Κυριακή 6 Μαΐου 2012

ΚΑΡΛ ΠΟΛΑΝΥΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ




ΚΑΡΛ ΠΟΛΑΝΥΙ 


Ο μεγάλος μετασχηματισμός
Οι πολιτικές και κοινωνικές απαρχές του καιρού μας

Περιγραφή:

"Ο μεγάλος μετασχηματισμός" πραγματεύεται την εκατονταετία 1830-1940 των ευρωπαϊκών πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων, με επίκεντρο την εδραίωση, τις παλινδρομήσεις και την κατάρρευση της οικονομίας της αγοράς.

Ο συγγραφέας, που θεωρείται από τους πρωτοπόρους της κοινωνικής και οικονομικής ανθρωπολογίας, απαντά αφ ενός στον μαρξισμό και αφ ετέρου στον οικονομισμό του φιλελευθερισμού.

Ο βαθύς ανθρωπισμός που διαπνέει το βιβλίο καταλήγει στην πάντα επίκαιρη θέση του Πολάνυι: ο άνθρωπος είναι, πρώτα απ όλα, κοινωνικό ον· η ανθρώπινη κοινωνία δεν πρέπει να γίνεται έρμαιο των μηχανιστικών κανόνων της οικονομίας της αγοράς· η οικονομία πρέπει να έχει κοινωνική θεμελίωση.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Για τους ειδικούς επιστήμονες όλων των κλάδων τα διεπιστημονικά έργα είναι ταυτόχρονα ανάθεμα και πηγή νέων ιδεών. Οι ειδικοί εξεγείρονται εναντίον των επιδρομών που κάνουν οι μη ειδικοί στο πεδίο τους κατηγορώντας τους ότι επιλέγουν ό,τι τους βολεύει και απλουστεύουν τα συμπεράσματα των ειδικών. Ταυτόχρονα όμως γοητεύονται από τα συνθετικά έργα καθώς η σώρευση και ο συνδυασμός των ειδικών διαπιστώσεων, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ένα διεπιστημονικό εγχείρημα, παρέχουν ευκαιρίες για πρωτότυπες υποθέσεις εργασίας, χρήσιμες στους ειδικούς που τυχόν εγκλωβίζονται στις εσωτερικές διαφωνίες της δικής τους επιστημονικής κοινότητας. Παράδειγμα διεπιστημονικού, κλασικού έργου είναι το βιβλίο του αυστριακού Καρλ Πολάνυι (1896-1964) το οποίο συνδυάζει συμπεράσματα από την ιστορία, την ανθρωπολογία, την κοινωνιολογία και τα διεθνή οικονομικά του πρώτου μισού του 20ού αιώνα (εκδόθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, το 1944). Σήμερα θα το κατατάσσαμε στη διεθνή πολιτική οικονομία, αν όχι στην οικονομική ανθρωπολογία ή στην ιστορική κοινωνιολογία. Ο Πολάνυι αντλεί στοιχεία από όλους αυτούς τους κλάδους, άλλοτε με υπερβολικές λεπτομέρειες και άλλοτε με υπαινικτικές διατυπώσεις που προϋποθέτουν ειδικές γνώσεις, για να δείξει την ιστορικότητα της οικονομίας της σύγχρονης αγοράς. Η αγορά, όπως την ξέρουμε σήμερα, είναι ένα κατασκεύασμα που προέκυψε ανάμεσα στις αρχές του 19ου και στα μέσα του 20ού αιώνα. Δεν υπάρχει τίποτε το «φυσικό» στην επιδίωξη του κέρδους, στη λογική της ήσσονος δυνατής προσπάθειας και στην εργασία επ αμοιβή. «Η οικονομική ιστορία δείχνει ότι η εμφάνιση των εθνικών αγορών δεν ήταν σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα της σταδιακής και αυθόρμητης χειραφέτησης της οικονομικής δραστηριότητας από τον κυβερνητικό έλεγχο. Απεναντίας, η αγορά ήταν απόρροια της συνειδητής και συχνά βίαιης παρέμβασης της κυβέρνησης, που επέβαλε στην κοινωνία την οργάνωση της αγοράς για μη οικονομικούς λόγους» (σελ. 238).

Ο μεγάλος μετασχηματισμός, που έλαβε χώρα σε διάστημα 100 περίπου ετών, συνίσταται στην εδραίωση της αυτορυθμιζόμενης αγοράς και στην επικράτηση του κινήτρου του κέρδους στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Στο παρελθόν, ως το τέλος της φεουδαρχίας στη Δυτική Ευρώπη, τα οικονομικά συστήματα ήσαν οργανωμένα στη βάση διαφόρων αρχών, όπως η αμοιβαιότητα, η αναδιανομή και η παραγωγή για ατομική χρήση (οικιακή οικονομία). «... Πριν από την εποχή μας, καμία οικονομία δεν ελεγχόταν αποκλειστικά από τις αγορές... Η συνήθεια να αντιμετωπίζουμε τα τελευταία 10.000 χρόνια... ως πρελούδιο της πραγματικής ιστορίας του πολιτισμού μας, που ξεκινά με τη δημοσίευση του "Πλούτου των Εθνών" το 1776, είναι τουλάχιστον παρωχημένη» (σελ. 46-47). Αν και αγορές υπήρχαν πάντοτε, η κοινωνική μεταβολή για την οποία γράφει ο Πολάνυι ήταν το πέρασμα από πολλές, μικρές και κεντρικά ρυθμιζόμενες αγορές σε μια μεγάλη και αυτορυθμιζόμενη αγορά. Οι προγενέστερες αγορές ήσαν ενσωματωμένες στην κοινωνία και εξαρτημένες, ανάλογα με την περίπτωση, από τη φυλετική ή τη φεουδαλική ή τη μερκαντιλιστική κοινωνική τάξη πραγμάτων. Αντιθέτως, η εδραίωση της σύγχρονης αγοράς προϋπέθετε τον διαχωρισμό τής κοινωνίας από την οικονομία, την υποταγή της πρώτης στη δεύτερη και την εμπορευματοποίηση της εργασίας, της γης και του χρήματος.

Όλα αυτά ακούγονται οικεία, χάρη στο προηγηθέν έργο του Μαρξ. Σε τι διαφέρει εκείνο του Πολάνυι; Κατ αρχήν ο Πολάνυι δεν δέχεται την εξελικτική προσέγγιση της μετάβασης από τον έναν τρόπο παραγωγής στον άλλον, σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός προήλθε σχεδόν νομοτελειακά από τη φεουδαρχία. Δεύτερον, ο συγγραφέας προτιμά να γράφει για την «οικονομία της αγοράς» αντί για τον «καπιταλισμό» καθώς δεν εστιάζει μόνο στο σύστημα παραγωγής αλλά εξίσου και στο σύστημα διανομής. Τρίτον, οι μαρξιστές τοποθετούν την ανάδυση των τάσεων που περιγράφει ο Πολάνυι αρκετά νωρίτερα, γύρω στον 16ο αιώνα (Ιμμ. Βάλερστην). Τέλος, ο αυστριακός συγγραφέας δεν πιστεύει ότι η πάλη των τάξεων εξηγεί την κοινωνική μεταβολή. «Η τελική αιτία (της κοινωνικής μεταβολής) ρυθμίζεται από εξωτερικές δυνάμεις... Η "πρόκληση" απευθύνεται στην κοινωνία ως σύνολο. Η απάντηση δίνεται διά μέσου ομάδων, συσπειρώσεων και τάξεων. Η τύχη των τάξεων καθορίζεται συχνότερα από τις ανάγκες της κοινωνίας, και όχι το αντίστροφο». Γενικά ο Πολάνυι δεν αναζητεί την κύρια αντίφαση του οικονομικού συστήματος αλλά, στην ανάλυσή του, συνδυάζει εξωτερικές και εσωτερικές μεταβλητές (διεθνές εμπόριο, νομισματικές διακυμάνσεις, διεθνής διπλωματία, οικονομική και κοινωνική πολιτική των δυτικών κυβερνήσεων, νομοθετικές πρωτοβουλίες, κινητοποιήσεις των κοινωνικών τάξεων).

Είναι θετική η συμβολή του Πολάνυι στη μάχη κατά της ταύτισης του μαρξισμού με τον οικονομισμό και στην απόρριψη της φιλελεύθερης αντίληψης για τη «φυσικότητα» της συμπεριφοράς του homo economicus, καθώς και στην ανάγκη της αναζήτησης πολλών, συνδυασμένων αιτίων στην κοινωνική ανάλυση. Οι σελίδες του βιβλίου του για την περιβαλλοντική καταστροφή που ενέχει η εξάπλωση του συστήματος της αγοράς (σελ. 175 κ.ε.) και οι παρατηρήσεις του για την αναγκαιότητα της οικονομικής συνεργασίας των κυβερνήσεων (σελ. 240-241) είναι ακόμη επίκαιρες. Από την άλλη μεριά η σύνδεση που επιχειρεί ανάμεσα στην άνοδο του φασισμού και στην κρίση του συστήματος της αγοράς κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου (σελ. 231-232) είναι παραδόξως μονοδιάστατη και εσφαλμένη. Το ίδιο ισχύει και για την άποψή του ότι επίκειτο το τέλος της οικονομίας της αγοράς. Επίσης το πολιτικό μήνυμα του Πολάνυι, αν και συνεπές με την ανάλυσή του και ευπρόσδεκτο σε ό,τι αφορά την κριτική του κατά της εμπορευματοποίησης των πάντων και την υποταγή όλων των σφαιρών του συλλογικού βίου στην οικονομική σφαίρα, είναι αρκετά ασαφές. Όντας αντίθετος με τον φιλελευθερισμό, με τον φασισμό και με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, στο τελευταίο (21ο) κεφάλαιο του βιβλίου του σκιαγραφεί ελλειπτικά τη δυνατότητα της «ελευθερίας σε μια σύνθετη κοινωνία», εμπνεόμενος από τον σοσιαλιστή του 19ου αιώνα Ρ. Όουεν.

Η ελληνική έκδοση ενός κλασικού βιβλίου των κοινωνικών επιστημών από έναν νέο εκδοτικό οίκο, με έδρα νησί του Αιγαίου, είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Ο μεταφραστής, λέκτορας ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, γράφει πολύ καλά και έχει προφανή οικειότητα με το αντικείμενο (αν και ο όρος «autarky» θα αποδιδόταν καλύτερα ως «αυτάρκεια» παρά ως «αυταρχία», σελ. 56, 58). Πλήθος άλλων κλασικών έργων της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας παραμένουν αμετάφραστα στη γλώσσα μας. Ας ελπίσουμε ότι θα έχουν την καλή τύχη του «Μεγάλου Μετασχηματισμού».

Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος

ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-08-2001

ΚΡΙΤΙΚΗ

Η ανακάλυψη της κοινωνίας ως κεντρικού προτάγματος της νεωτερικότητας επανέφερε με ένα δραματικό τρόπο το πρόβλημα της ελευθερίας ως ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης και υπαγόρευσε μια άμεση επανατοποθέτηση των όρων της ηθικής και συναισθηματικής υπόστασης του νεωτερικού υποκειμένου. Για να συγκροτηθεί η κοινωνία όφειλε η κοινότητα να υποχωρήσει, να συσταλεί ασφυκτικά και εν τέλει να καταργηθεί, συμπαρασύροντας μαζί της ένα πανίσχυρο κοσμοείδωλο που επί αιώνες όριζε και καθόριζε τις ανθρώπινες στάσεις και αξίες έναντι της πραγματικότητας αλλά και έναντι των ρόλων της ατομικότητας στη διαμόρφωση του υπάρχοντος, κατά το μέτρο των ηθικών και συναισθηματικών αξιώσεων πάνω στις οποίες η ατομικότητα εδραίωνε την ύπαρξή της ως νοηματοφόρου ορίζοντα και αποκλειστικού σημασιοδότη του υπαρκτού.

Εκεί που η ελευθερία αναδυόταν από την ηθική και συναισθηματική συγκρότηση του υποκειμένου, εκεί που η υπαρκτική θέση του ατόμου καθόριζε και τα όρια της ελευθερίας του, μια καινούργια «πραγματικότητα» προέκυψε μέσω της επιβολής -όχι πάντοτε ειρηνικής, και πάντως όχι πάντοτε διά της πειθούς- του εργαλειακού λόγου ως θεμελιώδους προτάγματος της κοινωνίας και μετέβαλε ριζικά τους όρους της ανθρώπινης κατάστασης, κατά τρόπον ώστε η κοινωνία ως έκφραση της απροσχημάτιστης εξουσίας και του ωμού καταναγκασμού να δεσπόζει και κατά συνέπεια να θέτει ολοένα και περισσότερο ή και να ακυρώνει πλήρως την ιδέα της ελευθερίας.

Η δραματικότητα με την οποία το πρόβλημα της ελευθερίας και της επαναδιατύπωσης των όρων της ετέθη από τη σκοπιά της ατομικής ύπαρξης μέσα στη νεωτερική κοινωνία της «αγοράς» και της πλήρους «αποδοχής της πραγματικότητας» ως συστατικού κανόνα ζωής, έδωσε το έναυσμα για μια καινούργια έκρηξη της ουτοπικής σκέψης και των αξιώσεών της. Μιας ουτοπικής σκέψης η οποία αναζήτησε την ιδέα της ελευθερίας στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση προς την «αποδοχή της πραγματικότητας» και την «ελευθερία» της αγοράς. Ο ουτοπικός προσανατολισμός αναπτύχθηκε κατά τρόπον ώστε να θέτει ως πρόταγμά του τη ριζική ανατροπή του υπάρχοντος, την άρνηση και υπονόμευση της «αποδοχής της πραγματικότητας» και του άξεστου ρεαλισμού των επιταγών της, και κυρίως την αναζήτηση της ουσίας του ανθρώπινου υποκειμένου στον ωκεανό των πιθανοτήτων της ύπαρξης και όχι σε μια πραγματικότητα που φράζει την πραγματικότητα (Εμ. Λεβινάς), ή στο αίτημα μιας καινούργιας ουτοπικής κοινότητας «εκλεκτικής συγγένειας» (Μάρτιν Μπούμπερ), ή, τέλος, σε μια επιστροφή και ανέλιξη των ρομαντικών προταγμάτων του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν εξέφρασε την αγωνία μιας καινούργιας πρόσβλεψης προς την εγκαθίδρυση εντός της περιοχής της νεωτερικότητας ενός ενεργητικού κοινοτικού οραματισμού μέσω του οποίου η παράδοση δεν θα είναι παρά η επαναστατική προοπτική του ανθρώπου και κατά συνέπεια η επαναστατική προοπτική της ανθρώπινης ελευθερίας. Πρέπει, αποφαίνεται ο Μπένγιαμιν, να πραγματώσουμε μια φιλοσοφία η οποία θα αποκαθιστά τη ρομαντική κοσμοαντίληψη ως δύναμη κριτικής της σύγχρονης πολιτισμικής και κοινωνικής σφαίρας: μιας κριτικής εμποτισμένης με το πνεύμα της ουτοπίας, η οποία θα επανενώνει την πράξη με τη θεωρία, την τέχνη με τη φιλοσοφία, την ομορφιά με τη γνώση. Με αυτόν τον τρόπο, η «αποδοχή της πραγματικότητας» θα ανατραπεί μέσα στην ηθική και συναισθηματική κατάσταση του ανθρώπου και το αίτημα της ελευθερίας θα επαναδιατυπωθεί με ριζοσπαστικούς όρους.

Η προκλητική προθετικότητα (Λεβινάς) του στοχασμού και αναστοχασμού περί του υπάρχοντος ιστορικού και της αντικειμενικότητας του κοινωνικού είναι αναμφισβήτητα έργο του ουτοπικού προσανατολισμού και το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η πραγματικότητα δεν είναι το ερώτημα «τι είναι το υπάρχον», αλλά αντιθέτως «τι πρέπει να είναι το υπάρχον», πώς δηλαδή θα όφειλε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του ανθρώπου για ευτυχία και ελευθερία, για βίωση και ανάταση, για πληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Και φυσικά, ο ουτοπικός επαναστατικός σοσιαλισμός, επεξεργασμένος και διατυπωμένος από εξέχουσες μορφές της νεωτερικότητας, όπως εκείνη του Ρόμπερτ Οουεν, είχε ήδη προετοιμάσει το έδαφος για τα καινούργια ουτοπικά οράματα του εικοστού αιώνα.

Ο Καρλ Πολάνυι στο εξαιρετικά σημαντικό έργο του «Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός» θέτει ως κεντρικό θεματικό άξονα της διερεύνησής του αυτό ακριβώς το θεμελιώδες πρόβλημα της ιδέας της ελευθερίας μέσα στις συνθήκες της κοινωνίας της αγοράς και της παραδοχής της πραγματικότητας ως επιτακτικού κανόνα ζωής. «Αποτελεί», ρωτά ο Πολάνυι, «η ελευθερία λέξη κενή νοήματος, πειρασμό καταστρεπτικό για τον άνθρωπο, ή μήπως μπορεί ο άνθρωπος να επιβεβαιώσει την ελευθερία του στη βάση αυτής της γνώσης και να πασχίσει για την επίτευξή της στην κοινωνία, δίχως να καταφεύγει σε ηθικές αυταπάτες;» Το θέμα, διατείνεται ορθά ο συγγραφέας, είναι κατά πόσον λαμβάνοντας υπόψη και θεωρώντας δεδομένη την πραγματικότητα της εξουσίας και του καταναγκασμού πάνω στην οποία στηρίζεται και την οποία προωθεί η κοινωνία της αγοράς στις διάφορες μορφές της και εκφάνσεις, κινούμενη σε μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και το φασισμό ή το σοσιαλισμό, μπορεί να αναπτυχθεί η ιδέα της ελευθερίας. Η εξουσία και η οικονομική αξία, εξηγεί ο συγγραφέας, αποτελούν «παράδειγμα της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν πηγάζουν από την ανθρώπινη θέληση, ούτε και είναι δυνατόν να μη συνεργαστείς μ αυτές». Οσο και αν εγείρονται κάποιες ενστάσεις ως προς την απόφανση αυτή στο σύνολό της, παραμένει ωστόσο αληθές ότι το υπάρχον, ήτοι η κοινωνική πραγματικότητα, δεν είναι νοητό «δίχως εξουσία και καταναγκασμό, ούτε μπορεί να νοηθεί κόσμος δίχως την ύπαρξη και λειτουργία της ισχύος». Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη της ισχύος, η οποία ούτως ή άλλως είναι δεδομένη ιστορικά και κοινωνικά, αλλά η κριτική σχέση του ατόμου με την εξουσία και την ισχύ, κατά τρόπον ώστε το άτομο να καθίσταται ενεργός φορέας αυτοσυνείδησης των προσδοκιών αλλά και των ορίων της ελευθερίας. Οπως υποδεικνύει ο Πολάνυι, μέσα στη φιλελεύθερη κοινωνία «η θεώρηση των ανθρώπων περιοριζόταν από την αγορά, που χώριζε σε στεγανά τη ζωή στον τομέα του παραγωγού, ο οποίος έληγε όταν το προϊόν του έφτανε στην αγορά, και στον τομέα του καταναλωτή, για τον οποίο όλα τα αγαθά πήγαζαν από την αγορά».

Είναι μια από τις μεγάλες αρετές του έργου του Πολάνυι το ότι η διερεύνηση του προβλήματος της ελευθερίας μέσα σε μια σύνθετη κοινωνία τον οδηγεί στην ανάδειξη του ουτοπικού προτάγματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τον ουτοπικό σοσιαλιστή Ρόμπερτ Οουεν. Ο σοσιαλισμός του Οουεν «ήταν η προώθηση του ανθρώπινου αιτήματος για ελευθερία στο πλαίσιο μιας σύνθετης κοινωνίας. Η μεταχριστιανική περίοδος του δυτικού πολιτισμού είχε ξεκινήσει». Και ο Πολάνυι καταλήγει: «Ετσι, η ανακάλυψη της κοινωνίας ισοδυναμεί είτε με το τέλος είτε με την αναγέννηση της ελευθερίας. Ο φασίστας δέχεται την αποποίηση της ελευθερίας και εξυμνεί την εξουσία, που αποτελεί την πραγματικότητα της κοινωνίας, ενώ ο σοσιαλιστής δέχεται αυτή την πραγματικότητα και προωθεί το αίτημα της ελευθερίας σε πείσμα της. Ο άνθρωπος ωριμάζει και καθίσταται ικανός να λειτουργήσει ως άνθρωπος σε μια σύνθετη κοινωνία. Για να θυμηθούμε για άλλη μια φορά τα εμπνευσμένα λόγια του Ρόμπερτ Οουεν: Αν ορισμένες αιτίες δεινών δεν εξαλείφονται από τις νέες δυνάμεις που αποκτούμε, τότε θα γνωρίζουμε ότι αποτελούν αναγκαία και αναπόφευκτα δεινά και θα σταματήσουμε τις παιδιάστικες, άκαρπες διαμαρτυρίες». Το πρόβλημα, θα προσέθετα, δεν είναι η άρνηση της πραγματικότητας, αλλά η άρνηση εκείνης της πραγματικότητας που διαστρέφει το πραγματικό, που θέτει φραγμούς στο να αποκαλύψουμε την πραγματικότητα στη σύμπλοκη μορφή της, στις συγκρούσεις και αντιφάσεις της, στον ονειροφόρο ορίζοντα που η ίδια η πραγματικότητα διανοίγει για τον άνθρωπο όταν το αίτημα του ανθρώπου είναι η ιδέα της ελευθερίας, της βίωσης και της πλήρωσης του νοήματος της ζωής. Οσο ο άνθρωπος, αποφαίνεται ο Πολάνυι, «παραμένει συνεπής με την αποστολή του, που είναι η δημιουργία μεγαλύτερης ελευθερίας για όλους, δεν πρέπει να φοβάται ότι ο σχεδιασμός ή η εξουσία θα στραφούν εναντίον του και, με την εφαρμογή τους, θα καταστρέψουν την ελευθερία που δημιουργεί. Αυτό είναι το νόημα της ελευθερίας σε μια σύνθετη κοινωνία. Μας δίνει τη σιγουριά που όλοι χρειαζόμαστε».

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου