Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Νέοι εργασία και πολιτική στην Ευρώπη της κρίσης


και ο  ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικός επιταχυντής της κοινωνικής πρωτοβουλίας
συνέντευξη του Μιχάλη Βακαλούλη στην Ελένη Τσερεζόλε

Ο Μιχάλης Βακαλούλης (vakaloulis.wordpress.com) διδάσκει θεωρία της συλλογικής δράσης, μεθοδολογία και πολιτική κοινωνιολογία της παγκοσμιοποίησης στο Πανεπιστήμιο Paris VIII. Σπούδασε οικονομία, πολιτικές επιστήμες και είναι διδάκτορας φιλοσοφίας. Πολλές μελέτες του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Το ερευνητικό του πεδίο αφορά τα σύγχρονα προβλήματα των κοινωνικών κινημάτων στη διάδρασή τους με τη θεσμική πολιτική, τη κριτική ανάλυση των σύγχρονων μορφών διαχείρισης των επιχειρήσεων μέσα στη κεφαλαιοκρατική κρίση, τις νέες μορφές πολιτικοποίησης. Η σχέση της νεολαίας με την εργασία και την πολιτική αποτελεί αντικείμενο μιας συγκριτικής κοινωνιολογικής μελέτης που διεξάγει το τελευταίο διάστημα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
 Πώς αντιλαμβάνονται οι νέοι εργαζόμενοι τη θέση και την ένταξή τους στο περιβάλλον της επιχείρησης;
Με βάση τα εμπειρικά δεδομένα μια τελευταίας εμπειρικής έρευνας στη Γαλλία, η μεγάλη πλειοψηφία της εργαζόμενης νεολαίας ταλαντεύεται ανάμεσα στην προσωρινή απασχόληση και τον επαγγελματικό νομαδισμό. Η είσοδος στην αγορά εργασίας είναι μια επίπονη και αβέβαιη διαδικασία, γεμάτη εμπόδια, που προϋποθέτει μια εντατική προσωπική κινητοποίηση δεξιοτήτων και δικτύων. Οι νέοι γνωρίζουν ότι για να «πετύχουν» χρειάζεται να μετατραπούν σε «επιχειρηματίες» της ίδιας τους της προαγωγής. Αυτή η ακατάπαυστη επιταγή επικοινωνίας και επαγγελματικής αυτοπροβολής είναι ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό της συλλογικής τους ταυτότητας. Στις σημερινές συνθήκες, η εξεύρεση μιας θέσης απασχόλησης δεν εμφανίζεται σαν θεμελιακό κοινωνικό δικαίωμα, αλλά σαν προσωποποιημένη επίδοση που επικυρώνει την ικανότητα να οργανώνεται η αποδοτική ένταξη στην οικονομική σφαίρα.
Συγκεκριμένα, ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της κατάστασης;
Αυτή η κατάσταση αναπαράγει εγγενώς τάσεις και αιτιάσεις εξατομικευμένων λύσεων. Με τη διαφορά, όμως, ότι δεν πρόκειται για μια στάση αναδίπλωσης και απομόνωσης, αλλά για μια ενεργή αναζήτηση στηριγμάτων και προσβάσεων στον εργασιακό χώρο που πολλαπλασιάζει τις ατομικές εμπειρίες και διευρύνει την επαγγελματική κινητικότητα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις απογοητεύσεις που αντιμετωπίζουν, οι νέοι είναι εκ θέσεως προσαρμοστικοί στην οικονομία, ανοιχτοί στην καινοτομία, αλλά και απαιτητικοί στην κοινωνική τους αναγνώριση. Πρόκειται για ένα εκπληκτικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό μοχλό κοινωνικής ανάπτυξης, υπό τον όρο να ενταχθεί σε μια οικονομία εξυπηρέτησης των κοινωνικών αναγκών και όχι μεγιστοποίησης της ιδιωτικής κερδοφορίας.
Πώς αντιλαμβάνονται την επιχείρηση οι νέοι εργαζόμενοι;
Η σχέση τους με την επιχείρηση είναι ρεαλιστική και όχι ιδεολογική. Διαπιστώνουν, καταρχήν, ότι η επιχείρηση λειτουργεί σε ένα ασταθές οικονομικό περιβάλλον μη διαθέτοντας, εκτός εξαιρέσεων, ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού. Σε γενικές γραμμές, απαιτεί από αυτούς να είναι άμεσα παραγωγικοί, απαξιώνοντάς τους συχνά ως νέους εργαζόμενους λόγω «έλλειψης εμπειρίας» στα πλαίσια ενός γενικευμένου γενεαλογικού ντάμπινγκ. Ταυτόχρονα, δεν εγγυάται ούτε την απασχόληση ούτε την αναγνώριση της προσφοράς τους. Είναι επίσης σαφές ότι δεν θα διστάσει να τους απολύσει, έστω κι αν είναι αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, σε περίπτωση που τα συμφέροντά της το επιτάσσουν.
Η σχέση που οικοδομείται είναι τελικά αντιφατική, γεμάτη αμοιβαίες καχυποψίες και σκαμπανεβάσματα. Η αφοσίωση των νέων στο επάγγελμα τους δεν σημαίνει ότι υπογράφουν μια «λευκή επιταγή» στην εργοδοσία, όπως και η «ενσωμάτωση» τους στην επιχείρηση δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την αφομοίωση τους από την διαχειριστική λογική της διευθύνουσας ελίτ. Τελικά, η νέα γενιά των εργαζομένων έχει κατανοήσει ότι θα δεν κάνει σταδιοδρομία ούτε σε μια μόνο επιχείρηση ούτε σε ένα μοναδικό επάγγελμα. Η επιχείρηση δεν είναι ο σκοπός της «καριέρας» αλλά ο κύριος φορέας της. Δεν πρόκειται για μια σχέση συναισθηματικής εξάρτησης αλλά για μια ανταλλαγή υπηρεσιών άμεσης χρησιμότητας. Δεν υπάρχει κανένα σταθερό κρησφύγετο πρόσδεσης, προστασίας, σωτηρίας. Το κύριο μέλημα των νέων εργαζομένων μετατοπίζεται πλέον στη προσπάθεια συνεχούς επανεξέτασης των συνθηκών «απασχολησιμότητάς» τους. Κατά παράδοξο τρόπο, αυτό τους ευαισθητοποιεί στην κοινωνική μεταβολή και τους φέρνει αντιμέτωπους με το συνολικό πλαίσιο νεοφιλελεύθερης ανασυγκρότησης της κοινωνίας.
 Πώς αντιμετωπίζουν την παρούσα κρίση;
Η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση είναι μια ευκαιρία αναδιάρθρωσης των συλλογικών αντιλήψεων, συμπεριλαμβανομένης και της νεολαίας. Καταρχήν, αποκαλύπτει πόσο εύθραυστη είναι η κατάσταση των νέων στο βαθμό που ενισχύει την ανασφάλεια και την ανεργία, μειώνει τις απαιτήσεις για αμοιβή και επαγγελματική ανέλιξη, χαμηλώνει τα αντανακλαστικά ταξικής αυτοπροστασίας μέσω της συλλογικής δράσης. Αλλά αυτή ακριβώς η μαζική απαξίωση δημιουργεί αντίρροπες τάσεις, ενστάσεις, αντιδράσεις. Οι νέοι εργαζόμενοι μπορεί να μην κατανοούν τα ακριβή αίτια και τους μηχανισμούς που οδήγησαν στην κρίση, είναι όμως πεπεισμένοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία ότι η έλευση της κρίσης είναι η αιφνίδια επιστροφή στην αρχή της πραγματικότητας. Αποδέχονται δηλαδή ότι η λειτουργία του οικονομικού συστήματος είναι περισσότερο ανισόρροπη, παράλογη και ανεξέλεγκτη παρά ποτέ.
Παράλληλα, πολλοί νέοι τονίζουν τη μεροληπτική χρησιμοποίηση της κρίσης από την εργοδοσία προκειμένου να επισπευσθούν αναδιαρθρώσεις στη παγκοσμιοποιημένη αγορά, απολύσεις και υποτιμήσεις της εργατικής δύναμης. Η κρίση λειτουργεί ως άλλοθι για να δικαιολογήσει προκαθορισμένες επιλογές, για να νομιμοποιήσει την καταστρατήγηση βασικών κοινωνικών κατακτήσεων, για να μετακυλίσει τον τσουχτερό λογαριασμό της ύφεσης στις πλάτες των εργαζομένων.
Πώς επηρεάζουν αυτοί οι πολυμέτωποι μετασχηματισμοί τις μορφές κινητοποίησης των νέων εργαζόμενων;
Η κρίση δεν συνεπάγεται ούτε μια γραμμική επιτάχυνση της ταξικής συνειδητοποίησης ούτε μια ανοδική πορεία των κινημάτων και των αντιστάσεων ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Τείνει όμως να δυναμώσει ένα αίσθημα αδικίας και περιφρόνησης που νιώθει διάχυτα η νέα γενιά, έστω κι αν αυτό εκφράζεται με ποικίλους και αντιφατικούς τρόπους. Εμφανίζονται έτσι μια σειρά από νεανικά κινήματα αμφισβήτησης, κυρίως στη διατομή των ζητημάτων που αφορούν τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης και τις συνθήκες πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Απ’ αυτή την άποψη, το μαζικό κίνημα στην Γαλλία ενάντια στο Συμβόλαιο Πρώτης Απασχόλησης είναι εμβληματικό, γιατί αναχαίτισε μια μετωπική επίθεση θεσμοποίησης ενός κατώτερου μισθού ειδικά για νέους.
Τα κινήματα της νεολαίας μέσα στη κρίση δεν παράγουν απλώς διαμαρτυρία. Δεν εμφανίζονται εν κενώ αλλά είναι οργανικά δεμένα με τα σημερινά αδιέξοδα στο βαθμό που καθιστούν ορατά μια σειρά από καταχωνιασμένα προβλήματα που απουσιάζουν από τη συμβατική κοινωνικο-πολιτική συζήτηση. Αυτή η κινηματική δημοσιοποίηση βρίσκεται στον αντίποδα της τηλεοπτικής φλυαρίας και της ιδεολογικής αερολογίας των πάνελ, όπου η καθεστώσα πολιτική εκπροσώπηση συναντά τους καθεστωτικούς αγράμματους ειδήμονες.
Η κινηματική δράση της νεολαίας όμως δύσκολα αρθρώνεται με τον χώρο και το λόγο των αριστερών κομμάτων.
Η κινηματική δράση είναι εξ ορισμού αποσπασματική, ασυνεχής, αστάθμιστη. Η άρθρωση με την πολιτική δυσκολεύεται από τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα των μεγάλων δομών της αριστεράς είτε πρόκειται για πολιτικά κόμματα είτε για συνδικάτα που λειτουργούν απωθητικά. Η συμμετοχή σε μια κινητοποίηση δεν βιώνεται σαν στράτευση ή προσκόλληση σε ένα προϋπάρχοντα οργανωτικό ιστό αλλά σαν μια ελεύθερη βουλησιαρχική διαδικασία όπου συμπίπτουν αυτοέκφραση πεποιθήσεων, ενσάρκωση αξιών και υποκειμενική δημιουργικότητα. Οι παραδοσιακοί σχηματισμοί της Αριστεράς δεν έχουν ούτε την οργανωτική πλαστικότητα να υποδεχτούν αυτή την ριζοσπαστικότητα χωρίς να την χειραγωγήσουν, έστω και από αντανακλαστική αδεξιότητα, ούτε την πρόσφορη πολιτική κουλτούρα για να της δώσουν προοπτική.
Παρόλα αυτά, τα πεδία σύγκλισης είναι υπαρκτά στη πάλη για την προάσπιση της ισότητας και της αλληλεγγύης, του δημόσιου χώρου, της κοινωνικής δημοκρατίας. Είναι αναμφισβήτητο, για παράδειγμα, ότι το πολυσχιδές κίνημα των Αγανακτισμένων όχι μόνο λειτούργησε σαν φορέας πολιτικής παραγωγικότητας δημιουργώντας «γεγονότα», αλλά ταυτόχρονα συνάντησε μια νέα πλειοψηφική φλέβα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η συμβολική του ισχύς δεν έγκειται στη διατύπωση σύνθετων προτάσεων εξόδου από την κρίση, δεν είναι άλλωστε αυτός ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων, αλλά η απονομιμοποίηση των κυρίαρχων πολιτικών που αποδεικνύονται στην πράξη κοινωνικά άδικες και οικονομικά αναποτελεσματικές. Ωστόσο, η δύναμη της πολιτικής αδράνειας είναι ακόμα τεράστια. Το πολιτικό αδιέξοδο των κινημάτων επιδρά εξ ολοκλήρου σε βάρος τους και γίνεται εμπόδιο για την αξιοπιστία των μελλοντικών κινητοποιήσεων. Από τη μεριά τους, οι σχηματισμοί της Αριστεράς εμφανίζονται σε μεγάλο βαθμό περιχαρακωμένοι και αμήχανοι απέναντι στις νέες μορφές ριζοσπαστικοποίησης, αδυνατώντας να επενδύσουν στρατηγικά στη πολιτική γονιμότητα της αμφισβήτησης. Η ιστορική διαδικασία λαϊκής χειραφέτησης παραμένει έτσι μετέωρη.
Από αυτή την οπτική γωνία, πως βλέπετε τον ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ στις παρούσες δραματικές συνθήκες στην Ελλάδα;
Η ελληνική κοινωνία έχει εισέλθει εδώ και δύο χρόνια σε περίοδο οικονομικής ασφυξίας και πολιτικής αποσύνθεσης χωρίς προηγούμενο από τα μετεμφυλιακά χρόνια. Αντιπροσωπεύει τον αδύνατο κρίκο της ευρωπαϊκής αλυσίδας όχι λόγω μεγέθους του χρέους της, αλλά γιατί συνδυάζει εκρηκτικές αντιφάσεις: πρωτόγνωρη κοινωνική εξαθλίωση για ανεπτυγμένη χώρα, δέσμευση σε μη υλοποιήσιμες μνημονιακές πολιτικές που φέρνουν πιο κοντά το ενδεχόμενο εξόδου από την ευρωζώνη, ηθικοπολιτική κατάπτωση των διαπλεκόμενων πολιτικών ηγεσιών, κρίση ηθικού μια κοινωνίας που χάνει την εμπιστοσύνη στον ίδιο της τον εαυτό. Η χώρα απογυμνώνεται από την εθνική της κυριαρχία και παραδίδεται στους δανειστές της.
Η Ελλάδα όμως σ’ όλο αυτό το διάστημα αντιστέκεται, διαδηλώνει την οργή της παρά την ωμή αστυνομική καταστολή, διεκδικεί την αξιοπρέπεια του Πραγματικού ενάντια στο σιδηρούν παραπέτασμα του μνημονιακού δόγματος. Η δημοκρατία είναι ένα εξαιρετικά πολύτιμο αγαθό για να αφεθεί στους τραπεζίτες. Η θεαματική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ βυθίζει τις ρίζες της μέσα στη κοινωνική μαχητικότητα που ψάχνει για βιώσιμη και αξιόπιστη πολιτική αποκρυστάλλωση, συνδέοντας αδιάρρηκτα τη πάλη για την κοινωνική δικαιοσύνη με τη πάλη για τη δημοκρατική λαϊκή κυριαρχία. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε σε συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο να ξεπεράσει την ψυχολογία του «μικρού παίκτη» και να αρθεί στον ορίζοντα του στρατηγικού οράματος, διεκδικώντας την κυβερνητική εξουσία. Πέτυχε να συνθέσει με αξιοπιστία την πολυφωνία του, παρά τις μικρόψυχες και κακεντρεχείς επιθέσεις που δέχεται από κείνους για τους οποίους η πολιτική ηγεμόνευση μοιάζει μάλλον με καταιγισμό στρατιωτικών παραγγελμάτων. Δεν είναι βέβαια τυχαίο το ότι βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης εμψυχώνοντας το λαό να σηκώσει ψηλά το κεφάλι διεκδικώντας, με «λογισμό και μ’ όνειρο», όλα όσα του ανήκουν.
Ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ είναι να λειτουργεί σαν πολιτικός επιταχυντής και πολλαπλασιαστής open source της κοινωνικής πρωτοβουλίας. Η επαναθεμελίωση της πολιτικής επιτάσσει συλλογική ενεργοποίηση των πολιτών για τη ανάληψη των προβλημάτων τους ενάντια στην επαγγελματοποιημένη, εμπορευματοποιημένη και διεφθαρμένη πολιτική. Όποιο και να είναι το εκλογικό αποτέλεσμα, και μόνο αυτή η δημοκρατική ρωγμή ισοδυναμεί με μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση. Η πρό(σ)κληση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια εξαιρετική πολιτική προσφορά σε μια συλλογική κοινωνική ζήτηση. Ένα αυθεντικό ιστορικό στοίχημα. Κι όπως έλεγε ο Σενέκας, δεν είναι επειδή τα πράγματα είναι δύσκολα που δεν τολμάμε, αλλά επειδή δεν τολμάμε μας φαίνονται δύσκολα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου