Του
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΩΤΗΡΗ*
Ο συνδυασμός
ανάμεσα στην οικονομική κρίση, στην κοινωνική καταστροφή και την ανοιχτή
πολιτική κρίση σε «αδύναμους κρίκους» του «Ευρωπαϊκού σχεδίου» όπως είναι η
Ελλάδα, έχουν κάνει ξανά πιθανό ενδεχόμενο τη ριζική πολιτική και κοινωνική
αλλαγή. Στην Ελλάδα, ζήσαμε και ζούμε μια πρωτόγνωρη ακολουθία πολιτικών και
κοινωνικών εξελίξεων, που στη βάση μιας βαθιάς δομικής οικονομικής και
κοινωνικής κρίσης (αλλά και της επιτροπείας από την ΕΕ και το ΔΝΤ), οδηγηθήκαμε
σε μια βαθιά πολιτική κρίση, σε ένα κύκλο κινητοποιήσεων που παραπέμπει σε μια
συνεχιζόμενη λαϊκή εξέγερση, σε ένα παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο, σε μεγάλες
ανατροπές στις κοινωνικές συμμαχίες και τις σχέσεις εκπροσώπησης, σε μια
εκκωφαντική απώλεια εκλογικής επιρροής για τις μνημονιακές δυνάμεις, στην
απονομιμοποίηση μεγάλου μέρους των πολιτικών που αποτέλεσαν κομμάτι της
οικονομικής ορθοδοξίας (από την πρωτοκαθεδρία των αγορών έως το ευρώ) , σε μια
εντυπωσιακή συνολική άνοδο της Αριστεράς, ακόμη και στο ενδεχόμενο (αν και όχι
βεβαιότητα...) μιας κυβέρνησης με συμμετοχή της Αριστεράς.
Όλα αυτά θέτουν μια πολύ μεγάλη πολιτική και θεωρητική πρόκληση. Μας υποχρεώνουν να σκεφτούμε ξανά με όρους επαναστατικής στρατηγικής, όχι με την έννοια μιας αφηρημένης θεωρητικής δικαίωσης της ριζικής κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, ούτε με την έννοια μιας απλής αντικαπιταλιστικής ρητορικής, αλλά με την έννοια των ιδιαίτερα πρωτότυπων και αναγκαστικά άνισων και διακυβευόμενων βημάτων που θα οδηγήσουν από τον «υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό» σε μια νέα σοσιαλιστική προοπτική.
Αυτό
σημαίνει ότι αναγκαστικά απαιτείται μια τομή στον τρόπο που κάνει πολιτική η
Αριστερά, συμπεριλαμβανομένης της επαναστατικής, από τη δεκαετία του 1980. Για
μια ολόκληρη περίοδο η αριστερή πολιτική σήμαινε κύρια την οργάνωση αντιστάσεων
και την απόσπαση παραχωρήσεων από τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό και,
παράλληλα, την εξασφάλιση της αναπαραγωγής της κομμουνιστική ή κομμουνιστικά
προσανατολισμένης αναφοράς κύρια ως μορφής ιδεολογικής έγκλησης. Άλλωστε,
ευρύτερα στην Ευρώπη η όποια ενασχόληση με το ζήτημα της εξουσίας έπαιρνε απλώς
τη μορφή της συμμετοχής ή ανοχής σε ήπια νεοφιλελεύθερες σοσιαλδημοκρατικές
κυβερνήσεις, συνήθως με καταστροφικά αποτελέσματα, όπως δείχνουν οι εμπειρίες
της Γαλλίας και της Ιταλίας. Σήμερα, όμως, τα ερωτήματα που αφορούν την
εξουσία, την πραγματική επίδραση στο συσχετισμό δυνάμεων, της εκκίνησης
ακολουθιών ριζικής κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής βρίσκονται ξανά στο
επίκεντρο της αριστερής πολιτικής. Αυτό μας βρίσκει απροετοίμαστους ίσως, αλλά,
σε πείσμα ενός ορισμένου μεταφυσικού μαρξισμού, η ιστορική έκπληξη έρχεται
πάντοτε όταν οι συνθήκες είναι ανώριμες.
Ωστόσο, το
ερώτημα παραμένει: πώς μπορούμε να στοχαστούμε αυτή την πρόκληση; Μπορούμε να
την σκεφτούμε με όρους παραδοσιακής εκλογικής τακτικής και οικοδόμησης
πολιτικών και εκλογικών συνασπισμών που αποσκοπούν στην κατάκτηση της
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και μετά να προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε τα
όποια – μικρά – περιθώρια άσκησης διαφορετικής πολιτικής αφήνει η τωρινή
θεσμική και πολιτική διάταξη δυνάμεων τόσο σε εθνικό όσο και υπερεθνικό επίπεδο;
Αρκεί να ανανεώσουμε μια κλασική «εξεγερσιακή» τακτική που αποσκοπεί στην
κατάληψη της εξουσίας έξω και πέρα από τα τυπικά κοινοβουλευτικά ή πολιτικά
μέσα; Ή μήπως πρέπει να πούμε ότι η κατάσταση απέχει από το να είναι «ώριμη»,
καθώς το κόμμα ή το μέτωπο της εργατικής τάξης δεν είναι αρκούντως μεγάλο ή
ισχυρό, και άρα δεν υπάρχει περιθώριο ανατροπής παρά μόνο η κομματική
οικοδόμηση;
Πιστεύω ότι
χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό πλαίσιο για να στοχαστούμε την επαναστατική
στρατηγική. Γι' αυτό το λόγο πιστεύω ότι είναι ανάγκη να ξαναγυρίσουμε στη
σύλληψη του Γκράμσι για το «ιστορικό μπλοκ». Παραδοσιακά η έννοια του ιστορικού
μπλοκ έχει διαβαστεί ως να αναφέρεται κύρια στην συνάρθρωση βάσης και
εποικοδομήματος ή υλικής πρακτικής και ιδεολογίας. Όντως, κάποιες από τις
αναφορές του ίδιου του Γκράμσι παραπέμπουν σε μια τέτοια ανάγνωση, όπως εκεί
όπου αναφέρεται στο ιστορικό μπλοκ ως την «ενότητα ανάμεσα σε φύση και πνεύμα
(βάση και εποικοδόμημα)».[1] Όμως, νομίζω ότι θα ήταν πολύ καλύτερο να ορίσουμε
το ιστορικό μπλοκ ως την περιγραφή των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογιών
διαδικασιών και συνθηκών που μπορούν να κάνουν μια κοινωνική τάξη – ή μια
συμμαχία κοινωνικών τάξεων – να γίνει μια ιστορική δύναμη, μέσα από τη
διαλεκτική ιδεολογίας, πρακτικής και στρατηγικής. Με αυτή την έννοια είναι
επίσης μια θέση για τη συνθετότητα του κοινωνικού όλου ως πεδίου πολιτικής
παρέμβασης. Έτσι διαβάζω την αναφορά του Γκράμσι ότι «βάση και εποικοδόμημα
διαμορφώνουν ένα 'ιστορικό μπλοκ', δηλαδή το σύνθετο, αντιφατικό και ασύμφωνο σύνολο
των εποικοδομημάτων είναι η αντανάκλαση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων
παραγωγής» [2] (). Αυτό ενισχύεται από την επιμονή του Γκράμσι ότι σε αυτή τη
σύλληψη του ιστορικού μπλοκ, «οι υλικές δυνάμεις είναι το περιεχόμενο και οι
ιδεολογίες η μορφή, αν και αυτή η διάκριση ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο
έχει καθαρά διδακτική αξία, καθώς οι υλικές δυνάμεις θα ήταν ασύλληπτες
ιστορικά χωρίς μορφή και οι ιδεολογίες θα ήταν απλές ατομικές φαντασιοπληξίες
χωρίς υλικές δυνάμεις».[3] Ωστόσο, η πλήρης δύναμη της σύλληψης του Γκράμσι για
το ιστορικό μπλοκ, όχι απλώς ως μια αναφορά στη σχέση ανάμεσα σε βάση και
εποικοδόμημα αλλά – και κύρια – στις διαδικασίες, πρακτικές και συνθήκες (με
την έννοια της οικονομίας, της πολιτικής, της ιδεολογίας και της μαζικής διανοητικότητας)
που καθιστούν δυνατή την ηγεμονία και κατά συνέπεια τον κοινωνικό
μετασχηματισμό, έρχεται σε αποσπάσματα όπως το ακόλουθο:
Εάν οι
σχέσεις ανάμεσα στους διανοουμένους και το λαό-έθνος, ανάμεσα στους ηγέτες και
τους όσους καθοδηγούν (...) παρέχεται από μια οργανική συνοχή στην οποία το
συναίσθημα-πάθος γίνεται κατανόηση και μετά γνώση (όχι μηχανικά αλλά με έναν
τρόπο ζωντανό), τότε και μόνο τότε έχουμε μια σχέση αντιπροσώπευσης. Μόνο τότε
μπορεί να λάβει χώρα (...) μια κοινή ζωή, που μόνο αυτή είναι κοινωνική δύναμη,
με τη δημιουργία ενός 'ιστορικού μπλοκ'. [4]
Σε αυτή την
τοποθέτηση μπορούμε να προσθέσουμε την τοποθέτηση της Christine Buci-Glucksmann
[5] και τον τρόπο που διακρίνει το παθητικό ιστορικό μπλοκ (που το συνδέει με
την έννοια της παθητικής επανάστασης στο Γκράμσι ως τη μορφή αστικής ηγεμονίας
στον ώριμο καπιταλισμό) και ένα εκτεταμένο ιστορικό μπλοκ ως το υποκείμενο του
σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και την επιμονή της ότι προσφέρει μια στρατηγική
σύλληψη διαφορετική τόσο από αυτή που προσέφεραν τόσο η Β΄ όσο και η Γ΄
Διεθνής.
Γιατί, όμως,
πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε με όρους ιστορικών μπλοκ σε χώρες όπως η
Ελλάδα; Πρώτα από όλα γιατί ορισμένες από τις αναγκαίες συνθήκες είναι ήδη εδώ:
μια πολιτική κρίση που βαθαίνει και πλησιάζει το όριο της κρίσης ηγεμονίας,
όπως αυτό φαίνεται στην εκρηκτική απόρριψη της λιτότητας και όλου της άρθρωσης
του πολιτικού συστήματος και των διεθνών οργανισμών γύρω από τη λιτότητα,
τεράστιες μετατοπίσεις στις κοινωνικές συμμαχίες και τις σχέσεις εκπροσώπησης,
τουλάχιστον μέσα στη συγκυρία, με μεγάλο μέρος όχι μόνο της εργατικής τάξης
αλλά και παραδοσιακών και νέων μικροαστικών στρωμάτων να απομακρύνεται από τα
κόμματα εξουσίας και την πολιτική τους και μια επαναπολιτικοποίηση της
κοινωνίας που περιλαμβάνει την ανοιχτή συζήτηση ριζοσπαστικών εναλλακτικών
λύσεων.
Όμως, το πιο
σημαντικό δεν είναι οι συνθήκες που μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για πιθανά
ιστορικά μπλοκ, αλλά το πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ιστορικό μπλοκ ως
έννοια στρατηγικής. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική που θα έβαζε ως στόχο τη
διαμόρφωση ενός νέου ιστορικού μπλοκ αναφέρεται στη συνάρθρωση και το συνδυασμό
της πολιτικής στρατηγικής, του σχεδίου για το μετασχηματισμό, της ιδεολογίας,
των μορφών οργάνωσης, περιλαμβάνει το σύνολο των πρακτικών και των μορφών
πολιτικής που μπορούν να οδηγήσουν στο να γίνουν οι υποτελείς τάξεις μια
ιστορική δύναμη που μπορεί να εκκινήσει μια διαδικασία κοινωνικού
μετασχηματισμού.
Το να
σκεφτόμαστε την πολιτική της ριζοσπαστικής αριστεράς με όρους «ιστορικού μπλοκ»
σημαίνει να κινηθούμε από την αντίσταση στην οικοδόμηση μιας εναλλακτικής
λύσης. Αυτό δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια «προοδευτική κυβέρνηση» που θα
προσπαθήσει να αποφύγει τη λιτότητα ενώ θα παραμένει μέσα στο δομικό
νεοφιλελευθερισμό της Ευρωζώνης και τη συστημική βία του χρέους. Σημαίνει τη
δυνατότητα μιας πλατιάς αντικαπιταλιστικής κοινωνικής συμμαχίας, την
οικοδόμηση, παράλληλα και διαλεκτικά συνδεδεμένα, τόσο ενός αγωνιστικού μετώπου
όσο όμως και ενός αριστερού μετώπου ανατροπής, την επεξεργασία του
αντικαπιταλιστικού προγράμματος ως «συγκεκριμένης – και εφικτής...– ουτοπίας»,
στο να αγωνιστούμε για την κατάκτηση της εξουσίας όχι μόνο στο επίπεδο της
κυβέρνησης αλλά και από κάτω, επιδιώκοντας όχι μόνο αριστερή διακυβέρνηση, αλλά
ηγεμονία σε μια σύνθετη και άνιση διαδικασία μετασχηματισμού και πειραματισμού.
Αυτή η
διαδικασία δεν μπορεί να στηρίζεται απλώς στην απόρριψη του ακραίου
νεοφιλελευθερισμού, αλλά και σε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει
όλα τα αναγκαία άμεσα βήματα για να αποφύγουμε την κοινωνική καταστροφή και να
βγούμε από το φαύλο κύκλο «λιτότητα – ύφεση – ανεργία» και να ξεκινήσουμε μια
διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού. Πρέπει να περιλαμβάνει την άμεση παύση
πληρωμών στο χρέος, την έξοδο από το ευρώ και τη ρήξη με την ΕΕ, την
εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων, γενναία αναδιανομή
εισοδήματος και πάνω από όλα ένα αίτημα παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Με αυτή την
έννοια μια στρατηγική για ένα νέο «ιστορικό μπλοκ» απαιτεί όχι απλώς αιτήματα
αλλά ένα εναλλακτικό παραγωγικό υπόδειγμα, σε κατεύθυνση μη καπιταλιστική και
πέρα από τη λογική της αγοράς, ένα εναλλακτικό αναπτυξιακό μοντέλο, που
αντιστοιχεί ακριβώς στη διαλεκτική οικονομίας και πολιτικής μέσα στο ιστορικό
μπλοκ. Αναπτυξιακό μοντέλο, όχι με την έννοιας μιας ποσοτικής μεγέθυνσης, ούτε
ως πρόταση για καλύτερη καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά ως συλλογική εμπιστοσύνη
ότι σε αυτό τον τόπο υπάρχουν συλλογικοί υλικοί και κοινωνικοί παραγωγικοί όροι
και πόροι για μια καλύτερη ζωή. Αυτό απαιτεί μια σύγχρονη αντίληψη δημοκρατικού
κοινωνικού σχεδιασμού μαζί με την έμφαση στην αυτοδιαχείριση, την ανάκτηση
αργών παραγωγικών μονάδων, π.χ. μέσα από κατάληψη από τους εργαζομένους,
διαμόρφωση μη εμπορικών δικτύων διανομής, επανακατοχυρώνοντας τον «κοινό» χαρακτήρα
των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών που σήμερα αντιμετωπίζουν και την
ιδιωτικοποίηση και τις «νέες περιφράξεις», την αξιοποίηση των «χναριών του
κομμουνισμού» στα τωρινά κινήματα και τις αντιστάσεις στη βία του κεφαλαίου και
των αγορών.
Ένα εν
δυνάμει «ιστορικό μπλοκ» σημαίνει ότι διεκδικούμε την πολιτική εξουσία όχι μόνο
με την έννοια μιας «αριστερής κυβέρνησης» αλλά και με την έννοια μιας
πραγματικής αλλαγής στην άρθρωση του συσχετισμού δυνάμεων. Χωρίς ένα ισχυρό
εργατικό κίνημα, χωρίς ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, χωρίς το πλήρες
ξεδίπλωμα μορφών λαϊκής εξουσίας και αυτό-οργάνωσης, καμιά κυβέρνηση της
Αριστεράς δεν θα μπορέσει να αντέξει την τεράστια πίεση που θα δεχτεί από τις
δυνάμεις του κεφαλαίου, την ΕΕ και το ΔΝΤ. Γι' αυτό και είναι ανάγκη να
πειραματιστούμε με νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας από τα κάτω
και να δημιουργήσουμε νέες μορφές κοινωνικής πρακτικής και αλληλόδρασης,
στηριγμένες πάνω στην αλληλεγγύη και την κοινή δουλειά, νέες μορφές άμεσης
δημοκρατίας, πρακτικές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου και φυσικά ούτε στιγμή
να μη σταματήσουμε την πάλη και τον αγώνα με κοινοβουλευτικά και
εξω-κοινοβουλευτικά μέσα. Χωρίς μια αγωνιζόμενη κοινωνία, χωρίς ένα δυνατό και
οργανωμένο κίνημα, χωρίς μορφές λαϊκής δημοκρατικής αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης,
ακόμη και αυτοάμυνας, η όποια αριστερή ή προοδευτική κυβέρνηση θα είναι στο
τέλος πολύ αδύναμη για να προχωρήσει σε ρήξεις. Αντίθετα, υπό την προϋπόθεση
της επίγνωσης ότι εντάσσεται σε μια μακρά και αντιφατική περίοδο μετάβασης και
μετασχηματισμού, πάλης και από πάνω και από κάτω, αξιοποίησης και της
κυβερνητικής εξουσίας (ριζοσπαστικοποιώντας ταυτόχρονα και το τωρινό θεσμικό
και συνταγματικό πλαίσιο) και των μορφών «λαϊκής εξουσίας», δοκιμάζοντας
τρόπους ώστε όντως να τσακιστούν ή να μετασχηματιστούν οι κατασταλτικοί
μηχανισμοί (ή να οργανωθεί η άμυνα του λαού απέναντί τους), μην υποτιμώντας τη
διαρκή πάλη με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, τότε ναι το αίτημα μιας αριστερής
κυβέρνησης μπορεί να είναι τμήμα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Όχι
εύκολα, όχι αυτονόητα, όχι αυτόματα, αλλά αναγκαστικά αντιφατικά, όπως δείχνει
και όλη η συζήτηση μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, από την «Εργατική Κυβέρνηση»
του Δ' Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στο ερώτημα του Γκράμσι για μια
«Συντακτική Συνέλευση» των αντιφασιστικών δυνάμεων, στην αναμέτρηση του
Πουλαντζά με το δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό, στις σύγχρονες εμπειρίες
π.χ. της Βολιβίας.
Είναι
ακριβώς αυτός ο συνδυασμός της λαϊκής εξουσίας από τα κάτω και των νέων μορφών
αυτοδιαχείρισης και μη εμπορικής διανομής που μπορούν να διαμορφώσουν τους
όρους για σύγχρονες μορφές «δυαδικής εξουσίας», δηλαδή την πραγματική ανάδυση
νέων, μη καπιταλιστικών πολιτικών και κοινωνικών μορφών. Άλλωστε, και στη σκέψη
του Λένιν και στη σκέψη του Γκράμσι, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει
διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού χωρίς εκείνο τον κοινωνικό και πολιτικό
πειραματισμό που θα σημαίνει ότι νέες κοινωνικές μορφές, νέοι τρόπο να
παράγουμε και να οργανώνουμε την κοινωνική ζωή ήδη αναδύονται μέσα στους αγώνες
και τη διαδικασία μετάβασης.
Δεν
πρόκειται να είναι ένας εύκολος δρόμος. Αντίθετα, θα είναι δύσκολος και θα
απαιτήσει μια αγωνιζόμενη κοινωνία που η ίδια αλλάζει τις αξίες, τις
προτεραιότητες τις αφηγήσεις της, ακριβώς το ηθικο-πολιτικό στοιχείο στο οποίο
πάντοτε επέμεινε ο Γκράμσι. Με αυτή την έννοια ο στόχος της αριστερής πολιτικής
δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στο 2009, όχι τόσο γιατί δεν υλικά εφικτό, όσο
κυρίως γιατί θέλουμε να πάμε πέρα από την εμπιστοσύνη στις αγορές και την
καταναλωτική υπερχρέωση. Σε μια τέτοια «κοσμοαντίληψη» η δημόσια εκπαίδευση,
υγεία, οι δημόσιες μεταφορές, η προστασία του περιβάλλοντος και ουσιαστικά η
ποιότητα της καθημερινής ζωής και κοινωνικότητας, είναι πιο σημαντικά πράγματα
από τα εισαγόμενα καταναλωτικά είδη και τα φτηνά δάνεια.
Χρήσιμη εδώ
είναι η έννοια του «εθνικο-λαϊκού» που συναντάμε στον Γκράμσι. Δεν προτείνω μια
επιστροφή μια κλασική αριστερή «πατριωτική» ρητορεία, που όντως μπορεί να
συγκαλύψει τον ταξικό ανταγωνισμό, αλλά στη σύνθετη πολιτική, κοινωνική και
ιδεολογική διαδικασία μέσα από την οποία ο λαός μπορεί να αναδυθεί εκ νέου,
μέσα στον αγώνα, όχι ως το αφηρημένο υποκείμενο της αστικής πολιτικής, αλλά ως
η δυνητικά αντικαπιταλιστική συμμαχία όλων εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων
που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εξαρτώνται από την εργατική τους δύναμη για
να τα βγάλουν πέρα και αυτό σημαίνει και μια νέα μορφή λαϊκής ενότητας, ειδικά
όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε την κανιβαλική διαίρεση την οποία καλλιεργούν τα
φασιστικά ρεύματα.
Μια τέτοια
διαδικασία μπορεί (και πρέπει...) να είναι και μια διαδικασία γνώσης. Τόσο με
την έννοια της αξιοποίησης της γνώσης που έχουν σωρεύσει οι άνθρωποι μέσα στα
κινήματα (ποιος μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα ένα σχολείο ή ένα νοσοκομείο;
Διορισμένοι «τεχνοκράτες» ή οι άνθρωποι που όντως εργάζονται και αγωνίζονται
εκεί;). Όσο όμως και με την έννοια ότι ο αγώνας, η αλληλεγγύη και οι κοινές
πρακτικές είναι μορφές που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αποκτούν γνώση, να
μαθαίνουν να κάνουν πράγματα με τρόπο διαφορετικό, να επανεφευρίσκουν συλλογικά
νέες μορφές μαζικής διανοητικότητας και μιας νέας πολιτισμικής ηγεμονίας. Με
αυτό τον τρόπο μπορούμε να δώσουμε άλλη διάσταση στο αίτημα του Γκράμσι για μια
«οργανική συνοχή στην οποία το αίσθημα-πάθος γίνεται κατανόηση και μετά γνώση».
Αυτή η
στρατηγική (και η διαλεκτικά στρατηγικής και τακτικής) μπορεί να μετασχηματίσει
τις τωρινές αναδυόμενες συμμαχίες, αγώνες, αντιστάσεις, πολιτικές προτάσεις, σε
ένα πρωτότυπο «ιστορικό μπλοκ», την αναγκαία συνθήκη μιας ανοιχτής διαδικασίας
κοινωνικού μετασχηματισμού. Είναι μια προσπάθεια να ξαναστοχαστούμε την
επαναστατική στρατηγική όχι ως φαντασίωση αλλά ως μια ανοιχτή διαδικασία
μετασχηματισμού και πειραματισμού.
Γι' αυτό και
η κριτική που κάνουμε στο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η απαίτηση να ανοίξει η κουβέντα στις
στρατηγικές προϋποθέσεις της και όχι στη λογική της επαναδιαπραγμάτευσης της
λιτότητας δεν προέρχεται από κάποια σεχταριστική καταγγελία της βέβαιης
«προδοσίας των ρεφορμιστών», ούτε εμπνέεται από μια χιλιαστική ενόραση της
επανάστασης ως «στιγμιαίας» επαναστατικής εφόδου στην καρδιά του κράτους (χωρίς
να υποτιμάμε την επιτάχυνση του χρόνου σε επαναστατικές καταστάσεις). Είναι,
ακριβώς, η ανάγκη να στοχαστούμε πώς η συμμετοχή της Αριστεράς στην κυβερνητική
εξουσία μπορεί όντως να σημαίνει ριζοσπαστική αριστερή διακυβέρνηση και να
είναι πλευρά μιας επαναστατικής ακολουθίας που να αναλογεί στις προκλήσεις του
21ου αιώνα.
Όλα αυτά,
όμως απαιτούν και μια νέα σύλληψη του πολιτικού υποκειμένου. Η σημασία της
μετωπικής πολιτικής έχει φανεί όλα τα προηγούμενα χρόνια. Δεν χρειαζόμαστε μια
μεταφυσική σύλληψη του κόμματος ως του εγγυητή της αλήθειας και της ορθής
γραμμής, αλλά μια πολύ πιο ευρεία και βαθιά συνάμα σύλληψη του αριστερού
πολιτικού μετώπου, όχι ως αθροίσματος ρευμάτων και πολιτικού μέσου όρου, αλλά
ως διαλεκτικής διαδικασίας, ως πεδίου αγώνων και συγκρούσεων, ως διαδικασία
ανάδυσης και επίλυσης αντιθέσεων ως μια δυναμική συλλογική δημοκρατική
διαδικασία, μια διαδικασία γνώσης που να μπορεί να αποτελέσει το εργαστήρι για
νέες ιδέες, πολιτικά σχέδια, υποκειμενικότητες. Και αυτό σημαίνει ότι σε
αντίθεση με την παραδοσιακή εργαλειακή αντίληψη της πολιτικής οργάνωσης, που
διαχωρίζει μέσα και σκοπούς, μια επαναστατική αντίληψη σημαίνει την ταύτιση
μέσων και σκοπών και αυτό βάζει όντως το ζήτημα μιας εσωτερικής δημοκρατικής
κουλτούρας που να κάνει τη μορφή οργάνωσης αντανάκλαση των κοινωνικής σχέσεων
που οραματιζόμαστε και διεκδικούμε.
Για πρώτη
φορά μετά από πολλά χρόνια δεν τα συζητάμε όλα αυτά θεωρητικά αλλά ως επείγοντα
πολιτικά ερωτήματα. Οι συνθήκες είναι όντως ανώριμες, αλλά ακριβώς αυτό
σημαίνει ότι το ενδεχόμενο πραγματικής ανατροπής είναι παραπάνω από πιθανό!
(Το κείμενο
αποτελεί την εισήγηση στην εκδήλωση με θέμα Αριστερά, Ηγεμονία, Κρίση, όπου
συμμετείχαν και οι Peter Thomas, Leo Panitch, Αλέξανδρος Χρύσης και Κώστας
Γούσης, την Κυριακή 3 Ιούνη 2012 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Αναιρέσεις 2012»,
που διοργάνωσε η Νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση και το Νέο Αριστερό Ρεύμα,
στη Γεωπονική)
[1]
Α. Gramsci, Selections from the Prison Notebooks, London , Lawrence
and Wishart, 1971, σ. 137.
[2] Όπ.π.,
σ. 366
[3] Όπ.π. σ.
378
[4] Όπ.π. σ.
418
[5]
Christine Buci-Glusksmann, 'Bloc Historique', σε G.
Bensussan και G. Labica, Dictionnaire critique du marxisme, Paris,
PUF, 1982.
*Αναδημοσίευση
από: www.ektosgrammis.gr
Σάββατο 9
Ιουνίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου