Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση η αγορά το πολιτικό και η τάξη



του Βέρνερ Μπόνεφελντ*
Το άρθρο υποστηρίζει ότι η κατηγορία κοινωνική τάξη είναι κρίσιμη για την κατανόηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η αντιπαλότητα μεταξύ κρατών-μελών προϋποθέτει το κοινό συμφέρον τους στην αναχαίτιση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης (εων) και η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) καθιστά πιο τεταμένη τη σχέση εξάρτησης και αντιπαλότητας μεταξύ κρατών- μελών. Η σημασία της τάξης κατανοείται άριστα από τους φιλελεύθερους διανοούμενους και λαμβάνεται υπόψη ιδίως στην άποψη του Χάγιεκ περί “διακρατικού φεντεραλισμού” (διακρατικής ομοσπονδίας).
Εισαγωγή
Η δυτικοευρωπαϊκή ολοκλήρωση αναμφίβολα συνιστά μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις που αναδύθηκαν μέσα από τα πεδία θανάτου του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Συνολικά, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υιοθετείται ως η λύση για το ταραγμένο παρελθόν της Ευρώπης που είδε τρεις γερμανο-γαλλικούς πολέμους μέσα σε 70 χρόνια. Αυτό φαίνεται να θέτει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πέραν της κριτικής – και πράγματι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι απολογισμοί περί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ισοδυναμούν, στην καλύτερη περίπτωση, με περιγραφικές ή υψιπετείς δημοσιογραφικές ερμηνείες της “ευρωπαϊκής πραγματικότητας”. Αν κανείς υιοθετούσε αυτές τις αφηγήσεις , θα έπρεπε να συμπεράνει ότι οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι δεν έχουν παρουσία σ΄ αυτή την πραγματικότητα, Οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι εντυπωσιάζουν με την απουσία τους.
Αυτή η “απουσία” δεν σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι “ξεχάστηκαν” από τους “αρχιτέκτονες” της Ευρώπης. Αντιθέτως, η θέση και η προσαρμοστικότητά τους στις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θεωρούνται γενικά δεδομένες. Τόσο η Επιτροπή Ντελόρ όσο και η Επιτροπή Έμερσον για την ΟΝΕ αναγνώριζαν ότι οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να πληρώσουν το κόστος της διαρθρωτικής προσαρμογής που απαιτούσε η ΟΝΕ. [2] Οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι, λοιπόν, αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν ένας απλός ανθρώπινος συντελεστής παραγωγής που θα συμβιβαζόταν και θα προσαρμοζόταν στη νέα πραγματικότητα που δημιουργούσε η ΟΝΕ. Παρόμοιες εκτιμήσεις προβλήθηκαν σε σχέση με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Ο ευρωπαϊκός νομισματικός μηχανισμός προσδιορίστηκε με παρόμοιους όρους, δηλαδή θα “έκανε” τον ανθρώπινο συντελεστή παραγωγής να ζητά λιγότερα και να χρησιμοποιείται πιο αποτελεσματικά. Η απόφαση του ντε Γκολ, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, να δεχθεί τη Συνθήκη της Ρώμης, λέγεται ότι συναρτάται με την ευπρόσδεκτη ανταγωνιστική πίεση που αναμενόταν να επιβάλει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα στη γαλλική βιομηχανία. Και η Συνθήκη της Ρώμης; Ήταν, πράγματι, η Συνθήκη της Ρώμης η απαρχή μιας κοινωνικής Ευρώπης, μιας κεϊνσιανικής Ευρώπης όπου θα είχαν οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι συλλογικά τη δυνατότητα να απολαύσουν τους καρπούς της εργασίας τους χωρίς το φόβο του πολέμου, σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης και κεϊνσιανής αναδιανομής του πλούτου που τηρούσε τους κανόνες της φορντικής κατανάλωσης σε αντιστοιχία με τη φορντική μαζική παραγωγή; Αυτή η “φορντική” άποψη των δεκαετιών του 1950 και του 1960 δεν έχει καμιά ουσία. Δεν προκύπτει από την τότε πραγματικότητα της καπιταλιστικής ανοικοδόμησης. Στην πραγματικότητα, η Συνθήκη της Ρώμης περιέχει ελάχιστα, έως καθόλου, στοιχεία αυτού που κοινώς θεωρείται κεϊνσιανισμός ούτε συνδέεται με τον αποκαλούμενο φορντισμό. Ο προσδιοριστικός χαρακτήρας της συνθήκης ισοδυναμεί με τον αποκαλούμενο σήμερα νεοφιλελευθερισμό. [3]
Το παρόν άρθρο υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ιδρύθηκε για να προωθήσει την ελεύθερη αγορά στη Δυτική Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ισοδυναμεί με μια προσπάθεια απομόνωσης της “ελεύθερης αγοράς” από τις προσδοκίες της εργατικής τάξης, ελέγχου των επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών ως αντίδρασης στους ταξικούς αγώνες, μέσω μιας ευρωπαϊκής υπερεθνικής δέσμευσης στο φιλελευθερισμό της αγοράς, που λειτουργεί ως μηχανισμός οικονομικής προσαρμογής στα κράτη-μέλη. [4] Όπως υποστηρίζει συνοπτικά ο Moss (2000, σελ. 251), “το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προωθήθηκε από κεντροαριστερά κόμματα, κυρίως από Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες, ως τρόπος υπεράσπισης της οικονομίας της αγοράς έναντι του κομμουνισμού” και ως τρόπος δημιουργίας μιας ελεύθερης αγοράς στην Ευρώπη , όπου αναμενόταν να προκύψει ευημερία από το περιβόητο φαινόμενο της διάχυσης που θα επέφεραν οι οικονομίες κλίμακας. Η επεκτατική φύση του ευρωπαϊκού σχεδίου, η ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαλότητα ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπως επίσης η χειραγώγηση της ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαλότητας και συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών , ιδίως της Γερμανίας και της Γαλλίας, εξαρτώνται από την “τιθάσευση” των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων ως εξαρτημένου οικονομικού συντελεστή. [5] Η “Ευρώπη” διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου κατά του κομμουνισμού, πολέμου διεθνούς όσο και εσωτερικού, ιδίως στη Γαλλία, την Ιταλία και στη Γερμανία επίσης, όπου “εγχώριο και διεθνές” συνέπιπταν μέσω της διαίρεσης του γερμανικού κράτους. Εν ολίγοις, η “Ευρώπη” ισοδυναμούσε όχι μόνο με υποκατάστατο του σοσιαλισμού, αλλά επίσης ως άλλοθι για την εγκατάλειψή του. Η πραγματικότητα αυτής της εγκατάλειψης κατέστη εμφανής με την κρίση της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης και την αποκαλούμενη κρίση του κράτους: από τη δεκαετία του 1980, το προσκήνιο κατέλαβε το αποπληθωριστικό και απορρυθμιστικό πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς στην Ευρώπη που αποσκοπούσε στην οικονομική προσαρμογή κάθε χώρας.
Η επιχειρηματολογία χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο παρουσιάζει και αποτιμά τις απόψεις του Μαντέλ και του Πουλαντζά για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ο Μαντέλ υποστήριζε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση οδηγείται από τη διεθνοποίηση των πολυεθνικών εταιρειών, και ο Πουλαντζάς επέκρινε τον Μαντέλ γιατί ανήγαγε τη μελέτη της ευρωπαϊκής ενοποίησης στο ζήτημα της διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Το δεύτερο μέρος χρησιμοποιεί την παρατήρηση του Μαρξ ότι μπορούμε να μάθουμε πολλά από τους φιλελεύθερους διανοούμενους και εξετάζει ειδικά την άποψη του Χάγιεκ για τον “διακρατικό φεντεραλισμό”. Ο Χάγιεκ έβλεπε τον “διακρατικό φεντεραλισμό” σαν χρήσιμο εργαλείο στην αναχαίτιση των εργαζομένων ως εκμεταλλεύσιμου πόρου. Το θέμα που απασχολεί πιο πολύ τον Χάγιεκ είναι η διασφάλιση της [καπιταλιστικής] ελευθερίας στο πλαίσιο της μαζικής δημοκρατίας και η δυνατότητα που έχουν τα μαζικά κινήματα να στρεβλώνουν την ελεύθερη αγορά. Από τη σκοπιά της πολιτικής ρύθμισης, αυτή η ανησυχία εξετάστηκε εκτενώς από τον Καρλ Σμιτ. Και οι δύο, Χάγιεκ και Σμιτ, από τη δική τους σκοπιά ο καθένας, επιδίωξαν να καταπιαστούν με το ζήτημα της μαζικής δημοκρατικής επιρροής στις σχέσεις ελευθερίας, με τον Χάγιεκ να υποστηρίζει ότι η αγορά θα έπρεπε να είναι απαλλαγμένη από πολιτικές παρεμβάσεις ώστε να εγγυάται τη δημοκρατία της αγοράς βάσει της ζήτησης και της προσφοράς. Ο Σμιτ υποστήριζε ότι το πολιτικό [εννοώντας κυρίως το κράτος] πρέπει να είναι απαλλαγμένο από την κοινωνία για να διατηρεί την ικανότητά του να κυβερνά. Η απαίτηση του Χάγιεκ για την αποπολιτικοποίηση της οικονομικής πολιτικής είχε στο στόχαστρο την υποτιθέμενη κεϊνσιανή υπονόμευση των σχέσεων κράτους-κοινωνίας. Παρόμοια, η απαίτηση του Σμιτ για αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας αντιμετώπιζε αποτελεσματικά την υποτιθέμενη υποταγή της πολιτικής λειτουργίας στις δημοκρατικές προσδοκίες των μαζών. Το τρίτο μέρος της επιχειρηματολογίας περιέχει μια σύντομη ανάλυση της ταξικής πολιτικής στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
Το ζήτημα της Ευρώπης στον Μαντέλ και τον Πουλαντζά
Σύμφωνα με τον Μαντέλ, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επήλθαν σημαντικές αλλαγές σ΄ αυτό που θεωρούσε διεθνή μονοπωλιακό καπιταλισμό. [6] Υποστήριζε ότι πριν από τον πόλεμο, η μονοπώληση πραγματοποιούνταν μέσα στο έθνος-κράτος και ότι αυτό άλλαξε μετά σε μια διεθνή διαδικασία συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Κινητήρια δύναμη ήταν εν μέρει οι τεχνολογικές εξελίξεις, που απαιτούσαν τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου διεθνώς , προκειμένου να εδραιώσει την παραγωγή σε επικερδή βάση. Κατά την άποψη του Μαντέλ, υπάρχουν δύο βασικές μορφές “διεθνοποίησης”: η απορρόφηση ευρωπαϊκών εταιρειών από αμερικανικές ή, ως αμυντική αντίδραση, “η συγχώνευση των διάφορων (ευρωπαϊκών) εταιρειών σε νέες μονάδες στις οποίες το εθνικό κεφάλαιο δεν είναι πλέον κυρίαρχο, αλλά διασπείρεται λίγο-πολύ εξίσου σε δυο, τρεις ή περισσότερες (ευρωπαϊκές) χώρες” (Mandel, 1967,σελ. 28).
Στην αφήγηση του Μαντέλ, η λειτουργία του εθνικού κράτους είναι πρωτίστως οικονομική (Mantel 1975) ώστε να εγγυάται την κεφαλαιακή κερδοφορία και να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης. Υποστήριζε επίσης ότι λόγω της διεθνούς συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, το εθνικό κράτος δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να επιτελέσει αυτή τη λειτουργία. [7] Συνεπώς, η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε ως βάση της τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και προέκυψε από τη διαπάλη μεταξύ της αμερικανικής πρόκλησης και της ευρωπαϊκής αντίδρασης σ΄ αυτή την πρόκληση. Βάση αυτής της διαπάλης αποτελούσε η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στην ανάλυση του Μαντέλ “η ακτίνα δράσης του αστικού κράτους πρέπει να συμμορφωθεί με αυτή των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής ... Από τη στιγμή που η ατομική ιδιοκτησία διεθνοποιείται, δεν μπορεί να την υπερασπιστεί μέσα στο πλαίσιο ενός γαλλικού, γερμανικού ή ιταλικού κράτους. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο απαιτεί ένα ευρωπαϊκό κράτος ως κατάλληλο προστάτη και εγγυητή του κέρδους” (Mandel, 1970, σσ. 55-6). Εν ολίγοις, ο Μαντέλ έβλεπε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως μια διαδικασία οικονομικά καθοριζόμενη -- το πολιτικό εποικοδόμημα “αντανακλούσε” τις οικονομικές ανάγκες. Όπως θεωρούσε, η διεθνής συγκεντροποίηση του κεφαλαίου υπονόμευε το εθνικό κράτος και, ως αντίδραση, οδηγούσε στη δημιουργία του ευρωπαϊκού κράτους. Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο κράτος θεωρούνταν από τον Μαντέλ ότι θα έχει τους πόρους για να υπερασπιστεί το νέο ευρωπαϊκό κεφάλαιο αποτελεσματικά. Την υλική βάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης παρείχε ο εξευρωπαϊσμός του κεφαλαίου. “Το μέλλον των υπερεθνικών θεσμών της ΕΟΚ εξαρτάται τελικά από το βαθμό αλληλοδιείσδυσης του κεφαλαίου στην Ευρώπη” (Mandel, 1970, σε. 94). Εν ολίγοις, αν το ευρωπαϊκό κεφάλαιο αποτύγχανε να εξευρωπαϊστεί, λόγω συγκρούσεων συμφερόντων, το αποτέλεσμα θα ήταν η αποσύνθεση της ΕΟΚ , επιταχύνοντας το πέρασμα στον εθνικισμό και στη ντε φάκτο οικονομική και πολιτική κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου.
Οι Holloway και Picciotto (1980) θεωρούν το δοκίμιο του Πουλαντζά “Η διεθνοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων και το έθνος-κράτος” ως μια αντίδραση στην ανάλυση του Μαντέλ. Ο Πουλαντζάς υποστήριζε ότι “αν το κράτος στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις ... διατηρεί ακόμη το χαρακτήρα του ως εθνικό κράτος, αυτό οφείλεται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι το κράτος δεν είναι ένα απλό εργαλείο ή όργανο των κυρίαρχων τάξεων, για να το χειρίζονται κατά βούληση, ώστε κάθε βήμα του κεφαλαίου προς τη διεθνοποίηση αυτομάτως να προκαλεί μια παράλληλη “υπερεθνικοποίηση” των κρατών ... Το πρόβλημα με το οποίο ασχολούμαστε ... δεν μπορεί να αναχθεί σε μια απλή αντίφαση μηχανιστικού είδους ανάμεσα στη βάση (διεθνοποίηση του κεφαλαίου) και σε μια υπερδομή (έθνος-κράτος) που δεν “αντιστοιχεί” πλέον σ΄ αυτή” (Πουλαντζάς, 1975, σελ. 78). Ενώ μπορούμε να προβούμε σε πολλά σχόλια για την άποψη του Μαντέλ, ο Πουλαντζάς δεν καταφέρνει να δώσει μια εναλλακτική εξήγηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Εστιάζει στο εθνικό κράτος και δίνει έμφαση στο ότι η διεθνοποίηση του κεφαλαίου απλώς επηρεάζει το μετασχηματισμό των εθνικών πολιτικών δομών. Αυτή η άποψη προκύπτει από την έμφασή του στο ότι “καθήκον του κράτους είναι να διατηρεί την ενότητα και τη συνοχή ενός κοινωνικού σχηματισμού διαιρεμένου σε τάξεις” (στο ίδιο). Για τον Πουλαντζά, υπάρχει αναγκαία αντιστοιχία ανάμεσα στον οργανισμό του κράτους και στη μορφή της ταξικής πάλης. Όπως το θέτει, “σ΄ αυτούς τους αγώνες επικρατεί ακόμη η εθνική μορφή, όσο διεθνείς κι αν είναι στην ουσία τους” (στο ίδιο, σελ. 88). Συνεπώς, το συμπέρασμά του είναι ότι “η τρέχουσα εξέλιξη κατ΄ ουδένα τρόπο υπερβαίνει τον κυρίαρχο ρόλο του κράτους στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού” (στο ίδιο, σελ. 81). Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει την ορμή προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση;
Μαζική κοινωνία, ατομική ιδιοκτησία και το πολιτικό
Δύο είναι τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής αναδόμησης των καπιταλιστικών σχέσεων. Πρώτον, λόγω της προϊστορίας της μεσοπολεμικής περιόδου, η αναδόμηση του κεφαλαίου έπρεπε να οργανωθεί ξανά διεθνώς. Το κεφάλαιο δεν ενδιαφέρεται για τον πόλεμο. Βεβαίως, οι αντιθέσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης μπορούν , και έτσι συνέβη πράγματι, να εκραγούν σε πολέμους. Και όμως, το κεφάλαιο δεν ενδιαφέρεται για τον πόλεμο. Ενδιαφέρεται για κέρδη. Αυτό υπηρετείται σε ένα περιβάλλον κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας. Συνεπώς, το κεφάλαιο ενδιαφέρεται για την ασφάλεια της κερδοφορίας και την εξασφάλιση της συσσώρευσης. Έτσι, στον μεταπολεμικό κόσμο έπρεπε να αποφευχθεί η αναταραχή που σημειώθηκε στον μεσοπόλεμο και έπρεπε να βρεθεί κάποια διευθέτηση που θα διασφάλιζε τα δικαιώματα ιδιοκτησίας του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα.
Στο φόντο του Ψυχρού Πολέμου, η διεθνής οργάνωση του κεφαλαίου διευκολύνθηκε από τις ΗΠΑ οι οποίες έγιναν, κατά κάποιον τρόπο, ο σημαιοφόρος των καπιταλιστικών συμφερόντων εν γένει, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Ο ντε Γκολ μπορεί να μισούσε την κυριαρχία των ΗΠΑ. Όμως, η καπιταλιστική αναγέννηση της Γαλλίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και η ασφάλεια αυτής της αναγέννησης, διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και εξαρτιόταν, σε σημαντικό βαθμό, από την παγκόσμια ισχύ των ΗΠΑ, στην οποία συμπεριλαμβανόταν βεβαίως το αμερικανικό δολάριο. Στη Δυτική Ευρώπη, η συμφιλίωση Γαλλίας και Γερμανίας ήταν ζωτική για το ξεπέρασμα των μειονεκτημάτων του μεσοπολέμου και για τη δημιουργία “ασφαλούς καταφυγίου” ιδίως για τη Γαλλία, σε μια παγκόσμια οικονομία όπου το δολάριο έπαιζε κυρίαρχο και οργανωτικό ρόλο. Ο Ψυχρός Πόλεμος εξέφραζε μια νέα διεθνή τάξη πραγμάτων στην οποία το διεθνές βάρος της (Δυτικής) Ευρώπης είχε μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν. Ιδίως για τη Γαλλία, μια ενωμένη Ευρώπη ήταν η βάση για την επιχειρούμενη αναγέννησή της ως επεκτατικής δύναμης.[8]
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι το εξής: οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες αντέδρασαν σε διάφορες πιέσεις, όπως τα ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα, βεβαίως ο κομμουνισμός, και οι προσδοκίες της εργατικής τάξης, υιοθετώντας την ιδέα του κράτους πρόνοιας, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν η πολιτική σχεδιοποίησης, στη Γαλλία, και η συμμετοχή των συνδικάτων στη διοίκηση των επιχειρήσεων, στη Γερμανία.
Φαινομενικά, αυτή η εξέλιξη υποδεικνύει ότι τα αιτήματα της εργατικής τάξης για μια δίκαιη κοινωνία (με ό,τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτή η αμφίβολη έκφραση σε μια καπιταλιστική κοινωνία) , παρότι ανεπιθύμητα, επιβλήθηκαν στα εθνικά κράτη και στις κυβερνήσεις τους. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε ότι, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι κυβερνήσεις είχαν ως κεντρικό τους μέλημα την παροχή κοινωνικής πρόνοιας και την πλήρη απασχόληση. Η πλήρης απασχόληση εκπληρώθηκε χάρη στην οικονομική μεγέθυνση [9] και η παροχή κοινωνικής πρόνοιας έγινε σοβαρό θέμα μόνο όταν έφτασε στο τέλος της η μεταπολεμική οικονομική άνθηση, ένα τέλος που σήμανε, συμπτωματικά, την “κρίση του κεϊνσιανικού κράτους πρόνοιας” (!). Με άλλα λόγια, η “εξαγγελία τους κράτους πρόνοιας” ισοδυναμούσε με την αποδοχή εκ μέρους των εθνικών κυβερνήσεων της κοινωνίας και της δημοκρατίας των μαζών. Αυτή η αποδοχή, όμως, ήταν απλώς τυπική, εφόσον οι υποτελείς μάζες συνέχισαν να είναι αποκλεισμένες από τα κέντρα πολιτικής εξουσίας: της εξουσίας να σχεδιάζεις και να εφαρμόζεις πολιτική. [10]
Συνεπώς, η αποδοχή της μαζικής δημοκρατικής συμμετοχής ισοδυναμούσε με την υπαγωγή της δυνητικής ρήξης στην υποχρέωση της υπευθυνότητας. Ο σκοπός ήταν να ενσωματωθεί η μαζική κοινωνία [11] στην πολιτική οικονομία του κεφαλαίου, προκειμένου να ανασχεθούν οι προσδοκίες της και να παραλύσει η ικανότητά της να επηρεάζει τις πολιτικές συνθήκες. [12] Έτσι, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν αντανακλούσε, όπως ισχυριζόταν ο Milward (1992), τις δημοκρατικές προσδοκίες των υποτελών μαζών ούτε στήριζε τη νομιμοποίηση των κρατών-μελών μέσω ενός κοινού σκοπού, δηλαδή της ευρωπαϊκής δέσμευσης στο κράτος πρόνοιας. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν από τη σύλληψή της ένα “σχέδιο των ελίτ” (Anderson, 1997, σελ. 62) που βασιζόταν , όπως το έθεσε ο Πιερ Μαντές-Φρανς, πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας, στον “κλασικό φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα” που σημαίνει ότι ο καθαρός και απλός ανταγωνισμός είναι ο καλύτερος από όλους τους κόσμους (παρατίθεται στον MacAllister, 1997, σελ. 17). [13]
Η εμφάνιση των υποτελών μαζών ως πολιτικής δύναμης κατά τον μεσοπόλεμο και ιδίως η απόπειρα να βρεθεί τότε μια –κεϊνσιανική-- λύση στην εμφάνισή τους, είναι σημαντικότατη για την κατανόηση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Ο κίνδυνος της “κεϊνσιανικής” λύσης αποτέλεσε το επίκεντρο της δράσης του Μπέρναρντ Μπαρούχ, ενός στελέχους του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ. Διαμαρτυρήθηκε κατά της απόφασης του Ρούσβελτ να εγκαταλείψει τον κανόνα του χρυσού το 1933,* δηλώνοντας ότι “δεν είναι υπερασπίσιμη παρά μόνο ως νόμος του όχλου. Ίσως η χώρα δεν το γνωρίζει ακόμη, αλλά νομίζω πως βρισκόμαστε σε μια επανάσταση πιο δραστική από τη Γαλλική. Το πλήθος έχει καταλάβει τους κυβερνητικούς θώκους και προσπαθεί να καταλάβει και τον πλούτο. Ο σεβασμός στο νόμο και στην τάξη έχει χαθεί” (παρατίθεται στο Schlesinger, 1958, σελ. 202). Για τον Μπαρούχ, ορθώς, οι “υποτελείς μάζες” αποτελούν την πλειοψηφία και ένα φιλελεύθερο-δημοκρατικό σύστημα που βασίζεται στα δικαιώματα ιδιοκτησίας του κεφαλαίου χρειάζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι της κοινωνικής πλειοψηφίας, μέσω, π.χ., εξουσιών απόφασης εκτός δημοκρατικού πλαισίου, ιδίως στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής. Η αποτυχία σ΄ αυτόν τον τομέα θα καθιστούσε το κόστος της δημοκρατίας μη ανεκτό στους κατόχους του αφηρημένου πλούτου (πρβλ. Brittan, 1977).
----------------------
*Δεν είναι τυχαίο που το ευρώ χαρακτηρίζεται σήμερα “κανόνας του χρυσού του 21 ου αιώνα”. (Σ.τ.μ.)
Στο γερμανικό πλαίσιο, ο Άλφρεντ Μίλερ-Άρμακ υποστήριξε το 1933 ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα της Βαϊμάρης είχε αποτύχει εν όψει της οικονομικής κρίσης και ότι αυτή η κρίση αποκάλυψε τη χρησιμότητα και έφερε στην επιφάνεια, πράγματι, την αναγκαιότητα μιας αυταρχικής ηγεσίας (παρατίθεται στο Bruckner, 1978, σελ. 70). Μετά την απελευθέρωση από το ναζισμό, οι ανησυχίες του Μίλερ-Άρμακ παρέμειναν οι ΄ίδιες – η λύση που προτάθηκε άλλαξε. [15] Ο Μίλερ-Άρμακ --”πιθανώς ο Γερμανός με τη μεγαλύτερη επιρροή στις Βρυξέλλες” (Moss, 2000, σελ. 258) – εναντιώθηκε στον κρατικό έλεγχο των οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων, αλλά δεν απεχθανόταν μια “συνειδητά κατευθυνόμενη οικονομία της αγοράς” (βλ. Muller-Armack, 1947, σελ. 95), και ως υπουργός Οικονομικών υποστήριξε ότι οι κεντρόφυγες δυνάμεις είχαν γίνει “ορατά μεγαλύτερες στην κατάσταση της ευημερίας”, πράγμα που καθιστούσε αναγκαία μια “πρόσθετη προσπάθεια για την ενσωμάτωση της κοινωνίας” μέσω πολιτικής ρύθμισης(πρβλ. Muller-Armack, 1960), ώστε να μην εμφανιστεί ο εφιάλτης μιας “παράλογης” μαζικής κοινωνίας. Αυτό οδήγησε στη σύλληψη της ενσωματωμένης κοινωνίας (formierte Gesellschaft). Ο Μίλερ-Άρμακ κάλεσε σε μια συνολική “κοινωνική πολιτική” (Gesellschaftspolitik), για συντονισμό της κοινωνικής με την οικονομική πολιτική, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια κοινωνία που δεν θα αποτελούνταν πλέον από τάξεις, αλλά αντίθετα θα βασιζόταν στη συνεργασία μεταξύ όλων των ομάδων και συμφερόντων.
Όπως ανήγγειλε ο Γερμανός καγκελάριος Έρχαρτ το 1965 στο συνέδριο της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης: “Αυτή η κοινωνία, οι απαρχές της οποίας ήδη διακρίνονται στο σύστημα της ΄κοινωνικής οικονομίας της αγοράς΄ δεν συγκροτείται μέσω αυταρχικού καταναγκασμού, αλλά μέσω της δικής της ζωτικότητας, της δικής της βούλησης και από την αναγνώριση και την αυξανόμενη συνειδητοποίηση της αλληλεξάρτησης” (παρατίθεται στο Berghahn, 1986, σελ. 299). Για ορισμένους, αυτή η άποψη θύμιζε την ιδέα της Volksgemeinschaft [κοινότητας του λαού] της δεκαετίας του 1930, που αναδιατυπωνόταν τώρα ως ένα είδος βασισμένης στην αγορά κοινωνικο-οικονομικής Volksgemeinschaft (πρβλ.Mey, 1971). [16] Η γερμανική ιδέα μιας κοινωνικής οικονομίας της αγοράς αναγνωρίζει τη χρησιμότητα των ρυθμιστικών νόμων και θεσμών που αντί να παρεμβαίνουν στη διαδικασία της αγοράς, τη στηρίζουν στη βάση του νόμου. Με άλλα λόγια, αντί να επιτρέπει στη μαζική κοινωνία να παρεμβαίνει στην αγορά, η κοινωνική οικονομία της αγοράς μεταθέτει τη ρύθμιση της αγοράς σε μια Αρχή “εκτός δημοκρατικού πλαισίου” η οποία, στο όνομα της τεχνικής επάρκειας και ειδημοσύνης, ασκεί πολιτική εξουσία. Η γερμανική σύλληψη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ως μια υπερεθνικής ανταγωνιστικής αγοράς βασισμένης στο νόμο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην οικοδόμηση και την εξέλιξη της ΕΟΚ. Οι φιλελεύθεροι τεχνοκράτες στη Γαλλία δεν εναντιώθηκαν σ΄ αυτό το “σχεδιασμό” και ο ντε Γκολ , όπως θα δειχθεί παρακάτω, αποκάλυψε τη λογική της συναίνεσής τους: θεωρούσαν πως η Συνθήκη της Ρώμης θα παρείχε ένα “εξωδημοκρατικό” πλαίσιο οικονομικής προσαρμογής.
Οι δύο περίοδοι, δηλ. αυτή της δεκαετίας του 1930 και της δεκαετίας του 1950, σχετίζονται μέσω του “προβλήματος” που η καθεμία επιδίωξε να αντιμετωπίσει με τον δικό της τρόπο.[17] Αυτό το “πρόβλημα” δημιουργείται με την ανεπιθύμητη παρέμβαση της μαζικής κοινωνίας στην καπιταλιστική σχέση. Ο Μπαρούχ εξέφρασε πολύ καλά αυτό το θέμα όταν υποστήριξε ότι “το πλήθος έχει καταλάβει τους κυβερνητικούς θώκους και προσπαθεί να αρπάξει τον πλούτο”. Η “απειλή” που δημιουργούσε αυτή η παρέμβαση για την κυβέρνηση της ατομικής ιδιοκτησίας διατυπώθηκε λιτά από τον Καρλ Σμιτ (1932, 1934a), τον νομικό φιλόσοφο του γερμανικού ναζισμού. Η συμβολή του Σμιτ ανήκει στέρεα στην παράδοση της αστικής πολιτικής σκέψης, η οποία προϋποθέτει ότι η σφαίρα της οικονομίας και αυτή της πολιτικής είναι ξεχωριστές οντότητες και η πολιτική θεωρία του αντιμετωπίζει το πολιτικό ως αύταρκες και αυτόνομο. Αυτό που καθιστά τη συμβολή του Σμιτ σημαντική είναι η επανεπινόηση της αυτονομίας του πολιτικού στο φόντο της ανάδυσης της μαζικής κοινωνίας, στις αρχές του περασμένου αιώνα. Η συνάφεια του έργου του [αρκετές δεκαετίες μετά] μπορεί να ιδωθεί στη νεοφιλελεύθερη ανάλυση και στις νεοφιλελεύθερες συνταγές για τη λύση της κρίσης του κεϊνσιανού κράτους πρόνοιας της δεκαετίας του 1970. Οι νεοφιλελεύθεροι σχολιαστές απηχούν την άποψη του Σμιτ όταν υποστηρίζουν ότι η κρίση του κράτους “πρόνοιας” ισοδυναμεί με κρίση “ακυβερνησίας”. Ο Μπρίταν (1977, σελ. 248) υποστήριζε ότι οι “υπερβολικές προσδοκίες γεννιούνται από τη δημοκρατική πλευρά του συστήματος” και ότι αυτές περιορίζουν τις σχέσεις ελευθερίας. Ο Κινγκ αναγνώριζε ότι η μη συμμόρφωση με τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας είχε αυξηθεί. Όπως το έθετε: “ο άντρας που εξαρτάται από τη σύζυγό του για να τον πάει στη δουλειά με τ΄ αυτοκίνητο βλέπει ότι αυτή αρνείται όλο και περισσότερο να το κάνει” (King, 1976, σελ. 12). Όποια κι αν ήταν τα συγκεκριμένα προβλήματα του Κινγκ, η γενική νεοφιλελεύθερη ιδέα περί ακυβερνησίας ήταν ότι η πολιτική αντίδραση στην ταξική σύγκρουση είχε υπονομεύσει την “οδηγητική ικανότητα” του κράτους (πρβλ. Brittan, 1977) ή, με τους όρους του Σμιτ, την ικανότητα του κράτους να λαμβάνει αποφάσεις.
Η νεοφιλελεύθερη απαίτηση να μειωθεί το κράτος στόχευε στον περιορισμό του ρόλου των πολιτικών αποφάσεων ιδίως στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, αντικαθιστώντας τη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής με ένα σύστημα βασισμένο σε κανονισμούς.[18]
Ο Σμιτ αντιλήφθηκε την κρίση μετά το 1919 ως αποσύνθεση της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής δομής. Αυτή η αποσύνθεση θεωρήθηκε συνέπεια της εμφάνισης της κοινωνίας των μαζών και προκλήθηκε από την επιρροή που μπορούσε να ασκήσει στη δομή του “πολιτικού”. Θεσμικά, κατά τον Σμιτ, την κρίση προκάλεσε η κοινοβουλευτική δημοκρατία: το “πολιτικό” υποτάχθηκε , από τη μια, στις πλουραλιστικές απαιτήσεις και, από την άλλη, στα ειδικά ταξικά συμφέροντα της κοινωνικής ισότητας και της χειραφέτησης. Εν ολίγοις, ο Σμιτ υποστήριζε εμφατικά ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα υπονόμευσε την ικανότητα του κράτους να λαμβάνει αποφάσεις, επειδή η “κοινωνία” είχε μετασχηματίσει το “πολιτικό” σε μια έκφραση διακριτών κοινωνικών συμφερόντων οδηγώντας στον κατακερματισμό του και συνεπώς στην αποσύνθεση του κεντρικού θεσμού που για τον Σμιτ είναι ικανός να διατηρεί την κοινωνική αρμονία. Το κράτος, λοιπόν, “κοινωνικοποιήθηκε” και ο κατακερματισμένος χαρακτήρας και η ταξικά διαιρεμένη κοινωνία αναπαραγόταν μέσα στο “πολιτικό”. Η “κοινωνικοποίηση του κράτους” υπονόμευσε τον κεντρικό και κύριο θεσμό που ήταν ικανός να λαμβάνει αποφάσεις. Εξ ου και η έκκληση του Σμιτ για την αποκατάσταση του πολιτικού, του κράτους, με έμφαση στο να απελευθερωθεί το κράτος από την κοινωνία. Αυτή η απελευθέρωση έπρεπε να βασιστεί στην εξάλειψη όλων των μορφών κοινωνικής σύγκρουσης, της σύγκρουσης δηλαδή που δεν επιτρέπεται και δεν διεξάγεται από το “πολιτικό”.
Εν συντομία, ο Σμιτ θεωρούσε ότι το πολιτικό βρίσκεται σε κρίση, επειδή η ικανότητά του να λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις “αυτόνομα”, δηλαδή χωρίς την παρεμβολή των υποτελών μαζών, υπονομευόταν. Αντιθέτως, η κοινωνική σύγκρουση επέβαλε τις αποφάσεις στο κράτος, υπονομεύοντας το μονοπώλιό του ως μοναδικού “ικανού να αποφασίζει”. Μόνο υπ΄ αυτό τον όρο ο Σμιτ θεωρεί αληθινά κυρίαρχο το πολιτικό. Η Βαϊμάρη συνέβαλε στην αποσύνθεση του “πολιτικού”, επειδή η κοινωνία υπέταξε το κράτος στις απαιτήσεις της. Εν ολίγοις, ο Σμιτ αντιλαμβανόταν τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας ως μεγάλη απειλή για την ικανότητα του πολιτικού να διασφαλίσει τις σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας, του κεφαλαίου.
Παρόμοια ζητήματα για τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και του “πολιτικού” επανεμφανίστηκαν το 1945. Η λύση τους βεβαίως έπρεπε να είναι διαφορετική από τη φασιστική αναδόμηση του πολιτικού όπως πραγματοποιήθηκε στο Fuhrerstaat. Αυτό δεν σημαίνει πως ο φασισμός δεν δίδαξε τίποτε! Οι πιστοί του αόρατου χεριού άντλησαν το μάθημά τους από τη ιστορία και το έκαναν αποκηρύσσοντας το δημοκρατικό εργατικό κίνημα για την υποτιθέμενη συνενοχή του στον ολοκληρωτισμό. Όπως το είδαν, ο εκδημοκρατισμός στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης έγινε η αιτία του ναζισμού και η αναδόμηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας έπρεπε να είναι μια δημοκρατία του πολιτικού. Με άλλα λόγια, μια δημοκρατία χωρίς δήμο, που νοείται ως όχλος. Όπως το διατύπωσε ένας Γερμανός ακαδημαϊκός τη δεκαετία του 1950, “ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας δημιουργεί τη βασική απειλή για τη δημοκρατία”. [19] Συνεπώς, ο ναζισμός δεν προκλήθηκε από την πολιτική προσπάθεια της Δεξιάς να εξασφαλίσει την καπιταλιστική εκμετάλλευση των εργαζομένων μέσω της τρομοκρατίας. Αλλά προέκυψε από τον “όχλο” που, λόγω της πολιτικής ανωριμότητάς του και των λαϊκίστικων κλίσεών του, θεωρείται ότι επηρεάζεται εύκολα και πείθεται να ακολουθήσει δαιμονικούς ηγέτες, επιτρέποντας να “αναδυθούν” ολοκληρωτικές δικτατορίες που καταστέλλουν την “ελευθερία και την ισότητα”. [20]Ιδού λοιπόν η αντιστροφή και μέσω αυτής η υιοθέτηση της άποψης του Σμιτ μετά το 1945: η δημοκρατία των μαζών που δεν ελέγχεται από συνταγματικές και θεσμικές διασφαλίσεις και η μαζική κοινωνία της οποίας οι δημοκρατικές ροπές αφήνονται ανεξέλεγκτες και χωρίς να παρακολουθούνται από τα παρατηρητικά μάτια του κράτους αποτελούν κίνδυνο για την ικανότητα του κράτους να εξασφαλίζει τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας. Συνεπώς, η διασφάλιση της δημοκρατίας απαιτεί να κρατηθεί η επιρροή της κοινωνίας πάνω στο “πολιτικό” στον κατώτερο δυνατό βαθμό -- και η μόνη εναπομένουσα πολιτική δραστηριότητα που μπορεί να περιμένει λογικά είναι η συμμετοχή στις εκλογές με την ιδιότητα του ψηφοφόρου. Άλλες μορφές κοινωνικο-πολιτικής κινητοποίησης χρειάζεται να αντιμετωπιστούν τουλάχιστον με καχυποψία: η σταθερότητα της δημοκρατίας απαιτεί το δημοκρατικό κράτος να υπερασπίζεται τον εαυτό του έναντι του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας. Το οικονομικό “ισοδύναμο” του αδρανούς ή απο-δημοκρατικοποιημένου πολίτη είναι η καπιταλιστική ύπαρξη μιας ανθρώπινης κοινωνικής παραγωγικής δύναμης, ως εμπόρευμα μισθωτή εργασία, ο αποκαλούμενος ανθρώπινος συντελεστής της παραγωγής.
Εν συνόψει: μετά το 1945, τέθηκε ξανά το θέμα του συμβιβασμού της κοινωνίας των μαζών με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του κεφαλαίου. Το πρόγραμμα του Μίλερ-Άρμακ για μια κοινωνική οικονομία της αγοράς που θα έριχνε άγκυρα στην Ευρώπη έδινε τη λύση (Moss, 2000). Θα αναχαίτιζε και θα περιόριζε τη μαζική δημοκρατία συμβιβάζοντάς τη με την “τεχνοκρατική” κυβέρνηση ,υποβαθμίζοντας τις δημοκρατικές πλειοψηφίες σε αντικείμενα κοινωνικο-οικονομικής “καθοδήγησης” (πρβλ. Muller-Armack, 1947). Η τεχνοκρατική κυβέρνηση δεν σημαίνει ότι ο “μηχανισμός” του κράτους αντικαθιστά τον κανόνα του αόρατου χεριού, δηλαδή το “μηχανισμό της αγοράς”. Μάλλον, επιδιώκει να ρυθμίσει αυτό το μηχανισμό πιο αποτελεσματικά και ανταγωνιστικά μέσω ενός συστήματος κανόνων δικαίου και εξωδημοκρατικών θεσμικών συστημάτων ρύθμισης, ελέγχοντας τον αποκαλούμενο κεϊνσιανό πληθωρισμό μισθών, περιορίζοντας τη διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων και προσαρμόζοντας τις δαπάνες του κράτους πρόνοιας στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η τεχνοκρατική κυβέρνηση βασίζεται στην ιδέα του θεσμικά “εμπεδωμένου” και νομικά ρυθμισμένου οικονομικού φιλελευθερισμού. Το θέμα λοιπόν είναι το αποκαλούμενο θεσμικό πλαίσιο και η οργάνωσή του μέσα και μέσω της οποίας τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του κεφαλαίου συντηρούνται και μέσω της οποίας εξασφαλίζεται η συσσώρευση στη βάση του νόμου και του χρήματος. Η διασφάλιση αυτή διατηρείται μέσω ενός θεσμικού και συνταγματικού πλαισίου που υποτίθεται ότι καθιστά διαχειρίσιμη την κοινωνική σύγκρουση, επιτρέποντας την ενσωμάτωση της μαζικής κοινωνίας στην καπιταλιστική σχέση, μέσω μιας ορθολογικής διοίκησης των οικονομικών υποθέσεων που περιορίζει μια πολιτική συμβιβασμού με την εργατική τάξη. Εν ολίγοις, ο χαρακτηρισμός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τον Πίντερ (1968) ως “αρνητικής ολοκλήρωσης” είναι εύστοχος.
Στη σημερινή γλώσσα, η αρνητική ολοκλήρωση ονομάζεται απορρύθμιση. Ωστόσο, μια πιο κοντινή ματιά στην αποκαλούμενη απορρύθμιση των οικονομικών σχέσεων αποκαλύπτει ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ο σκληρός και πειθαρχικός έλεγχος της αγοράς εργασίας. Με άλλα λόγια, η ΕΟΚ δεν ιδρύθηκε απλώς για να προωθήσει την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Παρείχε και μια μέθοδο και, στο φόντο των μαζικών τάφων των δύο παγκοσμίων πολέμων, τη νομιμοποίηση για την αναχαίτιση της κοινωνίας των μαζών στη βάση της εμπορευματοποιημένης εργασίας.
Την ίδια στιγμή που οι δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις υιοθετούσαν το “κράτος πρόνοιας”, ακολουθούσαν τις σήμερα αποκαλούμενες νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και δημιουργούσαν ένα υπερεθνικό πλαίσιο που υποστήριζε την απομόνωση της πολιτικής ρύθμισης της ελεύθερης αγοράς από τις δημοκρατικές απαιτήσεις των υποτελών μαζών. Πολλά έχουν ειπωθεί για τη σχεδιοποίηση [διαχείριση πόρων σύμφωνα με ένα σχέδιο οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης] της Γαλλίας. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ισοδυναμούσε με το σοσιαλισμό, άλλοι είδαν μια σαφή γραμμή εξέλιξης ανάμεσα στον ιταλικό φασισμό και το πιο “πολιτισμένο” πρόγραμμα σχεδιοποίησης της Γαλλίας (πρβλ. Agnoli, 1997). Όπως και να έχει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Γάλλοι σχεδιαστές είδαν τη δημιουργία των ευρωπαϊκών δομών σαν μέσο επιβολής στη γαλλική βιομηχανία της απαίτησης να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας έτσι ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική απέναντι στη Γερμανία και μετά το 1958 παγκοσμίως. [22] Όπως είπε ο ντε Γκολ (1971, σελ. 143): “ο διεθνής ανταγωνισμός ... πρόσφερε ένα μοχλό για να διεγείρουμε τον επιχειρηματικό μας τομέα, να τον αναγκάσουμε να αυξήσει την παραγωγικότητα εξ ου και η απόφασή μου να προωθήσω την Κοινή Αγορά που ακόμη ήταν στα χαρτιά”.
Το κίνητρο του ντε Γκολ να κρατήσει τη Γαλλία μέσα στην ΕΟΚ, μια ΕΟΚ στην οποία, βεβαίως, θα ηγούνταν η Γαλλία, σχετιζόταν με τα οφέλη που παρείχε η Ευρώπη για την εγχώρια αντιμετώπιση των εργαζομένων. Εν ολίγοις, έβλεπαν πως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα διασφάλιζε, με μια άγκυρα, τον περιορισμό των δημοκρατικών προσδοκιών της κοινωνίας εντός του νόμου του κεφαλαίου.[23]
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής περιόδου ανοικοδόμησης αναφέρεται σε δύο συσχετιζόμενα θέματα. Είναι, από τη μια, η προσπάθεια να ενσωματωθεί η εργατική τάξη στις καπιταλιστικές σχέσεις μέσω των υποσχέσεων για πλήρη απασχόληση και κοινωνική πρόνοια και με την αποδοχή των μαζικών δημοκρατικών δικαιωμάτων πολιτικής συμμετοχής. Από την άλλη, υπάρχει η απομόνωση του “πολιτικού” από τη μαζική δημοκρατική επιρροή μέσω της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής άγκυρας που στηρίζει αυτή την απομόνωση, επιταχύνει μια πολιτική “αρνητικής ολοκλήρωσης” -- καλύτερα : μια βασισμένη σε κανονισμούς πολιτική “απορρύθμισης”-- ως άμυνα έναντι του φάσματος μιας δυνητικά “παράλογης” μαζικής κοινωνίας που σπάει τα αναχώματα του αστικού κόσμου της γενικευμένης πρόνοιας, μέσω του διαβόητου φαινομένου της διάχυσης. Η “Ευρώπη” παρέχει το πλαίσιο οικονομικής προσαρμογής βασισμένης στο νόμο και ελεγχόμενης από κρατικές γραφειοκρατίες και το μεγάλο κεφάλαιο. Εστιάζει στην οικονομική πολιτική ως μια τεχνοκρατική άσκηση που ρυθμίζει την ελευθερία της αγοράς μέσω θεσμικά “εμπεδωμένων” και συνταγματικά περιφρουρημένων “κανόνων” που μένουν μακριά από τη δημοκρατική επιρροή των μαζών και διαφεύγουν από το βεληνεκές των εδαφικά οργανωμένων εργατικών τάξεων της Ευρώπης, οι οποίες σηκώνουν το βάρος της οικονομικής προσαρμογής ανταγωνιζόμενες η μία την άλλη.[24]
Γιατί έπρεπε να γίνει έτσι; Η σοβαρότητα με την οποία η αστική τάξη βλέπει τη δημοκρατική δύναμη των υποτελών μαζών εκτιμήθηκε ορθά από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Υποστήριζε, στα 1899, ότι η αστική τάξη, σε καιρούς ενός “δημοκρατικού μαζικού κινήματος” θα απέρριπτε το φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος και θα ανακαλούσε το αστυνομικό κράτος. Όπως έλεγε, “παρόλο που, σύμφωνα με τη μορφή της, η κοινοβουλευτική δημοκρατία χρησιμεύει για να εκφράζονται στο επίπεδο του κράτους τα συμφέροντα όλης της κοινωνίας, ως κοινωνία προϋποτίθεται ότι είναι η καπιταλιστική. Οι τυπικά δημοκρατικοί θεσμοί καθίστανται έτσι , όσον αφορά το περιεχόμενό τους, εργαλεία της άρχουσας τάξης και των συμφερόντων της. Αυτό μπορεί να το δει κανείς καθαρά στην αντίδραση της αστικής τάξης απέναντι στην πιο μικρή ένδειξη ότι η δημοκρατία μετασχηματίζεται σε εργαλείο των πραγματικών συμφερόντων των υποτελών μαζών: η αστική τάξη αντιδρά θυσιάζοντας τις δημοκρατικές μορφές και τους αντιπροσωπευτικούς οργανισμούς του κράτους” (Λούξεμπουργκ, 1974, σελ. 389 κ.ε., μτφρ. του συγγραφέα). Πολύ μεγάλη η διορατικότητα της Λούξεμπουργκ. Ωστόσο, μετά την απελευθέρωση από τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό, δεν μπορούσαν εύκολα να επιστρέψουν στο αστυνομικό κράτος για να αναχαιτίσει τους στόχους των δημοκρατικών πλειοψηφιών. Ενάντια στις κομμουνιστικές προσδοκίες, η υπόσχεση του κράτους πρόνοιας ήταν μια παραχώρηση που άξιζε τον κόπο, για να εξασφαλίσει την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης στις καπιταλιστικές σχέσεις.
Όμως, αυτή η υπόσχεση έμεινε στο “εσωτερικό”. Δεν αντανακλάστηκε στις συνθήκες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Βεβαίως, η ευρωπαϊκή αστική τάξη διαφωνεί μεταξύ της για τη μορφή που θα έπρεπε να πάρει η Ευρώπη. Κάθε εθνική αστική τάξη επιδιώκει μονίμως πλεονεκτήματα και ταυτόχρονα επιδιώκει να εκφράσει το συλλογικό ταξικό της συμφέρον απέναντι στην εργατική τάξη. [25] Εν ολίγοις, η ευρωπαϊκή αστική τάξη , αντί να καταφύγει σε ένα αστυνομικό κράτος, αποδέχθηκε τη μαζική δημοκρατία και επιδίωξε να την αναχαιτίσει προληπτικά μέσω της “Ευρώπης”. Η δημιουργία της ΕΟΚ μοιάζει με “προληπτική αντεπανάσταση” (βλ. Agnoli, 1995) ενάντια στις δημοκρατικές πλειοψηφίες, δηλ. στις εργατικές τάξεις των χωρών της Ευρώπης. Η άλλη πλευρά της αποδοχής της μαζικής δημοκρατίας στο εσωτερικό των χωρών είναι ο έλεγχος της εργατικής τάξης μέσω της Ευρώπης. Το προηγούμενο απόσπασμα του ντε Γκολ δείχνει τη σημασία αυτής της άποψης. Και ο Χάγιεκ, όπως αναφέρει ο Άντερσον (1997, σελ. 130), ήταν ο προφήτης αυτού του οράματος.
Το όραμα για μια υπερεθνική Ευρώπη το συνέλαβε ο Χάγιεκ τη δεκαετία του 1930. Υποστήριξε ότι τα εθνικά κράτη έπρεπε να συνενωθούν για να δημιουργήσουν ένα ομοσπονδιακό διακρατικό σύστημα. Η διευθέτηση αυτή υιοθετήθηκε γιατί θα εμπόδιζε την πληθωριστική ζήτηση που για τον Χάγιεκ ήταν συνέπεια της πόλωσης των ταξικών σχέσεων μέσα στα ανεξάρτητα εθνικά κράτη. Η εγκαθίδρυση ενός υπερεθνικού πολιτικού πλαισίου υιοθετήθηκε ως μέσο που θα ενθάρρυνε την ανταγωνιστικότητα, ενάντια στις εθνικές πολιτικές οικονομικού προστατευτισμού.
Θα υποστήριζε την αποπολιτικοποίηση των οικονομικών σχέσεων, ενάντια στην ισχύ των “ειδικών συμφερόντων” (δηλ. ενάντια στις υποτελείς μάζες) που υποτάσσουν το εθνικό κράτος σε μια πολιτική διαχείρισης της πληθωριστικής ζήτησης και θα εξάλειφε τους περιορισμούς στην κίνηση του κεφαλαίου, της εργασίας και των εμπορευμάτων. Επιπλέον, το υπερεθνικό πλαίσιο θα περιόριζε το εύρος της ρύθμισης της οικονομικής ζωής, θα αποθάρρυνε την αλληλεγγύη της εργατικής τάξης μέσω του εθνικού κατακερματισμού και θα “καθιστούσε δυνατή τη δημιουργία κοινών κανόνων δικαίου, ένα ενιαίο νομισματικό σύστημα και τον κοινό έλεγχο των επικοινωνιών” (Hayek, 1939, σελ. 255). Το υπερεθνικό πλαίσιο λοιπόν υιοθετήθηκε ως τρόπος να κρατηθούν οι μάζες μακριά από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων και ως μηχανισμός που θα εξασθένιζε τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να αναγκάζει τις κυβερνήσεις να δίνουν εγγυήσεις πρόνοιας και απασχόλησης, προκειμένου να την καθησυχάζουν και να μετριάζουν τις απαιτήσεις της. Η ισχύς που έχει ο “όχλος” να στρεβλώνει τις σχέσεις ελευθερίας θα περιοριζόταν σημαντικά και θα υπονομευόταν.
Το υπερεθνικό πλαίσιο λοιπόν “παρείχε ένα ορθολογικό πλαίσιο εντός του οποίου η ατομική πρωτοβουλία θα έχει το μέγιστο δυνατό εύρος” (στο ίδιο, σελ. 268). Κανένα εμπόδιο δεν θα έμπαινε σ΄ αυτό που σήμερα ορίζεται ως απορρύθμιση και ευελιξία των μισθών. Όπως το είδε ο Χάγιεκ “ακόμη και νόμους που αφορούν τον περιορισμό της παιδικής εργασίας ή των ωρών εργασίας είναι δύσκολο να τους φέρει σε πέρας το ξεχωριστό κράτος” (στο ίδιο, σελ. 260). Δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο ότι σε μια υπερεθνική ένωση τα ξεχωριστά κράτη “δεν θα έχουν τη δυνατότητα να ακολουθούν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική” (στο ίδιο, σελ. 259). Κατά την άποψή του, δεν πρέπει να εμπιστευθεί κανείς στις εθνικές κυβερνήσεις τη νομισματική πολιτική , ακόμη κι αν δεσμευθούν σε μια πολιτική σταθερότητας των τιμών. Οι πολιτικοί, υποδεικνύει, πάντα κυβερνούν έχοντας στο μυαλό τους τις επόμενες εκλογές, κάτι που εκμαυλίζει ακόμη και τους ορκισμένους “μονεταριστές” και ενδίδουν στη “λαϊκή πίεση”, οδηγώντας σε μια πολιτική συμβιβασμού και συνεπώς στην ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στις καπιταλιστικές σχέσεις βάσει υλικών παραχωρήσεων.
Επιπλέον, η νομισματική πολιτική πάντα απαιτεί ένα στοιχείο κρίσης και συνεπώς παρέχει τη διακριτική ευχέρεια στις κυβερνήσεις να την καταχρώνται, προκειμένου να διατηρούν τη δημοτικότητά τους. Μια υπερεθνική λειτουργία της νομισματικής πολιτικής, σε συνδυασμό με μια ανεξάρτητη τράπεζα που δεν επηρεάζεται από εγχώριους υπολογισμούς, θα περιόριζε το ρόλο των πολιτικών αποφάσεων και θα απομόνωνε, άρα, τις οικονομικές αποφάσεις από την “κεϊνσιανή” αντίδραση στην κοινωνική σύγκρουση. Αντίθετα, η νομισματική πολιτική θα ήταν βασισμένη σε κανόνες και προστατευμένη από τη “στρεβλωτική” επιρροή των αιτημάτων της εργατικής τάξης. [26] Στη συνέχεια, η απομάκρυνση της κεντρικής τράπεζας από την πολιτική επιρροή θα της παρείχε ένα καθεστώς παρόμοιο με αυτό των δικαστών, ανεξάρτητο από τα καθιερωμένα φιλελεύθερα-δημοκρατικά συστήματα, εκδιώκοντας τον “όχλο” από τους κυβερνητικούς θώκους (πρβλ. Μπαρούχ). Η νομισματική πολιτική θα απελευθερωνόταν από τις μάζες και τις προσδοκίες τους. Η ελευθερία θα αποκαθίστατο και μαζί μ΄ αυτήν η αληθινή δημοκρατία της αγοράς, δηλαδή η δημοκρατία της προσφοράς και της ζήτησης , όπου όσοι δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη λειτουργία της αγοράς εργασίας θα τιμωρούνται από το αόρατο χέρι.
Εν ολίγοις, η εσωτερική πολιτική λιτότητας θα δενόταν γερά σε ένα υπερεθνικό καθεστώς, ένα καθεστώς σχεδιασμένο να παρέχει “σταθερότητα” (Stabilitatsgemeinschaft, πρβλ. Muller-Armack, 1971). Κατά την άποψη του Μίλερ-Άρμακ, η “σταθερότητα” σημαίνει χαμηλό πληθωρισμό, ισχυρό νόμισμα, ανταγωνιστικό εργατικό κόστος και ένα αποτελεσματικό και επαρκές εργατικό δυναμικό, η ικανότητα του οποίου να διεκδικεί τα αιτήματά του περιορίζεται από την “Ευρώπη”.

Συμπέρασμα

Σε διάκριση με τους Μαντέλ και Πουλαντζά, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν προωθείται ούτε από την οικονομική αναγκαιότητα ούτε απλά είναι μια δι-εθνική διευθέτηση μεταξύ εθνικών κρατών. Το παρόν άρθρο υποστήριξε ότι η ώθηση προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν μπορεί να αναχθεί ούτε σε μια οικονομική λογική ούτε να περιοριστεί σε μια πολιτική ανάλυση που προϋποθέτει το εθνικό κράτος ως κυρίαρχη μορφή. Η πολιτική οικονομία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα και το ζήτημα της εθνικής ενσωμάτωσης του κράτους δεν μπορεί “να διαχωριστεί από το ζήτημα της ολοκλήρωσης του διεθνούς κρατικού συστήματος” (Clarke, 1988, σελ. 179). Η δημοκρατία της αγοράς στηρίζεται μέσω των πολιτικών εγγυήσεων των δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας, καθιστώντας το πολιτικό και το οικονομικό διακριτές μορφές του ταξικού ανταγωνισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία (Burnham, 1995). Η ορμή προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πρέπει κατά συνέπεια να διατυπωθεί με ταξικούς όρους. Η “εθνική” εγγύηση των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας τρέφεται μέσω της “Ευρώπης”, που προστατεύει το νόμο της αγοράς από τις εθνικά οργανωμένες μάζες – μια προληπτική αντεπανάσταση βασισμένη σε νόμους, περιορίζοντας τις δημοκρατικές προσδοκίες των μαζών εντός της δημοκρατίας της αγοράς μέσω της “Ευρώπης”.
Η τρέχουσα οικοδόμηση της Ευρώπης αναγεννά την αντεπανάσταση που άρχισε στη δεκαετία του 1950 και το κάνει σε διαφορετικό πλαίσιο που ορίζεται από τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου και από τη διαρκή κρίση καπιταλιστικής συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Gill, π.χ., βλέπει την ΟΝΕ σαν μια θεσμική διευθέτηση “σχεδιασμένη να απομονώσει βασικές οικονομικές υπηρεσίες, ιδίως τις Κεντρικές Τράπεζες, από την παρεμβολή των εκλεγμένων πολιτικών” (1992, σελ. 168). Ωστόσο, με την ΟΝΕ, η “συγκεντροποίηση της μη ελεγχόμενης διαδικασίας αποφάσεων βρίσκεται ακριβώς σε εκείνους τους τομείς όπου το ίδιο το καπιταλιστικό έθνος-κράτος πάντα αντιστεκόταν αποφασιστικά στη δημοκρατική επέκταση: τη νομισματική πολιτική” (Gowan, 1997, σελ. 97). Η σημασία της ΟΝΕ συνεπώς δεν έγκειται στο ότι δεν λογοδοτεί δημοκρατικά, ενώ προηγουμένως υπήρχε δημοκρατική λογοδοσία ως προς τη νομισματική πολιτική [εννοεί στα πλαίσια του έθνους-κράτους]. Ούτε απλώς η ΟΝΕ θέτει δεσμευτικούς “περιορισμούς στην κρατική ισχύ” (Gill, 1992, σελ.. 178 και ο ίδιος 1998). Μάλλον η σημασία της ΟΝΕ έγκειται στο ότι τα εθνικά κράτη δεν μπορούν πλέον, με δική τους πρωτοβουλία, να λύσουν τις ταξικές συγκρούσεις μέσω της πιστωτικής επέκτασης ή της νομισματικής υποτίμησης. Η ΟΝΕ, λοιπόν, ενσαρκώνει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ελευθερίας της αγοράς που συνδέεται με τις αντιλήψεις του Χάγιεκ, μέσω της δημιουργίας των ευρωπαϊκών υπερεθνικών θεσμικών μηχανισμών που περιορίζουν τη δυνατότητα να εφαρμοστεί επεκτατική οικονομική πολιτική από τις εθνικές κυβερνήσεις ως αντίδραση στους εργατικούς αγώνες. Ο Hix (1999, σσ. 299-300) συνοψίζει πολύ καλά την αναμενόμενη συμβολή των εργαζομένων στη σταθερότητα της ΟΝΕ: “μια νομισματική ένωση θα έπρεπε να είναι ικανή να προσαρμόζεται είτε μέσω της μετακίνησης των εργαζομένων από τα κράτη σε ύφεση στα κράτη με υψηλή οικονομική μεγέθυνση είτε μέσω της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, με μείωση μισθών και εργατικού κόστους σε κράτη με ύφεση για να προσελκύσουν κεφαλαιακές επενδύσεις”.
Ωστόσο, η ΟΝΕ δεν παρέχει θεσμική ρύθμιση στο ζήτημα των εργαζομένων. Αντίθετα, θα μπορούσε να μεγεθύνει και να μεταβιβάσει τις “περιφερειακές” ταξικές συγκρούσεις σε όλη την Ε.Ε. Ότι αυτό συμβαίνει αναγνωρίζεται από τους αρχιτέκτονες της ΟΝΕ και γι΄ αυτό δίνεται ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο και τη λειτουργία της δημοσιονομικής πολιτικής. Οι χώρες που συμμετέχουν στην ΟΝΕ χάνουν τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής και δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν την υποτίμηση της ισοτιμίας για να προσαρμόσουν την αύξηση της παραγωγικότητας στα παγκόσμια ανταγωνιστικά επίπεδα. Η μακρο-οικονομική προσαρμογή στα κράτη-μέλη θα πρέπει να βασιστεί στην μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας και αυτό σημαίνει ανταγωνιστικό κόστος εργασίας. Τι θα γίνει αν δεν επιτευχθεί αυτή η προσδοκία; Τα κράτη-μέλη διατηρούν την ευθύνη για τη δημοσιονομική πολιτική. Ταυτόχρονα, η Ένωση έχει την εξουσία του συντονισμού και της εποπτείας και την ικανότητα να υπαγορεύει τροποποιήσεις της δημοσιονομικής πολιτικής και να εφαρμόζει κυρώσεις ενάντια σε κυβερνήσεις που δεν ακολουθούν τις συστάσεις [σήμερα αλλάζει και αυτό, επιδιώκεται να αναλάβει πλήρως τις εξουσίες επί του προϋπολογισμού των κρατών ένας επίτροπος με απόλυτες εξουσίες (σ.τ.μ.)]. Η ΟΝΕ προωθεί ξεκάθαρα τη δημοσιονομική λιτότητα ως εγγύηση και ως όρο για τη σταθερότητα της νομισματικής ένωσης. Ωστόσο, στην ΟΝΕ, η ικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να αντιδρούν στις ταξικές συγκρούσεις με τη δημοσιονομική επέκταση είναι ταυτόχρονα περιορισμένη και αυξημένη. Η αυστηρότητα του Συμφώνου Σταθερότητας που θεσμοποίησε ένα σφιχτό δημοσιονομικό καθεστώς ως γενικό χαρακτηριστικό της ΟΝΕ αυξάνεται επειδή, όπως αναφέρει ο Garret (1994, σελ. 49), η ΟΝΕ δημιουργεί “ισχυρό κίνητρο στα κράτη-μέλη να λειτουργούν σαν τζαμπατζήδες στην ένωση διατηρώντας μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού”, εξαπλώνοντας το “κόστος” διαχείρισης των περιχαρακωμένων ταξικών σχέσεων στην Ευρώπη, μέσω των επιπτώσεων αυτού του είδους της δημοσιονομικής επέκτασης, στο ευρώ. Το Σύμφωνο Σταθερότητας προστατεύει την ΟΝΕ από τέτοιες εξελίξεις, η ενσωμάτωσή του στην ΟΝΕ σημαίνει αναγνώριση του “κινδύνου” η εθνική δημοσιονομική επέκταση να δημιουργήσει “μεγάλη απειλή για τη συνολική νομισματική σταθερότητα” της Ένωσης (Emerson, 1992, σελ. 100). Το κρίσιμο ζήτημα , άρα, για τη σταθερότητα της ΟΝΕ είναι η δημοσιονομική πολιτική και μέσω αυτής η αναχαίτιση της ταξικής σύγκρουσης μέσω “ισοσκελισμένων” προϋπολογισμών σε όλη την Ε.Ε.
Τι θα συμβεί όμως αν ένα κράτος-μέλος αντιδράσει στην ταξική σύγκρουση με δημοσιονομική σπατάλη; Θα σταθεροποιηθεί με δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από άλλα κράτη-μέλη ή θα έπρεπε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρά το ότι δεν έχει αυτή την εντολή, να επιτρέψει τη χρηματιστικοποίηση του συσσωρευμένου εθνικού χρέους; Θα ήταν θεμιτές τέτοιες αντιδράσεις, δεν θα “καλούσαν” τα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν “μη βιώσιμα” δημοσιονομικά μέτρα για να αναχαιτίσουν τους ταξικούς αγώνες; Τι δύναμη κυρώσεων θα είχε η Ε.Ε.; Η αναστολή της ιδιότητας του μέλους της ΟΝΕ σε ένα τέτοιο κράτος-μέλος θα υπονόμευε την ΟΝΕ και θα μπορούσε να οδηγήσει στη διάλυση της Ε.Ε., η δε αναχρηματοδότηση του κράτους-μέλους θα ενίσχυε την απειλή νομισματικής αστάθειας σ΄ όλη την Ευρώπη με τον ίδιο τρόπο που “μη βιώσιμα” εθνικά επίπεδα δημοσίου χρέους βάζουν σε κίνδυνο το σκοπό της φειδωλής κυκλοφορίας χρήματος σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Εν ολίγοις, η ΟΝΕ απλώς παρέχει μια υπερεθνική άγκυρα για την εφαρμογή της πολιτικής της λιτότητας. Το αν αυτή η “άγκυρα” εκπληρώνει το σκοπό της δεν εξαρτάται από την μελωδία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά από την έκβαση των ταξικών αγώνων. Η ΟΝΕ μεταβιβάζει και μεγεθύνει τις εγχώριες ή περιφερειακές εξεγέρσεις σε όλη την Ευρώπη και συνεπώς καθιστά τα ευρωπαϊκά κράτη πιο εξαρτημένα το ένα από το άλλο. Η αποτυχία στην αναχαίτιση των εργαζόμενων σε ένα κράτος-μέλος θα έχει δυσμενείς συνέπειες σε όλα τα άλλα. Με άλλα λόγια, κάθε εθνικό κράτος δεν ανταγωνίζεται απλώς με τα άλλα για ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα [27] αλλά επίσης εξαρτάται από τα άλλα για την αναχαίτιση των ταξικών αγώνων. Στη βιβλιογραφία για τη διαχείριση του παγκόσμιου χρέους, αυτό το θέμα αντιμετωπίζεται βάσει του “ηθικού κινδύνου” (πρβλ. Benson, 1995): θα έπρεπε η Ε.Ε, να ανεχθεί επεκτατικές δημοσιονομικές αντιδράσεις στην ταξική σύγκρουση από ένα κράτος-μέλος, δημιουργώντας συνεπώς ένα προηγούμενο που θα ενθάρρυνε την “προσδοκία” να επαναληφθεί μια παρόμοια αντίδραση στο μέλλον; Ή θα έπρεπε το κράτος-μέλος , εν όψει των περιχαρακωμένων ταξικών σχέσεων, να αφεθεί να χρεοκοπήσει; Έτσι όμως θα υπήρχε μεγάλη πίεση προς τη δημιουργία αυτού που καταδίκαζε ο Χάγιεκ δηλ. μια ευρωπαϊκή δημοσιονομική δικαιοδοσία που θα συμπληρώνει το νομισματικό φεντεραλισμό. Όποια κι αν είναι η αντίδραση, ποιος θα σταματήσει τον κόσμο που τρέχει προς την πόρτα όταν η εξέλιξη γίνεται απεχθής;
Στο παρελθόν αυτό το έκανε το κράτος, και όπως γνώριζε πολύ καλά ο Άνταμ Σμιθ [28]μόνο το κράτος έχει την εξουσία να επιβάλει στην αστική κοινωνία τον κανόνα στον οποίο βασίζεται η δική της ύπαρξη, τον κανόνα της ατομικής ιδιοκτησίας και άρα το δικαίωμα του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη προς χάριν της συσσώρευσης. Ποιο είναι το όνομα του κράτους που κατέχει, σύμφωνα με τον Σμιτ[29], την κυριαρχία να κηρύξει “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” ώστε όλοι να ακολουθήσουμε την οδηγία του αόρατου χεριού και να συμπεριφερόμαστε ως απλές προσωποποιήσεις των καπιταλιστικών ανταλλακτικών σχέσεων;
Συνοπτικά, η σταθερότητα της ΟΝΕ εξαρτάται από την συναίνεση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Η αποτυχία ενός κράτους-μέλους να αναχαιτίσει τη “δική του” εργατική τάξη έχει δαπανηρές συνέπειες σε όλα τα άλλα κράτη-μέλη. Ο πρώην πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ Χανς Τιτμάγιερ, το είδε αυτό πολύ καθαρά όταν είπε ότι η “διατήρηση της νομισματικής ένωσης μπορεί να χρειάζεται μεγαλύτερη αλληλεγγύη από ό,τι στην αρχή της” (παρατίθεται στο Eltis, 2000, σελ. 146). Με λίγα λόγια, ο ιστός της ΟΝΕ εμφανίζεται δυνατός, αλλά οι αρμοί είναι αδύναμοι. Οι αρμοί έχουν μεγάλη σημασία. Το πρόβλημα της Ευρώπης δεν λύνεται με την ΟΝΕ. Αντιθέτως, μ΄ αυτήν εμφανίζεται.
Σημειώσεις
1.Είμαι ευγνώμων στους Γουλιέλμο Καρσέντι και Μπέρνι Μος για τα βαθυστόχαστα σχόλιά τους σε ένα πρώτο σχέδιο αυτής της εργασίας. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τους δύο εξωτερικούς εισηγητές για τα βοηθητικά τους σχόλια και τον Νικ Χάμερ της σύνταξης για τις πολύτιμες συμβουλές του. Το άρθρο ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2000.
2.Βλ. Committee (1980, ιδίως σσ. 19-20) και Emerson et al (1992).
3.Γι΄ αυτό, βλ. π.χ. Moss (2000).
4.Ως ανταπόκριση σε αναφορά εξωτερικού κριτή, η επιχειρηματολογία μου αφήνει κατά μέρος το ζήτημα πώς διαφορετικές ιδεολογίες διαμόρφωσαν τις θεσμικές εξελίξεις. Περί αυτού, βλ. Moss (2000). Επίσης , θα κάνω μόνο σύντομες αναφορές στις αντιπαλότητες μεταξύ εθνικών αστικών τάξεων. Ο αστός είναι, σύμφωνα με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, κοσμοπολίτης και, σε σχέση με το ευρώ, όπως υποστηρίζει πειστικά ο Carchedi (1997, σσ. 100-1), “η ηγεσία των Γερμανών γίνεται δεκτή, επειδή το λογαριασμό τον πληρώνουν οι εργαζόμενοι”. Τέλος, για λόγους χώρου και σαφήνειας, δεν αναλύεται ο χωρισμός ανάμεσα στην παραγωγική και τη νομισματική συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα σε σχέση με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τα τελευταία τριάντα χρόνια. Γι΄ αυτό βλ. Ιδίως τη συμβολή των Bellofore (1999) & Bonefeld (2001).
5.Για μια ανάλυση της ιμπεριαλιστικής φύσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, βλ. Carchedi (1997) & Carchedi/Carshedi (1999).
6.Αυτό το τμήμα αντλεί από Holloway & Picciotto (1980)
7.Ο Κιντλμπέργκερ (1969) υποστήριξε παρόμοια σε σχέση με την αμερικανική πολιτική αρένα. Βλ. επίσης Murray (1971). Την εμφανή περίσσεια του έθνους-κράτους και τη συνακόλουθη διεθνοποίησή του, στην οποία δίνεται τόση έμφαση στη βιβλιογραφία για την παγκοσμιοποίηση, ο Μαντέλ τις έβλεπε σαν συνέπεια της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, ανεξαρτήτως μορφής, δηλαδή είτε ως αυξητικής της αμερικανικής ηγεμονίας είτε ως εξευρωπαϊσμού του κεφαλαίου.
8.Όπως το έβλεπε ο ντε Γκολ, “η ΕΚ είναι το άλογο και το κάρο. Η Γερμανία είναι το άλογο και η Γαλλία είναι ο αμαξάς” (παρατίθεται στο Connolly, 1995, σελ. 7). Η ιδέα πως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σχετίζεται με την αναχαίτιση του “γερμανικού επεκτατισμού μετά δυσκολίας καλύπτει το επεκτατικό σχέδιο της ίδιας της Γαλλίας, ένα σχέδιο το οποίο (λόγω της ανεπαρκούς οικονομικής βαρύτητας της Γαλλίας) θα μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο μέσα σε ένα νέο πλαίσιο “συνεργασίας” με άλλες πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις, δηλ. μέσα στην ενωμένη Ευρώπη” (Carchedi/Carchedi, 1999, σελ. 120). Για τη σχέση με τη Γερμανία, βλ. Huffschmid (1994) και βλ. Burnham (1990) σε σχέση με τη Βρετανία. Ένας εξωτερικός κριτής σχολίασε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αφορούσε, κυρίως για τη Γαλλία, την αναχαίτιση της Γερμανίας. Το απόσπασμα του ντε Γκολ το λέει με απλά λόγια. Ωστόσο, το απόσπασμα κάνει επίσης αναφορά στο γερμανικό άλογο, με το οποίο, υποθέτω, ο ντε Γκολ εννοούσε τη γερμανική οικονομική ισχύ την οποία η Γαλλία, σαν αμαξάς, ήθελε να κρατήσει υπό σφιχτό έλεγχο. Την εποχή των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη της Ρώμης, το γερμανικό άλογο ήταν σε θαυμάσια φόρμα. Γι΄ αυτό βλ. π.χ. Altvater et al (1979) & Graf (1992).
9.Γι΄ αυτό σε σχέση με τη Βρετανία, βλ. Glyn (1995) & Mathews (1968). Βλ. Altvater et al (1979) σε σχέση με τη Γερμανία.
10.Ως προς αυτό, βλ. Agnoli (1990,2000). Βλ. επίσης , π.χ., τον γερμανικό Βασικό Νόμο του 1949 [σύνταγμα] όπου το Κοινοβούλιο τοποθετείται στον πυρήνα της εξουσίας του κράτους. Ωστόσο, αν επρόκειτο να θέσει τις βασικές κατευθυντήριες της πολιτικής, θα λειτουργούσε κατά παρέκκλιση του συντάγματος. Δηλ. θα ενεργούσε αντισυνταγματικά. Ο Βασικός Νόμος εκχωρεί απόλυτα τη διαμόρφωση των κατευθυντήριων αρχών της πολιτικής στον Γερμανό καγκελάριο, τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας. Όσον αφορά το ευρωπαϊκό πλαίσιο, “η ευρωπαϊκή δημόσια εξουσία δεν προέρχεται από το λαό, αλλά διαμεσολαβείται από τα κράτη. Εφόσον οι συνθήκες δεν έχουν εσωτερική αλλά εξωτερική αναφορά δεν αποτελούν έκφραση αυτοδιάθεσης μιας κοινωνίας ως προς τη μορφή και τους σκοπούς της πολιτικής ενότητάς της” (Grimm, 1997, σελ. 249). Το πολυσυζητημένο θέμα του δημοκρατικού ελλείμματος στην Ε.Ε. βρίσκεται εκτός της σκοπιάς αυτής της εργασίας, βλ. ωστόσο υποσ. 23.
11.Η λέξη “μάζα/μαζικός” έχει μια επαναστατική συνήχηση και υποδεικνύει “συλλογικότητα΄, “ενότητα βάσει προσδοκιών και σκοπού” και “αλληλεγγύη”. Συντηρητικοί σχολιαστές αναφέρονται στη “μάζα” χρησιμοποιώντας τον όρο “όχλο”, “πλήθος” ή “Menge” [σύνολο, πλήθος, στα γερμανικά] που σημαίνει στην καλύτερη περίπτωση “ακυβερνησία” “χάος” και ένα είδος “κοινωνικής ανωριμότητας” που μπορούν εύκολα να το εκμεταλλευτούν δαιμονικοί και χαρισματικοί “ηγέτες” και γι΄ αυτό το λόγο οι συντηρητικοί σχολιαστές απαιτούν να ηγούνται των μαζών οι “υπεύθυνες” ελίτ! Βλ. Luxemburg, The Mass Strike, ως οδηγό για τη σημασία του όρου “μάζα” όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο.
12. Γι΄ αυτό σε σχέση με την άνοδο του κεϊνσιανισμού, βλ. Holloway (1995). Ο κεϊνσιανισμός, όπως καθιστά σαφές ο Νέγκρι (1968), αποτελούσε μια αντίδραση στην ανεπιθύμητη παρέμβαση της μαζικής κοινωνίας στην καπιταλιστική σχέση και είναι η οικονομική έκφραση της συγκράτησης της μαζικής κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της ατομικής ιδιοκτησίας.
13.Ο Milward (1992) αντιτείνει ότι η μεταπολεμική ανοικοδόμηση βασίστηκε στην πλήρη ενσωμάτωση των αγροτών , των εργατών και της μικροαστικής τάξης στο πολιτικό έθνος. Και τα κράτη-μέλη επέλεξαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως μέσο ενσωμάτωσης των κοινωνικών μαζών σε μια βάση ευημερίας. Στην αφήγηση του Μίλγουορντ, η “Ευρώπη” προέρχεται από εσωτερικές πολιτικές επιλογές. Παρόμοια, ο Moravcsik (1999). Σε αντίθεση με τον Μίλγουορκ, το παρόν άρθρο υποστηρίζει ότι η αποκαλούμενη ενσωμάτωση της μαζικής κοινωνίας στο πολιτικό έθνος περιορίστηκε προληπτικά μέσω της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που διασφάλισε την κεφαλαιακή συσσώρευση με μια θεσμική άγκυρα που ήταν σχεδιασμένη να μειώνει τις κοινωνικές προσδοκίες.
14.Μετά το 1945, ο Μίλερ-Άρμακ διατύπωσε την ιδέα της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς και στη δεκαετία του 1950 ήταν ο υπεύθυνος πολιτικών μελετών του υπουργού Οικονομικών Λούντβιχ Έρχαρτ. Μαζί με τον Έρχαρτ, συμμετείχε στον στενό κύκλο του Χάγιεκ, όπου συζητήθηκε το εκλογικό σύνθημα “κοινωνική οικονομία της αγοράς” με το σωστό του όνομα : Ordnungpolitik, (πολιτική νοικοκυροσύνης) ή νοικοκυρεμένος φιλελευθερισμός. Γι΄ αυτό, σε σχέση με ΟΝΕ, βλ. Bonefeld (1998).
15.Αυτό το τμήμα αντλεί από Berghahn (1986).
16.Για άλλους, αυτό το συντηρητικό όραμα της κοινωνίας ισοδυναμούσε με τη χρυσή εποχή του καπιταλισμού όπου, αντί του κοινωνικού αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης, όλοι υποστηρίζονταν ως μέλη του εθνικού σκάφους (βλ. Reich, 1992). Αυτή η επιχειρηματολογία δεν μπορεί να αποτιμηθεί εδώ. Βλ. ωστόσο, Bonefeld (2000).
17.Βλ. Gambino (1996, σελ. 48) για ένα ισχυρό επιχείρημα, δηλαδή ότι “ο φασισμός και ο ναζισμός δεν ήταν στις απαρχές τους χαλαρές εκδοχές του φορντισμού, αλλά αναγκάστηκαν να γίνουν χάρη στους κοινωνικούς αγώνες και σ΄ αυτούς της εργατικής τάξης κατά τη δεκαετία του 1930, στις ΗΠΑ.
18.Γι΄ αυτή την αντικατάσταση, βλ. Burnham (2000).
19.O Hennis παρατίθεται από Agnoli (1997, σελ. 136).
20. Η αστική ιστοριογραφία για το ναζισμό ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να τεκμηριώσει μια στενή σχέση ανάμεσα στο ναζισμό και την εργατική τάξη, επιδιώκοντας να εξαγνίσει την αστική τάξη από οποιαδήποτε σχέση με τον αποκαλούμενο “ολοκληρωτισμό”. Για τον Nolte (1982), ο ναζισμός ισοδυναμεί με ένα “αριστερό κόμμα” ή κίνημα. Στο βρετανικό πλαίσιο, ο Brittan (1977, σελ 275) κάνει προσεκτικά τη διάκριση ανάμεσα σ΄ εκείνους που “ασχολούνται με τα δικά τους” και στους “φασίστες αριστερούς φοιτητές”. Ο εχθρός, συνεπώς, πάντα βρίσκεται στην αριστερά. Επ΄ αυτού Bologna (1994). Βλ. επίσης Bonefeld (1999).
21.Βλ. Burnham (1942) για μια ανάλυση της τεχνοκρατίας και του κοινωνικο-πολιτικού σχεδίου της.
22.Η απαίτηση του Μπρέτον Γουντς για πλήρη μετατρεψιμότητα του γαλλικού φράγκου, π.χ., έναντι του δολαρίου εφαρμόστηκε το 1958.
23.Η βιβλιογραφία για το αποκαλούμενο δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Κ./Ε.Ε. είναι τεράστια. Συνολικά, αυτή η βιβλιογραφία δεν αφορά τη “δημοκρατία” όπως νοείται σαν κυριαρχία του λαού, αλλά την έλλειψη “νομιμοποίησης” των θεσμών της Ε.Ε. Εν ολίγοις, το έλλειμμα δεν αφορά έλλειμμα κυριαρχίας των μαζών, δηλ. το δικαίωμα τους στην αυτοδιάθεση, αλλά, αντίθετα, τη νομιμοποίηση της Ε.Ε. έναντι των αδρανών και εδαφικά οργανωμένων πολιτών. Για το ζήτημα της νομιμοποίησης, βλ. Beethan & Lord (1998).
24.Για μια πρόσφατη υιοθέτηση αυτού, βλ. Bernholz (1992) & Keech (1995). Για μια εκτίμηση σε σχέση με την ΟΝΕ, βλ. Bonefeld (1998).
25.Γι΄ αυτό σε σχέση με την ΟΝΕ, βλ. Carchedi (1997) & Bonefeld/Burnham (1996). Βλ. Connolly (1995) για μια στοχαστική, αν και προκατειλημμένη και βαθιά ιδεολογική αφήγηση των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιπαλοτήτων ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη σχετικά με τη νομισματική ενοποίηση, ειδικά την ΟΝΕ.
26.Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Χάγιεκ αποκήρυξε τις απόψεις της νεότητάς του, της δεκαετίας του 1930. Φοβούμενος ότι ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα θα ήταν επιρρεπές στον πληθωρισμό, υποστήριξε να εκδίδεται χρήμα από ανταγωνιζόμενες ιδιωτικές τράπεζες (Hayiek, 1978). Η αλλαγή της άποψής του θα μπορούσε κάλλιστα να είχε εκφραστεί με την ανησυχία του ότι η νομισματική ένωση θα μπορούσε να συμπληρωθεί με τον “δημοσιονομικό φεντεραλισμό”, οδηγώντας σε ένα υπερεθνικό σύστημα αναδιανομής που συνδέεται με τον κεϊνσιανισμό. Η ιδέα της Θάτσερ (1988) ότι μια ολοκληρωμένη Ευρώπη θα επέβαλλε το “σοσιαλισμό” στα κράτη-μέλη εκφράζει την ίδια ανησυχία. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση χαρακτηρίστηκε, από τη σύλληψή της ακόμη, από την αρνητική ολοκλήρωση (βλ. Moss, 1998).
Πρόσφατες προτάσεις της γαλλικής κυβέρνησης για υπερεθνική ευθύνη για την ανεργία βρήκαν ελάχιστη υποστήριξη και μπορεί να υποστηριχθεί ότι τέτοιες προτάσεις γίνονται για να κατευναστούν εγχώριες συγκρούσεις, και με πλήρη επίγνωση ότι θα απορριφθούν από τα άλλα κράτη-μέλη. Για τις εγχώριες ελίτ που επιδιώκουν να διατηρήσουν τη νομιμοποίησή τους, οι “Βρυξέλλες” παίζουν το ρόλο ενός χρήσιμου αποδιοπομπαίου τράγου.
27. Όπως το έθεσε ο Γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρτ Σρέντερ, “Η εβδομάδα των 35 ωρών στη Γαλλία είναι καλό πράγμα για την απασχόληση στη Γερμανία” (Economist, 5/2/2000, σελ. 43).
28.Περί αυτού, βλ. Bonefeld (2000).
29.Στο έργο του Political Theology ο Καρλ Σμιτ (1934b) όρισε την “κυριαρχία” ως εξής: “Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει να κηρυχθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης”.

Αναφορές

Agnoli, J. (1990) Die Transformation der Demokratie, Qa ira, Freiburg,
Agnoli, J, (1995) Der Staat des Kapitals, Qa ira, Freiburg.
Agnoli, J. (1997) Faschismus ohne Revision, Qa ira, Freiburg.
Agnoli, J. (2000)
΄The State, the Market and the End of History΄, in
Bonefeld and Psychopedis (eds) 2000.
Altvater, E,, Hoffmann, J, and W. Semmler (1979) Vom
WirtschaftswunderzurWirtschaftskrise, OUe &Wblter, Berlin.
Anderson, P. (1997)
΄The Europe to Come΄, in Gowan, P, and P
Anderson (eds) 1997.
Bernholz, P, (1992)
΄Constitutional Aspects of European Integration΄,
in Borner, S, and H. Grubel (eds) the European Community after
1992, Macmillan, London.
Beetham, D, and C. Lord (1998) Legitimacy and the , Lor^man, London,
Bellofiore, R, (ed) (1999) Global Capital, Capital Restructuring and the
Changing Patters of Labour, Edward Elgar, Cheltenham,
Benson, G, (1995)
΄Saftey Nets and Moral Hazards in Banking΄, in
Sawamoto, K,, Nokajima, Z, and H, Tuguchi (eds) Financial
Stability in a Changing Financial Environment, Macmillan, London.
Berghahn,V, (1986) The Americanisation of West German Industry, 194s
-1973, Berg, Oxford,
Bologna, S, (1994)
΄Nazism and the Working Class, 1933-93΄, Common
Sense,no. 16.
Bonefeld, W. (1998)
΄The Politics of European Monetary Union΄,
Economic andPoliticalWeekly, vol, 33, no, 35,
Bonefeld, W, (1999)
΄On Fascism΄, Comnion Sense, no, 24.
Bonefeld, W. (2000)
΄The Spectre of Globalisation΄, in Bonefeld and
Psychopedis (eds) 2000,
Bonefeld, W, (ed) (2001) The Politics of Europe,
΄bA.acm\\\an,\j:indon.
Bonefeld, W. and P, Burnham (1996)
΄Britain and the Politics ofthe
European Exchange Rate Mechanisrh
΄, Capital & Class, no, 60.
Bonefeld, W, and K, Psychopedis (eds) (2000) The Politics of Change,
Macmillan, London,
Brittan, S. (1977) TTze Economic Consequences of Democracy,Temple
Smith, London.
Bruckner, P, (1978) Vkrsuch, uns und anderen die Bundesrepublik zu
erklaren,Wagenbach, Berlin.
Burnham, J. (1942) The Managerial Revolution,"Putman,
΄Landon.
Burnham, P, (1990) The Political Economy of Postwar Reconstruction,
Macmillan, London,
Bumham, P, (1995)
΄Capital, Crisis and the International State System,
in Bonefeld, W, and J, Holloway (eds) Global Capital, National State
and the Politics of Money, Macmillan, London,
Burnham, P. (2000)
΄Globalisation, Depoliticisation and ΄modern΄
economic Management
΄, in Bonefeld and Psychopedis (eds) 2000.
Carchedi, B. and G. Carchedi (1999)
΄Contradictions of European
Integration
΄, Capital & Class no. 67.
Carchedi, G. (1997)
΄The EMU. Monetary Crisis, and the Single European
Currency
΄, Capital & Class no. 63.
Clarke, S. (19SS) Keynesianism, Monetarism and the Crisis of the State,
Edward Elgar, Aldershot.
Connolly, B. (1995) The Rotten Heart of Europe, Faber, London.
Committee (1989) Committee for the Study of Economic and Monetary
Union in Europe, Report on Economic and Monetary Union in the
European Community, Office of Official Publications of the EC,
Ltixembourg.
De Gaulle, C. (1971) Memoirs of Hope: Renewal and Endeavour, Simon
and Schuster, London.
Eltis,W. (2000)
΄British EMU Membership would Create Instability and
Destroy Employment
΄, in Baimbridge, M. et al (eds). The Impact of
the Euro, Macmillan, London.
Emerson, M. et a! (1992) One Market, One Money, Oxford University
Press, Oxford.
Gambino, F. (1996)
΄A Critique of the Fordism of the Regulation
School
΄, Common Sense, no. 19.
Garret, G. (1994)
΄The Politics of Maastricht΄, in Eichengreen, B. and
J. Frieden (eds) 1994, The Political Economy of European Monetary
Integration,Westview, Bolder.
Gill, S. (1992)
΄The Emerging World Order and European Change΄, in
Socialist Register 1992, Merlin, London.
(1998)
΄European Governance and New Constitutionalism:
Economic and Monetary Union and Alternatives to Disciplinary
Neoliberalism in Europe
΄, New Political Economy vol. 3, no. i.
Glyn, A. (1995)
΄Social Democracy and Full Employment΄, Nezo Left
Review no. 211.
Gowan, P. (1997)
΄British Euro-solipsism΄, in Gowan, P. and P. Anderson
(eds) 1997.
Gowan, P. and P.Anderson (eds) (1997) The Question of Europe,Yerso,
London.
Graf,W. (ed) (1992) The Internationalization of the German Political
Economy, Macmillan, London.
Grimm, D (1997)
΄Does Europe Need a Constitution?΄, in Gowan, P.
and P. Anderson (eds) 1997.
Hayek, F. (1939)
΄The Economic Conditions of Interstate Federalism΄,
in Hayek (1949) Individualism and Economic Order, Routledge and
Kegan Paul, London.
European integration: the market, the political and class 141
Hayek, F, (1978) Denationalization of Money. The Argument Refined
Hobart Paper 70, Institute of Economic Affairs, London,
Hix, S, (1999) The Political System of the European Union, Macmillan,
London.
Holloway, J, (1995)
΄The Abyss Opens:The Rise and Fall of Keynesianism΄,
in Bonefeld, W, and J. Holloway (eds). Global Capital,
National State and the Politics of Money, Macmillan, London,
Holloway, J, and S. Picciotto (1980)
΄Capital, the State and European
Integration
΄, Research in Political Economy, vol, 3,
Huffschmid, J, (1994) Wem gehort Europa?, 2 vols,, Distel Verlag,
Heilbronn,
Keech,W.R, (1995) Economic Politics,The Cost of Democracy, Cambridge
UP, Cambridge.
King,A, (1976)
΄The Problem ofOverload΄, in ibid, (ed,) WhyisBritain
Becoming Harder to Govern, BBC-Books, London,
Kindleberger, CP, (1969) American Busings Abroad^sXe UP. New Haven,
Luxemburg, R, (1974) Soziakeform oderRevolution,in GesammelteWerke
vol, 1/1, Dietz, Berlin,
Mandel, E, (1967)
΄International Capitalism and "Supranationality"΄,
Socialist Registeri967,
΄bAerVa\,΄L,ond6n.
(1970) Europe versus America?,
΄Hev/΄Leil Books, London,
(1975) I-ate Capitalism, New Left Books, London,
Matthews, R, (1968)
΄Why has Britain Had Full Employment since the
War
΄, Economic Journal, no, 78.
McAllister, R, (1997) From EC to EU, Routledge, London,
Mey, H. (1971)
΄Markwirtschaft und Deniokratie΄, Vierteljahrsheftefiir
Zeitgeschichte, no. 2.
Milward,A,S, (1992) The European Rescue ofthe Nation State,RoTxdedge,
London.
Moravscsik, A, (1999) The Choice for Europe, UCL Press, London.
Moss, B, (1998)
΄Is the European Comrnunity Politically Neutral΄, in
Moss,B, andj, Aiichie (eds) The Single European Currency in Natioiial
Perspective, Macmillan, London,
(2000)
΄The European Community as Monetarist
Construction
΄, Journal of European Area Studies, vol. 8, no. 2,
Muller-Armack,A, (1947) Wirschaftslenkung und Marktwirtschaft,Vex\ag
fur Wirtschaft und Sozialpolitik, Haniburg.
. (i960) Studien zur sozialen Marktwirtschaft, Institut fur
Wirtschaftspolitik,Koln, •
(1971) Stabilitdt in Europa: Strategienundlnstitutionenfur
eine europaische Stabilitatsgemeinschaft, Econ Verlag, Dusseldorf.
Murray, R, (1971)
΄The Interriationalization of Capital and the Nation-
State
΄, New Left Reviezv, no, 67,
Negri, A. (1968)
΄Keynes and the Capitalist Theory of the State΄, in
ibid.. Revolution Retrieved, Red Notes, London, 19S8.
Nolte, E. (1982) Marxism, Easdsm, ColdWhr,
΄Van Gorcum, Assen.
Pinder, S. (196S)
΄Positive and Negative Integration΄, TheWbrldToday,
vol. 24, no. 3.
Poulantzas, N. (1975)
΄The Intemationalisation of capitalist relations
and the nation state
΄, in ibid.. Economy and Society, Classes in
Contemporary Capitalism, New Left Books, London.
Reich, R. (1992) TheWork of Nations, New York, Vintage.
Schlesinger,A. (1958) The Coming of the New DeahThe Age of Roosevelt,
Houghton Mifflin, Boston.
Schmitt, C. (1932) DerBegriff des Politischen, 3rd ed. 1963, Duncker
& Humblot, Berlin.
(1934a) LegaiitdtundLegitimitat,4Xhed. i988,Duncker&
Humblot, Berlin.
Schmitt, C. (1934b) Politisehe Theologie, 5th edn. 1990, Duncker
Humblot, Berlin.
Thatcher, M. (1988)
΄The European Family of Nations΄, in Holmes,
M. (ed) TheEuroscepticalReader,Ma.crm\\2in,
΄LonAon.

*Καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ.
Μετάφραση Α. Αλαβάνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου