τομέα και για τον επιβλαβή χαρακτήρα του χρέους, ξεχνούν ένα μόνο πράγμα: η διαιτησία μεταξύ χρέους και πίστωσης είναι ζήτημα εξουσίας. Και η εξουσία εξαρτάται από την ισχύ, που η ίδια χωρίζεται στα δυο: στην ισχύ της πίστωσης και στην ισχύ του χρέους.
Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης
Ο Γιαν Μουλιέ-Μπουτάν διδάσκει οικονομική θεωρία και βιομηχανικό σχέδιο στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο της Compiègne. Είναι μέλος των Γάλλων Πρασίνων και διευθυντής έκδοσης του περιοδικού Multitudes, όπου και δημοσιεύθηκε το παραπάνω άρθρο (τ. 48, Μάρτιος 2012)· πρωτότυπος τίτλος: «La dette, la vie et la mauvaise économie – Éloge intempestif de la dette».
Για την ελληνική απόδοση, παραλείψαμε ή αποδώσαμε κάπως ελεύθερα κάποια σημεία που αφορούσαν καταστάσεις ή βιβλιογραφικές αναφορές με τις οποίες είναι εξοικειωμένοι κυρίως οι Γάλλοι αναγνώστες. Οι σημειώσεις με αστερίσκο ή μέσα σε αγκύλες είναι του μεταφραστή.

* Σύμφωνα με μία παράδοση μάλλον ανεπιβεβαίωτη, ο εν λόγω Γάλλος μονάρχης φέρεται να είχε εκφράσει τη φιλοδοξία να φέρει το βασίλειό του σε τέτοιο σημείο ώστε «να έχει κάθε καλλιεργητής ένα κοτόπουλο στην κατσαρόλα του».
* Πιερ-Φρανσουά Γκιζό: Γάλλος ιστορικός και πολιτικός τού 19ου αιώνα, γνωστός μεταξύ άλλων για την επιμονή του υπέρ του περιορισμού του δικαιώματος ψήφου με βάση το εισόδημα, και τη συνακόλουθη προτροπή του προς τους διαμαρτυρομένους «να πλουτίσουν» προκειμένου να αποκτήσουν το δικαίωμα αυτό.
[3] Βλ. για παράδειγμα F. Berardi & Geert Lovink, A Call to the Army of Love and to the Army of Software· σχετικά με την κεντρικότητα του χρέους το οποίο παρουσιάζεται ως το απόλυτο όπλο ενός θριαμβικού νεοφιλελευθερισμού, βλ. το τελευταίο βιβλίο τού Maurizio Lazzarato, La Fabrique de l’homme endetté. Essai sur la condition néolibérale, Éditions Amsterdam, Paris 2011. [Ο νεολογισμός finazism συμπυκνώνει το finance (=χρηματοπιστωτικός τομέας) και το nazism – Σ.τ.μ.]
* Καντίντ [κατά λέξη «αθώος/ αφελής»]: ήρωας του ομότιτλου σατιρικού μυθιστορήματος του Βολταίρου, ο οποίος, μετά από διάφορες απογοητεύσεις, εγκαταλείπει την αρχική αισιοδοξία του που του είχε εμπνεύσει ένας χαρακτήρας-παρωδία του Λάιμπνιτς, και καταλήγει στην αινιγματική υπόδειξη ότι το καλύτερο που έχει κανείς να κάνει είναι «να καλλιεργεί τον κήπο του».
[4] Rabelais, Tiers Livre, κεφ. III, IV και V, ενδεικτικά: éditions Burgaud des Marets & E.J.B. Rathery, Firmin-Didot et Cie, Paris, τόμος I, σ. 451-464.
[5] Δηλαδή θα πληρώνεις έναν πιστωτή δημιουργώντας έναν καινούριο, με άλλα λόγια θα αναχρηματοδοτείσαι.
* Η γαλλική λέξη intérêt σημαίνει τόσο ενδιαφέρον/ συμφέρον όσο και τόκος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου