Αφιέρωμα του Red Notebook
1) Η
Κοινωνική Οικονομία σε κανονικές συνθήκες μιας καπιταλιστικής οικονομίας
Βασικό και κοινό στοιχείο όλων των ορισμών της Κοινωνικής Οικονομίας είναι η διαπίστωση πως αυτή βρίσκεται μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Στην ουσία, μια παραγωγική μονάδα της κοινωνικής οικονομίας θεωρείται αυτόνομη τόσο σε σχέση με τους σκοπούς του Κεφαλαίου όσο και σε σχέση με τη διοίκηση του κράτους. Πρόκειται για καθαρά ιδιωτική επιχείρηση αλλά με τους κοινωνικούς σκοπούς να υπερτερούν των κερδοσκοπικών και το ανοικτό και συνεταιριστικό σύστημα συμμετοχής των μελών να διαφέρει τόσο από το μετοχικό σύστημα των επιχειρήσεων όσο και από το διοικητικό έλεγχο των ΔΕΚΟ.
Βασικό και κοινό στοιχείο όλων των ορισμών της Κοινωνικής Οικονομίας είναι η διαπίστωση πως αυτή βρίσκεται μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Στην ουσία, μια παραγωγική μονάδα της κοινωνικής οικονομίας θεωρείται αυτόνομη τόσο σε σχέση με τους σκοπούς του Κεφαλαίου όσο και σε σχέση με τη διοίκηση του κράτους. Πρόκειται για καθαρά ιδιωτική επιχείρηση αλλά με τους κοινωνικούς σκοπούς να υπερτερούν των κερδοσκοπικών και το ανοικτό και συνεταιριστικό σύστημα συμμετοχής των μελών να διαφέρει τόσο από το μετοχικό σύστημα των επιχειρήσεων όσο και από το διοικητικό έλεγχο των ΔΕΚΟ.
Ο παραπάνω
ορισμός μπορεί να περιγράφει τα χαρακτηριστικά των παραγωγικών μονάδων της
κοινωνικής οικονομίας δεν εξηγεί όμως το γιατί αυτές υπάρχουν τόσο σε συνθήκες
οικονομικής ομαλότητας και σταθερής ανάπτυξης όσο και σε συνθήκες οξείας κρίσης
των καπιταλιστικών παραδειγμάτων οργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Ενώ
η ύπαρξη των καθαρά δημόσιων επιχειρήσεων μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός πως
το κεφάλαιο δεν μπορεί να επενδύσει, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια ενός
επενδυτικού κύκλου, μαζικά σε υποδομές και δίκτυα που σκοπό έχουν την
αναπαραγωγή κάποιων συνολικών συνθηκών και όρων αναπαραγωγής της καθαρά
καπιταλιστικής παραγωγής, (Ενέργεια, Συγκοινωνίες, Μεταφορές, Τηλεπικοινωνίες
κλπ), ή μερική ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας ακόμα και σε εμπορευματικούς
τομείς που δραστηριοποιείται, κατά κόρον, η καπιταλιστική ιδιωτική επιχείρηση
χρήζει μιας πιο επίμονης ανάλυσης. Για την οικονομία του κειμένου θα αρκεστούμε
σε μια μόνο επισήμανση: Για λόγους που άπτονται των όρων αξιοποίησης του
κεφαλαίου, η «χωρητικότητα» της αγοράς εργασίας (μισθωτοί εργαζόμενοι στον
ιδιωτικό τομέα), υπό κανονικές καπιταλιστικές συνθήκες, είναι πάντα
περιορισμένη. Στην πραγματικότητα, οι κανονικές συνθήκες της κεφαλαιακής
αξιοποίησης απαιτούν μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της ύπαρξης ενός ικανού
εφεδρικού στρατού ανέργων (για να πιέζει προς τα κάτω τη διαπραγματευτική
δύναμη των εργαζομένων) και ενός εκτεταμένου χώρου απασχόλησης απλών
εμπορευματοπαραγωγών, είτε με την μορφή των ελεύθερων επαγγελματιών είτε με τη
μορφή συνεργατικών σχημάτων της κοινωνικής οικονομίας (ως βαλβίδα εκτόνωσης από
την κοινωνική πίεση της ανεργίας). Η συνθήκη ύπαρξης της κοινωνικής οικονομίας
είναι εγγεγραμμένη σε αυτό που η μαρξιστική θεωρία ονομάζει Καπιταλιστικό Τρόπο
Παραγωγής (ΚΤΠ) ως ειδική άρθρωση ενός κυρίαρχου τρόπου παραγωγής με πολλούς
δευτερεύοντες.
Στο παρόν
κείμενο και αμέσως παρακάτω θα υποστηριχθεί πως η πρόσφατη οικονομική κρίση, ως
κρίση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, χτύπησε με
τέτοια σφοδρότητα που έχει διαταράξει το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των
επιμέρους τρόπων παραγωγής εντός του συνολικού ΚΤΠ. Πρόκειται για μια εξέλιξη
που θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε διαφορετικά την έννοια της κοινωνικής
οικονομίας και να την τοποθετήσουμε εντός ενός νέου πεδίου πολιτικής και
κοινωνικής παρέμβασης.
2) Η
οικονομική λειτουργία του νεοφιλελεύθερου παρεμβατισμού πριν και κατά τη
διάρκεια της κρίσης
Αντίθετα με
ό,τι διακηρύσσεται, το κράτος του νεοφιλελευθερισμού είναι μεγάλο και τείνει να
γίνει μεγαλύτερο στη περίοδο που ο νεοφιλελευθερισμός συναντιέται με την έντονη
χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας. Μπορεί να ελαχιστοποιούνται οι κρατικές
επενδυτικές δαπάνες όπως και οι κοινωνικές δαπάνες αλλά κάπου άλλου το κράτος
αυτό διογκώνεται και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από κει που αυτό συρρικνώνεται. Η πρόσφατη
τραπεζική κρίση μετεξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε κρίση δημόσιων ελλειμμάτων όταν
το κράτος προσπάθησε να κοινωνικοποιήσει τις ζημιές τους. Η λειτουργία της
Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ ως δανειστής της έσχατης προσφυγής προσφέρει και
αυτή με την σειρά της σωτηρία στην απαξίωση των τραπεζικών ιδρυμάτων με το να
τοποθετεί αντιστάσεις στη πτώση του ενεργητικού τους. Το ίδιο κάνουν και οι
ευρωπαϊκές «ανακαλύψεις» με τα αρκτικόλεξα EFSF (ο
μηχανισμός στήριξης), LTRO (φθηνός δανεισμός των εμπορικών τραπεζών από
την ΕΚΤ) και ELA (έκτακτη
βοήθεια ρευστότητας).
Αυτός ο
συγκεκριμένος τρόπος παρέμβασης της νεοφιλελεύθερης οικονομικής εξουσίας, που
προϋπάρχει της κρίσης, ενθαρρύνει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο να αναλαμβάνει
ρίσκα και να δημιουργεί υπερμόχλευση (εφόσον έχει την κάλυψη του κράτους σε
περίπτωση ζημιών), καταστάσεις, που και οι δύο κυοφορούν μέσα τους τη μόνιμη
χρηματοπιστωτική αστάθεια. Πρόκειται για την ακριβώς αντίθετη πολιτική από αυτή
που θα ακολουθούσε μια κευνσιανικής εμπνεύσεως «θανάτωση» του ραντιέρη ως
απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκαμψη της μη χρηματιστικής οικονομίας. Η
σωτηρία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με τη διοχέτευση τεράστιων πόρων για τη
«θεραπεία» του ενεργητικού τους τα καθιστά πρακτικώς ανενεργά (απέχουν από τις
συνήθεις τραπεζικές λειτουργίες τους) και σε κατάσταση αναμονής έτσι ώστε να
συμβεί πρώτα και από μόνη της η ανάκαμψη της μη χρηματιστικής οικονομίας. Τα
μεγάλα ελλείμματα του κράτους - σωτήρα του τραπεζικού συστήματος πυροδοτούν
πολιτικές ύφεσης και εκκαθάρισης της αγοράς από αντιπαραγωγικά κεφάλαια και
ανθρώπινο δυναμικό (ανεργία). Στο πλαίσιο ενός υφεσιακού σπιράλ
απενεργοποιούνται οι κλασσικές πολιτικές επηρεασμού του συνολικού όγκου των
επενδύσεων. Οι ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώνονται δραματικά λόγω
έλλειψης προσδοκιών κερδοφορίας και οι «φιλικές», ως προς την
επιχειρηματικότητα, πολιτικές μείωσης των επιτοκίων, των φόρων και των μισθών
αδυνατούν να αντιστρέψουν την πορεία των επενδύσεων αφού οι πόροι που
εξοικονομούνται από τις επιχειρήσεις δεν επενδύονται αλλά αποθεματοποιούνται.
Είναι
αντιφατικό αλλά απολύτως πραγματικό. Η κοινωνικοποίηση των ζημιών του
χρηματιστικού τομέα, δημιουργεί ύφεση, τεράστια ανεργία και γενικευμένη
επενδυτική αποχή του ιδιωτικού τομέα. Το κράτος αναλαμβάνοντας το ρόλο του
σωτήρα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων καταργεί και τον ελάχιστό ρόλο που είχε
στον επηρεασμό του
συνολικού όγκου των επενδύσεων μέσω των φοροαπαλλαγών και των χαμηλών
επιτοκίων. Εντός αυτού του νεοφιλελεύθερου πλαισίου δεν είναι το δημόσιο που
αδυνατεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, είναι ο καπιταλιστικός –
ιδιωτικός τομέας που δεν μπορεί (εδώ μπορεί να στηριχθεί και μια κριτική στο πρόγραμμα
της ΝΔ και άλλων αστικών κομμάτων). Η ανάπτυξη του χρηματιστικού καπιταλισμού
δημιουργεί την ανάγκη για έναν νεοφιλελεύθερο παρεμβατισμό ικανό να διαθέσει
αμέτρητο χρήμα για τη διάσωση του. Αυτός αντί να σταθεροποιεί το
χρηματοπιστωτικό σύστημα επιτείνει την αστάθεια του
καθιστώντας, εν τέλει, και τις συνολικές επενδύσεις ιδιαίτερα ασταθείς και
έτοιμες για καταβύθιση.
Από πού όμως
μπορούν να προέλθουν οι επενδύσεις και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας αν
ο καπιταλιστικός τομέας απέχει και το δημόσιο έχει διαφοροποιήσει το ρόλο του;
3) Η
Κοινωνική Οικονομία ως μορφή κοινωνικοποίησης των επενδύσεων
Από τα
παραπάνω γίνεται σαφές πως βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής του σύγχρονου
καπιταλισμού. Η εκτεταμένη κοινωνικοποίηση των ζημιών του χρηματοπιστωτικού
τομέα αδρανοποιεί το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας και κυρίως
αποσταθεροποιεί τις ιδιωτικές επενδύσεις. Το σπάσιμο αυτού του φαύλου κύκλου
δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν κοινωνικοποιηθεί ή ίδια η παραγωγή αν δηλαδή
δεν περιοριστεί δραστικά ο ρόλος του κέρδους, ως κινήτρου επένδυσης, και αν δεν
αντικατασταθεί, έστω και μερικά, από κοινωνικά κίνητρα και στόχους δημοσίου
συμφέροντος. Στο σημείο αυτό μορφές κοινωνικής οικονομίας (συνεταιριστικές
επιχειρήσεις, αλληλέγγυα δίκτυα, επιχειρήσεις δίκαιου εμπορίου, δημοτικές
επιχειρήσεις, συμπράξεις ανέργων κλπ) μπορούν να αποτελέσουν την έναρξη ενός
νέου, ενάρετου αυτή τη φορά, επενδυτικού κύκλου. Όμως, θα ήταν λάθος να
θεωρήσουμε ότι μπορεί να ξεκινήσει και να αναπτυχθεί ένας νέος κύκλος κοινωνικοποιημένων
επενδύσεων απλώς και μόνο με την αριθμητική αύξηση των επιχειρήσεων κοινωνικής
οικονομίας. Εκείνο που χρειάζεται, παράλληλα, είναι και η καθιέρωση ενός
δημοκρατικού σχεδιασμού της συνολικής οικονομίας με νέες θεσμικές,
διοικητικές και χρηματοδοτικές δυνατότητες.
Οι
συνεταιριστικές επιχειρήσεις καθώς και όλες οι μορφές παραγωγικών μονάδων της
κοινωνικής οικονομίας συνεχίζουν και αποτελούν μορφές ιδιωτικών παραγωγών που
λειτουργούν δίπλα σε καθαρά καπιταλιστικές επιχειρήσεις και ως εκ τούτου διακατέχονται
από υποκειμενικούς σκοπούς αν όχι του κέρδους, τουλάχιστον, κάποιας μορφής
πλεονασμάτων. Για να επιτελέσουν κάτι ριζικά διαφορετικό από τον συμπληρωματικό
και περιορισμένο ρόλο που έχουν εντός του ΚΤΠ θα πρέπει να ενταχθούν σε έναν
δημοκρατικό σχεδιασμό της συνολικής οικονομίας ως οικονομίας των κοινωνικών
αναγκών. Εντός αυτού του νέου σχεδιασμού οι υποκειμενικοί σκοποί των
μεμονωμένων επιχειρήσεων δεν χάνονται αλλά αποκτούν νέες λειτουργίες και
εξυπηρετούν νέες αναγκαιότητες. Αυτό που θα στηρίξει τις μορφές της κοινωνικής
οικονομίας και που θα τους δώσει την ευκαιρία να αναπτυχθούν είναι αυτό που ο
Μαρξ ονομάζει «Γενικό Φωτισμό» και που εμβαπτίζει όλα τα χρώματα της φύσης
μεταλλάσσοντάς τα στην ιδιαιτερότητά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου