Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ

Αναδημοσίευση από την iskra

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΜΟΣΧΟΧΩΡΙΤΟΥ*
Η iskra, με πρόθεση να συμβάλλει εποικοδομητικά στον ανοιχτό διάλογο ανάμεσα στα ριζοσπαστικά αριστερά ρέυματα, φιλοξενεί μία ενδιαφέρουσα άποψη συντρόφων, η οποία και θα δημοσιευθεί σε τρία μέρη. Διαβάστε παρακάτω το πρώτο μέρος  υπό τον τίτλο  "Η μεγάλη καπιταλιστική κρίση" :
 Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ...
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα συμπτώματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Επιχείρησαν να πείσουν τους λαούς ότι ο καπιταλισμός είναι παντοδύναμος και περίπου αιώνιος, χαρακτηρίζοντας τα συμπτώματα αυτά ως περιφερειακά ή και συγκυριακά. Στην πραγματικότητα όμως τα επεισόδια της κρίσης, που έκαναν περιοδικά, αλλά επίμονα, την εμφάνισή τους στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, είχαν τα τυπικά χαρακτηριστικά της προσεισμικής ακολουθίας. Ώσπου ο σεισμός του 2008, τον οποίο πολλοί θεωρούν ως προάγγελο του κύριου σεισμικού γεγονότος που επίκειται, σκόρπισε τις αυταπάτες. Πρόκειται, λοιπόν, για μια μακρά διαδικασία δομικής κρίσης του καπιταλισμού, για κρίση κερδοφορίας του, για «κλασική» καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης, σε κλίμακα, όμως, που δεν έχει προηγούμενο. Κρίση που απαιτεί καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων τέτοια, που σπρώχνει τον καπιταλισμό στα όριά του, καθιστώντας τους όρους της κοινωνικής σύγκρουσης ανελέητους. Ταυτόχρονα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστικών δυνάμεων, κυρίως για την κατανομή των απωλειών, δυναμώνει πολλαπλασιαστικά, υπενθυμίζοντας πως στο βάθος υπάρχει ο φασισμός κι ο πόλεμος.
Η κλίμακα, ωστόσο, είναι αυτή που διαφοροποιεί την παρούσα κρίση από προηγούμενες. Κλίμακα που απεικονίζεται με ευκρίνεια στη δομή του σύγχρονου καπιταλισμού και στην «οργανική σύνθεση» του κεφαλαίου. Κατ’ αρχάς στην «εκτατική», τη γεωγραφική του επέκταση, μέσω της παγκοσμιοποίησης. Με αδηφάγο τρόπο – κυρίως μέσω των διεθνών μηχανισμών της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης και λιγότερο με τους κλασσικούς τρόπους ιμπεριαλιστικής αποικιοκρατικής κατάκτησης εδαφών - ενσωματώθηκαν στη διαδικασία της ολόπλευρης εκμετάλλευσης τεράστιες ζώνες του πλανήτη. Εξίσου άπληστα ο καπιταλισμός ιδιοποιήθηκε τις σύγχρονες τεχνολογικές επαναστάσεις στην πληροφορική και τη βιοτεχνολογία για τη μείωση του κόστους παραγωγής, μετατρέποντας κυριολεκτικά τα πάντα σε εμπόρευμα. Αλλά και απαξιώνοντας δραματικά την αξία της εργατικής δύναμης, τόσο σχετικά όσο και απόλυτα.
Ίσως όμως το χαρακτηριστικότερο δομικό στοιχείο, εκείνο που διαφοροποιεί αποφασιστικά την κλίμακα από άλλες περιόδους, είναι η «χρονική» του επέκταση στο μέλλον, μέσω της έξω από κάθε όριο συσσώρευσης χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων και «αξιών». Γι’ αυτό και η κρίση δανεισμού και κρατικού χρέους είναι από τα κυριότερα συμπτώματά της. Πάνω από χίλια τρισεκατομμύρια δολάρια, περισσότερα από το 20πλάσιο του παγκόσμιου Α.Ε.Π. (που ωστόσο, μόλις και μετά βίας επαρκεί, ολόκληρο, κατανεμημένο ισόποσα, να διαμορφώσει κατά κεφαλή εισόδημα 9.000 $, παραπλήσιο μ’ αυτό των κατοίκων του Μεξικού), είναι επενδεδυμένα στα ενεργητικά και τα χαρτοφυλάκια τραπεζών και κάθε λογής funds - ο τρόπος σώρευσής τους αποτελεί αντικείμενο της σύγχρονης μυθολογίας. Που απαιτούν εναγωνίως κερδοφορία. Αν ξεκολλήσουν από την «πραγματική οικονομία» κέρδη έστω της τάξης του 1% ετησίως, συνεπάγεται ότι το 20% και πλέον του παγκόσμιου παραγόμενου προϊόντος θυσιάζεται στο σύγχρονο μινώταυρο. Άνθρωποι, κοινωνίες, υποδομές, κράτη, οικοσυστήματα καταδικάζονται σε μαρασμό και θάνατο. Την ίδια ώρα, οι «πυραμίδες» χρεών, παραγώγων, και χρηματοπιστωτικών αξιών, συνεχίζουν να χτίζονται με ακόμη μεγαλύτερους ρυθμούς, φέρνοντας ακόμη κοντύτερα, φυσικά, το «σημείο μηδέν».
Η εκρηκτική ύλη, λοιπόν, που σωρεύεται μέσα στις σύγχρονες αντιθέσεις του καπιταλισμού, κρύβει ενέργεια μεγατόνων. Γι’ αυτό και η έκβαση των συγκρούσεων στο έδαφος της παρούσας κρίσης του, δύσκολα θα παράξει συμβιβασμούς διαχειρίσιμους εντός του συστήματος.
 . . . oι νεοφιλελεύθερες απαντήσεις . . .
Η αστική τάξη είναι μια τάξη με τέσσερις αιώνες ιστορία. Με βαθιά γνώση και σοφία, κατακτημένη μέσα από την ιστορική της εμπειρία και την ιδιοποίηση των προϊόντων της ανθρώπινης διανόησης. Από την κρίση της τουλίπας, το μεγάλο κραχ του ’29-30 και παλιότερα ακόμα, γνωρίζει ότι η περιοδικότητα των κρίσεων είναι εγγεγραμμένη στο DNA του καπιταλισμού, είναι αναπόφευκτη νομοτέλεια. Και προετοιμάζεται όχι για την αποφυγή των κρίσεων αλλά για την επιβίωσή της μέσα από τις κρίσεις – όχι αναγκαστικά της τάξης της εν συνόλω αλλά κυρίως στρατηγικά, ως διάσωση δηλαδή της αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Και φυσικά τα ισχυρότερα τμήματά της επιδιώκουν να επωφεληθούν τόσο σε βάρος άλλων πιο αδύναμων τμημάτων της αστικής τάξης και των μεσοστρωμάτων όσο και, πρωτίστως, έναντι του ταξικού της εχθρού, των δυνάμεων της εργασίας. Ο πόλεμος, λοιπόν, που διεξάγεται στο έδαφος των κρίσεων, ψυχρά, υπολογισμένα, συνειδητά, εκ μέρους των αστικών ελίτ εναντίον της εργασίας, λαμβάνει χαρακτηριστικά εκθετικής σκληρότητας.
Από τον ταξικό συμβιβασμό που προέκυψε κατά το ξεπέρασμα της προηγούμενης μεγάλης κρίσης του καπιταλισμού, που δεν έγινε κατορθωτό παρά μόνο με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αστική τάξη και οι δεξαμενές σκέψης που δουλεύουν γι’ αυτήν προετοιμάζονται για τον επόμενο γύρο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νεοφιλελευθερισμός, η ιδεολογία του σύγχρονου καπιταλισμού, παράχθηκε, αρχικά σε ακαδημαϊκά εργαστήρια, στη δεκαετία του ’50. Και θα παρέμενε απλώς ένα προϊόν εργαστηρίου, αν δεν συναντιόταν με τις ανάγκες του παγκόσμιου κορπορατισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μαζί με τα πρώτα σημάδια της κρίσης αλλά και αν δεν συγκροτούσε την απάντηση των ιθυνουσών ελίτ στην απειλή της ανόδου περιφερειακών επαναστατικών, εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων όπως και κινημάτων αμφισβήτησης στις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Για να εφαρμοστεί πρώτη φορά επί του πεδίου, στη Χιλή του Πινοσέτ. Οι θιασώτες του, έκτοτε, πραγματικοί ιεραπόστολοι, διατρέχουν την υφήλιο, υπηρετώντας αιμοσταγή καθεστώτα (Ινδονησία, χώρες του νότιου κώνου της Λ. Αμερικής, Ν. Αφρική), κατακτώντας τις καπιταλιστικές μητροπόλεις (Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Βερολίνο, Βρυξέλες, Σαγκάη) και ενορχηστρώνοντας τις μεγάλες αντιμεταρρυθμίσεις της εποχής μας (Ν.Α. Ασία, Ρωσία του Γέλτσιν, Α. Ευρώπη). Αν δεν προκαλούν οι ίδιοι περιφερειακές κρίσεις, σίγουρα τις μετατρέπουν σε ανθρωπιστικές καταστροφές. Αν δεν προκαλούν οι ίδιοι μείζονες φυσικές καταστροφές ή περιφερειακούς πολέμους, σίγουρα τους μετατρέπουν σε πάρτι πολυεθνικών. Οι αρχές τους συνίστανται στην απαλλαγή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας από «εξωαγοραίες στρεβλώσεις», τη «νόθευση» του παρεμβατισμού και της δημοκρατίας. Όλων εκείνων δηλαδή των κοινωνικών, νομικών, πολιτειακών θεσμίσεων, που προέκυψαν από τον ταξικό συμβιβασμό που σφράγισε την έξοδο του καπιταλισμού από την προηγούμενη μεγάλη του κρίση. Δόγμα τους η απόλυτη ελευθερία. Για ποιον; Μα φυσικά τον κορπορατισμό. Και πίστη τους η αγία τριάδα: απελευθέρωση των αγορών, αποκρατικοποίηση, ελαστικοποίηση-υποτίμηση της εργασιακής δύναμης.
 . . . και η Αριστερά
Η Αριστερά, στο διάστημα των δεκαετιών αυτών, δεν κατόρθωσε να συγκροτήσει το αντίπαλο δέος. Ο πρώτος, ο κύριος λόγος είναι ότι τα βασικά ιστορικά της ρεύματα αποτελούν προϊόντα στρατηγικής ήττας. Κοντά σ’ αυτό, το γεγονός ότι κανένα απ’ αυτά, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό το καθένα, δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν το μη ανατάξιμο της ήττας – αν το επιχείρησαν κιόλας.
Το «ορθόδοξο» ρεύμα, στο βαθμό που αρνείται να πραγματώσει βαθιά τομή στην ανάγνωση του «υπαρκτού» και να ξεφύγει από τα σύνδρομα των διαδοχικών διασπάσεων, είναι καταδικασμένο να οδηγείται βαθύτερα στο σεχταρισμό, την περιχαράκωση και σε θνησιγενείς μάχες οπισθοφυλακών.
Τα πολιτικά μορφώματα που προέρχονται από την ευρωκομουνιστική μήτρα, δέσμια της αφήγησης του «ιστορικού συμβιβασμού», που αποτελεί εν πολλοίς τη δική τους εσωτερίκευση της ήττας, έχουν οδηγηθεί στην αποδοχή της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, αμφισβητώντας ορισμένες «ακραίες» μόνο πλευρές της πολιτικής του και, στο πλαίσιο του «μεταρρυθμισμού», ου μην και του κυβερνητισμού, ρέπουν προς παραπληρωματικούς ρόλους της σοσιαλδημοκρατίας.
Για παρεμφερείς λόγους, που ανάγονται σε εμμονές στις δικές τους επίσης αφηγήσεις και σε σύνδρομα διασπάσεων που αναπαρήγαγαν τον ετεροκαθορισμό ως αυτοσκοπό, οι τεταρτοδιεθνιστικές και οι μαοϊκές οργανώσεις δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν εναλλακτικές εκδοχές με προοπτική, αντίθετα αποτέλεσαν μέρος του συνολικού προβλήματος της αριστεράς. Ορισμένες αξιόλογες συμβολές από εξωκοινοβουλευτικές αντικαπιταλιστικές οργανώσεις δεν κατόρθωσαν κι αυτές να αποφύγουν την παρακμή της έλλειψης του φρέσκου αέρα και της γονιμοποίησης με τα μαζικά κινήματα.
Έτσι λοιπόν, απέναντι στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, μια αριστερά σε κρίση ιδεολογική, κρίση ταυτότητας και στρατηγικής, αντιπαρατέθηκε δίνοντας, στην καλύτερη περίπτωση, αποσπασματικές μάχες υπεράσπισης κατακτήσεων, που αντιστοιχούν όμως στην προηγούμενη ιστορική φάση του κεϋνσιανισμού. Και γι’ αυτό κυρίως δεν μπόρεσε να συγκροτήσει το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο της αντεπίθεσης.
Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, κάνει την εμφάνισή του το κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, με τα συνθήματα: οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη, ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Δημιουργείται το παγκόσμιο και ύστερα το ευρωπαϊκό κοινωνικό φόρουμ. Αναπτύσσονται δράσεις και πρωτοβουλίες από τα κάτω, αδιαμεσολάβητες από τις κυρίαρχες αφηγήσεις, απαλλαγμένες από τις αποσκευές της ήττας. Μια νέα αριστερά αναδύεται. Πιο κοινωνική και ασφαλώς πιο πληθυντική. Με όλα φυσικά τα χαρακτηριστικά, τα προβλήματα, τις αδυναμίες αλλά και την ορμή, τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα της νηπιακής, παιδικής και εφηβικής της ηλικίας. Διατρέχεται από αναζητήσεις προς διάφορες – ακόμη και αντιφατικές - κατευθύνσεις: μεταμοντέρνα ρεύματα αμφισβήτησης, ολιστικές οικολογικές προσεγγίσεις, αντι-ντετερμινιστικές κριτικές κλπ. Έντονες εμφανίζονται οι επιρροές του μικροαστικού ριζοσπαστισμού και της αυτονομίας.
Σιγά-σιγά όμως, μέσα – και όχι έξω, πάνω ή απέναντι - σ’ αυτό το σύγχρονο πολύχρωμο εργαστήρι, αρχίζει να δημιουργείται μια όλο και πιο αξιόλογη παραγωγή αντικαπιταλιστικής διανόησης. Κομμάτι της ξαναπιάνει το νήμα, με κριτική ματιά και απαλλαγμένη από τις κάθε είδους δογματικές αναγνώσεις, της μαρξιστικής θεωρίας και κοσμοαντίληψης. Σε πολλά πανεπιστήμια, στην οικονομία, την πολιτική φιλοσοφία, δημιουργούνται σχολές μαρξιστικής εκκίνησης και κατεύθυνσης. Και μπολιάζουν σημαντικά τμήματα του ευρύτερου αυτού κινήματος.
Στη Λατινική Αμερική, ρωμαλέα λαϊκά κινήματα με μπολιβαριανές, γκεβαρικές αλλά και ελευθεριακές παραδόσεις και αναφορές, φέρνουν στην εξουσία δυνάμεις αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης, κόβουν τα δεσμά με τους βορειοαμερικανικούς και παγκόσμιους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, χτίζουν χώρους αλληλεγγύης και περιφερειακής συνεργασίας, πραγματοποιούν βήματα αυτοδύναμης ανάπτυξης και κοινωνικά δικαιότερης κατανομής. Στο μεγάλο αυτό πειραματικό εργαστήρι της εποχής μας, η κοινωνική και πολιτική αριστερά αν δεν είναι πλειοψηφική, είναι πάντως παρούσα, μαχόμενη και σφριγηλή. Η νίκη των δυνάμεων αυτών όσο είναι επισφαλής, εκτεθειμένη στις συνεχείς ιμπεριαλιστικές επιθέσεις αλλά και σε εσωτερικές τους αδυναμίες και αντιφατικότητες, άλλο τόσο είναι σημαντική, γιατί ανοίγει τροχιοδεικτικούς δρόμους για το λαϊκό κίνημα σ’ όλο τον κόσμο.
Τμήμα της ελληνικής αριστεράς έρχεται σε γόνιμη συνάντηση με τα νέα κινήματα, δημιουργείται το ελληνικό κοινωνικό φόρουμ. Τέκνο της συνάντησης αυτής είναι και το πρωτότυπο συμμαχικό εγχείρημα του Σύριζα. Η πορεία ριζοσπαστικοποίησής του δεν είναι όμως ευθύγραμμη. Αντίρροπες δυνάμεις στο εσωτερικό του, ακινησίες μηχανισμών, συστημικές αγκυλώσεις, δημιουργούν αναχώματα, δεν μπορούν ωστόσο να ακυρώσουν εν συνόλω τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει ανεπιστρεπτί. Με το Δεκέμβρη η Ευρώπη κρατάει την αναπνοή της. Και ξεφυσά ανακουφισμένη, αφού βέβαια στο εσωτερικό η αναμέτρηση έχει ξεχωρίσει τις συστημικές από τις αυθεντικά αντισυστημικές δυνάμεις.
Κι ύστερα έρχεται η κρίση. Και η αραβική άνοιξη. Και οι πλατείες. Ο λαϊκός παράγοντας, σαν την πλημμυρίδα και την άμπωτη, κάνει ορμητικά την εμφάνισή του. Και σπρώχνει την αριστερά, στο έδαφος της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης, να αναλάβει τον ιστορικό της ρόλο. Ο Σύριζα, κεφαλαιοποιώντας πολιτικά τα ριζοσπαστικά, κινηματικά, μετωπικά χαρακτηριστικά του, αναδεικνύεται σε σημείο αναφοράς των ευρωπαϊκών – και όχι μόνο – κινημάτων και της αριστεράς.
Και τώρα, τι κάνουμε; Η συναίσθηση, έστω και ενστικτώδης, ότι η έκβαση της σύγκρουσης είναι ιστορική, ότι είναι «όλα ή τίποτα», είναι φυσικό να κάνει τα πόδια να λυγίζουν. Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε πίσω. Με αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στο λαϊκό παράγοντα θα δώσουμε τη μάχη. Αυτός είναι ο ιστορικός μας προορισμός, γι’ αυτό διανύσαμε το δρόμο μέχρις εδώ. Και θα τον φτάσουμε μέχρι το τέλος.
Η ευρωζωνική διάσταση της κρίσης
Σε αντίθεση με ορισμένους επικριτές του, υποστηρίζουμε ότι το «σύστημα του ευρώ» δεν εδράζεται ούτε σε παραλογισμούς ούτε σε αποσπασματικές θεωρήσεις των οικονομικών νομοτελειών. Η αρχιτεκτονική του, αντίθετα, χαρακτηρίζεται από σημαντική εσωτερική συνοχή και υπηρετεί και στόχο και όραμα, που συνίσταται στην πειθάρχηση των εθνικών οικονομιών στις δυνάμεις της αγοράς. Και την πλήρη πρόσδεση-υποταγή των πολιτικών θεσμών, των εθνικών και υπερεθνικών μηχανισμών, στις στρατηγικές επιδιώξεις των ηγέτιδων μερίδων του κεφαλαίου – με προεξάρχοντα το ρόλο του συμπλέγματος της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας.
Το σύστημα του ευρώ οικοδομήθηκε έτσι ώστε να απαλλάξει από «εξωαγοραίες στρεβλώσεις» και κοινωνικούς περιορισμούς την περαιτέρω ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού συστήματος στη «βέλτιστη οικονομική περιοχή» της Ζώνης του Ευρώ (ΖτΕ). Η πλήρης επίτευξη του στόχου-οράματος θα επισυμβεί με την ολοκλήρωση, όταν και όποτε λάβει σάρκα και οστά, του εποικοδομήματος-σταδίου της «Πλήρους Οικονομικής Ένωσης».
Τα κράτη που ανήκουν στη ΖτΕ, είτε το επιθυμούν είτε όχι, ακριβώς για τη διατήρηση του ενιαίου νομίσματος, αναγκάζονται, με τον ίδιο πάντοτε τρόπο και με τα ίδια πάντοτε ελάχιστα και μονόπλευρα μέσα-εργαλεία (περικοπές μισθών και δημοσίων δαπανών) να ανταποκρίνονται στη συγκυρία, παρά να τη διευθετούν ή, έστω, να την επηρεάζουν. Η διαβόητη «εσωτερική υποτίμηση» δεν είναι, λοιπόν, κάποιου τύπου νεοφιλελεύθερος δογματισμός, απλώς επιβεβαιώνει ότι η ένταξη στο σύστημα του ευρώ σημαίνει αυτονόητα την οριστική και αμετάκλητη κατάργηση του οιουδήποτε ενεργού ρόλου της εθνικής οικονομικής πολιτικής. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για στατιστική αστοχία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αλλά απλούστατα για το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της εγγενούς δυναμικής του.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται δραματικά από τα δεδομένα της παρούσας κρίσης. Η δημοσιονομική πλευρά της, η τρέχουσα έκρηξη των προβλημάτων των δημοσίων ελλειμμάτων και του εξωτερικού δημόσιου χρέους, δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά η αντανάκλαση της σώρευσης εμπορικών ελλειμμάτων σε κάποιες χώρες της ΖτΕ και αντίστοιχα πλεονασμάτων σε κάποιες άλλες, κατά την περίοδο που μεσολάβησε από το κλείδωμα των συναλλαγματικών ισοτιμιών – και πολύ εντονότερα από την περίοδο νομισματοποίησης και κυκλοφορίας του ευρώ - μέχρι και σήμερα. Κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο αλλά υπηρετείται νομοτελειακά από την ίδια την αρχιτεκτονική του συστήματος του ευρώ, με τους ακόλουθους μηχανισμούς:
ü Η παραγωγή των διεθνώς εμπορεύσιμων εμπορευμάτων μεταφέρεται, όλο και περισσότερο, σ’ εκείνες μόνον τις επιχειρήσεις που σημειώνουν την απολύτως υψηλότερη, ενδοζωνικά, συνολική παραγωγικότητα (εργασίας και κεφαλαίου).
ü  Υπό την πίεση που αναπτύσσει κυρίως η αναγκαιότητα της ενδοζωνικής αντιστοίχισης των μισθών με τη συνολική παραγωγικότητα (και δευτερευόντως η ελεύθερη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού), αναδιαρθρώνεται εν συνόλω (δηλαδή από το εκπαιδευτικό μέχρι και το συνταξιοδοτικό σύστημα) η διαδικασία αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης και συστήνεται «απελευθερωμένη, ευέλικτη και ευρωπαϊκά ενιαία αγορά εργασίας».
ü  Οι χώρες με χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας στρέφονται, εκούσες-άκουσες, στην παραγωγή παραδοσιακών ή εντάσεως φυσικών πρώτων υλών και ανειδίκευτης εργασίας και πάντως διεθνώς μη εμπορεύσιμων εμπορευμάτων. Γεγονός που έχει, χωρίς αμφιβολία, οδυνηρές συνέπειες για τα εξωτερικά και δημόσια ελλείμματα και χρέη, καθώς επίσης και για την απασχόληση. Ενώ οι χώρες με υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας αναπτύσσουν περαιτέρω την παραγωγή εντάσεως τεχνολογίας και εξειδικευμένης εργασίας εμπορευμάτων. Οι λόγοι είναι: Η ύπαρξη οικονομιών κλίμακας. Η ευθυγράμμιση του ενδοζωνικού προτύπου παραγωγικής εξειδίκευσης με την κλίμακα των εν ενεργεία συγκριτικών και των εν δυνάμει απόλυτων πλεονεκτημάτων. Η έκφραση όλων των ενδοζωνικών τιμών σε ένα και το αυτό «σκληρό» νόμισμα, το ευρώ, η οποία εξασθενεί σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των χωρών της ΖτΕ που οι οικονομίες τους εμφανίζουν χαμηλή παραγωγικότητα ως προς τον υπόλοιπο κόσμο (μετρούμενη σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας).
Η υιοθέτηση, λοιπόν, του συστήματος του ευρώ καθόλου δεν αφορά μια ταξικά ουδέτερη και άχρωμη διαδικασία. Αντίθετα οδηγεί μαθηματικά όλες τις χώρες και την καθεμία ξεχωριστά στην εσωτερίκευση του νεοφιλελεύθερου προτύπου και την απεμπόληση βασικών οικονομικών εργαλείων - απάμβλυνσης έστω και των ακραίων συνεπειών αυτής της διαδικασίας. Επί παραδείγματι, έχει τη σημασία της η πρόσφατη δημόσια ομολογία του Ρουμελιώτη, πως η «διάσωση» του Δ.Ν.Τ. ήταν εξαρχής υπονομευμένη, αφού ήταν αδύνατη η υποτίμηση του νομίσματος.
Και γιατί άραγε, θα ρωτήσει καλόπιστα κάποιος αμύητος, δεν είναι δυνατή μια άλλη πορεία εντός ευρώ; Μα γιατί γι’ αυτό ακριβώς σχεδιάστηκε και οικοδομήθηκε το ευρώ. Αποτελεί την απάντηση των κυρίαρχων ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, με την ηγεμονία φυσικά της γερμανικής ως επικεφαλής της συμμαχίας τους, στον ανταγωνισμό τους με τα υπόλοιπα διεθνή καπιταλιστικά κέντρα, που προϋποθέτει την ισοπέδωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Γι’ αυτό και σήμερα, στις συνθήκες της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η ΖτΕ αποτελεί το προκεχωρημένο φυλάκιο της πιο ακραίας νεοφιλελεύθερης επίθεσης σε πλανητική κλίμακα. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι όλες - κυριολεκτικά όλες - οι χώρες της ευρωζωνικής περιφέρειας βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της κρίσης.
Μήπως όμως θα μπορούσαν να επιβληθούν, μέσω ευνοϊκότερων πολιτικών συσχετισμών, «διορθωτικές» αλλαγές σ’ αυτό το μηχανισμό; Θεωρητικά και τεχνικά η απάντηση είναι βεβαίως καταφατική: Με τη δημιουργία αυτοματισμών και μηχανισμών μεταβίβασης του συνόλου των πλεονασμάτων – και ίσως ακόμη μεγαλύτερων πόρων – προς τις ελλειμματικές χώρες και περιοχές. Ή - και γιατί όχι - με τη μεταβίβαση πλούτου από τους πλούσιους στους φτωχούς και πάει λέγοντας. Μήπως όμως αυτό το θεωρητικό υπόδειγμα περιγράφει κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι η ΖτΕ και η Ε.Ε.; Απ’ αυτό που η Ε.Δ.Α. – ναι η Ε.Δ.Α. στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 – περιέγραφε ως «λάκκο των λεόντων»;
Και γιατί, θα ρωτήσουν οι πρώην αριστεροί και εσαεί φεντεραλιστές, δεν είναι απάντηση η εμβάθυνση της ομοσπονδοποίησης της ΖτΕ; Μα ακριβώς αυτή είναι και η απάντηση της Μέρκελ: Προϋπόθεση για κάποιου τύπου αμοιβαιοποίηση των χρεών είναι η τραπεζική, δημοσιονομική, πολιτική ένωση. Η οποία βεβαίως (όπως περιγράφει στην απόφαση της Π.Σ.Ε. της 31/7/2012 ο Σύριζα) συνιστά «την περαιτέρω ενοποίηση των ευρωπαϊκών οικονομιών στη βάση του πιο ακραία ταξικού νεοφιλελεύθερου παραδείγματος». Και, μεταξύ μας, αυτή είναι και η μόνη συγκροτημένη πρόταση που είναι συμβατή με το ίδιο το οικοδόμημα του ευρώ. Που δεν είναι άλλη από το εξαρχής προσχεδιασμένο, εγγεγραμμένο στην ίδια την αρχιτεκτονική του ευρωζωνικού συστήματος, στάδιο-εποικοδόμημα της «Πλήρους Οικονομικής Ένωσης». Όλα τα υπόλοιπα αφορούν αυταπάτες που αναφέρονται σε ευρωπαϊκούς καταναγκασμούς.
Συνεπώς, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι μεταβατικό πρόγραμμα, που να βάζει φρένο στην περιδίνηση της ύφεσης, της ανεργίας, της καταστροφής εν συνόλω της εργασιακής δύναμης (βλ. εσωτερική υποτίμηση), να δημιουργεί προϋποθέσεις παραγωγικής ανασυγκρότησης και ν’ αφήνει ανοιχτό τον ορίζοντα για ευρύτερες προοδευτικές αλλαγές, σε όφελος των δυνάμεων της εργασίας και της δημοκρατίας, δεν είναι συμβατό με την παραμονή στο σύστημα του ευρώ. Αντίθετα, επιτάσσει, από μια κυβέρνηση της αριστεράς, που θα στηρίζεται στη λαϊκή πλειοψηφία και θα είναι αποφασισμένη να προωθήσει βαθιές, ριζοσπαστικές συγκρούσεις και ανατροπές, την ανάκτηση εργαλείων άσκησης οικονομικής πολιτικής. Πρώτα απ’ όλα την ανάκτηση του νομισματικού εργαλείου και του ελέγχου της ΤτΕ. Και να το υπερασπίσει αποτελεσματικά: με τη διατήρηση, για ένα τουλάχιστον αναγκαίο χρονικό διάστημα, του πλεονεκτήματος της άσκησης διοικητικής - και όχι ελεύθερα διαμορφούμενης στις αγορές – συναλλαγματικής ισοτιμίας. Με χτύπημα κάθε μορφής διπλής κυκλοφορίας και με αυστηρούς περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων.
Η παραπάνω θέση προϋποθέτει αυτόματα και την έξοδο από την Ε.Ε.; Ίσως όχι απαραίτητα. Ίσως να είναι και σκόπιμη, για ένα ορισμένο μεταβατικό χρονικό διάστημα, η επιδίωξη της προσωρινής παραμονής, προκειμένου λ.χ. να εκμεταλλευτεί εξαγωγικά η εύθραυστη ακόμη ελληνική οικονομία τα πλεονεκτήματα της πραγματικής υποτίμησης και το δασμολογικό καθεστώς. Είναι βέβαιο πάντως ότι, σε μια προοπτική, η έξοδος από την Ε.Ε. θα καταστεί επιβεβλημένη. Και οπωσδήποτε, τα ζητήματα αυτά δεν μπορεί παρά να απαιτήσουν, σε κάθε κρίσιμη καμπή, τη λαϊκή επιδοκιμασία και στήριξη, μέσα φυσικά από μια διαδικασία ολόπλευρης ενημέρωσης και διαλόγου. Αλλά αυτό προϋποθέτει, αν μη τι άλλο, την εγκατάλειψη εκ μέρους της ηγετικής ομάδας ευρωπαϊστικών καταναγκασμών και εμμονών, όπως επίσης και της αδιέξοδης, ανόητης και εν τέλει μαζοχιστικής επικοινωνιακής γραμμής της ενοχοποίησης της δραχμής, η οποία ειρήσθω εν παρόδω δεν υπάρχει σε καμία συλλογική επεξεργασία του Σύριζα.
Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου