Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Η πολιτική κρίση, η Αριστερά και η δυνατότητα ενός νέου ιστορικού μπλοκ


του Παναγιώτη Σωτήρη  
11.11.12
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 30 / Αύγουστος 2012
Ο συνδυασμός ανάμεσα στην οικονομική κρίση, την κοινωνική καταστροφή και την ανοιχτή πολιτική κρίση σε «αδύναμους κρίκους» του «Ευρωπαϊκού σχεδίου» όπως είναι η Ελλάδα έχουν κάνει ξανά πιθανό ενδεχόμενο τη ριζική πολιτική και κοινωνική αλλαγή. Στο έδαφος μιας βαθιάς δομικής, οικονομικής και κοινωνικής, κρίσης (αλλά και της επιτροπείας από την ΕΕ και το ΔΝΤ), οδηγηθήκαμε σε μια βαθιά πολιτική κρίση, σε έναν κύκλο κινητοποιήσεων που παραπέμπει σε παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο , σε μεγάλες ανατροπές στις κοινωνικές συμμαχίες και τις σχέσεις εκπροσώπησης, σε εκκωφαντική απώλεια εκλογικής επιρροής για τις μνημονιακές δυνάμεις, στην απονομιμοποίηση μεγάλου μέρους των πολιτικών που αποτέλεσαν κομμάτι της οικονομικής ορθοδοξίας (από την πρωτοκαθεδρία των αγορών έως το ευρώ), σε μια εντυπωσιακή συνολική άνοδο της Αριστεράς, που έφερε κοντά το ενδεχόμενο κυβέρνησης με τη συμμετοχή της Αριστεράς.
Όλα αυτά μας υποχρεώνουν να σκεφτούμε ξανά με όρους επαναστατικής στρατηγικής, με την έννοια όχι μιας αφηρημένης θεωρητικής δικαίωσης της ριζικής κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, ούτε μιας αντικαπιταλιστικής ρητορικής, αλλά των ιδιαίτερα πρωτότυπων και αναγκαστικά άνισων και διακυβευόμενων βημάτων που θα οδηγήσουν από τον «υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό» σε μια νέα σοσιαλιστική προοπτική.
Απαιτείται τομή στον τρόπο που κάνει πολιτική η Αριστερά, συμπεριλαμβανομένης της επαναστατικής, από τη δεκαετία του 1980. Για μια ολόκληρη περίοδο, αριστερή πολιτική σήμαινε την οργάνωση αντιστάσεων και την απόσπαση παραχωρήσεων από τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό και, παράλληλα, την εξασφάλιση της αναπαραγωγής της κομμουνιστικής αναφοράς, κυρίως ως μορφής ιδεολογικής έγκλησης. Άλλωστε, στην Ευρώπη, η ενασχόληση με το ζήτημα της εξουσίας έπαιρνε τη μορφή της συμμετοχής ή της ανοχής σε ήπια νεοφιλελεύθερες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, συνήθως με καταστροφικά αποτελέσματα, όπως δείχνουν οι εμπειρίες της Γαλλίας και της Ιταλίας. Σήμερα, όμως, τα ερωτήματα που αφορούν την εξουσία, την πραγματική επίδραση στο συσχετισμό δυνάμεων, τη ριζική κοινωνική και πολιτική αλλαγή βρίσκονται ξανά στο επίκεντρο της αριστερής πολιτικής.
Ωστόσο, πώς μπορούμε να στοχαστούμε αυτή την πρόκληση; Μπορούμε να την σκεφτούμε με όρους παραδοσιακής εκλογικής τακτικής και οικοδόμησης πολιτικών και εκλογικών συνασπισμών που αποσκοπούν στην κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και μετά να προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε τα όποια –μικρά– περιθώρια άσκησης διαφορετικής πολιτικής αφήνει η τωρινή θεσμική και πολιτική διάταξη δυνάμεων τόσο σε εθνικό όσο και υπερεθνικό επίπεδο; Αρκεί να ανανεώσουμε μια κλασική «εξεγερσιακή» τακτική που αποσκοπεί στην κατάληψη της εξουσίας έξω και πέρα από τα τυπικά κοινοβουλευτικά μέσα; Ή μήπως πρέπει να πούμε ότι η κατάσταση απέχει από το να είναι «ώριμη», καθώς το κόμμα ή το μέτωπο της εργατικής τάξης δεν είναι αρκούντως μεγάλο ή ισχυρό, και άρα είναι εποχή μόνο για κομματική οικοδόμηση;
Χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Γι’ αυτόν το λόγο είναι ανάγκη να ξαναγυρίσουμε στη σύλληψη του Γκράμσι για το «ιστορικό μπλοκ». Παραδοσιακά η έννοια του ιστορικού μπλοκ διαβάστηκε ως συνάρθρωση βάσης και εποικοδομήματος ή υλικής πρακτικής και ιδεολογίας. Όντως, κάποιες αναφορές του ίδιου του Γκράμσι παραπέμπουν σε αυτό, όπως όταν αναφέρεται στο ιστορικό μπλοκ ως την «ενότητα ανάμεσα σε φύση και πνεύμα (βάση και εποικοδόμημα)» .
Όμως, είναι καλύτερο να ορίσουμε το ιστορικό μπλοκ ως την περιγραφή των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών διαδικασιών και συνθηκών που κάνουν μια κοινωνική τάξη –ή μια κοινωνική συμμαχία– να γίνει ιστορική δύναμη. Είναι μια θέση για τη συνθετότητα του κοινωνικού όλου ως πεδίου πολιτικής παρέμβασης. Με τα λόγια του ίδιου του Γκράμσι: «Βάση και εποικοδόμημα διαμορφώνουν ένα “ιστορικό μπλοκ”, δηλαδή το σύνθετο, αντιφατικό και ασύμφωνο σύνολο των εποικοδομημάτων είναι η αντανάκλαση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής». Αυτό ενισχύεται από την επιμονή του Γκράμσι ότι «οι υλικές δυνάμεις είναι το περιεχόμενο και οι ιδεολογίες η μορφή, αν και αυτή η διάκριση ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο έχει καθαρά διδακτική αξία, καθώς οι υλικές δυνάμεις θα ήταν ασύλληπτες ιστορικά χωρίς μορφή, και οι ιδεολογίες θα ήταν απλές ατομικές φαντασιοπληξίες χωρίς υλικές δυνάμεις». Ωστόσο, η πλήρης δύναμη της σύλληψης του Γκράμσι για το ιστορικό μπλοκ, όχι απλώς ως αναφορά στη σχέση ανάμεσα σε βάση και εποικοδόμημα, αλλά στις διαδικασίες, πρακτικές και συνθήκες που καθιστούν δυνατή την ηγεμονία και, κατά συνέπεια, τον κοινωνικό μετασχηματισμό, έρχεται σε αποσπάσματα όπως το ακόλουθο:
«Εάν οι σχέσεις ανάμεσα στους διανοουμένους και το λαό-έθνος, ανάμεσα στους ηγέτες και τους όσους καθοδηγούν (…) παρέχεται από μια οργανική συνοχή στην οποία το συναίσθημα-πάθος γίνεται κατανόηση και μετά γνώση (όχι μηχανικά αλλά με έναν τρόπο ζωντανό), τότε και μόνο τότε έχουμε μια σχέση αντιπροσώπευσης. Μόνο τότε μπορεί να λάβει χώρα (…) μια κοινή ζωή, που μόνο αυτή είναι κοινωνική δύναμη, με τη δημιουργία ενός “ιστορικού μπλοκ”».
Γιατί, όμως, πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε με όρους ιστορικών μπλοκ σε χώρες όπως η Ελλάδα; Πρώτα απ’ όλα γιατί ορισμένες από τις αναγκαίες συνθήκες είναι ήδη εδώ: μια πολιτική κρίση που βαθαίνει, τεράστιες μετατοπίσεις στις κοινωνικές συμμαχίες και τις σχέσεις εκπροσώπησης, τουλάχιστον μέσα στη συγκυρία, με μεγάλο μέρος όχι μόνο της εργατικής τάξης, αλλά και παραδοσιακών και νέων μικροαστικών στρωμάτων να απομακρύνεται από τα κόμματα εξουσίας και την πολιτική τους, και μια επαναπολιτικοποίηση της κοινωνίας που περιλαμβάνει την ανοιχτή συζήτηση ριζοσπαστικών εναλλακτικών λύσεων.
Όμως, το πιο σημαντικό δεν είναι οι συνθήκες που μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για πιθανά ιστορικά μπλοκ, αλλά το πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ιστορικό μπλοκ ως έννοια στρατηγικής. Η πολιτική που θα έβαζε ως στόχο τη διαμόρφωση ενός νέου ιστορικού μπλοκ αναφέρεται στη συνάρθρωση και το συνδυασμό της πολιτικής στρατηγικής, του σχεδίου για το μετασχηματισμό, της ιδεολογίας, των μορφών οργάνωσης• περιλαμβάνει το σύνολο των πρακτικών για να γίνουν οι υποτελείς τάξεις ιστορική δύναμη που μπορεί να εκκινήσει μια διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού.
Το να σκεφτόμαστε την πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς με όρους «ιστορικού μπλοκ» σημαίνει να κινηθούμε από την αντίσταση στην οικοδόμηση μιας εναλλακτικής λύσης. Αυτό δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια «προοδευτική κυβέρνηση» που θα προσπαθήσει να αποφύγει τη λιτότητα, ενώ θα παραμένει μέσα στο δομικό νεοφιλελευθερισμό της ευρωζώνης και τη συστημική βία του χρέους. Σημαίνει τη δυνατότητα μιας πλατιάς αντικαπιταλιστικής κοινωνικής συμμαχίας, την οικοδόμηση τόσο ενός αγωνιστικού μετώπου όσο όμως και ενός αριστερού μετώπου ανατροπής, την επεξεργασία του αντικαπιταλιστικού προγράμματος ως «συγκεκριμένης –και εφικτής…– ουτοπίας», να αγωνιστούμε για την κατάκτηση της εξουσίας όχι μόνο στο επίπεδο της κυβέρνησης αλλά και από κάτω, επιδιώκοντας όχι μόνο αριστερή διακυβέρνηση, αλλά ηγεμονία σε μια σύνθετη και άνιση διαδικασία μετασχηματισμού και πειραματισμού.
Αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να στηρίζεται απλώς στην απόρριψη του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, αλλά και σε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει τα αναγκαία βήματα για να αποφύγουμε την κοινωνική καταστροφή και να βγούμε από τον φαύλο κύκλο «λιτότητα-ύφεση-ανεργία». Πρέπει να περιλαμβάνει την άμεση παύση πληρωμών στο χρέος, την έξοδο από το ευρώ και τη ρήξη με την ΕΕ, την εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων, τη γενναία αναδιανομή εισοδήματος και, πάνω απ’ όλα, ένα αίτημα παραγωγικής ανασυγκρότησης σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Μια στρατηγική για ένα νέο «ιστορικό μπλοκ» απαιτεί όχι απλώς αιτήματα, αλλά ένα εναλλακτικό παραγωγικό υπόδειγμα σε κατεύθυνση μη καπιταλιστική και πέρα από τη λογική της αγοράς, ένα εναλλακτικό αναπτυξιακό μοντέλο που να αντιστοιχεί ακριβώς στη διαλεκτική οικονομίας και πολιτικής μέσα στο ιστορικό μπλοκ. Αναπτυξιακό μοντέλο, όχι με την έννοια μιας ποσοτικής μεγέθυνσης, ούτε ως πρόταση για καλύτερη καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά ως συλλογική εμπιστοσύνη ότι σε αυτόν τον τόπο υπάρχουν συλλογικοί, υλικοί και κοινωνικοί, παραγωγικοί όροι και πόροι για μια καλύτερη ζωή. Αυτό απαιτεί μια σύγχρονη αντίληψη δημοκρατικού κοινωνικού σχεδιασμού μαζί με την έμφαση στην αυτοδιαχείριση, την ανάκτηση παραγωγικών μονάδων, π.χ. μέσω της κατάληψης από τους εργαζομένους, τη διαμόρφωση μη εμπορικών δικτύων διανομής, την κατοχύρωση του «κοινού» χαρακτήρα των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών που σήμερα αντιμετωπίζουν και την ιδιωτικοποίηση και τις «νέες περιφράξεις», την αξιοποίηση των «χναριών του κομμουνισμού» στις αντιστάσεις στη βία του κεφαλαίου και των αγορών.
Ένα δυνητικό «ιστορικό μπλοκ» σημαίνει ότι διεκδικούμε την πολιτική εξουσία όχι μόνο με την έννοια μιας «αριστερής κυβέρνησης», αλλά μιας πραγματικής αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων. Χωρίς ισχυρό εργατικό κίνημα, χωρίς ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, χωρίς το πλήρες ξεδίπλωμα μορφών λαϊκής εξουσίας και αυτοοργάνωσης καμιά κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα μπορέσει να αντέξει την τεράστια πίεση που θα δεχτεί από τις δυνάμεις του κεφαλαίου, την ΕΕ και το ΔΝΤ. Είναι ανάγκη να πειραματιστούμε με νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας από τα κάτω και να δημιουργήσουμε νέες μορφές κοινωνικής πρακτικής και αλληλόδρασης στηριγμένες στην αλληλεγγύη, νέες μορφές άμεσης δημοκρατίας, πρακτικές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου. Χωρίς μια αγωνιζόμενη κοινωνία, χωρίς δυνατό και οργανωμένο κίνημα, χωρίς μορφές λαϊκής δημοκρατικής αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης, ακόμη και αυτοάμυνας, η όποια αριστερή κυβέρνηση θα είναι στο τέλος πολύ αδύναμη για να προχωρήσει σε ρήξεις.
Αντίθετα, υπό την προϋπόθεση της επίγνωσης ότι εντάσσεται σε μια μακρά και αντιφατική περίοδο μετάβασης και μετασχηματισμού, πάλης και από πάνω και από κάτω, αξιοποίησης και της κυβερνητικής εξουσίας (ριζοσπαστικοποιώντας ταυτόχρονα και το τωρινό θεσμικό και συνταγματικό πλαίσιο) και των μορφών «λαϊκής εξουσίας», δοκιμάζοντας τρόπους ώστε όντως να τσακιστούν ή να μετασχηματιστούν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί (ή να οργανωθεί η άμυνα του λαού απέναντί τους), μην υποτιμώντας τη διαρκή πάλη με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, τότε το αίτημα μιας αριστερής κυβέρνησης μπορεί να είναι τμήμα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Όχι εύκολα, αλλά αναγκαστικά αντιφατικά, όπως δείχνει η συζήτηση μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, από την «Εργατική Κυβέρνηση» του Δ΄ Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στο ερώτημα του Γκράμσι για μια «Συντακτική Συνέλευση» των αντιφασιστικών δυνάμεων, στην αναμέτρηση του Πουλαντζά με τον δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό, στις σύγχρονες εμπειρίες, π.χ. της Βολιβίας.
Ο συνδυασμός της λαϊκής εξουσίας από τα κάτω και νέων μορφών αυτοδιαχείρισης και μη εμπορικής διανομής μπορεί να διαμορφώσει όρους για σύγχρονες μορφές «δυαδικής εξουσίας», δηλαδή την ανάδυση νέων, μη καπιταλιστικών πολιτικών και κοινωνικών μορφών. Άλλωστε, στη σκέψη του Λένιν και του Γκράμσι είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού χωρίς τον κοινωνικό και πολιτικό πειραματισμό που θα σημαίνει ότι νέες κοινωνικές μορφές, νέοι τρόποι να παράγουμε και να οργανώνουμε την κοινωνική ζωή ήδη αναδύονται μέσα στους αγώνες.
Θα είναι δύσκολος αγώνας και θα απαιτήσει μια αγωνιζόμενη κοινωνία που θα αλλάζει τις αξίες, τις προτεραιότητες, τις αφηγήσεις της, ακριβώς το ηθικο-πολιτικό στοιχείο στο οποίο πάντοτε επέμεινε ο Γκράμσι. Ο στόχος της αριστερής πολιτικής δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στο 2009, όχι τόσο γιατί δεν υλικά εφικτό όσο γιατί θέλουμε να πάμε πέρα από την εμπιστοσύνη στις αγορές και την καταναλωτική υπερχρέωση. Σε μια τέτοια «κοσμοαντίληψη» η δημόσια εκπαίδευση, η υγεία, οι δημόσιες μεταφορές, η προστασία του περιβάλλοντος και ουσιαστικά η ποιότητα της καθημερινής ζωής και κοινωνικότητας είναι πιο σημαντικά πράγματα από τα εισαγόμενα καταναλωτικά είδη και τα φτηνά δάνεια.
Μια τέτοια διαδικασία πρέπει να είναι διαδικασία γνώσης. Τόσο με την έννοια της αξιοποίησης της γνώσης που έχουν σωρεύσει οι άνθρωποι στα κινήματα (ποιος μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα ένα σχολείο ή ένα νοσοκομείο; Διορισμένοι «τεχνοκράτες» ή οι άνθρωποι που όντως εργάζονται και αγωνίζονται εκεί;). Όσο όμως και με την έννοια ότι ο αγώνας, η αλληλεγγύη και οι κοινές πρακτικές είναι μορφές που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αποκτούν γνώση, να μαθαίνουν να κάνουν πράγματα με τρόπο διαφορετικό, να επανεφευρίσκουν συλλογικά νέες μορφές μαζικής διανοητικότητας και μια νέα πολιτισμική ηγεμονία. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να δώσουμε άλλη διάσταση στο αίτημα του Γκράμσι για μια «οργανική συνοχή στην οποία το αίσθημα-πάθος γίνεται κατανόηση και μετά γνώση».
Γι’ αυτό και η κριτική που κάνουμε στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η απαίτηση να ανοίξει η κουβέντα στις στρατηγικές προϋποθέσεις της και όχι στη λογική της επαναδιαπραγμάτευσης της λιτότητας, δεν προέρχεται από κάποια σεχταριστική καταγγελία της βέβαιης «προδοσίας των ρεφορμιστών», ούτε εμπνέεται από μια χιλιαστική ενόραση της επανάστασης ως «στιγμιαίας» επαναστατικής εφόδου στην καρδιά του κράτους (χωρίς να υποτιμάμε την επιτάχυνση του χρόνου σε επαναστατικές καταστάσεις). Είναι, ακριβώς, η ανάγκη να στοχαστούμε πώς η συμμετοχή της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία μπορεί όντως να σημαίνει ριζοσπαστική αριστερή διακυβέρνηση και να είναι πλευρά μιας επαναστατικής ακολουθίας που να αναλογεί στις προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Όλα αυτά όμως απαιτούν και μια νέα σύλληψη του πολιτικού υποκειμένου. Η σημασία της μετωπικής πολιτικής έχει πια φανεί. Δεν χρειαζόμαστε μια μεταφυσική σύλληψη του κόμματος ως του εγγυητή της αλήθειας και της ορθής γραμμής, αλλά μια σύλληψη του αριστερού πολιτικού μετώπου όχι ως αθροίσματος ρευμάτων, αλλά ως πεδίου αγώνων και συγκρούσεων, ως διαδικασίας ανάδυσης και επίλυσης αντιθέσεων, ως συλλογικής δημοκρατικής διαδικασίας, ως εργαστηρίου για νέες ιδέες, πολιτικά σχέδια, υποκειμενικότητες. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή εργαλειακή αντίληψη της πολιτικής οργάνωσης, που διαχωρίζει μέσα και σκοπούς, μια επαναστατική αντίληψη σημαίνει την ταύτιση μέσων και σκοπών και μια εσωτερική δημοκρατική κουλτούρα που κάνει τη μορφή οργάνωσης αντανάκλαση των κοινωνικών σχέσεων που οραματιζόμαστε.
Πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια δεν τα συζητάμε όλα αυτά θεωρητικά, αλλά ως επείγοντα πολιτικά ερωτήματα. Αυτό μας βρίσκει απροετοίμαστους ίσως, αλλά, σε πείσμα ενός μεταφυσικού μαρξισμού, η ιστορική έκπληξη έρχεται πάντοτε όταν οι συνθήκες είναι ανώριμες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου