Σταύρος Μαυρουδέας
1. Το αδιέξοδο της Μνημονιακής Στρατηγικής
Η Μνημονιακή Στρατηγική διαλύει τη χώρα αλλά ταυτόχρονα
βρίσκεται σε τραγικό αδιέξοδο. Η Μνημονιακή Στρατηγική αποτελεί σύμφυση των
επιλογών (α) των ηγεμονικών δυτικο-ευρωπαϊκών καπιταλισμών να διατηρήσουν μέσα
στα πλαίσια της ΕΕ (αλλά όχι απαραίτητα μέσα στην ΟΝΕ) τα PIGS (μετατρέποντας
τα όμως σε μία ευρωπαϊκή «Κίνα») και (β) της ελληνικής αστικής τάξης να
παραμείνει πάση θυσία (όχι όμως κυρίως δική της) μέσα στην ΟΝΕ. Πέρα από τα
γελοία ψεύδη της τρικομματικής κυβέρνησης περί «τελευταίων θυσιών» είναι φανερό
ότι η χώρα βαδίζει μάλλον για 3ο Μνημόνιο, εξίσου αποτυχημένο με τα
προηγούμενα. Η παραδοχή δια χειλέων ΔΝΤ ότι «η Ελλάδα βρίσκεται εκτός τροχιάς και δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να
μειώσει το χρέος στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020, όπως είχε προβλεφθεί. Το πιο
πιθανό είναι να βρίσκεται στο 136% και αυτό κάτω από ένα θετικό σενάριο ενός
πρωτογενούς πλεονάσματος του προϋπολογισμού, την επιστροφή στην οικονομική
ανάπτυξη και την ιδιωτικοποίηση» είναι σαφής. Ακόμη και το σενάριο περί επιμήκυνσης (που απλά θα πάει
πιο πίσω τον ορίζοντα αυτής της αδιέξοδης στρατηγικής) έχει ένα κόστος της
τάξης των 20-30 δις και όχι 12-15 δις όπως ισχυρίζεται ο Γ.Στουρνάρας. Φυσικά
οι ηγεμονικοί δυτικο-ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί δεν δείχνουν διατεθειμένοι να
επωμισθούν, γι’ αυτό και οι διαγκωνισμοί με το ΔΝΤ (δηλ. με τις ΗΠΑ και τις
νέο-αναδυόμενες οικονομίες) ώστε να επωμισθεί αυτό το πρόσθετο κόστος, του ΔΝΤ
να υποστούν κούρεμα τα διακρατικά δάνεια της ΕΕ προς την ΕΕ, η άρνηση της ΕΚΤ
να κουρέψει τα δικά της, οι κουτοπόνηρες εξυπνάδες περί reprofilling του
χρέους, η άρνηση του IIF για επαναγορά χρέους κλπ. Και όλα αυτά όταν, όπως
αποδέχεται το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2013 το καθαρό όφελος από το
PSI ήταν μόνο 15 δις.
2. Η αποτυχία της ευρωπαϊκής «Μεγάλης Ιδέας» της ελληνικής
αστικής τάξης
Η σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα» της ελληνικής αστικής τάξης
(δηλαδή η αναβάθμιση της μέσω της ένταξης της στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική
ενοποίηση) έχει καταφανώς αποτύχει. Ο ελληνικός καπιταλισμός υποβαθμίζεται στο
διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Η απαξίωση κεφαλαίων δεν αφήνει αλώβητο το
ελληνικό κεφάλαιο. Ακόμη και τα «άγια δισκοπότηρα» του μπαίνουν στο στόχαστρο
(βλέπε άρθρο της WSJ για τη φοροδιαφυγή των εταιριών πετρελαιωειδών
[Βαρδινογιάννη και Λάτση], έκθεση Κομισιόν για τις αδιανόητες φοροαπαλλαγές των
εφοπλιστών, πιέσεις όσον αφορά την επανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού
συστήματος, βολές Γιουνκερ και Μέρκελ για πλούσιους που δεν υποφέρουν κλπ.)
ακριβώς γιατί η όρεξη των ηγεμονικών δυτικο-ευρωπαϊκών καπιταλισμών έχει
ανοίξει. Ταυτόχρονα όμως το ελληνικό κεφάλαιο είναι βαθύτατα δεσμευμένο μέσα
στην ευρωπαϊκή ενοποίηση που αδυνατεί να σκεφθεί ακόμη και μια ελεγχόμενη
σύγκρουση με αυτή γιατί η παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας είναι τόσο
εσωτερικά αποδιαρθρωμένη και δέσμια των ευρωπαϊκών οικονομιών. Έτσι η ελληνική
αστική τάξη είναι ίσως σε μία από τις χειρότερες ιστορικές της στιγμές. Χωρίς
μακρόπνοη στρατηγικής, δέσμια των επιλογών και των αντιφάσεων της έχει μόνο
μυωπικές βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις και επαφίεται σχεδόν πλήρως στις προθέσεις
των δυτικο-ευρωπαίων ηγεμόνων. Για δύο ζητήματα μόνο φαίνεται ότι δίνει, αυτή
την περίοδο, μία μάχη με τους ξένους «εταίρους».
Πρώτον, για τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το τελευταίο αποτελεί την σύγχρονη κορωνίδα του ελληνικού καπιταλισμού. Πίσω
από τον «αγγελικό» κόσμο των τραπεζιτών κρύβονται όλες σχεδόν οι βασικές
μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου (από τους εφοπλιστές, ξενοδόχους, κατασκευαστές
και καναλάρχες μέχρι τους απροκάλυπτα μαφιόζους). Αποτέλεσε βασική αιχμή της
Βαλκανικής ιμπεριαλιστικής επέκτασης του ελληνικού καπιταλισμού και ταυτόχρονα
το βασικό εργαλείο για μία σειρά «νόμιμες» λοβιτούρες στο εσωτερικό. Την
κορωνίδα αυτή δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να αλώσει ικανοποιητικά το ξένο κεφάλαιο
παρά την είσοδο ξένων κεφαλαίων στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όχι μόνο
αυτό αλλά σήμερα, μέσα στην κρίση, πολλά από τα ξένα κεφάλαια τα μαζεύουν και
φεύγουν. Η σημερινή άρον-άρον φυγή της Credit Agricole από την Εμπορική Τράπεζα
και αντίστοιχες κινήσεις της Societe Generale στην Γενική Τράπεζα είναι
ενδεικτικές. Όπως θα εξηγηθεί και στο επόμενο σημείο, οι ελληνικές επιχειρήσεις
έχουν δομές, πρακτικές, διασυνδέσεις και ένα τέτοιο ιδιότυπο επιχειρηματικό
κλίμα που οι Δυτικοί δεν μπορούν να χειρισθούν άνετα. Έτσι ακόμη και εκεί που
έχουν την ιδιοκτησία και την διεύθυνση ουσιαστικά αδυνατούν να εξασκήσουν
πλήρως το διευθυντικό δικαίωμα και είναι υποχρεωμένοι να προσφεύγουν στις
υπηρεσίες εγχώριων κεφαλαίων (συνήθως των πρώην ιδιοκτητών των εξαγορασμένων
εταιρειών). Με τον τρόπο αυτό οι τελευταίοι ουσιαστικά παραμένουν διευθυντές
και προσπορίζονται νόμιμα ή παράνομα σημαντικά οικονομικά οφέλη (με
υπεργολαβίες, μοιρασιές δουλειών, μίζες κλπ.). Αυτή η κορωνίδα του ελληνικού
καπιταλισμού – με την οποία στήνονταν σχεδόν όλες οι υπόλοιπες «δουλειές» στην
οικονομία – σήμερα κινδυνεύει να χαθεί. Όχι από το ελληνικό Δημόσιο -
όπως θα έπρεπε καθώς έχει χρυσοπληρώσει την διάσωση των ελληνικών τραπεζών –
αλλά από τους ξένους «εταίρους». Οι τρύπες των τραπεζών και η ανακεφαλαιοποίηση
τους από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας οδηγούν στις υστερικές
οιμωγές περί κινδύνου «αφελληνισμού» του χρηματοπιστωτικού συστήματος που
ξέσπασαν όταν για μία στιγμή οι δυτικοί «εταίροι» είπαν ότι η
επανακεφαλαιοποίηση πρέπει να γίνει με κοινές μετοχές, δηλαδή οι χρυσοκάνθαροι
έλληνες τραπεζίτες να χάσουν τον έλεγχο των τραπεζών όπως θα έπρεπε καθώς τα
μετοχικά μερίδια τους έχουν μειωθεί δραματικά (καθώς βγάζουν τα προσωπικά λεφτά
τους σε φορολογικούς παραδείσους του εξωτερικού αντί να τα βάζουν στις τράπεζες
τους). Αυτό προς το παρόν αποφεύχθηκε με σκανδαλώδη τρόπο: το Δημόσιο
δανείσθηκε, επανακεφαλαιοποίησε τις τράπεζες αλλά τους άφησε την διοίκηση και
άρα την δυνατότητα για τα γνωστά βρώμικα παιχνίδια τους. Όμως ο κίνδυνος δεν
έχει εκλείψει καθώς οι τρύπες των ελληνικών τραπεζών αυξάνουν και επικρέμεται η
νέα απειλή της Τραπεζικής Ένωσης της ΕΕ όπου οι δυτικοί θα πάρουν άμεσα σχεδόν
τον έλεγχο των τραπεζών. Και αυτή τη φορά, με την αλλαγή οικονομικών και
λογιστικών προτύπων έτσι ώστε να ταιριάζουν με τα δυτικά αλλά και με τις
ριζικές αλλαγές ιδιοκτησίας που απειλούνται, το ελληνικό κεφάλαιο μπορεί να μην
μπορέσει να παίξει κρυφτούλι με τα δυτικά κεφάλαια και να αναγκαστεί να
εκχωρήσει την κορωνίδα του. Υπάρχει και άλλο ένα καθόλου ευκαταφρόνητο στοιχείο
σε αυτή την οικονομική διελκυστίνδα: το ελληνικό δημόσιο έχει γεμίσει από
ομογενείς οφικιάλιους που προέρχονται από μεγάλους δυτικούς ιμπεριαλιστικούς
οργανισμούς (Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ κλπ.) που λειτουργούν
ουσιαστικά σαν εκφραστές – αν όχι σαν κάτι χειρότερο – των δυτικών συμφερόντων.
Δεύτερον για τις ιδιωτικοποιήσεις που επιβάλλονται
από το Μνημόνιο. Το ελληνικό κεφάλαιο είναι ίσως από τα πιο ευρηματικά
παγκοσμίως στο να κάνει μπίζνες με δημόσια χρήματα. Έτσι πίσω από και μέσα στις
δημόσιες επιχειρήσεις λειτουργούν ισχυρότατα ιδιωτικά συμφέροντα που, με τον
έλεγχο διοικητικών συμβουλίων και την πολιτική διαπλοκή, απομυζούν παχυλά
συμβόλαια και υπεργολαβίες. Πρόκειται ουσιαστικά για ιδιωτικές μπίζνες όπου οι
ιδιώτες επικαρπωτές δεν επωμίζονται κανένα σχεδόν βασικό πάγιο κόστος αλλά
ξεκοκαλίζουν όλα τα φιλέτα. Ουσιαστικά δηλαδή πίσω από το δημόσιο κέλυφος
κρύβονται ισχυρά – άλλοτε συνεργαζόμενα και άλλοτε ανταγωνιστικά – ιδιωτικά
συμφέροντα. Εάν οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις ιδιωτικοποιηθούν και μάλιστα
καταλήξουν σε ξένα κεφάλαια τότε τα ελληνικά κεφάλαια κινδυνεύουν να χάσουν
αυτές τις χρυσοτόκες όρνιθες καθώς οι νέοι ξένοι ιδιοκτήτες δύσκολα θα ανεχθούν
να τους «δαγκώνουν» οικονομικά οι εγχώριοι επιχειρηματίες όπως έκαναν
προηγουμένως στις δημόσιες επιχειρήσεις. Μέχρι τώρα, σε μία σειρά ιδιωτικοποιήσεις
(ή και σε εξαγορές ιδιωτικών επιχειρήσεων – βλέπε, για παράδειγμα, την
περίπτωση του τηλεοπτικού σταθμού Alpha, την αγορά του από την RTL που ποτέ δεν
μπόρεσε να αυτονομηθεί από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη Κοντομηνά και που τελικά
φέτος έδωσε το σταθμό πίσω σ’ αυτόν) που ενεπλάκησαν ξένα κεφάλαια τα τελευταία
σπάνια κατάφεραν να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο των επιχειρήσεων αυτών και
ουσιαστικά παρέμειναν δέσμια των ελληνικών κεφαλαίων που τις έλεγχαν
προηγουμένως. Όμως μία του κλέφτη, δύο του κλέφτη που λέει και ο λαός μας …
Ουσιαστικά, το ελληνικό κεφάλαιο προσπαθεί να διατηρήσει
τις κρίσιμες πολιτικές και οικονομικές θέσεις του μέσα στην καταιγίδα και
ευελπιστεί σε μία «φιλική» μεταχείριση από τους δυτικο-ευρωπαίους ηγεμόνες.
Δηλαδή, στη σημερινή συγκυρία, μία επιμήκυνση με κάποιου τύπου κούρεμα του
χρέους και ίσως κάποια ψίχουλα από το ΕΣΠΑ και την ΕΤΕΠ.
3. Ο κόσμος της εργασίας και η ανάγκη ενός αριστερού
μεταβατικού προγράμματος
Είναι όμως οι εργαζόμενοι αυτοί που πληρώνουν το βασικό
κόστος της Μνημονιακής Στρατηγικής. Η έστω και μερική επιτυχία της περνά από
την καταβαράθρωση των μισθολογικών και εργασιακών συνθηκών σε επίπεδα Νιγηρίας
και ούτε καν Εσθονίας και Ρουμανίας. Αυτό κατανοείται πλέον από τη μεγάλη
εργαζόμενη πλειοψηφία. Όμως η απουσία μίας ρεαλιστικής φιλολαϊκής πρότασης
διεξόδου τους κάνει να παραπαίουν μεταξύ μοιρολατρίας και ξαφνικών εκρήξεων που
δημιουργούν πολιτικά γεγονότα αλλά δε δίνουν πολιτική λύση. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι
δέσμιος της φιλο-ευρωπαϊκής αστικής στρατηγικής και οι όποιες διαφορετικές
φωνές στο εσωτερικό του απλά περιθωριοποιούνται και λειτουργούν μόνο σαν ένας –
μεταξύ των άλλων – κράχτης προς αριστερά και λαϊκά εκλογικά ακροατήρια.
Ιδιαίτερα το οικονομικό του πρόγραμμα είναι ένας αχταρμάς μεσοβέζικών προτάσεων
και χαϊδέματος αυτιών που αποφεύγει να απαντήσει στα ουσιαστικά διλήμματα που
τίθενται. Το ΚΚΕ επιδίδεται σε χιλιαστικές επικλήσεις του σοσιαλισμού (χωρίς να
κάνει τίποτα για να τον φέρει πιο κοντά) και κάποια οπορτουνιστικά
χαριεντίσματα της αδιέξοδης γραμμής του (ιδιαίτερα μετά το πρόσφατο εκλογικό
χτύπημα του) χωρίς καμία ουσία και προοπτική. Όμως και οι δυνάμεις της έξωθεν
των τειχών Αριστεράς δεν έχουν κατορθώσει να συγκροτήσουν ένα ρεαλιστικό
αριστερό μεταβατικό πρόγραμμα και να το προβάλλουν με ένα σταθερό, αξιόπιστο
και λαϊκά κατανοητό τρόπο. Ιδιαίτερα παλινωδίες όπως η μονομερής προβολή της
στάσης πληρωμών σαν «φάρμακο δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» καθώς και
«δεξιά» πυροτεχνήματα όπως η ΕΛΕ μόνο προβλήματα και σύγχυση έχουν
δημιουργήσει.
Σήμερα είναι περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ η συγκρότηση
ενός ρεαλιστικού αριστερού μεταβατικού προγράμματος καθώς και του ενιαίου
μετώπου των δυνάμεων της εργασίας που θα την επιβάλει.
Ποιο είναι όμως αυτό ανταγωνιστικό εναλλακτικό πρόγραμμα
που πρέπει να προβάλει ο κόσμος της εργασίας και η κομμουνιστική Αριστερά;
Προβάλλεται από αρκετές πλευρές σαν κεφαλίδα ενός τέτοιου προγράμματος η έξοδος
από το ευρώ. Πρόκειται για μία τόσο τεχνικά όσο και πολιτικά εσφαλμένη πρόταση.
Είναι τεχνικά εσφαλμένη γιατί περιορίζει τα προβλήματα της
ελληνικής οικονομίας μόνο στη σφαίρα της κυκλοφορίας (και άλλωστε με τις
επιπόλαιες θεωρίες περί χρηματιστικοποίησης κατανοεί εν τέλει την κρίση σαν απλή
κρίση χρέους όπως και οι επίσημες αστικές θεωρήσεις) και αδυνατεί να δει το
εύρος των ριζοσπαστικών αλλαγών που απαιτούνται. Μία υποτίμηση μπορεί να δώσει
ένα χρονικό περιθώριο αλλά δεν λύνει τα βαθειά δομικά προβλήματα της ελληνικής
οικονομίας. Ακόμη χειρότερα, το καταστροφικό σχέδιο εξόδου σε ένα
νόμισμα-εξάρτημα του ευρώ (στα πλαίσια ενός μηχανισμού του τύπου «φίδι στο
τούνελ») είναι στην ατζέντα του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Τέλος, η απλή έξοδος
από την ΟΝΕ αποκρύπτει ότι καμία αναγκαία ριζική αναδιάρθρωση της ελληνικής
οικονομίας δεν μπορεί να γίνει μέσα στα οικονομικά και πολιτικά δεσμά της ΕΕ.
Είναι πολιτικά εσφαλμένη γιατί δίνει μάχη στο έδαφος που η
ελληνική αστική τάξη έχει επιλέξει. Η τελευταία γνωρίζει ότι ο λαός πλέον όχι
απλά υποπτεύεται αλλά εχθρεύεται την ΕΕ (γι’ αυτό και τα σχετικά ερωτήματα στις
δημοσκοπήσεις έχουν εξαφανισθεί). Άλλωστε η δυσπιστία απέναντι στην ΕΕ είναι
πλέον ένα δεδομένο για τους λαούς των περισσότερων χωρών της ΕΕ, το οποίο
σπάνια αξιοποιεί η Αριστερά ενώ το εκμεταλλεύεται συστηματικά η ακροδεξιά.
Όμως, ο κόσμος – όταν δεν βλέπει ένα ρεαλιστικό και πειστικό εναλλακτικό
πρόγραμμα – φοβάται μία βουτιά στο άγνωστο που φαίνεται να σηματοδοτεί η απλή
αλλαγή του νομίσματος. Αυτό το φόβο εμπρός στο άγνωστο εκμεταλλεύεται το σύστημα
και έγκαιρα δημιούργησε ένα εικονικό «κόμμα της δραχμής» (εκμεταλλευόμενο
μυωπικές απόψεις και φιλοδοξίες) σαν σκιάχτρο.
4. Αποδέσμευση από την ΕΕ: η αναγκαία κεφαλίδα του
αριστερού μεταβατικού προγράμματος
Η παγκόσμια αλλά και η ελληνική κρίση δείχνει τα ιστορικά
όρια του καπιταλισμού. Η Αριστερά δεν μπορεί να το κρύβει αυτό πίσω από
κουτοπόνηρους τακτικισμούς αλλά πρέπει να διακηρύξει την αναγκαιότητα του
σοσιαλισμού. Η προσφυγή σε συμμαχίες με χειμαζόμενα τμήματα του συστήματος
για μια δήθεν φιλάνθρωπη μεταρρύθμιση του συστήματος (με καρύκευμα λίγο
φραστικό αντικαπιταλισμό) και οι αντινεοφιλελεύθερες συμμαχίες που στοιχίζονται
πίσω από νεο-κεϋνσιανές προτάσεις και επικλήσεις μίας ουτοπικής φιλολαϊκής ΕΕ
είναι είτε βαθύτατα υποκριτικές είτε εθελοτυφλούν. Ταυτόχρονα όμως η Αριστερά
πρέπει να δείξει πως ο σοσιαλισμός εκτός από στόχος είναι και η υπαρκτή κίνηση
επίλυσης των άμεσων προβλημάτων της κοινωνίας. Αυτό συνεπάγεται τη συγκρότηση
ενός μεταβατικού προγράμματος που θα απαντά ρεαλιστικά σε βραχυπρόθεσμα
και μεσοπρόθεσμα προβλήματα και ταυτόχρονα θα συγκροτεί την σύνθετη και
μακρόχρονη διαδικασία της απελευθέρωσης της εργασίας.
Ο βασικός κόμβος ενός τέτοιου μεταβατικού προγράμματος
είναι η αποδέσμευση από την ΕΕ ακριβώς γιατί συμπυκνώνει στη σημερινή
συγκυρία το σύνολο των αντιθέσεων και διαχωρίζει την αστική από την
προλεταριακή στρατηγική. Η ελληνική αστική τάξη, παρόλα τα εξόφθαλμα πλέον
αδιέξοδα της, είναι δεσμευμένη στην ΕΕ και, παρά και τις δικές της ζημιές, δεν
τολμά να αντιπαρατεθεί στους ηγεμόνες της ΕΕ θεωρώντας ότι το κόστος θα είναι
ακόμη μεγαλύτερο. Η αποδέσμευση από την ΕΕ είναι προϋπόθεση για την
εκκίνηση της διαδικασίας σοσιαλιστικής μετάβασης καθώς στα πλαίσια της ΕΕ όχι
σοσιαλισμός αλλά ούτε η πιο απλή απάλυνση των λαϊκών δεινών δεν γίνεται. Η απλή
έξοδος από την ΟΝΕ, αλλά όχι από την ΕΕ, είναι ανεπαρκής και ατελέσφορη.
Πρώτον, η ΕΕ δεν θα το επιτρέψει στην παρούσα συγκυρία για ευνόητους λόγους.
Όμως και από την σοσιαλιστική σκοπιά αυτό δεν είναι σημαντικό καθώς θα
συντηρήσει ψευδαισθήσεις. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι για μία σχετικά μικρή
ανοικτή οικονομία σαν την Ελλάδα η ανάκτηση της συναλλαγματικής και εν μέρει
της νομισματικής πολιτικής ενώ συνεχίζει να δεσμεύεται από την κοινή αγορά δεν
λύνει κανένα ουσιαστικό πρόβλημα. Από την άλλη, η προβολή ως κόμβου ενός
μεταβατικού προγράμματος της στάσης πληρωμών είναι ακόμη πιο αδιέξοδη γιατί το
πρόβλημα του χρέους είναι παράγωγο της οικονομικής κρίσης και όχι η αιτία.
Οι βραχυπρόθεσμοι πυλώνες του οικονομικού σκέλους του
προγράμματος αυτού είναι:
(1) Η στάση εξωτερικών πληρωμών που θα απαλλάξει
την χώρα από το εξωτερικό χρέος. Αυτό δεν αποκλείει μία μετέπειτα
διαπραγμάτευση του εξωτερικού χρέους σε συνάρτηση με οικονομικά και πολιτικά
οφέλη (η περίπτωση της Σοβιετικής επανάστασης αλλά και της Αργεντινής είναι
ενδεικτικές).
(2) Η επιβολή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων για
να αποφευχθεί η φυγή στο εξωτερικό.
(3) Η κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (που
ούτως ή άλλως στηρίζεται σκανδαλωδώς από το δημόσιο) έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση
του και να χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση της οικονομίας.
(4) Η επιβολή ενός συστήματος προοδευτικής φορολογίας έτσι
ώστε να μετατοπισθούν τα δημοσιονομικά βάρη στους «έχοντες και κατέχοντες», να
ελαφρυνθεί το λαϊκό εισόδημα και να εξευρεθούν πόροι από την φορολόγηση του
μεγάλου κεφαλαίου.
(5) Η εισαγωγή νέου εθνικού νομίσματος και η κατάλληλη
διαχείριση του (π.χ. σύστημα πολλαπλών διοικητικά ελεγχόμενων ισοτιμιών,
ελεγχόμενη διολίσθηση της ισοτιμίας
του νέου νομίσματος, ειδικές διακρατικές συναλλαγματικές συμφωνίες).
(6) Ένα σύστημα ελέγχου των τιμών και εξασφάλισης
των αναγκαίων αγαθών τόσο μαζικής κατανάλωσης όσο και για κρίσιμους τομείς της
οικονομίας.
(7) Μία διακριτική εμπορική πολιτική που να
οικοδομεί διεθνείς οικονομικές συμμαχίες (π.χ. ειδικές διακρατικές
συμφωνίες, συμφωνίες clearing, συμφωνίες swap) έτσι ώστε να εξασφαλίζονται οι
εισαγωγές αναγκαίων ξένων προϊόντων και το συνάλλαγμα που χρειάζεται γι’ αυτές.
Όμως η επιτυχία ενός τέτοιου προγράμματος δεν κρίνεται στα
βραχυπρόθεσμα αυτά μέτρα που απλά θα δώσουν ανάσες αλλά στη δυνατότητα του να
ανοικοδομήσει την οικονομία. Ιδιαίτερα να την μετασχηματίσει από μία
καταρρέουσα οικονομία-εξάρτημα των ηγεμονικών δυτικο-ευρωπαϊκών κεφαλαίων σε
μία παραγωγική οικονομία προς όφελος του λαού. Αυτή η παραγωγική αναδιάρθρωση
της οικονομίας δεν μπορεί να γίνει από την αγορά και τα ξένα κεφάλαια. Μπορεί
να γίνει μόνο μέσα από μία μεγάλη προσπάθεια σχεδιασμένης αναδιάρθρωσης που θα οργανωθεί από την μεγάλη εργαζόμενη
πλειοψηφία και που θα βασίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία και
έλεγχο των βασικών οικονομικών κλάδων). Αυτή η σχεδιασμένη παραγωγική
αναδιάρθρωση προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται ανάλογη βιομηχανική πολιτική
(δημιουργίας, προστασίας και στήριξης συγκεκριμένων κλάδων) και εμπορική
πολιτική.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να αποτελέσει τον άξονα
συσπείρωσης όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που πραγματικά
αναφέρονται στον κόσμο της εργασίας. Η συσπείρωση τους θα δημιουργήσει το
αναγκαίο ενιαίο μέτωπο των δυνάμεων της εργασίας για την προώθηση του.
Ταυτόχρονα πρέπει να αποτελέσει την πρόταση συστράτευσης προς τις πλατειές
λαϊκές μάζες τονίζοντας τις λύσεις που προτείνει και άσχετα με τον εάν
συμφωνούν με τον τελικό ορίζοντα (ο οποίος όμως σε καμία περίπτωση δεν
μπορεί να αποκρύπτεται).
Η συγκρότηση ενός τέτοιου αριστερού μεταβατικού
προγράμματος και του ενιαίου μετώπου που θα το προβάλει είναι το κρίσιμο άμεσο
πολιτικό στοίχημα. Κάθε καθυστέρηση, παλινωδία και αποτυχία στον τομέα αυτό θα
κοστίσει δραματικά και άμεσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου