Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΠΑΝΕΛ/ΚΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ


ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΧΑΛΚΙΔΑΣ
Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ*
1. Η εναγώνια αναζήτηση μιας ακόμη δόσης, χαμένης κάπου ανάμεσα σε «τεχνικές» αξιολογήσεις και «εκβιασμένα» σενάρια βιωσιμότητας, που ούτως ή άλλως προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες στρατηγικές και αντιθετικές ισορροπίες των διεθνικών ιμπεριαλιστικών κέντρων και θεσμών (ΕΕ, ΗΠΑ, BRIC, ΔΝΤ, ΕΚΤ, IIF κ.ο.κ.), αποτελεί αυτή τη στιγμή – μέχρι το επόμενο - το κρίσιμο ορόσημο της καταρρέουσας τριφασικής. Οι προχθεσινές τραγικές εκκλήσεις του – συνήθως ψυχρού τεχνοκράτη – κ. Στουρνάρα ενώπιον του ελληνικού κοινοβουλίου, με τις αναφορές του στο σενάριο Ιφιγένεια, που όλο αποτρέπεται και όλο αναβιώνει, είναι εξόχως χαρακτηριστικές. 
2. Οι εξελίξεις αυτές, που καθημερινά πλέον, με καταιγιστικό μάλιστα τρόπο, σημειώνονται, δημιουργούν μια εκρηκτική ποσοτική συσσώρευση, χωρίς ορατή προοπτική ανάταξης και αντιστροφής. Και δείχνουν πια ότι το «ελληνικό δράμα» βρίσκεται στην κορύφωσή του. Η έκβασή του, ανοιχτή στη μία (ύβρις) ή στην άλλη (κάθαρση), αντιδιαμετρικά πάντως αντίρροπη κατεύθυνση, είναι σήμερα κοντύτερα από ποτέ. Για όσους αξιοποιούσαν συστηματικά τα θεωρητικά και αναλυτικά μας εργαλεία, όλο το προηγούμενο διάστημα που, με νομοτελειακό σχεδόν τρόπο, διαδραματίζονταν τα επεισόδια της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής καπιταλιστικής κρίσης, τίποτε απ' αυτά δεν συνιστά έκπληξη. 
Από καιρό, κάποιοι είχαν (είχαμε) επισημάνει τα στρατηγικά αδιέξοδα και τις αντιφάσεις ανάμεσα στα κέντρα σχεδιασμού και ισχύος του παγκόσμιου και ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Όπως επίσης, είχαν (είχαμε) επίμονα σημειώσει το χαρακτήρα του ελληνικού ζητήματος, ως καταλύτη, με την ανάδειξη της ιδέας του «αδύναμου κρίκου», στην ευρωπαϊκή αλλά και διεθνική της διάσταση. Της χώρας μας δηλαδή ως αδύναμου κρίκου, που συμπυκνώνει τις παθογένειες και στρεβλώσεις του καπιταλιστικού μοντέλου και τα υβριδικά χαρακτηριστικά του νεοφιλελεύθερου πειραματόζωου αλλά ταυτόχρονα και τις ιστορικές δυνατότητες εδώ, σήμερα, στον παρόντα πολιτικό χρόνο, να πυροδοτήσει ανατρεπτικές και συνάμα χειραφετητικές εξελίξεις για ολόκληρο τον ευρωπαϊκό νότο και όχι μόνο.
3. Στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, οι εξελίξεις αυτές ανακλώνται στην ογκούμενη κατάρρευση του κυβερνητικού μπλοκ, που ξεμένει από καύσιμα, συμμαχίες και εφεδρείες, αδυνατώντας πια να σχεδιάσει με ορίζοντα πέραν της εβδομάδας. Κατάρρευση και στρατηγικό έλλειμμα που τροφοδοτούν την ασύμμετρη απειλή, της ενίσχυσης των αντίπαλων κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, κύρια του Σύριζα. Καταδικασμένου πια απ' τα πράγματα να διεκδικήσει άμεσα και να κερδίσει την κυβερνητική εξουσία, ακόμη κι αν συνεχίσει απλώς να επενδύει στη λογική του «ώριμου φρούτου». Ταυτόχρονα όμως, δεν πρέπει να υποτιμάται ούτε η δυνατότητα ορισμένων αστικών κέντρων να επιχειρήσουν εν όλω ή εν μέρει μια κάποια έστω τακτική ανασυγκρότησή τους, γύρω από το Σαμαρά, ούτε φυσικά η άνοδος της εφεδρείας των μελανοχιτώνων της χρυσής αυγής – με χαρακτηριστικά ενός δυνητικού τριπολισμού. Για το λόγο αυτό, η περίοδος που διανύουμε και στην οποία ο πολιτικός χρόνος θα είναι ακόμη περισσότερο συμπυκνωμένος, απαιτεί κυριολεκτικά γενική επιστράτευση, εγρήγορση, επαγρύπνηση και προπάντων ηγεσία με καθαρό μυαλό, έτοιμη και αποφασισμένη να μην αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων ούτε για μια στιγμή, να μην αφήσει τον αντίπαλο να πάρει ανάσα. Κι αυτό όχι μόνο ενόψει εκλογικών αναμετρήσεων, που μάλλον δεν αργούν, αλλά κυρίως για την επόμενη μέρα, τότε που οι συνθήκες της σύγκρουσης δεν θα επιτρέπουν πισωγυρίσματα και υποχωρήσεις, επί ποινή θανάσιμης ήττας.
ΠΕΡΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗΣ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ «ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ»…
1. Η ορατή προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς, είναι απόλυτα φυσιολογικό να κάνει όλους μας, από το απλό μέλος μέχρι και την κορυφή της ηγεσίας μας, να συναισθανόμαστε και μια και δυο και τρεις φορές το βάρος των δυσκολιών και των ευθυνών μας. Γι’ αυτό και η γκρίνια για άστοχες ή άκαιρες δημόσιες δηλώσεις περί κυβερνητικής ετοιμότητας κλπ. τουλάχιστον μεταξύ μας είναι περιττή. Είναι ζήτημα αν έχει ποτέ βρεθεί ιστορικά η αριστερά στην Ευρώπη σε τόσο κρίσιμη στιγμή όσο εμείς σήμερα, εδώ, σε μια χώρα καθημαγμένη, λεηλατημένη, γονατισμένη, δεμένη χειροπόδαρα. Και δεν μπορούμε να το κρύβουμε, τουλάχιστον μεταξύ μας: Η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν είναι ούτε ο αυτοσκοπός ούτε το τέρμα του δρόμου που έχουμε να διανύσουμε αλλά μόνο η αρχή ενός Γολγοθά για μας και το λαό μας. Γι’ αυτό ας μην ράβουμε κοστούμια, αλλά φόρμες αγγαρείας. Ας μην στρογγυλεύουμε κι εξωραΐζουμε, ας μην παραμυθιαζόμαστε αλλά ας εμπιστευτούμε τον κόσμο, ας του δώσουμε κι ας αντλήσουμε απ’ αυτόν κουράγιο και αυτοπεποίθηση. Κι αυτό προϋποθέτει πριν απ’ όλα σχέσεις ειλικρίνειας. Ο κόσμος θα μας εμπιστευθεί, θα ακουμπήσει πάνω μας και θα μας στηρίξει, όταν εμείς είμαστε - και το αποδείξουμε - αποφασισμένοι να φτάσουμε μέχρι το τέλος.
2. Είναι ακόμη μεγαλύτερη η δυσκολία μας, γιατί δυστυχώς, δυνάμεις της υπόλοιπης αριστεράς – και ασφαλώς δεν συγκαταλέγεται σ’ αυτήν η ΔΗΜΑΡ – κυρίως η ηγεσία του ΚΚΕ αλλά και δυνάμεις μέσα στην Ανταρσύα, επιμένουν να επενδύουν στην αποτυχία του Σύριζα, προεξοφλώντας από τώρα την ενσωμάτωσή του στο πλαίσιο μιας ανώδυνης αστικής διαχείρισης. Διαπράττουν φυσικά τραγικό, εγκληματικό, ανιστόρητο λάθος. Η αποτυχία του Σύριζα θα είναι στρατηγική ήττα όλων των ρευμάτων της αριστεράς, με ιστορικό ορίζοντα. Όπως άλλωστε και η κατάρρευση του «υπαρκτού» αποτέλεσε στρατηγική νίκη του καπιταλισμού και καθόλου αυτόματη δικαίωση της «άλλης» αριστεράς. Ωστόσο, οι δυσκολίες αυτές θα είναι εξίσου λάθος να μας οδηγήσουν σε παραίτηση από το στόχο της συμπαράταξης της αριστεράς. Ενώ, ταυτόχρονα, αναδύονται και δυνατότητες, όπως η εξαιρετική κατά τη γνώμη μου «πρωτοβουλία των 1.000», η οποία και θα πρέπει να αξιοποιηθεί, καθώς περιλαμβάνει ένα αξιόλογο δυναμικό, στρατευμένο ειλικρινά στην υπόθεση της μετωπικής συμπόρευσης. Είναι λοιπόν εξαιρετικά θετικό το ότι στο Σχέδιο Διακήρυξης, ο στόχος αυτός περιλαμβάνεται στα καταστατικά στοιχεία της φυσιογνωμίας μας (κεφάλαιο 7). Η σχετική προσθήκη που εισηγούνται το Α.Ρ. και η Α.Α. στο κεφάλαιο 5. «Οι Πολιτικοί Άξονες της δράσης μας» συμβάλλει και στην αναγκαία αποσαφήνιση αλλά και στην προώθηση της κεντρικής μας πολιτικής των συνεργασιών. Θα ήταν δε ακόμη πληρέστερη αν περιλάμβανε την αναγκαία αναφορά στην τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ (με διαφοροποιημένο τρόπο και σε δυνάμεις της Ανταρσύα) να επενδύουν και να προεξοφλούν την αποτυχία του Σύριζα, τακτική που συνιστά στη σημερινή συγκυρία επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό.
3. Από τη σκοπιά αυτή, θα πρέπει να αρχίσουμε να «συμβιβαζόμαστε» όλοι μας, από πάνω μέχρι κάτω, στην ιδέα ότι θα βρεθούμε πολύ σύντομα αντιμέτωποι με τη διεκδίκηση της διαβόητης αυτοδυναμίας. Συνεπώς, ας αρχίσουμε από τώρα να προετοιμαζόμαστε κατάλληλα…
Η «ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΠΕΙΛΕΙ» ΚΑΙ ΜΙΑ ΒΙΑΙΗ ΩΡΙΜΑΝΣΗ ΠΟΥ ΕΠΕΙΓΕΙ…
1. Μέσα σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία, οι διαδικασίες που αφορούν την ανασυγκρότηση του Σύριζα-ΕΚΜ, η επικείμενη Συνδιάσκεψη και το Συνέδριο, αποκτούν κρίσιμο χαρακτήρα. Και η λέξη κρίσιμο εδώ δεν εκφωνείται από συνήθεια και αμετροέπεια, αλλά απηχεί την πραγματικότητα. Εμείς, σήμερα, εδώ, μέσα στην καρδιά της καπιταλιστικής κρίσης, αναμετρούμαστε με μια τιτάνια πρόκληση, που ξεπερνά τα όρια και της χώρας και της συγκυρίας. Η πορεία του εγχειρήματός μας θα έχει εμβέλεια ασφαλώς ευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια, θα σφραγίσει τις εξελίξεις ίσως για πάνω από μια γενιά.
 2. Επειδή λοιπόν το επίδικο σ’ αυτή τη συνδιάσκεψη είναι η φυσιογνωμία και η στρατηγική μας, θα πρέπει να διαφωνήσουμε με τη διατύπωση του Σχεδίου Διακήρυξης στο 4ο κεφάλαιο «Η στρατηγική για το σοσιαλισμό»: «Ο Σύριζα ΕΚΜ είναι μέρος αυτού του ευρωπαϊκού κινήματος αντίστασης και εξέγερσης». Όπου προτείνεται η αναδιατύπωση: «Ο Σύριζα ΕΚΜ θα πρέπει ν’ αναδειχθεί ως σημείο αναφοράς για την ευρωπαϊκή Αριστερά και τα κινήματα αντίστασης και εξέγερσης». Για τον απλούστατο λόγο ότι στο ίδιο το προοίμιο του Σχεδίου, εκεί που αναφέρεται στην κατάσταση στη χώρα μας σήμερα, διατυπώνεται ορθότατα και πολύ εύστοχα: «Ζούμε το τέλος μιας εποχής. Ζούμε τις ωδίνες που θα γεννήσουν μια νέα. Εκείνοι που κυβερνούν αρχίζουν να μην μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν. Εκείνοι που κυβερνώνται αρχίζουν να μη θέλουν να κυβερνηθούν όπως πρώτα». Με άλλα λόγια, ψηλαφίζουμε και ανιχνεύουμε εμείς, εδώ, μια κατάσταση μετάβασης, της ραγδαία ωριμάζουσας επαναστατικής κατάστασης. Μιας κατάστασης που δεν υπάρχει σε άλλες χώρες της Ευρώπης ακόμη – και μάλιστα στις περισσότερες πόρρω απέχει απ’ αυτή.
3. Τι κρίνεται, τι διακυβεύεται στις επικείμενες εσωκομματικές μας διαδικασίες; Κρίνεται ασφαλώς το θέμα της οργανωτικής μας (ανα)συγκρότησης, με ζητούμενο να δημιουργηθεί ένας μάχιμος φορέας που θα διεξαγάγει αποτελεσματικά και νικηφόρα τις μάχες που έρχονται, που θα κατοχυρώσει και θα δυναμώσει τα πλουραλιστικά μας χαρακτηριστικά, προωθώντας ταυτόχρονα την ώσμωση και τη σύνθεση. Κρίνονται και πολλά άλλα, ορισμένα όμως είναι μείζονα. Θεωρώ ότι το κορυφαίο είναι αυτό της φυσιογνωμίας και της πολιτικής μας γραμμής. Είναι κοινό μυστικό κι ας μην προσποιούμαστε ότι δεν το γνωρίζουμε: Υπάρχει τουλάχιστον μια αντίθεση που μας διαπερνά οριζόντια. Κι αυτή δεν καθορίζεται από – ούτε ταυτίζεται πάντα με - τις υπαρκτές και απόλυτα σεβαστές διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες του καθενός και της καθεμιάς μας. Είναι η αντίθεση ανάμεσα σε ρεύματα, δυνάμεις, πρόσωπα και μηχανισμούς, που από τη μια δεν θέλουν ή δεν μπορούν να υπερβούν τα όρια της αστικής νομιμότητας κι απ’ την άλλη εκείνων που επιδιώκουν την παραπέρα ριζοσπαστικοποίηση, τη διεξαγωγή της σύγκρουσης μέχρι το τέλος.
4. Το Σχέδιο Διακήρυξης (στο κεφ. 4 «η στρατηγική για το σοσιαλισμό») κάνει μια πολύ σωστή επισήμανση, για τη Σκύλλα του καιροσκοπισμού, της υποταγής στο «εφικτό» και τη Χάρυβδη του τυχοδιωκτισμού, του - δήθεν επαναστατικού - βερμπαλισμού. Αντίθεση, που, όπως υποδεικνύει το Σχέδιο, αντιμετωπίζεται με την απαιτούμενη «ευελιξία». Σωστό. Μήπως όμως υποτιμάμε σοβαρά την ανάγκη μιας τιτάνιας προσπάθειας ιδεολογικοπολιτικής εμβάθυνσης, που την έχουμε για χρόνια παραμελήσει, ακόμη μάλιστα και κορυφαία ηγετικά μας στελέχη; Και για να πάμε παρακάτω, αρκεί αυτή η επισήμανση για να νοηματοδοτήσει το περιεχόμενο της αντίθεσης που εδώ επιχειρώ να περιγράψω; Νομίζω πως όχι.
5. Πώς απαντάμε σ’ αυτή την υπαρκτή αντίθεση; Όχι ασφαλώς με διοικητικά μέτρα ούτε με ιδεολογικές εκκαθαρίσεις. Η λογική των διασπάσεων θα πρέπει επειγόντως να διαγραφεί από την ατζέντα μας. Αλλά με την ανοιχτή, δημόσια ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση και με την ουσιαστική λειτουργία πολιτικών οργάνων. Η αποχώρησή μου από το Συντονιστικό του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής το καλοκαίρι που μας πέρασε και η προσωπική μου ένταξη στο Σύριζα, συνοδεύτηκε από μια δημόσια δήλωση ότι στρατεύομαι στην υπόθεση της ανασυνθετικής δημιουργίας μιας ευρύχωρης και μαχητικής αριστερής πτέρυγας. Ωστόσο δεν θα διστάσω και τώρα και αύριο να απευθύνω την κριτική μου, κυρίως μάλιστα προς εκείνα τα ρεύματα και τάσεις που θεωρώ συγγενικά. Και να επισημάνω ότι συχνά δίνουν μάχες οπισθοφυλακών, με όρους μηχανισμών και ισορροπιών, ότι δεν έχουν αποτινάξει σύνδρομα, φοβίες και αγκυλώσεις. Ότι σήμερα απαιτείται όχι να αναδιπλωθούμε αλλά να ανοίξει ο Σύριζα διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρά του και να μην φοβηθεί την ορμητική είσοδο της λαϊκής διαθεσιμότητας και μιας πρωτόλειας και ανεπεξέργαστης ακόμη ριζοσπαστικότητας. Ότι οι δικές μας και όχι άλλες είναι εκείνες οι απόψεις που μπορούν να κερδίσουν συνειδήσεις, να διαμορφώσουν τους όρους για το δεύτερο κύμα ριζοσπαστικοποίησης του Σύριζα, που είναι και αναγκαίο και εφικτό. Και, απευθυνόμενος κύρια προς τα αριστερά έδρανα, προειδοποιώ ότι (και) η δική μας διστακτικότητα θα ευθύνεται για την τυχόν διολίσθηση του Σύριζα προς αρχηγοκεντρικά μοντέλα και προς την εμπέδωση ενός πλαδαρού αμεσοδημοκρατισμού, που δεν αντιστοιχεί ούτε με τις αυθεντικές παραδόσεις της αριστεράς ούτε κυρίως με τις ανάγκες και τα πολιτικά καθήκοντα που τίθενται μπροστά μας.
ΝΑ ΑΠΟΤΙΝΑΞΟΥΜΕ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ
1. Λυδία λίθος της αντίθεσης που προσπαθώ να περιγράψω είναι το ζήτημα του ευρωπαϊσμού. Είμαστε τέκνα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και της ριζοσπαστικής κριτικής του, δεν είμαστε οπαδοί της «καθ’ ημάς ανατολής». Και μας συναρπάζει η ιδέα μιας κοινής απόπειρας κοινωνικής χειραφέτησης, ειδικά με τους λαούς του ευρωπαϊκού νότου. Δεν μπορούμε όμως να συνεχίσουμε να κάνουμε πως αγνοούμε ότι μια ορισμένη ηττοπαθής ευρωκομουνιστική παράδοση και αφήγηση έχει σφραγίσει την πορεία μας εδώ και 20 χρόνια, με επιλογές σαν αυτές του Μάαστριχτ και της αποδοχής της ΟΝΕ. Διαμορφώνοντας σε μεγάλο τμήμα του χώρου μας έναν αμετανόητο ευρωπαϊστικό καταναγκασμό. Η στάση αυτή θεωρώ ότι μας καθιστά όμηρους της ιδεολογικής κυριαρχίας του αστισμού, καθώς το παλαιό δόγμα «ανήκομεν εις την δύσιν» έχει δώσει τη θέση του στο νέο δόγμα «τα πάντα για το ευρώ». Ενώ η λέξη εξάρτηση έχει εδώ και καιρό ξεχαστεί από το λεξιλόγιό μας. 
2. Προσωπικά έχω επανειλημμένα αρθρογραφήσει και υποστηρίξει την άποψη ότι μεταβατικό πρόγραμμα εκ μέρους μιας προοδευτικής κυβέρνησης στη χώρα μας, που θα αποτινάξει το ζυγό των μνημονίων και της εξάρτησης. Που θα βάλει φρένο στην περιδίνηση του θανάτου και θα επιχειρήσει την τιτάνια προσπάθεια της παραγωγικής ανασυγκρότησης, δεν είναι συμβατό με το ευρώ. Ωστόσο, έχοντας συναίσθηση των υπαρκτών συσχετισμών, είμαι απ’ αυτούς που επίσης έχουν αρθρογραφήσει εν εκτάσει πάνω στον «αστικό μύθο» του εναλλακτικού σχεδίου Β΄. Με την έννοια μάλιστα που στο ίδιο το Σχέδιο Διακήρυξης, θέλω να πιστεύω όχι προσχηματικά, διατυπώνεται και μάλιστα στο επίμαχο σημείο 3 του κεφ. 6: «Ενδέχεται να διατυπωθούν κατά τη διαπραγμάτευση απειλές, ίσως και εκβιασμοί, περί διακοπής της χρηματοδότησης, περί εξόδου από το ευρώ, ίσως και άλλα. Αλλά, όπως ήθελε να συμπυκνώσει το σύνθημα που χρησιμοποιήσαμε «καμιά θυσία για το ευρώ», απόλυτη προτεραιότητα για μας είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και όχι η υπαγωγή σε υποχρεώσεις που άλλοι ανέλαβαν υποθηκεύοντας τη χώρα. Κατά συνέπεια, δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο τέτοιων απειλών ή εκβιασμών με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε ακόμη και με τη χειρότερη έκβαση. Είμαστε βέβαιοι ότι σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει ανεπιφύλακτα». Αλήθεια, δεν θα είχε μεγάλη αξία, αυτό το «είμαστε ήδη έτοιμοι» να εξηγηθεί, να παρουσιαστεί στο φώς, να γίνει πεδίο ζύμωσης του κόσμου, κτήμα και όπλο στον αγώνα του απέναντι στο μνημονιακό εφιάλτη;
3. Αλλά αν είναι όντως έτσι, τότε γιατί ο σ. Μηλιός, υπεύθυνος για την οικονομική μας πολιτική, δεν είναι διατεθειμένος να συζητήσει ο,τιδήποτε πέραν του δικού του Plan Α΄; Ποιους και γιατί ξορκίζει με την αυστηρή προειδοποίηση ότι η άποψη αυτή έχει ηττηθεί και στο κόμμα και στην κοινωνία, ξεχνώντας ότι η πραγματικότητα πολλές φορές είναι πολύ πιο πεισματάρα από τις εμμονές ορισμένων. Γιατί ταυτίζει όσους από εμάς υποστηρίζουν την ανάγκη για το Plan Β΄ με τη συμμορία της δραχμής και μας εγκαλεί ότι είμαστε έτοιμοι να συμμαχήσουμε με τμήμα της αστικής τάξης που επιδιώκει την εθνική αναδίπλωση και την αναβίωση των εθνικών ανταγωνισμών και τα τοιαύτα; Πόσοι εντέλει από την ηγεσία μας είναι διατεθειμένοι να παλέψουν πραγματικά τη θέση «καμιά θυσία για το ευρώ» ή εν πάσει περιπτώσει να μας πουν ποια είναι η δική τους κόκκινη γραμμή – αυτό ιδιαίτερα είναι εξαιρετικά κρίσιμο ενόψει της ανάληψης της κυβέρνησης και των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους. Πού αρχίζουν και πού σταματούν οι μονομερείς ενέργειες, πού αρχίζουν οι συμβιβασμοί, ποιοί απ’ αυτούς είναι ανεκτοί και ποιοί όχι; Πού θα βρεθούν οι πόροι για την ανασυγκρότηση (γιατί, στο σημείο 5 του ίδιου κεφαλαίου 6 «Προγραμματικοί στόχοι», υποστηρίζεται ότι οι πόροι για την ανάπτυξη θα βρεθούν από την πάταξη της παραοικονομίας, τη φορολογική μεταρρύθμιση και την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, δηλαδή ξόρκια για καλό κατευόδιο). Αυτά είναι τα ζητήματα πάνω στα οποία ο κόσμος διψάει ν’ ακούσει και απαιτεί καθαρές κουβέντες. Μπορεί για παράδειγμα όλοι μας να συμφωνούμε στο κεφάλαιο 3 για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, το οποίο προσωπικά θεωρώ εξαιρετικό, αλλά, για να μην κοροϊδευόμαστε, δεν θα κριθούμε απ’ αυτό. Θα κριθούμε δια πυρός και σιδήρου, από την αποφασιστικότητα, την τόλμη, την ταξική μονομέρεια να εφαρμόσουμε, σήμερα, ένα μεταβατικό πρόγραμμα σωτηρίας και ανασυγκρότησης, προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας και της δημοκρατίας.  
4. Από την άποψη αυτή, είναι εκ των ων ουκ άνευ αναγκαία η υιοθέτηση των τροπολογιών του Α.Ρ. και της Α.Α. στα σημεία 3 και 13 του κεφ. 6. Στην πρώτη δε εξ αυτών θα πρέπει οπωσδήποτε να προστεθεί η ανάγκη άμεσης επεξεργασίας του εναλλακτικού σχεδίου Β΄ της κυβέρνησης της αριστεράς. Που θα πρέπει να τεθεί ανοιχτά στη δοκιμασία του ανοιχτού διαλόγου με το λαό. Στη βάση αυτών των τροπολογιών, είναι απαιτούμενο να επιδιωχθεί η ευρύτερη δυνατή σύνθεση με άλλες δυνάμεις, που κινούνται στην κατεύθυνση του «καμιά θυσία για το ευρώ», ώστε να καταστούν πλειοψηφική θέση στην επικείμενη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη. Με την ευκαιρία αυτή μάλιστα, απευθυνόμενοι συντροφικά στο σ. Νταβανέλο, σημειώνουμε ότι μπορεί να μην υπάρχει ο «νομισματικός δρόμος για το σοσιαλισμό» αλλά και δρόμος για το σοσιαλισμό, στην Ελλάδα του μνημονιακού ρόγχου, χωρίς κόψιμο του γόρδιου δεσμού του ευρώ, χωρίς ανάκτηση εργαλείων άσκησης οικονομικής πολιτικής από την κυβέρνηση της αριστεράς, απλά δεν υπάρχει. Και τονίζουμε, για μια ακόμη φορά, ότι αν δεν τολμήσουμε εμείς, είναι βέβαιο ότι πολύ σύντομα θα προκύψουν δυνάμεις μέσα από το στρατόπεδο της λαϊκής δεξιάς που θα πάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων πάνω στο ζήτημα του εθνικού νομίσματος. Και ναι: υπάρχει αριστερή και δεξιά έξοδος (σχετικά παραπέμπουμε σε συνέντευξη του σ. Αλ. Τσίπρα στο baboushka.gr λίγες μέρες πριν την ομιλία του στη Δ.Ε.Θ.).
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ «ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΒΕΛΤΙΩΣΕΙΣ» 
1. Το Σχέδιο Διακήρυξης, με την υιοθέτηση τουλάχιστον των πιο πάνω τροπολογιών, μπορεί να αποτελέσει βάση για συζήτηση και έτσι όπως θα εμπλουτιστεί μέσα από τις διαδικασίες των συνελεύσεων και της ίδιας της Συνδιάσκεψης να γίνει ένα εξαιρετικά σημαντικό όπλο στην ιδεολογική και πολιτική μας φαρέτρα. Ορισμένα σημεία του είναι όντως εξαιρετικά: π.χ. Το κεφάλαιο 3, για το σοσιαλισμό, ειδικά η παράγραφος εκείνη που αναλύει τη σχέση ανάμεσα στο μεταρρυθμισμό και την εξ εφόδου κατάληψη είναι εκπληκτική. Η διατύπωση στο επόμενο κεφάλαιο: «Η ανάγκη να δημιουργηθούν νέου τύπου κοινωνικοί φορείς και να υπάρξουν επανιδρυτικού χαρακτήρα αλλαγές μέσα στα συνδικάτα». Το κεφάλαιο 5 «Πολιτικοί άξονες δράσης», που επαναδιατυπώνει αλλά και εισαγάγει ιδιαίτερα αξιόλογες σκέψεις για τη δράση μας στο μαζικό λαϊκό κίνημα. Το κεφάλαιο 7 που νοηματοδοτεί τις αρχές συγκρότησης και διεύρυνσης του Σύριζα.  
2. Σε άλλα σημεία του Σχεδίου, υπάρχουν όμως αστοχίες, αδύναμες και ρηχές προσεγγίσεις ενώ δεν λείπουν και αντιφάσεις. Όπως: Στο προοίμιο αλλά και στο κεφάλαιο 4, όπου η κυβέρνηση της αριστεράς προβάλλεται περίπου ως το τέλος του δρόμου, ενώ θα ήταν σκόπιμη μια άλλη διατύπωση που να αναδεικνύει ότι η κατάκτηση αυτού του στόχου θα είναι μόνο η αρχή. Στο κεφάλαιο 1 για την κρίση, όπου σωστά επισημαίνεται ο θάνατος του κεϋνσιανισμού, ωστόσο αντιφάσκει με άλλα σημεία του κειμένου, όπου κεϋνσιανές λογικές αναδεικνύονται ως δικές μας στρατηγικές επιδιώξεις.  
3. Διατυπώσεις όπως αυτή στην τελευταία παράγραφο του κεφ. 1: «O ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ο πολιτικός φορέας που πέτυχε αυτό το αποτέλεσμα, πρωταγωνιστεί στην πολιτική σκηνή και διεκδικεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς γιατί έχει να προτείνει μια εντελώς διαφορετική έξοδο από την κρίση, μια πορεία που θα αποσοβήσει την καταστροφή, μια νέα πορεία για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη». Ή και αυτή στο κεφ. 2 «οι καταβολές μας»: «Πατώντας στέρεα στην κοινή δράση, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ κατόρθωσαν να συνθέσουν δημιουργικά, σε ένα ιδιαίτερα ευρύ πλαίσιο, απόψεις με διαφορετικές ιδεολογικές και οργανωτικές αφετηρίες και διαφορετικές πολιτικές καταβολές, αναγνωρίζοντας και μη συγκαλύπτοντας τις διαφορές και σεβόμενοι πάντα τις διακριτές ιδεολογικές και θεωρητικές ευαισθησίες», θα μπορούσαν να διατυπωθούν με λιγότερη απολυτότητα, έτσι που να μην δείχνουμε μιαν ορισμένη αυταρέσκεια, καθώς τα στοιχεία αυτά μέσα στο Σύριζα δεν είναι πάντοτε εξ ορισμού δεδομένα αλλά αντικείμενο επιδίωξης και διαρκούς αυτοβελτίωσης.
4. Η διατύπωση στο κεφ. 2 «οι καταβολές μας»: «Η Ένωση Κέντρου περιλάμβανε γνήσια δημοκρατικές δυνάμεις», καλό είναι να μην σχολιαστεί περαιτέρω, αλλά ας θεωρηθεί μια επιβεβλημένη αβρότητα προς πολλούς νέους συναγωνιστές μας, τους οποίους ειλικρινά καλωσορίζουμε.
Με τις παραπάνω σκέψεις θα ήθελα να υποβάλλω στο σώμα την υποψηφιότητά μου ως αντιπροσώπου στη Συνδιάσκεψη, όπου δεσμεύομαι, αν με τιμήσουν οι σύντροφοι με την ψήφο τους, να συμμετέχω με όλες μου τις δυνάμεις στην προσπάθεια αυτή που ήδη προανέφερα, να προωθηθεί η συγκρότηση μιας ευρύχωρης και ισχυρής αριστερής πτέρυγας, να επιτύχουμε αυτό το τόσο απαραίτητο δεύτερο κύμα ριζοσπαστικοποίησης του Σύριζα και σε επίπεδο αποφάσεων αλλά και ανάδειξης κεντρικών οργάνων. Και να καλέσω επίσης στην υπερψήφιση όσων κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Θεωρώντας φυσικά αυτονόητη την υποχρέωση όλων να τοποθετηθούμε ανοιχτά ενώπιον του σώματος και σήμερα και στη λίστα διαλόγου που θα πρέπει να είναι ανοιχτή στην ιστοσελίδα μας μέχρι τις 24-25/11, που θα διεξαχθούν οι εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων για τη συνδιάσκεψη. Κανείς δεν δικαιούται σήμερα να σιωπήσει. Η κρισιμότητα της συγκυρίας επιβάλλει σε όλους μας να επιλέξουμε αυστηρά, με το χέρι στην καρδιά, με κριτήριο το περιεχόμενο των θέσεων του καθενός και της καθεμιάς μας, τη σαφήνεια αλλά και τη συνέπεια που τις συνοδεύουν.
Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου