11.11.12
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 30 /
Αύγουστος 2012
Άλλοτε θα έμοιαζαν με μεγάλα
λόγια. Ακόμη και σήμερα όμως, με την πίεση των άμεσων αναγκών, μεγάλα λόγια
μπορεί να μοιάζουν. Σε κάθε περίπτωση, έχει φτάσει μάλλον η εποχή που οι λέξεις
επανάσταση, αριστερή στρατηγική, σοσιαλισμός και κομμουνισμός επιστρέφουν σιγά
σιγά στο λεξιλόγιο της Αριστεράς…
Όχι φυσικά για να
(αυτο)ικανοποιήσουν ένα παλιό κουσούρι τής εκτός των τειχών εκδοχής της που,
όταν τα διακυβεύματα μεγαλώνουν και η πολιτική πίεση που της ασκείται
αυξάνεται, εκείνη θέλει να γυρνά στο σκληρό πολιτικό DNA της, να ταυτίζει την
τακτική με τη στρατηγική, να χαράζει ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές με τη
δυναμική που αναπτύσσει ο ρεφορμισμός. Ούτε φυσικά γιατί μπορεί κανείς να
υποτιμήσει την ανάγκη άμεσης ανακούφισης που «υπόσχεται» ο τελευταίος. Αλλά
γιατί, ενώ η πολιτική και κοινωνική σύγκρουση φαίνεται να μην κοπάζει, τέτοιες
δυνατότητες, εκτός από τον πολιτικό βολονταρισμό της Αριστεράς, εγγράφονται πια
και στην ίδια τη συγκυρία: η κατάρρευση του πολιτικού σκηνικού της
Μεταπολίτευσης δεν είναι πλέον ευφυολόγημα δεξιών κονδυλοφόρων που στοχεύουν
στην υποτιθέμενη μεταπολιτευτική αριστερή ηγεμονία στον κρατικό μηχανισμό και
την κυρίαρχη ιδεολογία.
Σε αυτό το πεδίο διαμορφώθηκαν οι
αντικειμενικές υλικές προϋποθέσεις για να τεθεί για πρώτη φορά μετά την
εποποιία του Δεύτερου Αντάρτικου –με όρους εντελώς διαφορετικούς από τότε– το
θέμα της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας από την Αριστερά. Η τοποθέτηση αυτού
του επιδίκου ως κεντρικού από το ΣΥΡΙΖΑ σήμανε τη διοχέτευση στο πολιτικό
σκηνικό, με όρους τσουνάμι, όλης της συσσωρευμένης πολιτικής δυσαρέσκειας που
μέχρι πρότινος δεν μπορούσε να σχηματοποιηθεί σε πολιτικό σχέδιο. Δεν
σηματοδότησε βέβαια ούτε τη μόνιμη σχέση εκπροσώπησης με το ΣΥΡΙΖΑ, ούτε την
πλήρη υιοθέτηση της στρατηγικής και του πολιτικού του προγράμματος, αλλά το
γεγονός ότι ήταν η κοινοβουλευτική δύναμη που ταυτόχρονα ήθελε αλλά και
μπορούσε να εκπροσωπήσει με όρους άμεσους το αίτημα για μια (οποιαδήποτε)
εναλλακτική πολιτική πορεία.
Με αυτά τα δεδομένα, όντως
βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική δυνατότητα: εκείνη της διαμόρφωσης ενός
νέου «ιστορικού μπλοκ» που θα αποτελέσει το σύγχρονο δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο.
Και με αυτή την έννοια καλούμαστε να ανασυνθέσουμε μια σύγχρονη επαναστατική
στρατηγική η οποία να απαντάει όχι σε σχήματα που αντιστοιχούν σε προηγούμενα
παραδείγματα, προηγούμενες «συγκεκριμένες αναλύσεις συγκεκριμένων καταστάσεων»
οι οποίες πλέον συνωστίζονται κυρίως μέσα σε κλειστά ιδεολογικά σχήματα
αριστερής πίστης, αλλά στην τωρινή κατάσταση, σε αυτή την συγκυρία, στις
δυνατότητες που ανοίγει και τις δυσκολίες που έχει. Και είναι φανερό ότι το
θέμα της κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας έχει παίξει ήδη και θα παίξει στο
μέλλον καταλυτικό ρόλο στη δυνατότητα διαμόρφωσης του νέου ιστορικού μπλοκ και,
αλληλένδετα, ανάδυσης της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής που αναζητούμε.
Η υλικότητα του κράτους
Η κατάληψη της κυβερνητικής
εξουσίας σε μια χώρα του αναπτυγμένου δυτικού καπιταλισμού, με το σύγχρονο
αστικό κράτος και τους υπερτροφικούς ιδεολογικούς και κατασταλτικούς
μηχανισμούς του, μπορεί ενδεχομένως να αποτελεί για την Αριστερά σημαντικό βήμα
για την κατάληψη εν γένει της πολιτικής εξουσίας, επουδενί όμως δεν ταυτίζεται
με αυτήν. Μια τέτοια διαδικασία μπορεί να αποτελεί μόνο αφετηρία ενός
κοινωνικού μετασχηματισμού και σε καμία περίπτωση όριό του. Η κατάληψη της
κυβερνητικής εξουσίας χωρίς πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού ή έστω πρόγραμμα
«ανοιχτού ορίζοντα» δεν μπορεί ούτε να επιβιώσει, ούτε να ανακουφίσει άμεσα τον
λαό, άρα τελικά δεν μπορεί και να αποτελέσει αυτό που επαγγέλλεται: μια
αριστερή κυβερνητική διαχείριση. Αντιθέτως, η υλικότητα του αστικού κρατικού
μηχανισμού είναι τέτοια που η μη εκπόνηση μιας στρατηγικής πάντοτε-ήδη
επαναστατικής, μιας στρατηγικής που έχει ως συστατικό τη συντριβή των στοιχείων
που αποκρυσταλλώνουν αυτή την υλικότητα, θα οδηγήσει στην κυριαρχία των
μηχανισμών επί των καλών προθέσεων.
Και αυτό, γιατί τα συμφέροντα που
συμπυκνώνει η υλικότητα του κρατικού μηχανισμού δεν μπορεί να βρεθούν ξαφνικά
σε ριζική αναντιστοιχία με τον πολιτικό διαχειριστή του κράτους, του οποίου τον
συνασπισμό εξουσίας συνιστούν. Και παρά τη, δομική, σχετική αυτοτέλεια του
κράτους από τα οικονομικά συμφέροντα που εκπροσωπεί, αυτή η ασυμφιλίωτη
αντίφαση θα κυριαρχήσει. Φυσικά, λόγω αυτής της σχετικής αυτοτέλειας, το κράτος
δύναται να αποτελεί τον «συλλογικό κεφαλαιοκράτη», να μη «σκέφτεται» δηλαδή με
όρους μεμονωμένου καπιταλιστή ή με όρους βραχυπρόθεσμου καπιταλιστικού
συμφέροντος, αλλά να κρίνεται από τη δυνατότητα εξασφάλισης των μακροπρόθεσμων
κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων, άρα από τη δυνατότητα διαμόρφωσης, όταν
απειλείται η μακροπρόθεσμη ευστάθειά του, νέων συσχετισμών: ή με τακτική
υποχώρησή του και μακροπρόθεσμη ενσωμάτωση του κινδύνου ή με την κατά μέτωπο
επίθεση και καταστολή του.
Όμως, στο πλαίσιο μιας τόσο
σφιχτής διεθνούς στρατηγικής λιτότητας, όπου η ίδια η αρχιτεκτονική της
ευρωζώνης και του χρηματοπιστωτικού συστήματος εν γένει δεν δίνει περιθώρια
σοσιαλδημοκρατικών ελιγμών, είναι αδύνατο να συμβούν τέτοιες υποχωρήσεις αν δεν
διακυβεύεται κάτι πολύ περισσότερο από τη μία ή την άλλη επιμέρους τακτική
αστική επιλογή. Με την έννοια αυτή, η προαναφερθείσα αναντιστοιχία θα αρθεί
είτε προς όφελος της μίας είτε της άλλης μεριάς: είτε προς τη μεριά της
διάλυσης του προηγούμενου συνασπισμού εξουσίας και εγκαθίδρυσης ενός νέου
συνασπισμού κοινωνικών δυνάμεων που θα οικοδομούν όρους μιας νέας εξουσίας η
οποία θα αντιστοιχεί στα δικά τους κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα˙ είτε προς
τη μεριά της μετατόπισης του πολιτικού υποκειμένου που ηγείται του κράτους προς
την εκπροσώπηση των συμφερόντων που ήδη συμπυκνώνονται στον αστικό κρατικό
μηχανισμό. Διαφορετικά, καμία πολιτική εξουσία, ό,τι και αν επαγγέλλεται η ίδια
ότι επιθυμεί να εκπροσωπήσει, δεν μπορεί στο εσωτερικό του αστικού κράτους να
παραμείνει επί μακρόν σε ριζική πολιτική αναντιστοιχία με τα συμφέροντα που
αυτό αποκρυσταλλώνει.
Με αυτή την έννοια, η κατάληψη
της κυβερνητικής εξουσίας, δηλαδή του αστικού πολιτικού κοινοβουλευτικού
μηχανισμού από την Αριστερά, μπορεί να αποτελεί μόνο στιγμή σε μια στρατηγική
που θα σκοπεύει να «επιλύσει» την ασυνέχεια ανάμεσα στα συμφέροντα που
επιδιώκει να εκπροσωπήσει και σε αυτά που αποκρυσταλλώνονται στο μηχανισμό, το
τιμόνι του οποίου ανέλαβε, προς την πλευρά της διάλυσης του προηγούμενου
συνασπισμού εξουσίας.
Αριστερή κυβέρνηση και αριστερή
στρατηγική
Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι
η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας δεν μπορεί να αποτελεί τμήμα μιας
σύγχρονης, δυνάμει επαναστατικής στρατηγικής. Ενδεχομένως, σε χώρες του
αναπτυγμένου δυτικού καπιταλισμού αυτή να αποτελεί και την αναγκαία αφετηρία
της . Σημαίνουν όμως ταυτόχρονα ότι μια τέτοια στρατηγική έχει σημαντικότατη
συνθετότητα και ότι κίνδυνοι όχι απλώς ενσωμάτωσης αλλά, πολύ περισσότερο,
συντριβής του πολιτικού υποκειμένου που την επιχειρεί και του κοινωνικού
υποκειμένου του οποίου τα συμφέροντα εκπροσωπεί, είναι μόνιμα παρόντες. Αυτό
σημαίνει ότι χρειάζεται ταυτόχρονα η μέγιστη αυτοσυνειδησία για το μετέωρο του
εγχειρήματος και η διαρκής ψηλάφιση των υλικών, πολιτικών και ιδεολογικών
προϋποθέσεων που απαιτούνται για την υλοποίησή του, για την ένταξή μιας τέτοιας
τακτικής σε μια στρατηγική ριζικά ανταγωνιστική προς την αστική.
Εδώ όμως δεν πρέπει να μας
παρασύρει ένας άλλος κίνδυνος, ο κίνδυνος του συντηρητισμού, της απόσυρσης από
την πολιτική, της υποτίμησης του ανοιχτού χαρακτήρα των αντιθέσεων και των
δυναμικών της ταξικής πάλης. Η εξέταση των αναγκαίων προϋποθέσεων δεν μπορεί να
γίνεται υπό τη φενάκη της διαμόρφωσης πρώτα των ιδανικών (θεωρητικών) συνθηκών
ώστε να πάρουμε μια τέτοια επιλογή. Παραφράζοντας τη ρήση ενός σημαντικού
μαρξιστή στοχαστή του καιρού μας, «η μοναχική ώρα της ιδανικής κατάστασης δεν
έρχεται ποτέ». Και έτσι είναι: οι πολιτικές στρατηγικές «βρίσκονται πάντα στην
εξαίρεση», περπατάνε πάνω σε συγκυρίες ενικές και κρίνονται από το κατά πόσο
μπορούν να αντεπεξέλθουν σε αυτές τις συγκυρίες. Από το αν μπορούν να
βηματίσουν σε αυτές μη χάνοντας την πυξίδα τους, την ίδια ώρα που αυτή η πυξίδα
δεν θα συνίσταται σε ένα κλειστό, «πλήρες», προαποφασισμένο ιδεολογικό πλαίσιο
προγραμματικών στόχων, αλλά σε προγραμματικές στρατηγικές αρχές ανοιχτές σε
εμπλουτισμό με βάση την αναγκαστική πρωτοτυπία κάθε (επαναστατικού) πολιτικού
εγχειρήματος. Αλλιώς, οι στρατηγικές δεν αναμετρώνται ποτέ μεταξύ τους στο
(αναγκαστικά) αφηρημένο πεδίο της στρατηγικής, σαν μια εικόνα δύο πλήρως
εξοπλισμένων, διατεταγμένων αντικριστά στρατών του 18ου αιώνα που συγκρούονται
σε ένα προσυμφωνημένο σημείο, αλλά στο πεδίο της τακτικής, στη συγκυρία. Και αυτό
σημαίνει ότι το ιστορικό μπλοκ και η επαναστατική στρατηγική της οποίας θα
είναι φορέας δεν πρόκειται ποτέ να διαμορφωθούν στις πλήρεις τους μορφές, παρά
μόνο μέσα στην ίδια την υλικότητα της υλοποίησής τους και σε αναφορά με την
υλικότητα των πρωτότυπων αντιθέσεων που θα κληθούν να μετασχηματίσουν.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, καμία
κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, πολλώ δε μάλλον της κυβερνητικής, δεν έχει
προδιαγεγραμμένο το νικηφόρο αποτέλεσμα του σκοπού της, πόσο μάλλον που ως τώρα
μόνο μεγάλες ήττες και απογοητεύσεις έχει φέρει. Όμως, απέναντι στον
αναγκαστικά ανοιχτό στην έκβασή του ιστορικό ορίζοντα, η λύση δεν είναι ο
αγνωστικισμός˙ είναι η προσπάθεια να ψηλαφίσουμε τις αναγκαίες ελάχιστες υλικές
προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε το μετέωρο βήμα της έλευσης της Αριστεράς
στην κυβέρνηση να διατηρεί ανοιχτό τον ορίζοντα ένταξής της σε ένα προτσές
κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, να αποτελεί τμήμα μιας σύγχρονης, δυνάμει
επαναστατικής στρατηγικής.
Η ανασύνθεση του κοινωνικού και
του πολιτικού υποκειμένου
Αν θέλουμε η κατάληψη της
κυβερνητικής εξουσίας να εντάσσεται στις προϋποθέσεις μιας ανταγωνιστικής
στρατηγικής, η συζήτηση γι’ αυτή δεν μπορεί να αφορά μόνο τον εκλογικό πολιτικό
συσχετισμό, ούτε μόνο το πολιτικό υποκείμενο που υπόσχεται ότι κατακτώντας τον
αστικό πολιτικό μηχανισμό θα φέρει αριστερή διαχείριση. Δεν μπορεί η κατάληψη
της κυβερνητικής εξουσίας σε αυτό το πλαίσιο να γίνει απουσία του «κοινωνικού
υποκειμένου» που καλείται να εκπροσωπήσει, της «βάσης» του ιστορικού μπλοκ που
καλείται να «δημιουργήσει».
Ένα τέτοιο ιστορικό μπλοκ και μια
αριστερή κυβέρνηση δεν μπορούν να συγκροτηθούν πέρα και πάνω από τον ταξικό
συσχετισμό που αποκρυσταλλώνεται στην κοινωνία, στο εργατικό κίνημα, στους
χώρους δουλειάς. Προφανώς δεν υποτιμούμε τη βοήθεια που μπορεί να προσφέρει σε
αυτό η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση μιας εκλογικής μάχης, αλλά για να μη μείνει
μετέωρη, θα πρέπει αργά ή γρήγορα να πάρει σχήμα υλικού κοινωνικού υποκειμένου,
να ανασυνθέσει τους εργατικούς και συνδικαλιστικούς θεσμούς, να σηματοδοτήσει
αγώνες και να καταγάγει νίκες απέναντι στην επιχείρηση τροποποίησης του
συσχετισμού σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας, εκεί όπου αυτή συντελείται:
στην καθημερινότητα της δουλειάς και της ζωής της. Θα πρέπει να ξεκινήσει από
εκεί τη διαμόρφωση της κοινωνικής ραχοκοκαλιάς της ταξικής σύγκρουσης.
Όμως, η διαμόρφωση του σύγχρονου
αναγκαίου κοινωνικού υποκειμένου δεν περιορίζεται στους θεσμούς του
συνδικαλιστικού κινήματος. Είναι αναγκαίοι οι θεσμοί αλληλεγγύης, οι
προσπάθειες αυτοοργάνωσης, τα πειράματα συλλογικής αυτοδιεύθυνσης ως στιγμές
πλήρους διάρρηξης των όρων της αστικής κυριαρχίας και ψηλάφισης όρων αριστερής
αντιηγεμονίας, προαπεικόνησης νέων θεσμών και προτεραιοτήτων. Η ανασύνθεση του
κοινωνικού υποκειμένου και η ανάδειξή του σε στοιχείο ενός αναδυόμενου, νέου
ιστορικού μπλοκ αφορά σε τελική ανάλυση τη διαμόρφωση των δικών του αυτοτελών
θεσμών αγώνα, οργάνωσης της καθημερινότητας, της αντίστασης, των αναγκών, των
ίδιων των δικών του κυτταρικών θεσμών εξουσίας. Και αυτό αναφέρεται όχι απλώς
στο «κοινωνικό» επίπεδο, μα και την πολιτική πλευρά του μπλοκ αυτού, η οποία
δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά την εμπιστοσύνη του λαού στον κομματικό
οργανισμό που επιχειρεί να τον εκπροσωπήσει.
Και οι αυτοτελείς πολιτικοί
θεσμοί εξουσίας του λαού που θα αναδειχθούν πρέπει να αναπτυχθούν σε θεσμούς
εξουσίας του ίδιου συλλογικού, δυνάμει επαναστατικού εγχειρήματος, δηλαδή σε
ένα πεδίο «αντι-εξουσίας» απέναντι στην αριστερή κυβερνητική εξουσία, που θα
λυγίζουν το ραβδί προς τα εργατικά συμφέροντα, όσο διαρκεί αυτή η μεταβατική
αντιφατική διαδικασία. Χρειάζεται δηλαδή να υπάρχουν, έστω μειοψηφικά, σπέρματα
θεσμών που θα μπορέσουν διαμορφώσουν όρους δυαδικής εξουσίας. Και αυτή
προοπτικά δεν πρέπει να οριστεί απλώς ως εξωτερικότητα κράτους και αντιθεσμών,
αλλά και ως ταυτόχρονη προσπάθεια επαναστατικού μετασχηματισμού των κρατικών
θεσμών, θεσμικής κατοχύρωσης νέων δημοκρατικών μορφών και εκτεταμένων πρακτικών
εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, σε μια διαρκή διαλεκτική ανάμεσα στη
συλλογική δράση και την απόπειρα θεσμικής κατοχύρωσης.
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις
διάφορες στρατηγικές που αναφέρονται στην προοπτική κατάληψης της κυβερνητικής
εξουσίας, εντοπίζεται στο βαθμό που κάθε στρατηγική περιορίζεται ή όχι στους
θεσμικούς όρους της κατάκτησής της: για μια στρατηγική που επιδιώκει να
κρατήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο της επαναστατικής παρέμβασης, μια αριστερή
κυβέρνηση αποτελεί το προσωρινό, «θεσμικό» με αστικούς όρους, τμήμα μιας συνάμα
«αντιθεσμικής» ως προς το αστικό κράτος στρατηγικής, μιας στρατηγικής παράλληλα
εξωτερικής προς αυτό και τους μηχανισμούς του που επιδιώκει προοπτικά να
διαμορφώσει τους νέους κρατικούς θεσμούς που προσιδιάζουν στην εξουσία που
επαγγέλλεται.
Αριστερό μέτωπο και μεταβατικό
πρόγραμμα
Η ανασύνθεση του πολιτικού
υποκειμένου έχει και την αμιγώς πολιτική στιγμή της: την αποκρυστάλλωση στο
πολιτικό επίπεδο ενός οργανισμού που θα εκπροσωπήσει το αναδυόμενο μπλοκ και θα
διεκδικήσει σε τελική ανάλυση την πολιτική και κυβερνητική εξουσία. Είναι
απαραίτητη η οικοδόμηση ενός τέτοιου αριστερού μετώπου, με αυτή τη συνείδηση
και στόχευση και σε διαλεκτική με τους θεσμούς εξουσίας που θα πρέπει να ωθήσει
να αναπτυχθούν στη βάση.
Σε αυτό το πλαίσιο αποκτά
καθοριστική σημασία το πολιτικό πρόγραμμα ενός τέτοιου φορέα και ο χαρακτήρας
του. Όχι ως υποτιθέμενη περιγραφή ένα πλήρους (ιδεολογικού) μοντέλου
λειτουργίας μιας άλλης κοινωνίας, αλλά με δύο σημαντικά χαρακτηριστικά: αφενός
την υιοθέτηση στρατηγικών αρχών και κριτηρίων διαμόρφωσης των όρων κοινωνικού
μετασχηματισμού, αφετέρου βάσει αυτών των κριτηρίων, αποτελώντας ένα πρόγραμμα
μεταβατικό, που επιμένει να αναζητά την κρίσιμη ραχοκοκαλιά πολιτικών στόχων
και αιτημάτων τα οποία αποτελούν τη λυδία λίθο των ανταγωνιστικών ταξικών
στρατηγικών στη συγκυρία, η υλοποίηση των οποίων μπορεί να αποτυπώσει μέσα στην
τωρινή στιγμή της πάλης των τάξεων τη διαδικασία υλικής αποσταθεροποίησης της
αστικής εξουσίας και εκκίνησης μιας εναλλακτικής πορείας που θα έχει στο
επίκεντρό της τα συμφέροντα μιας λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας με πυρήνα τη
σύγχρονη εργατική τάξη.
Και αυτή η προγραμματική
μεταβατική πλατφόρμα είναι, για ένα αριστερό μέτωπο που θα διεκδικήσει την
κυβερνητική εξουσία με όρους αρχικής στιγμής μιας ευρύτερης διαδικασίας και με
φιλοδοξία να αποτελέσει τμήμα ενός αναδυόμενου ιστορικού μπλοκ, αναγκαία
αφετηρία. Αυτόν ακριβώς το ρόλο έχουν μέσα στη συγκυρία οι πολιτικοί στόχοι της
εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ, της διαγραφής του χρέους με άμεση εθνικοποίηση
των τραπεζών και της ριζικής αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των εργαζόμενων.
Σηματοδοτούν τη δυνατότητα όχι της «εθνικής» απομόνωσης αλλά της διεκδίκησης
των πιθανοτήτων αυτοδύναμης κοινωνικής ανάπτυξης και δοκιμής ενός βηματισμού
χωρίς τα δεσμά των προτεραιοτήτων της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Όμως, το σύγχρονο αριστερό
μέτωπο, φορέας του μεταβατικού προγράμματος και διεκδικητής της κυβερνητικής
εξουσίας ως στιγμής έναρξης μιας διαδικασίας ανοιχτού κοινωνικού
μετασχηματισμού, δεν μπορεί παρά να έχει στο επίκεντρό του μια σύγχρονη
κομμουνιστική τάση που θα μπολιάζει κάθε βήμα αυτής της σύνθετης
κοινωνικοπολιτικής διεργασίας με τις αξίες, τα οράματα, τις πρακτικές, την
ιδεολογία, τη θεωρία, την ηθική, σε τελική ανάλυση, τη στρατηγική του αγώνα για
μια άλλη κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου