Του Δημήτρη Καραμάνη Αναδημοσίευση από Rednotebook
Η
προεκλογική περίοδος συμπύκνωσε σε 40 μέρες όλη τη στρατηγική των καθεστωτικών
δυνάμεων κάτω από την επικεφαλίδα του φόβου. Ο φόβος, που εκπορέυεται από την
επιστροφή στη δραχμή μέχρι την έξαρση της εγκληματικότητας, ήταν το πυρηνικό
όπλο που είχε στα χέρια του το επιτελείο των μνημονιακών και αυτό που εν
πολλοίς χάρισε στη ΝΔ την πρώτη θέση. Το άλλο σημείο που ευνόησε τη ΝΔ ήταν η
-σε ένα σημαντικό βαθμό- επανενεργοποίηση της δυναμικής στις περιοχές που είτε
για ιστορικούς είτε για ταξικούς λόγους αποτελούν «κάστρα» της.
Σε αυτό το
πλαίσιο, η επικράτηση της ΝΔ με ποσοστό μικρότερο από την εκλογική συντριβή
Καραμανλή το 2009, μόνο θρίαμβος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Η προσπάθεια του
επικοινωνιακού επιτελείου της ΝΔ να εμφανίσει το 29,7% ως καθαρή, σαρωτική,
θριαμβευτική επικράτηση το μόνο που καταφέρνει είναι να συνεχίζει την παράδοση
της αυτογελοιοποίησης που ξεκίνησε από την 7η Μαϊου.
Στον
αντίποδα, η θέση και το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αποτελούν μια μεγάλη νίκη τόσο
για το λαό όσο και για την Αριστερά. Εδώ θα πρέπει να δούμε τρία σημεία που
δικαιολογούν τον παραπάνω ισχυρισμό:
Πρώτον,
καθίσταται πλέον δεδομένο ότι το θατσερικό ΤΙΝΑ (Τhere is No Alternative), το οποίο
πάσχισαν να εμπεδώσουν στην ελληνική κοινωνία οι κατά καιρούς ηγέτες του
ψυχορραγούντος δικομματισμού, είναι πλέον παρελθόν. Η ορατή, ρεαλιστική λύση
απέναντι στην πολιτική της κοινωνικής ερήμωσης σήμερα δεν είναι ένα
προγραμματικό κείμενο ενός φιλόδοξου κόμματος της Αριστεράς. Είναι ένα σχέδιο
που στηρίζεται από κάτι λιγότερο από το 1/3 του εκλογικού σώματος και έχει
αποκτήσει την επαρκή κοινωνική αγκύρωση για να καταστεί αργά ή γρήγορα, όχι
μόνο πλειοψηφικό εκλογικά, αλλά και ηγεμονικό κοινωνικά.
Δεύτερον,
επαναχαράσσεται η βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις,
όχι στα ψεύτικα δίπολα του παρελθόντος, αλλά στο πεδίο της υπεράσπισης
συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και αναγκών. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι πλέον το κόμμα
της νεολαίας, των ανέργων, των αυτοαπασχολούμενων.
Τρίτον, η
ευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη ελίτ αρχίζει να αποκτά αντίπαλο. Έναν αντίπαλο που δεν
διαφοροποιείται στις λέξεις, ούτε αναζητά διευκολύνσεις, αλλά εισηγείται και
υπερασπίζεται ένα πλήρως αντιπαραθετικό μοντέλο στη στρατηγική της σιδηράς
δημοσιονομικής πειθαρχίας και της λιτότητας.
Η μεγάλη
νίκη του 27% δεν κρύβει το γεγονός ότι το αποτέλεσμα της 17ης Ιούνη αποτελεί
μια χαμένη ιστορική ευκαιρία. Το αιώνιο ερώτημα περί της ετοιμότητας του
πολιτικού υποκειμένου που θα αλλάξει το ρου της ιστορίας δεν θα απαντηθεί ποτέ.
Είτε μιλήσουμε με όρους τεχνοκρατικούς (κοστολόγησης μέτρων, δεξιοτήτων του
πολιτικού προσωπικού κλπ), είτε μιλήσουμε με όρους αριστερής πλειοδοσίας
(αιτήματα άμεσης βαθιάς ρήξης, πλατφόρμα συνολικής ανατροπής κλπ), δεν θα
είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε το γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν είναι σήμερα στην
κυβέρνηση.
Αφαιρώντας,
λοιπόν, την κοντόφθαλμη και αντεπιστημονική αντίληψη περί «αντικειμενικών
συνθηκών», ας προσπαθήσουμε να δούμε δύο βασικά σημεία.
Πρώτον, τον
τελευταίο μήνα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν αντιπαρατέθηκε με τη ΝΔ. Αντιπαρατέθηκε με το
κράτος και με σχεδόν κάθε ιδεολογικό μηχανισμό που αυτό συγκροτεί. Ο χώρος μας
βρέθηκε στην πιο κρίσιμη μάχη απέναντι σε ένα καλά συντονισμένο, αρραγές
μέτωπο, που χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να πετύχει τον τελικό του στόχο. Θα
ήταν αφελής κάποιος να θεωρεί ότι οι συνιστώσες αυτού του μετώπου εξυπηρετούν -de facto και πάντα-
κοινά συμφέροντα. Ισχύει, ωστόσο, ότι η πιθανότητα επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ
θα δυσκόλευε αφάνταστα την δυνατότητα αναπαραγωγής των σχέσεων και των δικτύων
διαπλοκής πάνω στην οποία στήθηκε η ηγεμονία του αστικού μπλόκ για δεκαετιές. Aπέναντι
λοιπόν σε αυτό το ενδεχόμενο, οι αντίπαλοι της Αριστεράς φάνηκαν πολύ
περισσότερο λενινιστές από την ίδια την Αριστερά. Συγκρότησαν το μέτωπό τους
και συμμάχησαν ακόμα και με το διάβολο για να ανασχέσουν τον «κίνδυνο».
Δεύτερον,
αυτή τη μεγάλη μάχη ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ την έδωσε δίχως συμμμάχους στο πολιτικό
επίπεδο. Το ΚΚΕ και η ΔΗΜΑΡ έπαιξαν το ρόλο που οι αντίπαλοι της Αριστεράς
ονειρεύονταν. Το ΚΚΕ δεν ευθύνεται μόνο για το ότι βάφτισε την ελπίδα αυταπάτη
και το σεχταρισμό συνέπεια. Ευθύνεται γιατί η καταστροφική γραμμή της
ανιστόρητης ηγεσίας του έφερε το κόμμα-οδηγό της εθνικής αντίστασης, 70 χρόνια
μετά να απέχει μόλις 2,5 μονάδες από το κόμμα των ταγματασφαλιτών και των
νεοναζί. Στις μέρες που ζούμε, δυστυχώς, η λάθος γραμμή ισοδυναμεί με πολιτικό
έγκλημα.
Από την άλλη
πλευρά, η ΔΗΜΑΡ, ως «σύγχρονη» αριστερά, επιλέγει να σερβίρει ξαναζεσταμένο το
δηλητήριο του «ιστορικού συμβιβασμού». Οι χιλιάδες αγωνιστές της κομμουνιστικής
ανανέωσης σε όλη την Ευρώπη, ωστόσο, γνωρίζουν καλά την κατάληξη του δρόμου που
έχει επιλέξει η ηγεσία Κουβέλη.
Οι επόμενοι
μήνες θα κρίνουν αν θα μπορέσουμε να πάμε μέχρι τέλους τον δρόμο που ανοίξαμε
μαζί με το λαό από την 6 Μάη. Ως προς τη συνέπεια λόγων και έργων, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ
δεν έχει να αποδείξει τίποτα. Η άρνηση συμμετοχής του, σε δύο χρόνους, σε
παιχνίδια οικουμενικού αχταρμά αποτελούν παράσημο για κάθένα και καθεμία
ξεχωριστά από τους 1,65 εκατομμύρια ψηφοφόρούς του. Το μεγάλο στοίχημα, λοιπόν,
είναι αυτό της συμμετοχής και της αλληλεγγύης. Αφ΄ ενός, πώς οι χιλιάδες κόσμου
που πλησίασαν τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θα γίνουν κομμάτι ενός μαζικού, δημοκρατικού,
λαϊκού κόμματος της Αριστεράς. Αφ΄ ετέρου, πώς ο νέος ΣΥΡΙΖΑ και τα δεκάδες
χιλιάδες μέλη του θα γίνουν οι πρωτοπόροι στη μεγάλη προσπάθεια να σωθεί η
κοινωνία από την καθολική εξαθλίωση.
Η Αριστερά
μπορεί να βαφτίζεται όπως επιθυμεί: κυβερνώσα, επαναστατική, ριζοσπαστική,
μεταρρυθμιστική. Αυτά όλα, όμως, είναι ψιλά γράμματα μπροστά στο βασικό
επιθετικό προσδιορισμό που της αντιστοιχεί: χρήσιμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου